Γιόζιπ Μπροζ (Τίτο) και οι Παρτιζάνοι της Γιουγκοσλαβίας
Ενημερωτικό Σημείωμα :
Σε ένα site που είναι αφιερωμένο στην δική μας Αντίσταση, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΝ, της ΟΠΛΑ, του ΔΣΕ, μια Αντίσταση που έχει αποκλειστεί από τα σχολικά βιβλία, σε μια προσπάθεια να απαλλοτριώσουν την ίδια μας την Ιστορία κ την Μνήμη, ένας νέος άνθρωπος μου υπενθύμισε τον Τίτο.
Περισσότερο τους Παρτιζάνους της Γιουγκοσλαβίας. Και τον ευχαριστώ γι΄αυτό.
Γιατί μου θύμισε και κάτι άλλο. Την συμπάθεια που έτρεφε ο πατέρας μου στον λαό της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, σε ότι αφορούσε τον Τίτο.. Σε ότι αφορούσε όμως τον αντιστασιακό αγώνα των παρτιζάνων και την βοήθεια του ΚΚΓ προς τον ΔΣΕ....μέχρι ενός σημείου πάλι, ποτέ δεν τον ξέχασε.
Έτσι θεώρησα σωστό να κάνω αυτή την πρόσθετη σελίδα, που την αφιερώνω στον ανιψιό μου Θοδωρή και στον πατέρα μου Στέλιο.
Red Lioness.-
Σε ένα site που είναι αφιερωμένο στην δική μας Αντίσταση, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΝ, της ΟΠΛΑ, του ΔΣΕ, μια Αντίσταση που έχει αποκλειστεί από τα σχολικά βιβλία, σε μια προσπάθεια να απαλλοτριώσουν την ίδια μας την Ιστορία κ την Μνήμη, ένας νέος άνθρωπος μου υπενθύμισε τον Τίτο.
Περισσότερο τους Παρτιζάνους της Γιουγκοσλαβίας. Και τον ευχαριστώ γι΄αυτό.
Γιατί μου θύμισε και κάτι άλλο. Την συμπάθεια που έτρεφε ο πατέρας μου στον λαό της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, σε ότι αφορούσε τον Τίτο.. Σε ότι αφορούσε όμως τον αντιστασιακό αγώνα των παρτιζάνων και την βοήθεια του ΚΚΓ προς τον ΔΣΕ....μέχρι ενός σημείου πάλι, ποτέ δεν τον ξέχασε.
Έτσι θεώρησα σωστό να κάνω αυτή την πρόσθετη σελίδα, που την αφιερώνω στον ανιψιό μου Θοδωρή και στον πατέρα μου Στέλιο.
Red Lioness.-
Η Γιουγκοσλαβία
Στη Γιουγκοσλαβία αναπτύχθηκε ένα από τα μαζικότερα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης. Και ξεπήδησε αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανο – Ουγγρο – Ιταλούς φασίστες.
Στις 6 Απρίλη 1941, οι φασιστικές δυνάμεις κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας. Ο πόλεμος δεν κράτησε πολύ. Ο Γιουγκοσλαβικός στρατός υποχώρησε. Και στις 17 Απρίλη ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας Τσίντσαρ Μάρκοβιτς και ο στρατηγός Γιάνκοβιτς υπόγραψαν την άνευ όρων παράδοση της χώρας ενώ ο βασιλιάς Πέτρος και η Κυβέρνησή του έφευγαν για το εξωτερικό. Η τόσο γρήγορη κατάρρευση δεν ήταν κάτι τυχαίο. Ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής και της τακτικής που ακολούθησαν δεξιοί κύκλοι του Γιουγκοσλαβικού βασιλείου κατά το μεσοπόλεμο.
Το Γιουγκοσλαβικό βασίλειο σχηματίστηκε την 1η Δεκέμβρη 1918 με την Ένωση των Νοτιοσλαβικών λαών, που είχαν απελευθερωθεί από τον Αυστρο – Ουγγρικό ζυγό, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Σερβικό βασίλειο με το οποίο λίγο πριν είχε ενωθεί και το Μαυροβούνιο. Από την ίδρυσή του και μετά ακολουθεί μια πολιτική αστάθεια στη χώρα που έχει σχέση με το μεγαλοσερβικό σωβινισμό απέναντι των άλλων λαών και τις εσωτερικές οικονομικές συνθήκες. Μέσα στα 21 χρόνια του μεσοπολέμου σχηματίστηκαν στη Γιουγκοσλαβία 40 κυβερνήσεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας που σχηματίστηκε το 1918 βγήκε το 1920 εκτός νόμου. Και από τότε έμεινε στην παρανομία.
Για όλο το μεσοπόλεμο η Γιουγκοσλαβία θεωρούνταν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις το προγεφύρωμά τους στη Βαλκανική. Εδώ άλλωστε είχαν καταφύγει και πολλά τμήματα λευκοφρουράς, που έφυγαν από την Ε.Σ.Σ.Δ. μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου (1934) η επιρροή της Γερμανίας στη χώρα δυνάμωσε πολύ. Το γερμανικό κεφάλαιο είχε καταλάβει δεσπόζουσα θέση στην οικονομία της Γιουγκοσλαβίας και επηρέαζε την πολιτική της.
Σοβαρή κρίση περνούσε το Κ.Κ.Γ., που η φραξιονιστική πάλη είχε μέχρι ένα σημείο παραλύσει τη δραστηριότητά του. Η ενότητα πραγματοποιήθηκε μόνο το 1939, όταν ανέλαβε γραμματέας του ο Ιωσήφ Μπροζ, ο γνωστός σήμερα με το ψευδώνυμο Τίτο πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας.
Τον Αύγουστο του 1939 στη Γιουγκοσλαβία σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Τσεβτκόβιτς – Μάτσεκ, η οποία ουσιαστικά παράδωσε τους πόρους της χώρας στις φασιστικές δυνάμεις και ενέτεινε τα φασιστικά και καταπιεστικά μέτρα κατά του λαού. Οι Γερμανοί πράκτορες κατέλαβαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και από κει έλεγχαν τα πάντα.
Το Κ.Κ.Γ. αγωνίστηκε με συνέπεια για να διαφωτιστεί ο λαός. Σε λίγο, οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης και απαίτησαν αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με την Ε.Σ.Σ.Δ. και αλλαγή πολιτικής. Η κυβέρνηση για να αποφύγει μεγαλύτερες συνέπειες, έκανε τον ελιγμό και αποκατάστησε σχέσεις με την Ε.Σ.Σ.Δ., αλλά έμεινε άκαμπτη στα άλλα ζητήματα.
Ο Μάτσεκ έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι σχέσεις μας με την Ε.Σ.Σ.Δ. είναι το ατού που κρατάμε στα χέρια μας, απέναντι στο λαό».
Στις 25 Μάρτη 1941 η κυβέρνηση Τσβέτκοβιτς – Μάτσεκ υπόγραψε στη Βιέννη σύμφωνο προσχώρησης της Γιουγκοσλαβίας στον άξονα. Η υπογραφή της συνθήκης αυτής ξεσήκωσε το Γιουγκοσλαβικό λαό κατά της κυβέρνησης. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν : "Καλύτερα πόλεμος, παρά συνθήκη! Ένωση με τη Ρωσία". Η εξέγερση πήρε μεγάλες διαστάσεις και οδήγησε σε κίνημα ανώτερων αξιωματικών στις 17 Μάρτη 1941. Η κυβέρνηση ανατράπηκε και πολλά από τα μέλη της συνελήφθησαν. Κυβέρνηση σχημάτισε ο στρατηγός Σιμόνοβιτς.
Ο κύριος υποκινητής και καθοδηγητής της λαϊκής αυτής εξέγερσης ήταν το Κ.Κ.Γ.
Η εξέγερση του λαού της 27 Μάρτη απόδειξε ότι ο λαός ήταν διατεθειμένος να αντισταθεί κατά του φασισμού και του πολέμου. Η κυβέρνηση Σιμόνοβιτς δεν είχε σκοπό να διακόψει σχέσεις με τις φασιστικές δυνάμεις. Οι λαϊκές δυνάμεις όμως απαίτησαν ριζική αλλαγή στην πολιτική της χώρας και προσέγγιση στην Ε.Σ.Σ.Δ. Παρ΄όλο που η κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις, η λαϊκή πίεση ήταν τόσο μεγάλη που αναγκάστηκε να υπογράψει σύμφωνο αμοιβαίας φιλίας και μη επιθέσεως με την Ε.Σ.Σ.Δ.
Η ανατροπή αυτή αναστάτωσε τους χιτλεροφασιστικούς κύκλους, γιατί δημιουργούσε απειλή και για τις άλλες τους θέσεις στα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Ρουμανία), και αποφάσισαν να καταλάβουν ταυτόχρονα και τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα και να εξασφαλίσουν έτσι όλη τη Ν.Α. Ευρώπη.
Η εξέγερση της 27 Μάρτη αποτελεί την πρώτη πράξη αντίστασης του Γιουγκοσλαβικού λαού με επικεφαλής το Κ.Κ.Γ.
Και η νέα όμως κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να προετοιμαστεί η άμυνα της χώρας. Έτσι η Γιουγκοσλαβία έγινε η εύκολη λεία του άξονα. Στην επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας έλαβε μέρος η Γερμανία, η Ιταλία και η Ουγγαρία. Η Γιουγκοσλαβική αντίσταση κατέρρευσε και 344.000 στρατός παραδόθηκε. Ο βασιλιάς Πέτρος και η κυβέρνησή του το έσκασαν από το Βελιγράδι, παίρνοντας μαζί τους το δημόσιο χρήμα. Κατέφυγαν στο Κάιρο όπου σχημάτισαν κυβέρνηση φυγάδων, που έγινε το φερέφωνο των Άγγλων και των Αμερικάνων. Αμέσως μετά την κατάρρευση τα αστικά κόμματα σταμάτησαν την πολιτική τους δράση.
Ένα σημαντικό μέρος της αστικής τάξης των ηγετών των αστικών κομμάτων και των στρατιωτικών βιάστηκαν να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ο πόλεμος, με την πεποίθηση ότι θα βρουν γλώσσα να συνεννοηθούν με το Χίτλερ.
Μόνο το Κ.Κ.Γ. κάλεσε αμέσως το λαό για να αγωνισθεί για τη λευτεριά της Πατρίδας.
Από τις πρώτες μέρες της κατοχής το Κ.Κ.Γ. υπέστη σοβαρές απώλειες. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του κλείστηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα. Αρκετοί από αυτούς εκτελέστηκαν. Οι κατακτητές προχώρησαν και σε εδαφικό πετσόκομμα της Γιουγκοσλαβίας. Μεγάλο μέρος του Γιουγκοσλαβικού εδάφους πέρασε στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία και στη Βουλγαρία. Ταυτόχρονα προσπάθησαν να ανάψουν το μίσος μεταξύ των λαών της Γιουγκοσλαβίας..
Η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας πέρασε στην υπηρεσία της φασιστικής Γερμανίας. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε για εργάτες στη Γερμανία. Και παράλληλα εξαπέλυσαν στη χώρα άγρια τρομοκρατία. Δεκάδες χιλιάδες αντιφασίστες κλείστηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα.
Κι όμως ο Γιουγκοσλαβικός λαός δεν λύγισε.
Το Κ.Κ.Γ. προχώρησε αμέσως στην οργάνωση του αντιστασιακού κινήματος. Δημιούργησε πολλά παράνομα τυπογραφεία, με τα οποία εξέδιδε δεκάδες παράνομα φύλλα και προκηρύξεις που καλούσαν το λαό να αγωνισθεί για τη λευτεριά της Πατρίδας και κήρυσσαν την ανάγκη συνένωσης όλων των πατριωτικών δυνάμεων στην κοινή πάλη κατά των κατακτητών. Γι΄αυτό και το Κ.Κ.Γ. δέχθηκε τις μεγαλύτερες διώξεις από μέρους των κατακτητών. Στις 10 Απρίλη, ημέρα που οι χιτλερικοί κατέλαβαν το Ζάγκρεμπ, η Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ., που τότε βρισκόταν σ΄αυτή την πόλη, πήρε απόφαση να σκορπίσουν τα μέλη της στη Βοσνία, Μαυροβούνι, Σερβία και Σλοβενία και να οργανώσουν την πάλη κατά των κατακτητών. Στη σύνοδο αυτή της Κ.Ε. δημιουργήθηκε και η Στρατιωτική Επιτροπή, επικεφαλής της οποίας ορίσθηκε ο γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. Ιωσήφ Μπροζ – Τίτο. Αμέσως μετά δημιουργήθηκαν στρατιωτικές επιτροπές στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία, Ερζεγοβίνη και Μαυροβούνι. Το καθήκον των επιτροπών αυτών ήταν να δημιουργήσουν ένοπλες ομάδες.
Το Μάη του 1941 άρχισαν οι άγριοι διωγμοί ενάντια στους Σέρβους, Κροάτες, Σλοβένους και Ερζεγοβίνιους. Χιλιάδες πατριώτες που ξέφευγαν τις συλλήψεις κατέφευγαν στα βουνά. Μαζί με τους φυγάδες ήσαν και οι κομμουνιστές που άρχισαν να εξοπλίζονται και να δημιουργούν τις πρώτες ομάδες αντίστασης ενάντια στους κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Την ίδια εποχή έγινε στο Ζάγκρεμπ ειδική σύσκεψη των κομμουνιστών όλης της χώρας για την ενιαία οργάνωση του λαϊκο – απελευθερωτικού αγώνα.
Μετά τη σύνοδο του Ζάγκρεμπ το Κ.Κ.Γ. κινήθηκε δραστήρια για την δημιουργία πλατιού λαϊκο – απελευθερωτικού μετώπου. Και για το σκοπό αυτό ήρθε σ΄επαφή με όλες τις πατριωτικές δυνάμεις και τα αστικά κόμματα που δεν δέχθηκαν να συνεργασθούν με τον κατακτητή. Κι όμως το μεγαλύτερο μέρος της αστικής τάξης προτίμησε να ακολουθήσει τα ταξικά της συμφέροντα και να συνεργασθεί τελικά ανοιχτά με τους κατακτητές. Μια άλλη μερίδα της αστικής τάξης, οι φιλοδυτικοί, δεν δέχθηκαν να συνεργασθούν με τον κατακτητή, αλλά δεν συνεργάστηκαν με τους κομμουνιστές. Εκφραστής αυτής της τάσης ήταν η ομάδα του συνταγματάρχη Ντραγκολιούμπ (Ντράγκα) Μιχαήλοβιτς που δεν παρέδωσε τα όπλα αλλά κατέφυγε μ΄αυτά στα βουνά της περιοχής Τσάτσακ και Βάλεφ. Η ομάδα αυτή σχημάτισε και ένοπλα τμήματα, τους Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς αποκατάστησε σχέσεις με την κυβέρνηση του εξωτερικού και με εντολή της παρέμενε θεατής των γεγονότων με το όπλο «παρά πόδα», αναμένοντας την επιστροφή της κυβέρνησης.
Οι μαχητικές ομάδες του Κ.Κ.Γ. γρήγορα μεταβλήθηκαν σε τμήματα παρτιζάνων και άρχισαν ανοικτά σαμποτάζ και επιθέσεις ενάντια στις μεμονωμένες φρουρές των χιτλερικών. Περισσότερη δράση παρουσιάζουν στην αρχή οι ομάδες Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Παρ΄όλα αυτά ο λαός δεν ήταν έτοιμος για γενικότερη εξέγερση. Όταν όμως στον πόλεμο πήρε μέρος και η Ε.Σ.Σ.Δ., το ηθικό του γιουγκοσλαβικού λαού αναπτερώθηκε. Το Κ.Κ.Γ., εκτιμώντας σωστά τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη χιτλερική επίθεση ενάντια στην Ε.Σ.Σ.Δ., δυνάμωσε την ένοπλη πάλη. Τη στιγμή που οι χιτλερικοί μετάφεραν τις δυνάμεις από τη Δ. Ευρώπη και τα Βαλκάνια στο Ανατολικό Μέτωπο, οι πατριωτικές δυνάμεις της Γιουγκοσλαβίας είχαν καλύτερες δυνατότητες δράσης.
Σε ανακοίνωσή της στο Γιουγκοσλαβικό λαό η Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. τονίζει ότι ο αγώνας του αδελφού Σοβιετικού λαού είναι αγώνας και των Γιουγκοσλάβων και όλων των λαών που θέλουν την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους. Και καλεί όλους τους πατριώτες να πυκνώσουν τις γραμμές των παρτιζάνων.
Στις 27 Ιούνη 1941 στη σύνοδο της Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. στο Βελιγράδι, πάρθηκε η απόφαση να σταλούν τα πιο δραστήρια μέλη του Κ.Κ.Γ. στις γραμμές των παρτιζάνων για να συντονιστεί και αναπτυχθεί παραπέρα ο αγώνας τους. Τότε δημιουργήθηκε και το Συντονιστικό Επιτελείο του Εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των παρτιζάνικων ομάδων, επικεφαλής του οποίου τοποθετήθηκε ο Ιωσήφ Μπροζ – Τίτο.
Στις 4 Ιούλη 1941 το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ., επεξεργάστηκε το πλάνο ανάπτυξης του παρτιζάνικου κινήματος στη Σερβία και της ένοπλης εξέγερσης και ειδοποίησε τις άλλες παρτιζάνικες ομάδες για την έναρξη της εξέγερσης αυτής. Η 4η Ιουλίου γιορτάζεται σήμερα σαν ημέρα της πάλης του γιουγκοσλαβικού λαού. Με βάση την απόφαση αυτή δημιουργήθηκαν πολλές νέες ομάδες και χιλιάδες εργάτες, αγρότες και διανοούμενοι πλαισίωσαν τις ομάδες αυτές. Μόνο στη Σλοβενία το πρώτο μισό του Ιούλη 1941 σχηματίσθηκαν 25 τέτοιες ομάδες με 5 – 15 μέλη.
Όταν άρχισε ο επίσημος αυτός ένοπλος αγώνας το Κ.Κ.Γ. είχε πάνω από 12.000 μέλη και 30.000 μέλη η Κομμουνιστική Νεολαία. Το σύνθημα των Γιουγκοσλάβων πατριωτών ήταν «Θάνατος στο Φασισμό – Λευτεριά στο Λαό».
Στις 7 Ιούλη του 1941 αρχίζει η ένοπλη εξέγερση στη Σερβία. Η πρώτη σύγκρουση έγινε στη Μπιελάγια Τσέρκωφ, όπου οι αντάρτικες ομάδες με επικεφαλής τον Ζίκιντς Γιοβενόβιτς, παλαίμαχο του ισπανικού αντιφασιστικού πολέμου, χτυπήθηκαν με τη χωροφυλακή. Παρ΄όλο που στη Σερβία, λόγω της ιδιαίτερης στρατηγικής της σημασίας, οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις, η εξέγερση απλώθηκε παντού γρήγορα.
Με την ένοπλη εξέγερση δυναμώνουν και τα μέτρα καταπίεσης των κατακτητών. Στα μέτρα αυτά απάντησαν οι πατριώτες και οι αντιφασίστες του Βελιγραδίου με διαδηλώσεις στους δρόμους. Στις διαδηλώσεις αυτές πιάστηκαν ή σκοτώθηκαν εκατοντάδες πατριώτες.
Κατά τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο λευτερώθηκαν οι πόλεις Κρουπάν, Λοζνίτσα, Ούζιτσα και άλλες. Το φθινόπωρο του 1941 είχε λευτερωθεί ένα μεγάλο μέρος της Δ. Σερβίας. Η καθοδήγηση του Κ.Κ.Γ. και το Συντονιστικό Επιτελείο των παρτιζάνικων δυνάμεων από το φθινόπωρο μεταφέρθηκε στην πόλη Ούζιτσα, που έγινε έτσι η πρωτεύουσα της Ελεύθερης Γιουγκοσλαβίας.
Σημαντικά εδάφη ελευθερώθηκαν και στην Α. και Ν. Σερβία όπου όμως οι μεγάλες πόλεις παρέμεναν στα χέρια των κατακτητών. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1941 στη Σερβία δρούσαν 23 αντάρτικα συγκροτήματα με 14.000 περίπου άντρες.
Στις απελευθερωμένες περιοχές οπου ανακηρύχθηκε η δημοκρατία της Ούζιτσα δημιουργήθηκαν λαϊκοαπελευθερωτικές επιτροπές. Το καθήκον των επιτροπών αυτών ήταν ο συντονισμός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και η διοικητική δουλειά της περιοχής. Στις 17 Νοέμβρη 1941 ιδρύθηκε στην Ούζιτσα η Κεντρική Λαϊκοαπελευθερωτική Επιτροπή της Σερβίας.
Στις 13 Ιούλη 1941 άρχισε η ένοπλη εξέγερση στο Μαυροβούνι με καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας. Η εξέγερση ξαπλώθηκε αμέσως σ΄όλη την περιοχή. Στα τέλη Ιούλη όλο το Μαυροβούνι, εκτός από την πρωτεύουσα και μερικές άλλες πόλεις, είχε ελευθερωθεί. Στο διάστημα αυτό (13 – 17 Ιούλη) οι Ιταλοί στις μάχες του Μαυροβουνίου είχαν 4.000 απώλειες και πολύ πολεμικό υλικό.
Τότε οι Ιταλοί μετάφεραν μεγάλες δυνάμεις στο Μαυροβούνι (6 μεραρχίες) και βαρύ οπλισμό. Ύστερα από σκληρούς αγώνες κατάφεραν να καταλάβουν την απελευθερωμένη περιοχή, αλλά δεν κατάφεραν να τσακίσουν τις παρτιζάνικες ομάδες.
Στη Σλοβενία η ένοπλη εξέγερση άρχισε στις 22 Ιούλη 1941. Εδώ οι συνθήκες ήσαν διαφορετικές. Οι Γερμανοί είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν ένα «ανεξάρτητο κράτος μαριονέτα» με επικεφαλής τον ηγέτη του Σλοβενικού Καθολικού Κόμματος Κοροσσέτς, εκμεταλλευόμενοι τις εθνικιστικές αντιθέσεις που υπήρχαν με τους Σέρβους. Όμως και το Κ.Κ.Γ. έδρασε εδώ αμέσως. Στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας Λιουμπλιάνα έγινε στις 27 Απρίλη σύσκεψη των αντιφασιστικών δυνάμεων με πρωτοβουλία του Κ.Κ.Γ., στην οποία πήραν μέρος πολλοί από τους αριστερούς των αστικών κομμάτων και δημιούργησαν το τοπικό λαϊκοαπελευθερωτικό μέτωπο.
Το μέτωπο εξέδωσε παράνομη εφημερίδα και εδημιούργησε παράνομες μαχητικές ομάδες, με κεντρικό όργανο (Επιτελείο). Στις 16 Ιούλη 1941 πάρθηκε η απόφαση για την ένοπλη εξέγερση. Μεγάλη δραστηριότητα παρατηρήθηκε στην περιοχή Λιουμπλιάνας όπου έγινε σαμποτάζ στους σιδηροδρόμους, ανατινάχτηκαν γέφυρες και άρχισαν συγκρούσεις με τους φασίστες. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο η δράση των παρτιζάνικων ομάδων επεκτάθηκε σ΄όλη σχεδόν τη Σλοβενία. Όμως το κίνημα στη Σλοβενία αναπτυσσόταν αργά. Οι κατακτητές εκμεταλλεύτηκαν τις εθνικιστικές διαφορές και δημιούργησαν ισχυρές βάσεις που δυσκόλεψαν το κίνημα αντίστασης.
Στην Κροατία η εξέγερση άρχισε στις 27 Ιούλη 1941. Εδώ οι συνθήκες ήταν ακόμα πιο δύσκολες. Από παλιά υπήρχε έντονο εθνικιστικό μίσος κατά των Σέρβων που κατείχαν σημαντική θέση στην Κροατία. Οι χιτλερικοί άναψαν το εθνικιστικό πνεύμα των Κροατών και τους βοήθησαν στις άγριες διώξεις κατά του σερβικού στοιχείου. Σ΄αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε και ο θρησκευτικός φανατισμός. Οι Κροάτες ήταν καθολικοί.
Οι κατακτητές δημιούργησαν ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας όπου με εκτελεστικά όργανα τους διαβόητους «Ουστάσι» διέπραξαν τρομερά εγκλήματα κατά των Σέρβων. Είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα του υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης μαριονέτας της Κροατίας, που έλεγε για τους Σέρβους:
"Θα σκοτώσουμε ένα μέρος των Σέρβων, ένα άλλο μέρος θα το εξορίσουμε και ό,τι απομείνει θα το ξαναβαφτίσουμε στον καθολικισμό και έτσι θα τους μετατρέψουμε σε Κροάτες!!".
Με το πρόσχημα αυτό άρπαξαν τις περιουσίες τους.
Μόνο 8.000 χιλιάδες από τους 1.885.945 Σέρβους της Κροατίας εκδιώχθηκαν. Οι υπόλοιποι κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις φυλακές, όπου οι περισσότεροι εξοντώθηκαν. Μέχρι τον Αύγουστο του 1941, υπολογίζεται ότι είχαν εξοντωθεί 180.000 Σέρβοι. Μόνο στο βουνό Βελεμπίτ σκότωσαν 10.000 Σέρβους και Εβραίους.
Και ομολογούσαν κυνικά τη σφαγή: «Ξεκαθαρίστηκαν οι άμαχοι ενώ οι ένοπλοι έφυγαν στα βουνά».
Το κίνημα αντίστασης στην περιοχή της Κροατίας αρχίζει πρώτα από τις περιοχές που κυριαρχούσε το σερβικό στοιχείο. Γρήγορα όμως εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη περιοχή και πήραν μέρος και οι Κροάτες πατριώτες.
Στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη οι πρώτες παρτιζάνικες ομάδες άρχισαν τη δράση τους στις 27 Ιούλη 1941. Εδώ οι εθνικοθρησκευτικές αντιθέσεις ήταν ακόμη πιο έντονες. Οι κομμουνιστές χρειάστηκαν πολύ δουλειά και κόπους για να ξεπεράσουν αυτή την κατάσταση και να ενώσουν σε κοινό αγώνα τους Σέρβους, τους Κροάτες και τις άλλες εθνότητες, τους μουσουλμάνους και τους καθολικούς.
Στα τέλη του Αυγούστου του 1941 οι παρτιζάνοι κατάλαβαν αρκετά χωριά και πόλεις. Όμως το Σεπτέμβρη του 1941 οι Ιταλοί σε συνεργασία με τις δυνάμεις του κουΐσλιγκ Πάβελιτς κατάφεραν να καταλάβουν τις ελευθερωμένες περιοχές, χωρίς όμως να καταφέρουν να τσακίσουν τις παρτιζάνικες ομάδες.
Τον Οκτώβρη του 1941 η δύναμη των παρτιζάνικων τμημάτων που δρούσαν στη Γιουγκοσλαβία ανερχόταν σε 60.000 – 70.000 άντρες.
Στις 26 Σεπτέμβρη 1941 έγινε σύσκεψη κομματικών και παρτιζάνικων στελεχών στο ελεύθερο χωριό Στόλιτσα, όπου πάρθηκαν αποφάσεις για την καλύτερη οργάνωση του κινήματος και την παραπέρα ανάπτυξή του, για τη δημιουργία ελεύθερων περιοχών και στα άλλα διαμερίσματα της χώρας που δεν υπήρχαν και για να γίνει προσπάθεια συνεννόησης με τον Ντράγκα Μιχαήλοβιτς. Δυστυχώς όμως ο Μιχαήλοβιτς, αντί να δεχθεί τη συνεννόηση με τους παρτιζάνους, προτίμησε να έρθει σε επαφή με τους χιτλερικούς και τις άλλες ομάδες που είχαν μπει στην υπηρεσία των κατακτητών. Παρ΄όλα αυτά όμως η Αγγλία και οι Η.Π.Α. εξακολουθούσαν να τον υποστηρίζουν και να του στέλνουν χρήματα και όπλα.
Συνεργασία με τον κατακτητή παρατηρείται και στους ανώτερους κύκλους της Εκκλησίας και ειδικά της Καθολικής Εκκλησίας. Ο καθολικός αρχιεπίσκοπος της Γιουγκοσλαβίας, Αλόϊς Στέπινατς είναι όργανο του καθεστώτος – μαριονέτα Παύλοβιτς. Κι ο επίσκοπος Λιουμπλιάνας διατηρεί δεσμούς με τις ομάδες που συνεργάζονται με τον κατακτητή στη Σλοβενία. Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης στη Γιουγκοσλαβία συνενώθηκαν για πάλη ενάντια στο αντιφασιστικό κίνημα.
Στις 16 Σεπτέμβρη 1941 οι Γερμανοί με εντολή του Χίτλερ, ανέλαβαν την πρώτη μεγάλη γενική εκκαθαριστική επιχείρηση στη Γιουγκοσλαβία. Τη στιγμή που οι παρτιζάνικες ομάδες είχαν αποδυθεί στο σκληρό αγώνα με τους κατακτητές, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς και οι άλλοι συνεργάτες των κατακτητών επιτέθηκαν και αυτοί κατά των παρτιζάνικων δυνάμεων στην περιοχή που έδρευε το Συντονιστικό Επιτελείο (Ούζιτσα). Οι επιχειρήσεις αυτές συνοδεύτηκαν με άγρια εξοντωτικά μέτρα κατά του λαού. Για κάθε Γερμανό σκοτωμένο εκτελούσαν 100 κρατούμενους ή φυλακισμένους και για κάθε πληγωμένο 50. Τον Οκτώβρη του 1941 στην πόλη Κραγκονεβάτσα μέσα σε μια μέρα εκτελέσθηκαν 7.000 κάτοικοι και στην πόλη Κράλεβο 2.000 κάτοικοι.
Για δυο μήνες οι παρτιζάνοι έκαναν σκληρό διμέτωπο αγώνα. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες έγιναν στην περιοχή Ούζιτσα. Τελικά τα παρτιζάνικα τμήματα υποχρεώθηκαν να ελιχθούν και να περάσουν σε άλλες περιοχές.
Στις 22 Δεκέμβρη σχηματίζεται η πρώτη ταξιαρχία του παρτιζάνικου στρατού, που ονομάστηκε «Προλεταριακή». Αυτή αποτέλεσε και τον πυρήνα του εθνικοαπελευθερωτικού στρατού της Γιουγκοσλαβίας. Και γι΄αυτό η 22 Δεκέμβρη καθιερώθηκε σαν μέρα του Λαϊκού Γιουγκοσλαβικού Στρατού.
Με την αποχώρηση του παρτιζάνικου στρατού από τις περιοχές που κατείχε δόθηκε η ευκαιρία στους Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς να κάνουν έντονη προπαγάνδα στο λαό για να τον αποσπάσουν από την ένοπλη πάλη. Και χρειάστηκε ξανά πολύ δουλειά για να ξεσηκωθούν οι λαϊκές μάζες.
Στις αρχές του 1942 στη Γιουγκοσλαβία υπήρχαν 43 παρτιζάνικα συγκροτήματα, 11 τάγματα, μια ταξιαρχία και πολλές άλλες μικρότερες ομάδες.
Στα μέσα Γενάρη 1942 οι χιτλερικοί εξαπέλυσαν δεύτερη εκκαθαριστική επιχείρηση. Στην αρχή με τη βοήθεια των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς, σημείωσαν επιτυχίες. Τα αντάρτικα όμως τμήματα που έφευγαν από το ένα σημείο καταλάβαιναν άλλο. Και σε λίγο ξαναγύριζαν. Την εποχή αυτή ελευθερώθηκε μεγάλο μέρος της Βοσνίας, Ερζεγοβίνης και Μαυροβουνίου.
Από το 1942 και μετά, οι χιτλερικοί δέχονταν τη μία ήττα μετά την άλλη στο ανατολικό μέτωπο, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για το παρτιζάνικο κίνημα. Ο παρτιζάνικος στρατός συγκροτείται σε τακτικές μονάδες και εδραιώνεται η λαϊκή εξουσία. Την περίοδο αυτή γίνεται επεξεργασία του προγράμματος του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου με βαθύ κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο που θα άλλαζε τη μορφή της Γιουγκοσλαβίας.
Τον Απρίλη του 1942 οι Γερμανοί και Ιταλοί φασίστες με τη βοήθεια των Τσέτνικ και των άλλων τμημάτων των συνεργατών τους εξαπολύουν την τρίτη εκκαθαριστική επιχείρηση ενάντια στην Ανατολική Βοσνία. Η θέση των παρτιζάνων ήταν δύσκολη. Και τη δυσκόλευε ακόμη πιο πολύ ο χειμώνας. Οι παρτιζάνικες ομάδες απέφυγαν την άμεση αναμέτρηση και αποσύρθηκαν στη Δ. Βοσνία όπου ελευθέρωσαν μεγάλη περιοχή και σημαντικές πόλεις. Όμως στην Α. Βοσνία, στο Μαυροβούνι και στα άλλα μέρη που έγιναν οι επιχειρήσεις, ο πληθυσμός υπόφερε πολύ και σημειώθηκαν σημαντικές ζημιές.
Αντίθετα την περίοδο αυτή δυνάμωσε το παρτιζάνικο κίνημα στη Σλοβενία και ειδικά στην Κροατία. Εδώ οι αγρότες και ο πληθυσμός γενικά όταν διαπίστωσαν ότι ο Πάβελιτς υπηρετούσε τους κατακτητές πέρασαν στην υποστήριξη των παρτιζάνων. Κατά το Νοέμβρη του 1942 τα παρτιζάνικα τμήματα της Κροατίας αριθμούσαν 18.000 άντρες.
Μετά την ήττα των Γερμανών στο Στάλινγκραντ και τη στροφή που πήρε ο παγκόσμιος πόλεμος, δημιουργήθηκαν ευνοϊκές περιστάσεις για την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στη Γιουγκοσλαβία. Στα τέλη του 1942 είχε ελευθερωθεί το 1/5 του γιουγκοσλαβικού εδάφους (45.000 τ. χιλιόμετρα περίπου).
Στις 26 Νοέμβρη του 1942 στην πόλη Μπιχάτσα, συνήλθαν αντιπρόσωποι του αντιφασιστικού αγώνα από όλες τις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και δημιούργησαν το Πολιτικό Όργανο του Αντιφασιστικού Λαϊκοαπελευθερωτικού Κινήματος, σκοπός του οποίου ήταν το δυνάμωμα της ενότητας όλων των λαών της Γιουγκοσλαβίας στην πάλη για την απελευθέρωση και την πλήρη ισότητα των εθνοτήτων. Στην απόφαση της συνέλευσης στιγματίζεται ο ρόλος των συνεργατών Μιχαήλοβιτς, Παύλοβιτς και Νέντις. Η συνέλευση εξέλεξε επιτροπή με επικεφαλής τον Ιβάν Ριμπάρ για την καθοδήγηση αυτής της μορφής λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα.
Το Δεκέμβρη του 1942 έγινε η πρώτη συνδιάσκεψη του αντιφασιστικού μετώπου γυναικών και η πρώτη της αντιφασιστικής νεολαίας.
Η στρατηγική θέση της Γιουγκοσλαβίας στα Βαλκάνια και ο λαϊκός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των λαών της, αποκτούσαν όλως ιδιαίτερη σημασία για τον πόλεμο στη Μεσόγειο, όπου μετά την κατάληψη ολόκληρης της Β. Αφρικής απ΄τα συμμαχικά στρατεύματα είχε δημιουργηθεί εντελώς νέα κατάσταση. Απ΄τα ίδια τα πράγματα ο παρτιζάνικος στρατός, που απασχολούσε μεγάλες γερμανικές δυνάμεις, είχε γίνει αναπόσπαστο τμήμα των συμμαχικών στρατευμάτων. Κι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη Μ. Βρετανία που επέμεινε τότε η απόβαση και το δεύτερο μέτωπο να γίνει στα Βαλκάνια. Άσχετα αν η Αγγλία είχε και άλλους σκοπούς, οι παράγοντες αυτοί επέδρασαν καθοριστικά στην τότε σημειωθείσα στροφή της αγγλικής πολιτικής έναντι του λαϊκού κινήματος της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο ενίσχυσε σε όπλα και άλλο πολεμικό υλικό και σχεδόν αποκατάστησε διπλωματικές σχέσεις αν και εξακολούθησε να αναγνωρίζει την εξόριστη κυβέρνηση του Πέτρου και εξακολουθούσε και την ενίσχυση των ομάδων του Μιχαήλοβιτς.
Αντίθετα οι Η.Π.Α. ενίσχυαν μόνον τις ομάδες του Μιχαήλοβιτς, χωρίς όμως αυτό να έχει και σοβαρές επιπτώσεις στο λαϊκό κίνημα, που την περίοδο αυτή σταθεροποιείται και στρατιωτικά σ΄ολόκληρη τη χώρα. Έχει λύσει το πρόβλημα των εφεδρειών και του οπλισμού σε μεγάλο βαθμό καθώς και εξασφαλίσει την ενεργό υποστήριξη όλων των λαών ακόμη και των μικροαστικών μαζών και μέρους της μεσαίας αστικής τάξης. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σχεδόν έχει ολοκληρώσει τον σχηματισμό τακτικού παρτιζάνικου στρατού, που επέτρεψε να σταθεροποιηθεί και στρατιωτικά στη Δυτική Γιουγκοσλαβία.
Οι εξελίξεις αυτές και ειδικά η δημιουργία ενιαίας σχεδόν, μεγάλης ελεύθερης περιοχής, σε συνδυασμό με τη φημολογούμενη τότε απόβαση των αγγλο – αμερικάνων στα Βαλκάνια, ανάγκασε το Ανώτατο Γερμανικό Επιτελείο ν΄αναλάβει νέες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον του λαϊκού στρατού. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η εσωτερική κατάσταση στην Ιταλία όπου το καθεστώς του Μουσολίνι κλονιζόταν, αλλά και η διάβρωση του ιταλικού στρατού. Οι πρώτες του 1943 μεγάλες επιχειρήσεις, στις οποίες μετείχαν και ιταλικές μεραρχίες που υποστηρίχθηκαν κι από τμήματα των Ουστάσι και των Τσέτνικ, άρχισαν στις 20 του Γενάρη και είχαν μερική επιτυχία. Επιτεύχθηκε η περικύκλωση των τμημάτων του λαϊκού στρατού που δρούσε στο Πίκε, Μπάνι, Καρντούνα και Δυτ. Βοσνία. Ο κύριος όγκος του λαϊκού στρατού, με τους τραυματίες του και τα γυναικόπαιδα, υποχώρησε και κατάλαβε θέσεις επί του ποταμού Νερέτβα όπου ύστερα από σκληρές μάχες που διήρκεσαν περισσότερο από μήνα οι παρτιζάνοι κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να περάσουν στο Μαυροβούνι και το Σανδζάκ.
Η αποτυχία αυτή ανάγκασε το γερμανικό επιτελείο, που είχε ανάγκες από στρατό στο Αν. Μέτωπο αλλά και για την Ιταλία, να αναλάβει την πέμπτη κατά σειρά μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση στο Μαυροβούνι και Σανδζάκ και με μεγαλύτερες δυνάμεις, καθώς και με αεροπορία. Ύστερα από σκληρή κατά μέτωπο μάχη που έγινε στην κοιλάδα του ποταμού Σουτιέσκα, κατά την οποία οι Γερμανοί είχαν τεράστιες απώλειες, οι μονάδες του λαϊκού στρατού πέτυχαν να διασπάσουν την περικύκλωση και συνενώθηκαν με τα τμήματα του λαϊκού στρατού που δρούσαν στην Κεντρική και Δυτική Βοσνία. Και οι δυο αυτές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών βοήθησαν το παρτιζάνικο κίνημα να αποκτήσει την εμπειρία της τακτικής μάχης και των ελιγμών. Ταυτόχρονα τραβώντας εδώ τον κύριο όγκο των Γερμανών έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί το κίνημα στη Γιουγκοσλαβία.
Οι νέες ήττες των Γερμανών στο Αν. Μέτωπο (Κούρσκ, Β. Καύκασο κ.λ.π.), η απόβαση των αγγλοαμερικανών στη Σικελία και μετά στην Ν. Ιταλία, διαμόρφωσαν νέες πιο ευνοϊκές συνθήκες για τα λαϊκά κινήματα των Βαλκανίων και ιδίως της Γιουγκοσλαβίας. Άρχισε να παίρνει σημαντική ανάπτυξη το παρτιζάνικο κίνημα και μέσα στη Βουλγαρία, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα και την Αλβανία. Ταυτόχρονα σημειώνεται και κάποια επαφή μεταξύ όλων των βαλκανικών κινημάτων στη διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου.
Σημαντικός σταθμός για το παρτιζάνικο κίνημα στάθηκε η παράδοση της Ιταλίας και η διάλυση του ιταλικού στρατού. Μόλις αναγγέλθηκε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8 του Σεπτέμβρη 1943), οι 15 ιταλικές μεραρχίες που αποτελούσαν το στρατό κατοχής αποσυντέθηκαν και αφοπλίστηκαν πλήρως από το λαϊκό στρατό και 9 άλλες κατά το μεγαλύτερο μέρος. Εκτός απ΄αυτό ο λαϊκός στρατός κατέλαβε σχεδόν όλη την παράλια δυτική ζώνη, όπου βρήκε μεγάλες αποθήκες γεμάτες πολεμικό υλικό, πυρομαχικά και άλλα εφόδια. Παράλληλα από Ιταλούς αντιφασίστες σχηματίσθηκαν μερικά τάγματα που αργότερα αποτέλεσαν τη Μεραρχία Γκαριμπάλντι.
Το φθινόπωρο του 1943 η δύναμη του λαϊκού στρατού και των παρτιζάνικων ομάδων σ΄όλη τη χώρα είχε φτάσει τις 300.000. Το εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο ήταν πανίσχυρο. Ήταν η μόνη πολιτική και στρατιωτική δύναμη. Είχε γίνει εξουσία. Σ΄αυτό καθοριστικά συνετέλεσαν και οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί σ΄όλες τις εθνικές περιοχές. Η ληστεία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και της παραγωγής προς όφελος της γερμανικής οικονομίας και της μεγαλοαστικής τάξης (ιδίως στην Κροατία, Σλοβενία και περιοχή Βελιγραδίου), καθώς και η συγκεντροποίηση της αγροτικής ιδιοκτησίας, είχαν δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση. Τα μεροκάματα δεν αρκούσαν μήτε για ένα κανονικό γεύμα, οργίαζε η μαύρη αγορά που ενεργούσαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Όσο για τη νόμιμη τάξη, κοινωνικές υπηρεσίες κλπ. είχαν εκλείψει ολότελα. Βασίλευε ο νόμος της ζούγκλας. Χώρια απ΄αυτό η μικροαστική μάζα είχε απαλλοτριωθεί, καθώς και ένα μέρος της μεσαίας αστικής τάξης. Χειρότερη ήταν η κατάσταση στην αγροτική οικονομία, στην οποία βασίλευε πλήρως η αναρχία και η αρπαγή. Είχε ενισχυθεί η μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία. Η μικρή σχεδόν είχε εξαφανισθεί. Οι αλλαγές αυτές, που άλλαξαν τον κοινωνικό χαραχτήρα, είχαν σαν συνέπεια να συντελεσθούν βαθιές πολιτικές διαφοροποιήσεις προς όφελος του κινήματος και τελικά αποσύνθεσαν τα καθεστώτα κατοχής, που στηρίζονταν αποκλειστικά στα γερμανικά όπλα.
Τις πολιτικές αυτές διαφοροποιήσεις επιτάχυνε και η εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας στην ελεύθερη περιοχή και περισσότερο η νέα ομοσπονδιακή πολιτική ένωση των λαών της Γιουγκοσλαβίας που έγινε το 1943. Τον Ιούνη 1943 ιδρύθηκε η Λαϊκή Συνέλευση στην Κροατία, τον Νοέμβρη στη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνι και αργότερα στη Μακεδονία και Σλοβενία.
Σταθμός όμως στη νεώτερη ιστορία της Γιουγκοσλαβίας είναι οι αποφάσεις της δεύτερης συνόδου της Αντιφασιστικής Λαϊκής Απελευθερωτικής Συνέλευσης της Γιουγκοσλαβίας στην πόλη Γιάϊτσα στις 29 Νοέμβρη 1943, που θεωρείται σαν ημερομηνία ίδρυσης του ομοσπονδιακού κράτους της Γιουγκοσλαβίας. Σ΄αυτή εξελέγη, με πρόεδρο τον Τίτο, η Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας, δηλ. η πρώτη κυβέρνηση του λαϊκού κράτους. Η συνέλευση στέρησε την εξόριστη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση από το δικαίωμα να εκπροσωπεί τη χώρα, ανακήρυξε τη Συνέλευση όπως και τις λαϊκές συνελεύσεις των εθνικών περιοχών σε νομοθετικό σώμα και αποφάσισε το πρόβλημα της βασιλείας να λυθεί μετά τη λήξη του πολέμου. Εξ ‘άλλου στη Συνδιάσκεψη της Τεχεράνης των τριών Μεγάλων Δυνάμεων που συνήλθε εκείνες τις μέρες και όπου αποφασίσθηκε το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στη Β. Ευρώπη, παρά τις αντιρρήσεις του Τσώρτσιλ, πάρθηκε και ιδιαίτερη απόφαση να ενισχυθεί όσο είναι δυνατό σε όπλα και άλλο πολεμικό υλικό η Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας..
Οι διεθνείς αυτές εξελίξεις και η έμμεση αναγνώριση του νέου καθεστώτος, σε συνδυασμό με την νέα ανάπτυξη του κινήματος και την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, σταθεροποίησαν οριστικά το λαϊκό κίνημα και διεθνώς.
Στις αρχές του 1944, ύστερα απ΄την αποτυχία και της νέας εκστρατείας των Γερμανών που έληξε στα τέλη του 1943 χωρίς να ανακαταλάβουν τις ακτές της Δαλματίας, οι Τσέτνικ και οι άλλες φασιστικές οργανώσεις έπαψαν πια να αποτελούν σοβαρή δύναμη. Είχαν αποδεκατισθεί στις μάχες και είχαν χάσει κάθε υποστήριξη απ΄το λαό. Μόνο ο Μιχαήλοβιτς διατηρούσε ακόμα λίγες δυνάμεις, χάρη στη βοήθεια των Η.Π.Α. και Αγγλίας που το εκμεταλλεύονταν πολιτικά.
Στις αρχές του 1943 η σοβιετική κυβέρνηση, με σκοπό να συσφίξει τις σχέσεις με τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας και να τη βοηθήσει στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών και του φασισμού, έστειλε στρατιωτική επιτροπή στην έδρα της Εθνικής Πολιτικής Επιτροπής. Το γεγονός αυτό χαιρετίστηκε και βρήκε μεγάλη απήχηση στους λαούς της χώρας. Στάθηκε δε σημαντικός παράγοντας στην παραπέρα σταθεροποίηση του καθεστώτος, το οποίο άρχισε να ενισχύει με ρίψεις όπλων και άλλων εφοδίων.
Η προέλαση του σοβιετικού στρατού μέσα στη Ρουμανία (άνοιξη του 1944) και των αγγλοαμερικανών στην Ιταλία, καθώς και η φημολογούμενη απόβαση των συμμάχων στα Βαλκάνια, υποχρέωσε την Ανώτατη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση, για να εξασφαλίσει τα νώτα, ν΄αρχίσει νέα εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον του λαϊκού στρατού της Γιουγκοσλαβίας, που απειλούσε άμεσα τα μετόπισθεν.
Τότε αποφάσισαν να κάνουν την όγδοη εκκαθαριστική επιχείρηση. Αυτή τη φορά σχεδίασαν κάτι το εντυπωσιακό. Στις 25 Μάη 1944 στην πόλη Δρβάρ, όπου βρισκόταν η ανώτατη ηγεσία του στρατού και της πολιτικής κυβέρνησης, ρίξαν μεγάλες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς εξοντώθηκαν από τη φρουρά και τα μέλη του Ανώτατου Επιτελείου, της Ε.Ε.Ε.Α.. και του Πολιτικού Γραφείου. Ύστερα από σκληρές μάχες και περιπέτειες, η ηγεσία κατόρθωσε να φθάσει στο προσωρινό αεροδρόμιο ρίψεων του Κουπρέσκο.
Εκεί τη νύχτα της 4 του Ιούνη επιβιβάσθηκαν σε σοβιετικό αεροπλάνο που οι σοβιετικοί αεροπόροι προσγείωσαν με κίνδυνο της ζωής τους. Έτσι ο Τίτο και οι άλλοι ηγέτες μεταφέρθηκαν στο Μπάρι της Ιταλίας και από κει ξαναπήγαν στη Γιουγκοσλαβία.
Και η όγδοη στη σειρά εκκαθαριστική επιχείρηση απότυχε με μεγάλες απώλειες για τους γερμανούς. Με την πλήρη διπλωματική αλλά και ολική υποστήριξη σε όπλα και άλλα υλικό της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, το κίνημα έχει γίνει πια κράτος.
Οι Παρτιζάνοι
Κατά τα τέσσερα χρόνια της συμμετοχής της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γιουγκοσλαβία πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Το 1941, ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος αλλά γρήγορα οι Γιουγκοσλάβοι πατριώτες ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να προβάλλουν λυσσαλέα αντίσταση. Οι δύο κυριότερες αντάρτικες οργανώσεις τους, οι Σέρβοι εθνικιστές Tσέτνικ και οι κομμουνιστές Παρτιζάνοι , κατόρθωσαν να καθηλώσουν αρκετές γερμανικές μεραρχίες στη Γιουγκοσλαβία. Οι διαμάχες μεταξύ των δύο αυτών αντιστασιακών οργανώσεων για τον έλεγχο εδαφών και της πολεμικής λείας, σταδιακά μετατράπηκαν σε ανοικτό εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο νικητές αναδείχτηκαν οι Παρτιζάνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της νέας, μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας.
Μετά τη συντριπτική νίκη της Βέρμαχτ και την παράδοση της Γιουγκοσλαβίας στις 17 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ θεώρησε ότι αυτή η χώρα δεν θα του δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. Έτσι, τα εδάφη της μοιράστηκαν σύμφωνα με ένα σχέδιο βασισμένο στη πρόταση του Χίτλερ της 27ης Απριλίου. Η κεντρική Σερβία με το Βανάτο και η Βοσνία τέθηκαν κάτω από άμεση γερμανική διοίκηση, ενώ η Μπάτσκα, η Μπάραντα και κάποιες μικρότερες μεθοριακές περιοχές προσαρτήθηκαν στην Ουγγαρία. Η ανατολική και νοτιοανατολική Σερβία, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της «Μακεδονίας του Βαρδάρη», καταλήφθηκαν από τη Βουλγαρία. Η «Μεγάλη Αλβανία» προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου καθώς και τη δυτική «Μακεδονία του Βαρδάρη». Οι Ιταλοί κατέλαβαν το Μαυροβούνιο, τη Δαλματία και ένα μέρος της Σλοβενίας. Στα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Κροατίας σχηματίστηκε στις 10 Απριλίου το «ανεξάρτητο» κράτος της Κροατίας υπό τον Άντε Πάβελιτς, ηγέτη του φασιστικού κινήματος των Ουστάσι. Εφησυχασμένος πλέον, ο Χίτλερ απέσυρε τις δυνάμεις του για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, αφήνοντας στη Γιουγκοσλαβία μόνο τέσσερις μεραρχίες.
Οι κυριότερες αντιστασιακές οργανώσεις
Η πρώτη οργάνωση ανταρτών που έκανε την εμφάνισή της ήταν οι Τσέτνικ, που έλαβαν την ονομασία τους από τους αντάρτες που δρούσαν στην παραμεθόρια περιοχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το ίδιο όνομα. Ήταν κυρίως Σέρβοι, με αρχηγό τον συνταγματάρχη του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Ντράζα Μιχαήλοβιτς (1).
Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας παρέμενε αναγκαστικά αδρανές μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941 (οπότε η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης), επειδή το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας δεν επέτρεπε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να δράσει αντίθετα με την πολιτική της Μόσχας. Μετά την παραβίαση του Συμφώνου και τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας την προτροπή της Μόσχας, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές άρχισαν εχθροπραξίες εναντίον των Γερμανών, απασχολώντας εχθρικές δυνάμεις στη χώρα τους και αποσπώντας τις από το Ανατολικό μέτωπο.
Σταδιακά, στο εξωτερικό άρχισαν να φθάνουν συγκεχυμένες πληροφορίες για την εμφάνιση Παρτιζάνων που είχαν οργανωθεί από το ΚΚΓ. Μεγαλύτερη σύγχυση αλλά και αίσθηση προκαλούσε στη Δύση το όνομα του αρχηγού τους, καθώς πολλοί πίστευαν ότι το όνομα ΤΙΤΟ αναφερόταν στα αρχικά της ονομασίας της οργάνωσης, ή ότι επρόκειτο για κάποιον στρατηγό του Ερυθρού Στρατού. Σχεδόν μέχρι το τέλος του 1941 η πραγματική ταυτότητα του Τίτο παρέμενε άγνωστη, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για τον Γιόζιπ Μπροζ, Γενικό Γραμματέα του ΚΚΓ από το 1937 (2).
Στις 29 Ιουλίου 1941, οι Παρτιζάνοι εγκαινίασαν την ένοπλη δράση τους με μια επιχείρηση κατά την οποία 40 αντάρτες απελευθέρωσαν από το νοσοκομείο των φυλακών του Βελιγραδίου τον Αλεξάντρ Ράνκοβιτς (3). Οι πρώτες επιθέσεις των Παρτιζάνων εναντίον των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν στη δυτική Σερβία και στο Μαυροβούνιο και είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι Γερμανοί υποχώρησαν εκκενώνοντας περιοχές και πόλεις όπως το Ούζιτσε, το Τσάτσακ, ή η Πόζεγκα, και εγκαταλείποντας μεγάλες ποσότητες υλικών, όπως τον μηχανολογικό εξοπλισμό ενός εργοστασίου παραγωγής όπλων, 300 τόνους καπνού και μεγάλες ποσότητες από τσιγαρόχαρτα. Με τη βοήθεια του εξοπλισμού που βρήκαν, οι Παρτιζάνοι δημιούργησαν ένα υπόγειο εργοστάσιο κατασκευής όπλων με ημερήσια παραγωγή 400 τεμαχίων.
Με τον καπνό και τα τσιγαρόχαρτα άρχισαν να κατασκευάζουν τσιγάρα, στα οποία τύπωσαν και το κόκκινο αστέρι που είχε καθιερωθεί ως έμβλημά τους, και τα οποία κυκλοφόρησαν στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές. Παράλληλα, επιδόθηκαν με ζήλο στη στρατολόγηση εκατοντάδων μαχητών ακόμη και στις μη απελευθερωμένες περιοχές, δηλαδή στην Κροατία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και τη Σλοβενία.
Ενώ όμως ο Μιχαήλοβιτς και οι Τσέτνικ τόνιζαν πως αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της χώρας, την επιστροφή της στο προγενέστερο πολιτικό και κοινωνικό status quo και για την τιμωρία των προδοτών, ιδιαίτερα των Κροατών, Μουσουλμάνων και των εκπροσώπων των μειονοτήτων (Ούγγρων, Αλβανών), ο Τίτο και οι Παρτιζάνοι θεώρησαν τον πόλεμο μια μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσουν τους πολιτικούς τους στόχους μαζί με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Η τακτική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφεύγει τις συχνές επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, εξαιτίας του φόβου αντιποίνων. Αντίθετα, ο Τίτο συνέχισε τις επιθέσεις του χωρίς να φοβάται για τα αντίποινα, οργάνωνε το αντάρτικο κίνημά του σαν κομματικό στρατό. Οι μονάδες των Παρτιζάνων είχαν σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά (το κόκκινο αστέρι, το όνομα Παρτιζάνος που παρέπεμπε στη σοβιετική πρακτική, τη λειτουργία πολιτικών επιτροπών κ.ά.).
Ορισμένα μέτρα που έλαβαν οι Παρτιζάνοι στα απελευθερωμένα εδάφη της «Δημοκρατίας του Ούζιτσε» το φθινόπωρο του 1941, όπως τα επαναστατικά δικαστήρια, και η κατάσχεση περιουσιών, προοιωνίζονταν την εισαγωγή νέων επαναστατικών μεθόδων. Γι’ αυτούς τους λόγους, τον Σεπτέμβριο του 1941 οι Βρετανοί αποκατέστησαν επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Μιχαήλοβιτς, ενώ η εξόριστη γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση τον διόρισε αρχηγό των αντάρτικων δυνάμεων που δρούσαν στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία.
Αρχικές επιχειρήσεις των Παρτιζάνων
Με αυτές τις διαδικασίες προέκυψαν δύο αντιστασιακές οργανώσεις με διαφορετική ιδεολογία, τρόπο οργάνωσης και τακτική. Φυσιολογικά λοιπόν ανέκυψαν και συγκρούσεις μεταξύ τους, αφού πρέσβευαν διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Παρά ταύτα, ο κοινός αγώνας εναντίον των κατακτητών οδήγησε τους δύο αρχηγούς στην απόφαση να συνεργαστούν, έστω και προσωρινά. Τον Σεπτέμβριο του 1941, οι Τίτο και Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν για να συντονίσουν τις προσπάθειές τους, προγραμματίζοντας μάλιστα και μια δεύτερη συνάντηση τον επόμενο μήνα. Προτού όμως πραγματοποιηθεί αυτή, με κοινές επιχειρήσεις, οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγεβατς, σκοτώνοντας αρκετούς Γερμανούς.
Τα αντίποινα ήταν τρομερά. Η εκτέλεση των κατοίκων του Κραγκούγεβατς τον Οκτώβριο του 1941, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ομαδικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η σφαγή των αμάχων ομήρων στο Κραγκούγεβατς ακολούθησε την επίθεση ομάδων Παρτιζάνων εναντίον της κωμόπολης Γκόρνι Μιλάνοβατς στα μέσα Οκτωβρίου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 26 Γερμανοί στρατιώτες και τραυματίστηκαν ακόμη δέκα.
Τα αντίποινα ακολούθησαν τη «συνταγή για τη Σερβία», που προέβλεπε την εκτέλεση 100 ομήρων για τον φόνο κάθε άνδρα των Αρχών κατοχής και άλλων 50 για κάθε τραυματία. Στη σύλληψη και την κράτηση των ομήρων βοήθησαν τη Βέρμαχτ τοπικές ομάδες συνεργατών (Σερβικό Εθελοντικό Σώμα). Αυτό το λουτρό αίματος ώθησε τον Μιχαήλοβιτς να αναθεωρήσει τις σκέψεις του για συνεργασία με τους Παρτιζάνους και να επανέλθει στην αρχική του απόφαση για παθητική στάση, που δεν προκαλούσε τέτοιου είδους αντίποινα. Έτσι, όταν οι δύο αρχηγοί συναντήθηκαν στις 26 Οκτωβρίου, ο Μιχαήλοβιτς αντιτάχθηκε στη δημιουργία κοινού αρχηγείου και η συμφωνία με τον Τίτο περιορίστηκε σε δευτερεύοντα θέματα, όπως η διανομή της παραγωγής των όπλων του εργοστασίου του Ούζιτσε και των εφοδίων που έστελναν οι Βρετανοί στον Μιχαήλοβιτς.
Η βασική διαφοροποίηση ως προς την αντίληψη του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου, οδήγησε σταδιακά τις δύο οργανώσεις σε συγκρούσεις. Την 1η Νοεμβρίου, οι Τσέτνικ επιτέθηκαν εναντίον του Ούζιτσε, αλλά οι Παρτιζάνοι τους απέκρουσαν και επιτέθηκαν με τη σειρά τους εναντίον του αρχηγείου του Μιχαήλοβιτς. Μετά από παρέμβαση της Μόσχας, που εκείνη την εποχή επιδίωκε τα αντιστασιακά κινήματα να μην εμφανίζονται ως κομμουνιστικά αλλά ως αντιστασιακά μέτωπα με άλλα κόμματα, η επίθεση τερματίστηκε. Η σύγκρουση Παρτιζάνων-Τσέτνικ θα αποδυνάμωνε την αντίσταση και θα επέτρεπε στους Γερμανούς να την καταστείλουν ευκολότερα. Η κατάσταση αυτή όμως ευνοούσε τα σχέδια των Γερμανών στη Σερβία, οι οποίοι διαπίστωναν ότι οι Παρτιζάνοι παρέμεναν μακριά από αυτή την περιοχή και ότι, επομένως, οι ζωτικές γι’ αυτούς συγκοινωνιακές αρτηρίες στις κοιλάδες των ποταμών Μοράβα και Αξιού ήταν ασφαλείς.
Παράλληλα ο Τίτο, για να αποφύγει αποκλεισμό του από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ούζιτσε το φθινόπωρο του 1941 και να οδηγήσει τον στρατό του στην ορεινή περιοχή του Σαντζάκ. Εκεί αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του σε ευέλικτους αλλά ισχυρότερους σχηματισμούς κατάλληλους για ανταρτοπόλεμο, ώστε ο εχθρός να δέχεται ισχυρότερα πλήγματα. Οι νέες αυτές μονάδες ονομάστηκαν «προλεταριακές ταξιαρχίες», περιλάμβαναν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ήταν εθνικά ανάμικτες και έφεραν χαρακτηριστικές κόκκινες σημαίες με ένα αστέρι. Στα πολεμικά τους απομνημονεύματα συχνά οι απόμαχοι Παρτιζάνοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο υψηλό επίπεδο της γυναικείας συμμετοχής στις παρτιζάνικες μονάδες.
Οργανωτική συγκρότηση των Παρτιζάνων
Σκοπός του Τίτο ήταν να σφυρηλατήσει το γιουγκοσλαβικό εθνικό αίσθημα μέσα από τους κοινούς αγώνες. Έτσι, αδιαφορώντας για τα αντίποινα των Γερμανών, συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον τους με αποτέλεσμα πολλά θύματα της γερμανικής θηριωδίας, έχοντας χάσει τα πάντα, να καταφεύγουν στους Παρτιζάνους ενισχύοντάς τους. Στα τέλη του χειμώνα του 1941-42, ο Τίτο οδήγησε τους αντάρτες του από το Σαντζάκ στην ορεινή περιοχή μεταξύ του Μαυροβουνίου και της Βοσνίας, η οποία, όπως και η Ερζεγοβίνη, είχε ενσωματωθεί στο ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας, του φανατικού εχθρού των Σέρβων Άντε Πάβελιτς.
Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για τη στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού ανταρτών μεταξύ των Σέρβων της Βοσνίας, οι οποίοι κατέφευγαν στον Τίτο για να γλυτώσουν από τους διωγμούς και τις σφαγές των Ουστάσι. Την ίδια εποχή, ο στρατός των Παρτιζάνων ενισχύθηκε και από τους Παρτιζάνους του Μαυροβουνίου. Όμως οι πάντα συντηρητικοί Μαυροβούνιοι θεώρησαν ότι οι «άθεοι» κομμουνιστές ήταν οι φανατικότεροι εχθροί τους και πύκνωσαν τις γραμμές των Τσέτνικ, οι τοπικοί αρχηγοί των οποίων δεν δίστασαν να έλθουν σε συνεννόηση με τους Ιταλούς, εν αγνοία του Μιχαήλοβιτς.
Έτσι, οι Ιταλοί και οι Τσέτνικ επιτέθηκαν από κοινού εναντίον των Παρτιζάνων αναγκάζοντάς τους να αποσυρθούν στη Βοσνία και να συνενωθούν με τον Τίτο, ανεβάζοντας έτσι τη δύναμή του σε 6.000 άνδρες. Αντίθετα, στην Κροατία η μεγάλη αριθμητική δυσαναλογία υπέρ των Σέρβων (που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της Κροατίας) στις μονάδες των Παρτιζάνων θα αποτελούσε πρόβλημα για τους Κροάτες κομμουνιστές. Ο Τίτο είχε ζητήσει επανειλημμένα από την ηγεσία του ΚΚ Κροατίας να προσελκύει μεγαλύτερο αριθμό Κροατών στις μονάδες των Παρτιζάνων.
Από την άλλη πλευρά, οι Κροάτες της Δαλματίας, την οποία κατέλαβαν οι Ιταλοί και όπου υπήρχε ισχυρό φιλογιουγκοσλαβικό αίσθημα, προσχωρούσαν στις μονάδες των Παρτιζάνων από την αρχή του πολέμου. Μαζική προσχώρηση Κροατών από την κυρίως Κροατία στις μονάδες των Παρτιζάνων δεν επρόκειτο να σημειωθεί παρά μόνο πριν από την τελευταία φάση του πολέμου, όταν αυτοί αποτέλεσαν την πλειονότητα των αγωνιστών.
Στη Σλοβενία, το κίνημα των Παρτιζάνων αντιμετώπισε άλλες ιδιαιτερότητες. Ήταν καλά οργανωμένο στις πόλεις, όπου προσχώρησαν σ’ αυτό εκτός από τους κομμουνιστές και οι εκπρόσωποι ορισμένων αστικών πολιτικών κομμάτων και ενώσεων. Εκεί οι Παρτιζάνοι είχαν συγκροτήσει μικρές ομάδες που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας καταδιωκόμενες συνεχώς από μονάδες του Άξονα. Έτσι, η δράση των Σλοβένων Παρτιζάνων περιοριζόταν αποκλειστικά στο έδαφος της Σλοβενίας.
Η διένεξη μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων κομμουνιστών στη «Μακεδονία του Βαρδάρη*», είχε ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη οργάνωση του κινήματος των Παρτιζάνων στην περιοχή. Το κίνημα αυτό ισχυροποιήθηκε στις παραμεθόριες περιοχές με τη Σερβία και την Ελλάδα ιδιαίτερα το 1943 και 1944, οπότε υπήρξε και συνεργασία με τον ΕΛΑΣ.
*(Ο όρος Μακεδονία του Βαρδάρη ή Νότια Σερβία αναφέρεται στο κομμάτι της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας που κατέλαβε η Σερβία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και που σήμερα συμπίπτει σχεδόν με την επικράτεια της ΠΓΔΜ.
Με τον όρο Βαρντάρσκα Μπανόβινα (Вардарска Бановина) ήταν επισήμως γνωστή την περίοδο 1929 – 1941 η νότια περιοχή του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας που περιλάμβανε ολόκληρη την σημερινή ΠΓΔΜ καθώς και περιοχές της σημερινής νότιας Σερβίας. Ο όρος "Μακεδονία του Βαρδάρη" εισήχθη το 1941 από τις δυνάμεις του άξονα (Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία, Βουλγαρία) κατά την κατοχή της περιοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).*
Στη Βοσνία, ο Τίτο εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Φότσα, απ’ όπου έστελνε απεγνωσμένα σήματα στη Μόσχα για βοήθεια. Τον Απρίλιο του 1942, οι Παρτιζάνοι περικυκλώθηκαν από ένα πλήθος εχθρών. Γερμανοί, Ιταλοί, Ουστάσι και Κροάτες εθνοφρουροί ενισχύθηκαν για πρώτη φορά από Τσέτνικ. Η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων, καθώς και η ορεινή και άγονη περιοχή, έφεραν τον Τίτο σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τότε, πήρε την παράτολμη απόφαση να μετατρέψει την τακτική του από αμυντική σε επιθετική και να μεταφέρει τον πόλεμο στην καρδιά του κράτους του Πάβελιτς.
Στις 23 Ιουνίου 1942 άρχισε η επική πορεία των Παρτιζάνων οι οποίοι, πολεμώντας συνεχώς κάτω από αντίξοες συνθήκες, διέσχισαν την ορεινή Βοσνία και, μετά από πορεία πέντε μηνών, έφθασαν στις αρχές Νοεμβρίου στο Μπίχατς, 130 χιλιόμετρα νότια του Ζάγκρεμπ. Ως αποτέλεσμα αυτού του άθλου, απελευθερώθηκε περί το ένα έκτο των γιουγκοσλάβικων εδαφών, στα οποία ο Τίτο εγκατέστησε νέες αρχές (τις Επιτροπές Λαϊκής Απελευθέρωσης).
Παράλληλα, αυξήθηκε η δύναμη του στρατού των Παρτιζάνων (ο οποίος στο μεταξύ μετονομάστηκε Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) σε 150.000 άνδρες ή, σύμφωνα με τους Γερμανούς, σε 45.000. Ο Τίτο συγκρότησε στο Μπίχατς μια συνέλευση από 54 αντιπροσώπους των Επιτροπών Λαϊκής Απελευθέρωσης, η οποία εξέλεξε ένα συμβούλιο που αποτέλεσε την κυβέρνηση της κατεχόμενης χώρας, αγνοώντας τελείως την εξόριστη κυβέρνηση.
Το συμβούλιο αυτό ονομάστηκε Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ) και αυτοανακηρύχθηκε ανώτατο όργανο εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στη χώρα, η οποία θα έπρεπε να ανασυσταθεί ως ομοσπονδιακό κράτος. Παράλληλα με τους Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους, το AVNOJ τόνιζε την εθνική ιδιαιτερότητα των Μαυροβουνίων και των «Μακεδόνων του Βαρδάρη», ενώ αποδέχθηκε και την ιδιαιτερότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Με απόφασή του καταργήθηκε η μοναρχία και νομιμοποιήθηκε η κυβέρνηση των Παρτιζάνων (ΝΚΟJ), με πρόεδρο τον Τίτο.
Οι επιθέσεις της Βέρμαχτ
Στις 20 Ιανουαρίου 1943 άρχισε μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών με τη συνθηματική ονομασία «Λευκή Επιχείρηση» και στόχο τους Παρτιζάνους, στην οποία συμμετείχαν Ιταλοί, Ουστάσι και Τσέτνικ. Στόχος ήταν η κατάληψη της ελεύθερης περιοχής του Μπίχατς και της δυτικής Βοσνίας. Ο Τίτο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτές τις περιοχές και να κινηθεί νοτιοανατολικά, προς την κατεύθυνση του ποταμού Νερέτβα, επιστρέφοντας στις περιοχές που είχε εγκαταλείψει οκτώ μήνες νωρίτερα.
Στο τέλος Φεβρουαρίου οι Παρτιζάνοι, συνοδευόμενοι από πλήθος αμάχων και τραυματιών (περίπου 40.000 αμάχους και 3.500 τραυματίες), έφθασαν στις όχθες του Νερέτβα. Ο Τίτο σχεδίαζε να διαβεί τον ποταμό από τη γέφυρα στην πόλη Κόνιτς και να παρακάμψει τον ορεινό όγκο του Πρένι που κατείχαν οι Τσέτνικ. Είχε στείλει, λοιπόν, δυνάμεις εκεί με εντολή τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος.
Με άλλη διαταγή του, όλες οι υπόλοιπες γέφυρες του Νερέτβα είχαν καταστραφεί.
Οι επιθέσεις όμως των Γερμανών ανάγκασαν τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το προγεφύρωμα του Κόνιτς, με αποτέλεσμα οι Παρτιζάνοι να βρεθούν ξαφνικά περικυκλωμένοι. Τότε, ο Τίτο αναγκάστηκε να στραφεί 22 χιλιόμετρα δυτικότερα, προς την κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα της Γιαμπλάνιτσα, την οποία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει για να διασπάσει τον κλοιό, ανοίγοντας δρόμο μέσα από την περιοχή των Τσέτνικ.
Για να παραπλανήσει τους Γερμανούς, διέταξε αντεπίθεση εναντίον των δυνάμεων που πλησίαζαν από τα δυτικά, ενώ ταυτόχρονα μια ομάδα Παρτιζάνων, χρησιμοποιώντας τις κατεστραμμένες ράγες και τα δοκάρια της γκρεμισμένης γέφυρας, πέρασε στην απέναντι όχθη καταλαμβάνοντας ένα φυλάκιο των Τσέτνικ. Ακολούθησαν έξι τάγματα τα οποία εγκατέστησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα στις πλαγιές του Πρένι. Την επομένη, τοποθέτησαν στη γέφυρα σανίδες και κορμούς δέντρων, διαμορφώνοντας έναν διάδρομο μήκους περίπου 60 μέτρων. Για να αποφύγουν τις αεροπορικές επιθέσεις, αποφασίστηκε η γέφυρα να χρησιμοποιείται μόνο τη νύχτα. Την 7η Μαρτίου 1943 άρχισε η διάβαση, με πρώτους τους τραυματίες.
Επειδή οι Γερμανοί πλησίαζαν συνεχώς, αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση της γέφυρας και στη διάρκεια της ημέρας. Η επικίνδυνη επιχείρηση της διέλευσης του Νερέτβα ολοκληρώθηκε στις 15 Μαρτίου, οπότε πέρασαν 25.000 Παρτιζάνοι. Στη συνέχεια, ο στρατός του Τίτο επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των Τσέτνικ και τους διασκόρπισε. Η εκμηδένιση και ο αφοπλισμός τους, που σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο των Γερμανών θα πραγματοποιείτο από τους Ιταλούς, έγινε τελικά από τους Παρτιζάνους, Το τίμημα όμως υπήρξε βαρύτατο. Σύμφωνα με πληροφορίες γερμανικών πηγών, σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν περίπου 16.000 αντάρτες και άμαχοι που τους ακολουθούσαν.
Τον Μάρτιο του 1943, οι Βρετανοί αποφάσισαν να συνεργαστούν με τους Παρτιζάνους. Τρεις μήνες αργότερα έφτασε στο στρατηγείο του Τίτο η πρώτη βρετανική στρατιωτική αποστολή, με επικεφαλής τον λοχαγό Deakin, οι αναφορές του οποίου υπήρξαν ευνοϊκές για τους Παρτιζάνους. Έτσι, οι Βρετανοί άρχισαν να τους προμηθεύουν όπλα, τρόφιμα, πυρομαχικά και ιατρικά εφόδια. Αργότερα, η αποστολή των Βρετανών αναβαθμίστηκε με την άφιξη του ταξιάρχου Φιτζρόυ Μακλίν (FitzroyMaclean) και του γιου του Βρετανού πρωθυπουργού, Ράντολφ Τσώρτσιλ (Randolph Churchil).
Στα τέλη Μαΐου του 1943, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την πέμπτη από τις συνολικά επτά εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους στη Γιουγκοσλαβία, με τη συνθηματική ονομασία «Μαύρη Επιχείρηση», κατορθώνοντας να παγιδεύσουν τον Τίτο και 19.000 Παρτιζάνους σε έναν θανάσιμο κλοιό στις ορεινές περιοχές της Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου. Μετά από αγώνες ενός μήνα στο δύσβατο αυτό έδαφος, οι Παρτιζάνοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό στον χείμαρρο Σούτγιεσκα και να διασκορπιστούν στα βουνά της ανατολικής Βοσνίας. Κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού, ο Τίτο και ο λοχαγός Deakin τραυματίστηκαν.
Συνολικά, ο Τίτο έχασε 6.000 άνδρες, αλλά και πάλι ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης, δηλαδή η οριστική εξόντωση των Παρτιζάνων, δεν επιτεύχθηκε. Οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποσύρουν δυνάμεις για να ενισχύσουν το Ανατολικό μέτωπο, αλλά αντίθετα, έπρεπε να ενισχύσουν και αυτές που στάθμευαν στη Γιουγκοσλαβία.
Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, σηματοδότησε την αρχή ενός αγώνα δρόμου με έπαθλο τον αφοπλισμό των 14 ιταλικών μεραρχιών που στάθμευαν στη Σλοβενία, στη Δαλματία και στο Μαυροβούνιο. Για τους Παρτιζάνους, ο ευκολότερος στόχος ήταν η Δαλματία. Αφού κατέλαβαν το Σπλιτ και αρκετά νησιά, αφόπλισαν έξι ιταλικές μεραρχίες και αποκόμισαν στρατιωτικό υλικό αρκετό για τον εξοπλισμό 80.000 ανταρτών. Αρκετές χιλιάδες Ιταλοί προσχώρησαν στους Παρτιζάνους και σχημάτισαν την ιταλική μεραρχία «Γκαριμπάλντι».
Η Γιουγκοσλαβία απελευθερώνεται
Στα τέλη Μαΐου του 1944, οι Γερμανοί επιχείρησαν μια ξαφνική επίθεση αλεξιπτωτιστών (με την κωδική ονομασία «Κίνηση του ιππότη») στο Ντρβαρ, όπου βρισκόταν η έδρα της Εθνικής Επιτροπής και το στρατηγείο του Τίτο, ο οποίος μετά βίας απέφυγε τον κίνδυνο να σκοτωθεί. Οι επικεφαλής της σοβιετικής και της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής, αντίστοιχα, τον έπεισαν να μεταβεί για λόγους ασφαλείας πρώτα στην Ιταλία και αργότερα στο νησί Βις της Αδριατικής, όπου στις 16 Ιουνίου 1944 συναντήθηκε με τον Σούμπασιτς (4) υπογράφοντας μια συμφωνία που προέβλεπε τη συγκρότηση εθνικής κυβέρνησης, την αποτροπή της υποκίνησης καθεστωτικού ζητήματος ενόσω θα διαρκούσε ο πόλεμος και την προτροπή της εξόριστης κυβέρνησης προς όλους τους Γιουγκοσλάβους μαχητές της αντίστασης να συσπειρωθούν γύρω από τον Τίτο.
Δύο μήνες αργότερα, ο Τίτο συναντήθηκε στη Νεάπολη με τον Τσώρτσιλ. Κατά τη συζήτησή τους, ο Τίτο αντιτάχθηκε στην επιστροφή του βασιλιά Πέτρου Β΄ στη χώρα, διεκδίκησε την προσάρτηση της Τεργέστης και της Ιστρίας, και αρνήθηκε να υποσχεθεί επίσημα ότι μετά τη λήξη του πολέμου δεν θα εγκαθιστούσε κομμουνιστικό καθεστώς. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, ο Τίτο μεταφέρθηκε με ρωσικό αεροπλάνο στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Στάλιν ζητώντας τη συνδρομή του Ερυθρού Στρατού (που βρισκόταν τότε στα ρουμανο-γιουγκοσλαβικά σύνορα) για την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Έθεσε όμως ως όρο την αποχώρηση του Ερυθρού Στρατού στην Ουγγαρία αμέσως μετά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου και του Σρεμ. Ο Στάλιν δέχτηκε και του διέθεσε ένα ολόκληρο σώμα τεθωρακισμένων.
Την ίδια εποχή, οι Σύμμαχοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «Ratweek», για την παρεμπόδιση της διαφυγής των Γερμανών από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Με το πρόσχημα της συμμετοχής του σ’ αυτό, ο Τίτο εισέβαλε με ισχυρές δυνάμεις στη Σερβία και διέλυσε τα υπολείμματα των Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη κοντά στο Βίσεγκραντ και δικάστηκε μαζί με 23 αξιωματούχους του, με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Γερμανούς και της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου. Ο ίδιος και 10 συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Το μέρος όπου θάφτηκε παρέμεινε μυστικό, για να μη μετατραπεί σε προσκύνημα των οπαδών του.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1944, οι Σοβιετικοί και οι Παρτιζάνοι άρχισαν την επίθεσή τους για την απελευθέρωση της βόρειας Σερβίας και του Βελιγραδίου. Στις 20 Οκτωβρίου 1944 κατέλαβαν το Βελιγράδι μετά από πολύνεκρες μάχες. Η απελευθέρωση της πόλης αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρίαμβο του Τίτο, ενώ ταυτόχρονα σηματοδότησε το τέλος του ανταρτοπόλεμου. Μερικές ημέρες αργότερα, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στην περιοχή του Σρεμ και ο ανταρτοπόλεμος μετατράπηκε σε κανονικό πόλεμο θέσεων. Υλοποιώντας τη συμφωνία του με τον Τίτο, ο Στάλιν απέσυρε τον στρατό του.
Από την πλευρά του, ο στρατός των Παρτιζάνων (που πλέον είχε μετονομαστεί Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός και αριθμούσε 800.000 άνδρες) απελευθέρωσε με συνεχείς επιθέσεις κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου και τα υπόλοιπα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας.
Η τελική επικράτηση του Τίτο
Τον Μάιο του 1945, άρχισαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη της χερσονήσου της Ιστρίας και της Τεργέστης. Οι Παρτιζάνοι συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από τους Γερμανούς, τους Ουστάσι και τις πιστές στον Μουσολίνι μονάδες του Ιταλικού Στρατού. Όταν καταλήφθηκε η Τεργέστη, οι εξαγριωμένοι Παρτιζάνοι, σύμφωνα με τις εκθέσεις των Συμμαχικών Μυστικών Υπηρεσιών, καθημερινά οδηγούσαν ομάδες συλληφθέντων φασιστών στα γιουγκοσλάβικα λαϊκά δικαστήρια, όπου με συνοπτικές διαδικασίες οι περισσότεροι καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν.
Στη Γιουγκοσλαβία ενσωματώθηκαν οι ιταλικές περιοχές της δυτικής Σλοβενίας και της Ιστρίας, καθώς και το Ζαντάρ και όσα δαλματικά νησιά είχαν επιδοθεί στην Ιταλία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γερμανικές δυνάμεις που είχαν εγκλωβιστεί στη Γιουγκοσλαβία εξακολουθούσαν να πολεμούν μέχρι τις 15 Μαΐου 1945, μολονότι η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει έξι ημέρες νωρίτερα.
Στις 29 Νοεμβρίου 1945, η Ομοσπονδιακή Συνέλευση και το Συμβούλιο των Εθνοτήτων κατάργησαν τη μοναρχία και ίδρυσαν τη Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που αποτελείτο από διάφορες αυτόνομες περιοχές, με κριτήριο κυρίως την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού. Η βάση του κράτους ήταν σοσιαλιστική, όπως προσδιόριζε το μεταγενέστερο Σύνταγμα του 1963, και οι δεσμοί με τις ανατολικές χώρες αρχικά ισχυροί. Τα επόμενα χρόνια, ο Τίτο εργάστηκε για την παγίωση των σοσιαλιστικών θεσμών και την απεξάρτηση της χώρας του από τα κέντρα αποφάσεων της Μόσχας, γεγονός που οδήγησε στην επίσημη ρήξη των σχέσεων του με τη Σοβιετική Ένωση το 1948.
Σημειώσεις
1. Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να παραδοθεί και προτίμησε να συνεχίσει τον αγώνα. Κατέφυγε με τους άνδρες του στην ορεινή περιοχή της κοιλάδας του άνω δυτικού Μοράβα, στα βουνά Ρούτνικ και Μάλιγιεν, την οποία γνώριζε πολύ καλά αφού εκεί είχε πολεμήσει ως ανθυπολοχαγός κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Ο Τίτο γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Κούμροβετς της Κροατίας. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Το φθινόπωρο του 1913 κατατάχθηκε στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Τον Απρίλιο του 1915 το σύνταγμά του μεταφέρθηκε στα Καρπάθια, όπου αργότερα ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τους Ρώσους. Έζησε εκ του σύνεγγυς την επανάσταση των Μπολσεβίκων και δέχτηκε πολλά στοιχεία από τη Ρωσία και τον κομμουνισμό. Τον Σεπτέμβριο του 1920 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και τον Αύγουστο του 1937 διορίστηκε από την Κομιντέρν Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ.
3. Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και άμεσος συνεργάτης του Τίτο από την περίοδο κατά την οποία ο τελευταίος ανέλαβε τις τύχες του κόμματος. Συγκαταλεγόταν στα ηγετικά στελέχη των Παρτιζάνων και μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας το 1945, τοποθετήθηκε Υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός της μυστικής Αστυνομίας.
4. Πρωθυπουργός της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης τον οποίο υποστήριζε και ο βασιλιάς Πέτρος Β΄.
Μετά τη συντριπτική νίκη της Βέρμαχτ και την παράδοση της Γιουγκοσλαβίας στις 17 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ θεώρησε ότι αυτή η χώρα δεν θα του δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. Έτσι, τα εδάφη της μοιράστηκαν σύμφωνα με ένα σχέδιο βασισμένο στη πρόταση του Χίτλερ της 27ης Απριλίου. Η κεντρική Σερβία με το Βανάτο και η Βοσνία τέθηκαν κάτω από άμεση γερμανική διοίκηση, ενώ η Μπάτσκα, η Μπάραντα και κάποιες μικρότερες μεθοριακές περιοχές προσαρτήθηκαν στην Ουγγαρία. Η ανατολική και νοτιοανατολική Σερβία, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της «Μακεδονίας του Βαρδάρη», καταλήφθηκαν από τη Βουλγαρία. Η «Μεγάλη Αλβανία» προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου καθώς και τη δυτική «Μακεδονία του Βαρδάρη». Οι Ιταλοί κατέλαβαν το Μαυροβούνιο, τη Δαλματία και ένα μέρος της Σλοβενίας. Στα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Κροατίας σχηματίστηκε στις 10 Απριλίου το «ανεξάρτητο» κράτος της Κροατίας υπό τον Άντε Πάβελιτς, ηγέτη του φασιστικού κινήματος των Ουστάσι. Εφησυχασμένος πλέον, ο Χίτλερ απέσυρε τις δυνάμεις του για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, αφήνοντας στη Γιουγκοσλαβία μόνο τέσσερις μεραρχίες.
Οι κυριότερες αντιστασιακές οργανώσεις
Η πρώτη οργάνωση ανταρτών που έκανε την εμφάνισή της ήταν οι Τσέτνικ, που έλαβαν την ονομασία τους από τους αντάρτες που δρούσαν στην παραμεθόρια περιοχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το ίδιο όνομα. Ήταν κυρίως Σέρβοι, με αρχηγό τον συνταγματάρχη του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Ντράζα Μιχαήλοβιτς (1).
Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας παρέμενε αναγκαστικά αδρανές μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941 (οπότε η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης), επειδή το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας δεν επέτρεπε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να δράσει αντίθετα με την πολιτική της Μόσχας. Μετά την παραβίαση του Συμφώνου και τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας την προτροπή της Μόσχας, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές άρχισαν εχθροπραξίες εναντίον των Γερμανών, απασχολώντας εχθρικές δυνάμεις στη χώρα τους και αποσπώντας τις από το Ανατολικό μέτωπο.
Σταδιακά, στο εξωτερικό άρχισαν να φθάνουν συγκεχυμένες πληροφορίες για την εμφάνιση Παρτιζάνων που είχαν οργανωθεί από το ΚΚΓ. Μεγαλύτερη σύγχυση αλλά και αίσθηση προκαλούσε στη Δύση το όνομα του αρχηγού τους, καθώς πολλοί πίστευαν ότι το όνομα ΤΙΤΟ αναφερόταν στα αρχικά της ονομασίας της οργάνωσης, ή ότι επρόκειτο για κάποιον στρατηγό του Ερυθρού Στρατού. Σχεδόν μέχρι το τέλος του 1941 η πραγματική ταυτότητα του Τίτο παρέμενε άγνωστη, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για τον Γιόζιπ Μπροζ, Γενικό Γραμματέα του ΚΚΓ από το 1937 (2).
Στις 29 Ιουλίου 1941, οι Παρτιζάνοι εγκαινίασαν την ένοπλη δράση τους με μια επιχείρηση κατά την οποία 40 αντάρτες απελευθέρωσαν από το νοσοκομείο των φυλακών του Βελιγραδίου τον Αλεξάντρ Ράνκοβιτς (3). Οι πρώτες επιθέσεις των Παρτιζάνων εναντίον των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν στη δυτική Σερβία και στο Μαυροβούνιο και είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι Γερμανοί υποχώρησαν εκκενώνοντας περιοχές και πόλεις όπως το Ούζιτσε, το Τσάτσακ, ή η Πόζεγκα, και εγκαταλείποντας μεγάλες ποσότητες υλικών, όπως τον μηχανολογικό εξοπλισμό ενός εργοστασίου παραγωγής όπλων, 300 τόνους καπνού και μεγάλες ποσότητες από τσιγαρόχαρτα. Με τη βοήθεια του εξοπλισμού που βρήκαν, οι Παρτιζάνοι δημιούργησαν ένα υπόγειο εργοστάσιο κατασκευής όπλων με ημερήσια παραγωγή 400 τεμαχίων.
Με τον καπνό και τα τσιγαρόχαρτα άρχισαν να κατασκευάζουν τσιγάρα, στα οποία τύπωσαν και το κόκκινο αστέρι που είχε καθιερωθεί ως έμβλημά τους, και τα οποία κυκλοφόρησαν στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές. Παράλληλα, επιδόθηκαν με ζήλο στη στρατολόγηση εκατοντάδων μαχητών ακόμη και στις μη απελευθερωμένες περιοχές, δηλαδή στην Κροατία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και τη Σλοβενία.
Ενώ όμως ο Μιχαήλοβιτς και οι Τσέτνικ τόνιζαν πως αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της χώρας, την επιστροφή της στο προγενέστερο πολιτικό και κοινωνικό status quo και για την τιμωρία των προδοτών, ιδιαίτερα των Κροατών, Μουσουλμάνων και των εκπροσώπων των μειονοτήτων (Ούγγρων, Αλβανών), ο Τίτο και οι Παρτιζάνοι θεώρησαν τον πόλεμο μια μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσουν τους πολιτικούς τους στόχους μαζί με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Η τακτική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφεύγει τις συχνές επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, εξαιτίας του φόβου αντιποίνων. Αντίθετα, ο Τίτο συνέχισε τις επιθέσεις του χωρίς να φοβάται για τα αντίποινα, οργάνωνε το αντάρτικο κίνημά του σαν κομματικό στρατό. Οι μονάδες των Παρτιζάνων είχαν σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά (το κόκκινο αστέρι, το όνομα Παρτιζάνος που παρέπεμπε στη σοβιετική πρακτική, τη λειτουργία πολιτικών επιτροπών κ.ά.).
Ορισμένα μέτρα που έλαβαν οι Παρτιζάνοι στα απελευθερωμένα εδάφη της «Δημοκρατίας του Ούζιτσε» το φθινόπωρο του 1941, όπως τα επαναστατικά δικαστήρια, και η κατάσχεση περιουσιών, προοιωνίζονταν την εισαγωγή νέων επαναστατικών μεθόδων. Γι’ αυτούς τους λόγους, τον Σεπτέμβριο του 1941 οι Βρετανοί αποκατέστησαν επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Μιχαήλοβιτς, ενώ η εξόριστη γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση τον διόρισε αρχηγό των αντάρτικων δυνάμεων που δρούσαν στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία.
Αρχικές επιχειρήσεις των Παρτιζάνων
Με αυτές τις διαδικασίες προέκυψαν δύο αντιστασιακές οργανώσεις με διαφορετική ιδεολογία, τρόπο οργάνωσης και τακτική. Φυσιολογικά λοιπόν ανέκυψαν και συγκρούσεις μεταξύ τους, αφού πρέσβευαν διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Παρά ταύτα, ο κοινός αγώνας εναντίον των κατακτητών οδήγησε τους δύο αρχηγούς στην απόφαση να συνεργαστούν, έστω και προσωρινά. Τον Σεπτέμβριο του 1941, οι Τίτο και Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν για να συντονίσουν τις προσπάθειές τους, προγραμματίζοντας μάλιστα και μια δεύτερη συνάντηση τον επόμενο μήνα. Προτού όμως πραγματοποιηθεί αυτή, με κοινές επιχειρήσεις, οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγεβατς, σκοτώνοντας αρκετούς Γερμανούς.
Τα αντίποινα ήταν τρομερά. Η εκτέλεση των κατοίκων του Κραγκούγεβατς τον Οκτώβριο του 1941, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ομαδικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η σφαγή των αμάχων ομήρων στο Κραγκούγεβατς ακολούθησε την επίθεση ομάδων Παρτιζάνων εναντίον της κωμόπολης Γκόρνι Μιλάνοβατς στα μέσα Οκτωβρίου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 26 Γερμανοί στρατιώτες και τραυματίστηκαν ακόμη δέκα.
Τα αντίποινα ακολούθησαν τη «συνταγή για τη Σερβία», που προέβλεπε την εκτέλεση 100 ομήρων για τον φόνο κάθε άνδρα των Αρχών κατοχής και άλλων 50 για κάθε τραυματία. Στη σύλληψη και την κράτηση των ομήρων βοήθησαν τη Βέρμαχτ τοπικές ομάδες συνεργατών (Σερβικό Εθελοντικό Σώμα). Αυτό το λουτρό αίματος ώθησε τον Μιχαήλοβιτς να αναθεωρήσει τις σκέψεις του για συνεργασία με τους Παρτιζάνους και να επανέλθει στην αρχική του απόφαση για παθητική στάση, που δεν προκαλούσε τέτοιου είδους αντίποινα. Έτσι, όταν οι δύο αρχηγοί συναντήθηκαν στις 26 Οκτωβρίου, ο Μιχαήλοβιτς αντιτάχθηκε στη δημιουργία κοινού αρχηγείου και η συμφωνία με τον Τίτο περιορίστηκε σε δευτερεύοντα θέματα, όπως η διανομή της παραγωγής των όπλων του εργοστασίου του Ούζιτσε και των εφοδίων που έστελναν οι Βρετανοί στον Μιχαήλοβιτς.
Η βασική διαφοροποίηση ως προς την αντίληψη του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου, οδήγησε σταδιακά τις δύο οργανώσεις σε συγκρούσεις. Την 1η Νοεμβρίου, οι Τσέτνικ επιτέθηκαν εναντίον του Ούζιτσε, αλλά οι Παρτιζάνοι τους απέκρουσαν και επιτέθηκαν με τη σειρά τους εναντίον του αρχηγείου του Μιχαήλοβιτς. Μετά από παρέμβαση της Μόσχας, που εκείνη την εποχή επιδίωκε τα αντιστασιακά κινήματα να μην εμφανίζονται ως κομμουνιστικά αλλά ως αντιστασιακά μέτωπα με άλλα κόμματα, η επίθεση τερματίστηκε. Η σύγκρουση Παρτιζάνων-Τσέτνικ θα αποδυνάμωνε την αντίσταση και θα επέτρεπε στους Γερμανούς να την καταστείλουν ευκολότερα. Η κατάσταση αυτή όμως ευνοούσε τα σχέδια των Γερμανών στη Σερβία, οι οποίοι διαπίστωναν ότι οι Παρτιζάνοι παρέμεναν μακριά από αυτή την περιοχή και ότι, επομένως, οι ζωτικές γι’ αυτούς συγκοινωνιακές αρτηρίες στις κοιλάδες των ποταμών Μοράβα και Αξιού ήταν ασφαλείς.
Παράλληλα ο Τίτο, για να αποφύγει αποκλεισμό του από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ούζιτσε το φθινόπωρο του 1941 και να οδηγήσει τον στρατό του στην ορεινή περιοχή του Σαντζάκ. Εκεί αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του σε ευέλικτους αλλά ισχυρότερους σχηματισμούς κατάλληλους για ανταρτοπόλεμο, ώστε ο εχθρός να δέχεται ισχυρότερα πλήγματα. Οι νέες αυτές μονάδες ονομάστηκαν «προλεταριακές ταξιαρχίες», περιλάμβαναν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ήταν εθνικά ανάμικτες και έφεραν χαρακτηριστικές κόκκινες σημαίες με ένα αστέρι. Στα πολεμικά τους απομνημονεύματα συχνά οι απόμαχοι Παρτιζάνοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο υψηλό επίπεδο της γυναικείας συμμετοχής στις παρτιζάνικες μονάδες.
Οργανωτική συγκρότηση των Παρτιζάνων
Σκοπός του Τίτο ήταν να σφυρηλατήσει το γιουγκοσλαβικό εθνικό αίσθημα μέσα από τους κοινούς αγώνες. Έτσι, αδιαφορώντας για τα αντίποινα των Γερμανών, συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον τους με αποτέλεσμα πολλά θύματα της γερμανικής θηριωδίας, έχοντας χάσει τα πάντα, να καταφεύγουν στους Παρτιζάνους ενισχύοντάς τους. Στα τέλη του χειμώνα του 1941-42, ο Τίτο οδήγησε τους αντάρτες του από το Σαντζάκ στην ορεινή περιοχή μεταξύ του Μαυροβουνίου και της Βοσνίας, η οποία, όπως και η Ερζεγοβίνη, είχε ενσωματωθεί στο ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας, του φανατικού εχθρού των Σέρβων Άντε Πάβελιτς.
Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για τη στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού ανταρτών μεταξύ των Σέρβων της Βοσνίας, οι οποίοι κατέφευγαν στον Τίτο για να γλυτώσουν από τους διωγμούς και τις σφαγές των Ουστάσι. Την ίδια εποχή, ο στρατός των Παρτιζάνων ενισχύθηκε και από τους Παρτιζάνους του Μαυροβουνίου. Όμως οι πάντα συντηρητικοί Μαυροβούνιοι θεώρησαν ότι οι «άθεοι» κομμουνιστές ήταν οι φανατικότεροι εχθροί τους και πύκνωσαν τις γραμμές των Τσέτνικ, οι τοπικοί αρχηγοί των οποίων δεν δίστασαν να έλθουν σε συνεννόηση με τους Ιταλούς, εν αγνοία του Μιχαήλοβιτς.
Έτσι, οι Ιταλοί και οι Τσέτνικ επιτέθηκαν από κοινού εναντίον των Παρτιζάνων αναγκάζοντάς τους να αποσυρθούν στη Βοσνία και να συνενωθούν με τον Τίτο, ανεβάζοντας έτσι τη δύναμή του σε 6.000 άνδρες. Αντίθετα, στην Κροατία η μεγάλη αριθμητική δυσαναλογία υπέρ των Σέρβων (που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της Κροατίας) στις μονάδες των Παρτιζάνων θα αποτελούσε πρόβλημα για τους Κροάτες κομμουνιστές. Ο Τίτο είχε ζητήσει επανειλημμένα από την ηγεσία του ΚΚ Κροατίας να προσελκύει μεγαλύτερο αριθμό Κροατών στις μονάδες των Παρτιζάνων.
Από την άλλη πλευρά, οι Κροάτες της Δαλματίας, την οποία κατέλαβαν οι Ιταλοί και όπου υπήρχε ισχυρό φιλογιουγκοσλαβικό αίσθημα, προσχωρούσαν στις μονάδες των Παρτιζάνων από την αρχή του πολέμου. Μαζική προσχώρηση Κροατών από την κυρίως Κροατία στις μονάδες των Παρτιζάνων δεν επρόκειτο να σημειωθεί παρά μόνο πριν από την τελευταία φάση του πολέμου, όταν αυτοί αποτέλεσαν την πλειονότητα των αγωνιστών.
Στη Σλοβενία, το κίνημα των Παρτιζάνων αντιμετώπισε άλλες ιδιαιτερότητες. Ήταν καλά οργανωμένο στις πόλεις, όπου προσχώρησαν σ’ αυτό εκτός από τους κομμουνιστές και οι εκπρόσωποι ορισμένων αστικών πολιτικών κομμάτων και ενώσεων. Εκεί οι Παρτιζάνοι είχαν συγκροτήσει μικρές ομάδες που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας καταδιωκόμενες συνεχώς από μονάδες του Άξονα. Έτσι, η δράση των Σλοβένων Παρτιζάνων περιοριζόταν αποκλειστικά στο έδαφος της Σλοβενίας.
Η διένεξη μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων κομμουνιστών στη «Μακεδονία του Βαρδάρη*», είχε ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη οργάνωση του κινήματος των Παρτιζάνων στην περιοχή. Το κίνημα αυτό ισχυροποιήθηκε στις παραμεθόριες περιοχές με τη Σερβία και την Ελλάδα ιδιαίτερα το 1943 και 1944, οπότε υπήρξε και συνεργασία με τον ΕΛΑΣ.
*(Ο όρος Μακεδονία του Βαρδάρη ή Νότια Σερβία αναφέρεται στο κομμάτι της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας που κατέλαβε η Σερβία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και που σήμερα συμπίπτει σχεδόν με την επικράτεια της ΠΓΔΜ.
Με τον όρο Βαρντάρσκα Μπανόβινα (Вардарска Бановина) ήταν επισήμως γνωστή την περίοδο 1929 – 1941 η νότια περιοχή του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας που περιλάμβανε ολόκληρη την σημερινή ΠΓΔΜ καθώς και περιοχές της σημερινής νότιας Σερβίας. Ο όρος "Μακεδονία του Βαρδάρη" εισήχθη το 1941 από τις δυνάμεις του άξονα (Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία, Βουλγαρία) κατά την κατοχή της περιοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).*
Στη Βοσνία, ο Τίτο εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Φότσα, απ’ όπου έστελνε απεγνωσμένα σήματα στη Μόσχα για βοήθεια. Τον Απρίλιο του 1942, οι Παρτιζάνοι περικυκλώθηκαν από ένα πλήθος εχθρών. Γερμανοί, Ιταλοί, Ουστάσι και Κροάτες εθνοφρουροί ενισχύθηκαν για πρώτη φορά από Τσέτνικ. Η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων, καθώς και η ορεινή και άγονη περιοχή, έφεραν τον Τίτο σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τότε, πήρε την παράτολμη απόφαση να μετατρέψει την τακτική του από αμυντική σε επιθετική και να μεταφέρει τον πόλεμο στην καρδιά του κράτους του Πάβελιτς.
Στις 23 Ιουνίου 1942 άρχισε η επική πορεία των Παρτιζάνων οι οποίοι, πολεμώντας συνεχώς κάτω από αντίξοες συνθήκες, διέσχισαν την ορεινή Βοσνία και, μετά από πορεία πέντε μηνών, έφθασαν στις αρχές Νοεμβρίου στο Μπίχατς, 130 χιλιόμετρα νότια του Ζάγκρεμπ. Ως αποτέλεσμα αυτού του άθλου, απελευθερώθηκε περί το ένα έκτο των γιουγκοσλάβικων εδαφών, στα οποία ο Τίτο εγκατέστησε νέες αρχές (τις Επιτροπές Λαϊκής Απελευθέρωσης).
Παράλληλα, αυξήθηκε η δύναμη του στρατού των Παρτιζάνων (ο οποίος στο μεταξύ μετονομάστηκε Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) σε 150.000 άνδρες ή, σύμφωνα με τους Γερμανούς, σε 45.000. Ο Τίτο συγκρότησε στο Μπίχατς μια συνέλευση από 54 αντιπροσώπους των Επιτροπών Λαϊκής Απελευθέρωσης, η οποία εξέλεξε ένα συμβούλιο που αποτέλεσε την κυβέρνηση της κατεχόμενης χώρας, αγνοώντας τελείως την εξόριστη κυβέρνηση.
Το συμβούλιο αυτό ονομάστηκε Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ) και αυτοανακηρύχθηκε ανώτατο όργανο εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στη χώρα, η οποία θα έπρεπε να ανασυσταθεί ως ομοσπονδιακό κράτος. Παράλληλα με τους Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους, το AVNOJ τόνιζε την εθνική ιδιαιτερότητα των Μαυροβουνίων και των «Μακεδόνων του Βαρδάρη», ενώ αποδέχθηκε και την ιδιαιτερότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Με απόφασή του καταργήθηκε η μοναρχία και νομιμοποιήθηκε η κυβέρνηση των Παρτιζάνων (ΝΚΟJ), με πρόεδρο τον Τίτο.
Οι επιθέσεις της Βέρμαχτ
Στις 20 Ιανουαρίου 1943 άρχισε μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών με τη συνθηματική ονομασία «Λευκή Επιχείρηση» και στόχο τους Παρτιζάνους, στην οποία συμμετείχαν Ιταλοί, Ουστάσι και Τσέτνικ. Στόχος ήταν η κατάληψη της ελεύθερης περιοχής του Μπίχατς και της δυτικής Βοσνίας. Ο Τίτο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτές τις περιοχές και να κινηθεί νοτιοανατολικά, προς την κατεύθυνση του ποταμού Νερέτβα, επιστρέφοντας στις περιοχές που είχε εγκαταλείψει οκτώ μήνες νωρίτερα.
Στο τέλος Φεβρουαρίου οι Παρτιζάνοι, συνοδευόμενοι από πλήθος αμάχων και τραυματιών (περίπου 40.000 αμάχους και 3.500 τραυματίες), έφθασαν στις όχθες του Νερέτβα. Ο Τίτο σχεδίαζε να διαβεί τον ποταμό από τη γέφυρα στην πόλη Κόνιτς και να παρακάμψει τον ορεινό όγκο του Πρένι που κατείχαν οι Τσέτνικ. Είχε στείλει, λοιπόν, δυνάμεις εκεί με εντολή τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος.
Με άλλη διαταγή του, όλες οι υπόλοιπες γέφυρες του Νερέτβα είχαν καταστραφεί.
Οι επιθέσεις όμως των Γερμανών ανάγκασαν τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το προγεφύρωμα του Κόνιτς, με αποτέλεσμα οι Παρτιζάνοι να βρεθούν ξαφνικά περικυκλωμένοι. Τότε, ο Τίτο αναγκάστηκε να στραφεί 22 χιλιόμετρα δυτικότερα, προς την κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα της Γιαμπλάνιτσα, την οποία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει για να διασπάσει τον κλοιό, ανοίγοντας δρόμο μέσα από την περιοχή των Τσέτνικ.
Για να παραπλανήσει τους Γερμανούς, διέταξε αντεπίθεση εναντίον των δυνάμεων που πλησίαζαν από τα δυτικά, ενώ ταυτόχρονα μια ομάδα Παρτιζάνων, χρησιμοποιώντας τις κατεστραμμένες ράγες και τα δοκάρια της γκρεμισμένης γέφυρας, πέρασε στην απέναντι όχθη καταλαμβάνοντας ένα φυλάκιο των Τσέτνικ. Ακολούθησαν έξι τάγματα τα οποία εγκατέστησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα στις πλαγιές του Πρένι. Την επομένη, τοποθέτησαν στη γέφυρα σανίδες και κορμούς δέντρων, διαμορφώνοντας έναν διάδρομο μήκους περίπου 60 μέτρων. Για να αποφύγουν τις αεροπορικές επιθέσεις, αποφασίστηκε η γέφυρα να χρησιμοποιείται μόνο τη νύχτα. Την 7η Μαρτίου 1943 άρχισε η διάβαση, με πρώτους τους τραυματίες.
Επειδή οι Γερμανοί πλησίαζαν συνεχώς, αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση της γέφυρας και στη διάρκεια της ημέρας. Η επικίνδυνη επιχείρηση της διέλευσης του Νερέτβα ολοκληρώθηκε στις 15 Μαρτίου, οπότε πέρασαν 25.000 Παρτιζάνοι. Στη συνέχεια, ο στρατός του Τίτο επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των Τσέτνικ και τους διασκόρπισε. Η εκμηδένιση και ο αφοπλισμός τους, που σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο των Γερμανών θα πραγματοποιείτο από τους Ιταλούς, έγινε τελικά από τους Παρτιζάνους, Το τίμημα όμως υπήρξε βαρύτατο. Σύμφωνα με πληροφορίες γερμανικών πηγών, σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν περίπου 16.000 αντάρτες και άμαχοι που τους ακολουθούσαν.
Τον Μάρτιο του 1943, οι Βρετανοί αποφάσισαν να συνεργαστούν με τους Παρτιζάνους. Τρεις μήνες αργότερα έφτασε στο στρατηγείο του Τίτο η πρώτη βρετανική στρατιωτική αποστολή, με επικεφαλής τον λοχαγό Deakin, οι αναφορές του οποίου υπήρξαν ευνοϊκές για τους Παρτιζάνους. Έτσι, οι Βρετανοί άρχισαν να τους προμηθεύουν όπλα, τρόφιμα, πυρομαχικά και ιατρικά εφόδια. Αργότερα, η αποστολή των Βρετανών αναβαθμίστηκε με την άφιξη του ταξιάρχου Φιτζρόυ Μακλίν (FitzroyMaclean) και του γιου του Βρετανού πρωθυπουργού, Ράντολφ Τσώρτσιλ (Randolph Churchil).
Στα τέλη Μαΐου του 1943, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την πέμπτη από τις συνολικά επτά εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους στη Γιουγκοσλαβία, με τη συνθηματική ονομασία «Μαύρη Επιχείρηση», κατορθώνοντας να παγιδεύσουν τον Τίτο και 19.000 Παρτιζάνους σε έναν θανάσιμο κλοιό στις ορεινές περιοχές της Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου. Μετά από αγώνες ενός μήνα στο δύσβατο αυτό έδαφος, οι Παρτιζάνοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό στον χείμαρρο Σούτγιεσκα και να διασκορπιστούν στα βουνά της ανατολικής Βοσνίας. Κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού, ο Τίτο και ο λοχαγός Deakin τραυματίστηκαν.
Συνολικά, ο Τίτο έχασε 6.000 άνδρες, αλλά και πάλι ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης, δηλαδή η οριστική εξόντωση των Παρτιζάνων, δεν επιτεύχθηκε. Οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποσύρουν δυνάμεις για να ενισχύσουν το Ανατολικό μέτωπο, αλλά αντίθετα, έπρεπε να ενισχύσουν και αυτές που στάθμευαν στη Γιουγκοσλαβία.
Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, σηματοδότησε την αρχή ενός αγώνα δρόμου με έπαθλο τον αφοπλισμό των 14 ιταλικών μεραρχιών που στάθμευαν στη Σλοβενία, στη Δαλματία και στο Μαυροβούνιο. Για τους Παρτιζάνους, ο ευκολότερος στόχος ήταν η Δαλματία. Αφού κατέλαβαν το Σπλιτ και αρκετά νησιά, αφόπλισαν έξι ιταλικές μεραρχίες και αποκόμισαν στρατιωτικό υλικό αρκετό για τον εξοπλισμό 80.000 ανταρτών. Αρκετές χιλιάδες Ιταλοί προσχώρησαν στους Παρτιζάνους και σχημάτισαν την ιταλική μεραρχία «Γκαριμπάλντι».
Η Γιουγκοσλαβία απελευθερώνεται
Στα τέλη Μαΐου του 1944, οι Γερμανοί επιχείρησαν μια ξαφνική επίθεση αλεξιπτωτιστών (με την κωδική ονομασία «Κίνηση του ιππότη») στο Ντρβαρ, όπου βρισκόταν η έδρα της Εθνικής Επιτροπής και το στρατηγείο του Τίτο, ο οποίος μετά βίας απέφυγε τον κίνδυνο να σκοτωθεί. Οι επικεφαλής της σοβιετικής και της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής, αντίστοιχα, τον έπεισαν να μεταβεί για λόγους ασφαλείας πρώτα στην Ιταλία και αργότερα στο νησί Βις της Αδριατικής, όπου στις 16 Ιουνίου 1944 συναντήθηκε με τον Σούμπασιτς (4) υπογράφοντας μια συμφωνία που προέβλεπε τη συγκρότηση εθνικής κυβέρνησης, την αποτροπή της υποκίνησης καθεστωτικού ζητήματος ενόσω θα διαρκούσε ο πόλεμος και την προτροπή της εξόριστης κυβέρνησης προς όλους τους Γιουγκοσλάβους μαχητές της αντίστασης να συσπειρωθούν γύρω από τον Τίτο.
Δύο μήνες αργότερα, ο Τίτο συναντήθηκε στη Νεάπολη με τον Τσώρτσιλ. Κατά τη συζήτησή τους, ο Τίτο αντιτάχθηκε στην επιστροφή του βασιλιά Πέτρου Β΄ στη χώρα, διεκδίκησε την προσάρτηση της Τεργέστης και της Ιστρίας, και αρνήθηκε να υποσχεθεί επίσημα ότι μετά τη λήξη του πολέμου δεν θα εγκαθιστούσε κομμουνιστικό καθεστώς. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, ο Τίτο μεταφέρθηκε με ρωσικό αεροπλάνο στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Στάλιν ζητώντας τη συνδρομή του Ερυθρού Στρατού (που βρισκόταν τότε στα ρουμανο-γιουγκοσλαβικά σύνορα) για την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Έθεσε όμως ως όρο την αποχώρηση του Ερυθρού Στρατού στην Ουγγαρία αμέσως μετά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου και του Σρεμ. Ο Στάλιν δέχτηκε και του διέθεσε ένα ολόκληρο σώμα τεθωρακισμένων.
Την ίδια εποχή, οι Σύμμαχοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «Ratweek», για την παρεμπόδιση της διαφυγής των Γερμανών από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Με το πρόσχημα της συμμετοχής του σ’ αυτό, ο Τίτο εισέβαλε με ισχυρές δυνάμεις στη Σερβία και διέλυσε τα υπολείμματα των Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη κοντά στο Βίσεγκραντ και δικάστηκε μαζί με 23 αξιωματούχους του, με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Γερμανούς και της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου. Ο ίδιος και 10 συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Το μέρος όπου θάφτηκε παρέμεινε μυστικό, για να μη μετατραπεί σε προσκύνημα των οπαδών του.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1944, οι Σοβιετικοί και οι Παρτιζάνοι άρχισαν την επίθεσή τους για την απελευθέρωση της βόρειας Σερβίας και του Βελιγραδίου. Στις 20 Οκτωβρίου 1944 κατέλαβαν το Βελιγράδι μετά από πολύνεκρες μάχες. Η απελευθέρωση της πόλης αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρίαμβο του Τίτο, ενώ ταυτόχρονα σηματοδότησε το τέλος του ανταρτοπόλεμου. Μερικές ημέρες αργότερα, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στην περιοχή του Σρεμ και ο ανταρτοπόλεμος μετατράπηκε σε κανονικό πόλεμο θέσεων. Υλοποιώντας τη συμφωνία του με τον Τίτο, ο Στάλιν απέσυρε τον στρατό του.
Από την πλευρά του, ο στρατός των Παρτιζάνων (που πλέον είχε μετονομαστεί Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός και αριθμούσε 800.000 άνδρες) απελευθέρωσε με συνεχείς επιθέσεις κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου και τα υπόλοιπα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας.
Η τελική επικράτηση του Τίτο
Τον Μάιο του 1945, άρχισαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη της χερσονήσου της Ιστρίας και της Τεργέστης. Οι Παρτιζάνοι συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από τους Γερμανούς, τους Ουστάσι και τις πιστές στον Μουσολίνι μονάδες του Ιταλικού Στρατού. Όταν καταλήφθηκε η Τεργέστη, οι εξαγριωμένοι Παρτιζάνοι, σύμφωνα με τις εκθέσεις των Συμμαχικών Μυστικών Υπηρεσιών, καθημερινά οδηγούσαν ομάδες συλληφθέντων φασιστών στα γιουγκοσλάβικα λαϊκά δικαστήρια, όπου με συνοπτικές διαδικασίες οι περισσότεροι καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν.
Στη Γιουγκοσλαβία ενσωματώθηκαν οι ιταλικές περιοχές της δυτικής Σλοβενίας και της Ιστρίας, καθώς και το Ζαντάρ και όσα δαλματικά νησιά είχαν επιδοθεί στην Ιταλία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γερμανικές δυνάμεις που είχαν εγκλωβιστεί στη Γιουγκοσλαβία εξακολουθούσαν να πολεμούν μέχρι τις 15 Μαΐου 1945, μολονότι η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει έξι ημέρες νωρίτερα.
Στις 29 Νοεμβρίου 1945, η Ομοσπονδιακή Συνέλευση και το Συμβούλιο των Εθνοτήτων κατάργησαν τη μοναρχία και ίδρυσαν τη Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που αποτελείτο από διάφορες αυτόνομες περιοχές, με κριτήριο κυρίως την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού. Η βάση του κράτους ήταν σοσιαλιστική, όπως προσδιόριζε το μεταγενέστερο Σύνταγμα του 1963, και οι δεσμοί με τις ανατολικές χώρες αρχικά ισχυροί. Τα επόμενα χρόνια, ο Τίτο εργάστηκε για την παγίωση των σοσιαλιστικών θεσμών και την απεξάρτηση της χώρας του από τα κέντρα αποφάσεων της Μόσχας, γεγονός που οδήγησε στην επίσημη ρήξη των σχέσεων του με τη Σοβιετική Ένωση το 1948.
Σημειώσεις
1. Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να παραδοθεί και προτίμησε να συνεχίσει τον αγώνα. Κατέφυγε με τους άνδρες του στην ορεινή περιοχή της κοιλάδας του άνω δυτικού Μοράβα, στα βουνά Ρούτνικ και Μάλιγιεν, την οποία γνώριζε πολύ καλά αφού εκεί είχε πολεμήσει ως ανθυπολοχαγός κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Ο Τίτο γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Κούμροβετς της Κροατίας. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Το φθινόπωρο του 1913 κατατάχθηκε στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Τον Απρίλιο του 1915 το σύνταγμά του μεταφέρθηκε στα Καρπάθια, όπου αργότερα ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τους Ρώσους. Έζησε εκ του σύνεγγυς την επανάσταση των Μπολσεβίκων και δέχτηκε πολλά στοιχεία από τη Ρωσία και τον κομμουνισμό. Τον Σεπτέμβριο του 1920 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και τον Αύγουστο του 1937 διορίστηκε από την Κομιντέρν Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ.
3. Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και άμεσος συνεργάτης του Τίτο από την περίοδο κατά την οποία ο τελευταίος ανέλαβε τις τύχες του κόμματος. Συγκαταλεγόταν στα ηγετικά στελέχη των Παρτιζάνων και μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας το 1945, τοποθετήθηκε Υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός της μυστικής Αστυνομίας.
4. Πρωθυπουργός της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης τον οποίο υποστήριζε και ο βασιλιάς Πέτρος Β΄.
|
|
Ποιος ήταν, τελικά, ο Τίτο και τι πέτυχε;
Ο Τίτο, αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες του ανταρτοπόλεμου στην ιστορία, ελευθέρωσε τη χώρα του από τη γερμανική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σχημάτισε μια κομμουνιστική κυβέρνηση, η οποία διατήρησε την ανεξαρτησία της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα. Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1892 στο Κούμροβετς της Κροατίας και ήταν ο έβδομος γιος μιας οικογένειας χωρικών. Το αληθινό του όνομα ήταν Μπροζ και πέρασε τα παιδικά του χρόνια φτωχικά. Στην εφηβεία εργάστηκε ως βοηθός κλειδαρά και σε μια μεταλλουργία και με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατετάγη στον στρατό. Τον Μάρτιο του 1915, ένας Κοζάκος τραυμάτισε τον Μπροζ με τη λόγχη του και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρώσους. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας, ο Μπροζ γνώρισε την Οκτωβριανή Επανάσταση και τόσο εντυπωσιάστηκε από το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε έσπευσε να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό το 1917. Ο Μπροζ επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία, που είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος το 1920 και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας....
Το 1928 συνελήφθη για ανατρεπτικές δραστηριότητες και πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή. Με την αποφυλάκισή του, ο Μπροζ πήγε στη Μόσχα για να συνεισφέρει στην προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να ασκήσει επιρροή στα Βαλκάνια. Το 1936 ταξίδεψε στο Παρίσι για να στρατολογήσει εθελοντές για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες που θα πολεμούσαν στην Ισπανία. Το 1937 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και μετά την εκλογή του ως Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας εργάστηκε για τη διατήρηση της ουδετερότητας της χώρας του στον επικείμενο πόλεμο. Ο Μπροζ δεν αντιτάχθηκε ανοιχτά στη γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941, λόγω του συμφώνου μη επιθέσεως ανάμεσα στους Σοβιετικούς και στους Γερμανούς. Όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο, ο Μπροζ υιοθέτησε το πολεμικό ψευδώνυμο «Τίτο» και άρχισε να οργανώνει την αντίσταση. Στην αρχή ο Τίτο συμμάχησε με τα απομεινάρια του γιουγκοσλαβικού βασιλικού στρατού και σημείωσε κάποιες επιτυχίες στην προσπάθειά του να εκκαθαρίσει τη Σερβία από τους Γερμανούς. Οι σχέσεις όμως ανάμεσα στους κομμουνιστές του Τίτο και στους βασιλικούς, που ήταν γνωστοί ως Τσέτνικ, σύντομα χάλασαν και οι Γερμανοί εξαπέλυσαν μια αντεπίθεση για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος. Βρέθηκε αντιμέτωπος συγχρόνως με τους Τσέτνικ και με τους Ναζί και αποσύρθηκε στο Μαυροβούνιο και στη Βοσνία για να ανασυγκροτηθεί. Έστρεψε τους αντάρτες του εναντίον των Τσέτνικ και δεν άργησε να τους εξουδετερώσει....
Ανακήρυξε τον εαυτό του ηγέτη ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας και διακήρυξε την ένωση όλων των Γιουγκοσλάβων, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία, εναντίον του κοινού εχθρού των Γερμανών. Οι ελαφρά οπλισμένοι αντάρτες του Τίτο μεγάλωσαν σε αριθμό και η εξοικείωση με τις ορεινές περιοχές τους επέτρεψε να διαφεύγουν από τις γερμανικές περιπολίες, να εκτελούν σαμποτάζ και να κάνουν αποτελεσματικές επιθέσεις. Αντιστάθμιζαν τις ελλείψεις τους σε βαρύ οπλισμό με την κινητικότητα και τον αιφνιδιασμό. Τον Νοέμβριο του 1943, οι σύμμαχοι αναγνώρισαν τον Τίτο ως το νόμιμο ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και άρχισαν να τον εφοδιάζουν με όπλα, πολεμοφόδια και στρατιωτικούς συμβούλους. Στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο αύξησε την ισχύ του. Ο Χίτλερ διέταξε το λιγότερο επτά εκστρατείες για να επιτύχει την καταστροφή των παρτιζάνων του Τίτο. Την άνοιξη του 1943, οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη επτά μεραρχίες με την υποστήριξη έξι ιταλικών μεραρχιών, εναντίον του.
Αν και βρέθηκε κυκλωμένος, ο Τίτο κατάφερε να διαφύγει μέσα από δύσβατα ορεινά μονοπάτια. Κατόρθωσε να διασώσει όχι μόνο τις τέσσερις μεραρχίες του, αλλά και τέσσερις χιλιάδες τραυματίες. Έναν χρόνο αργότερα, οι Γερμανοί προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον Τίτο ρίχνοντας ειδικές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών κοντά στο στρατηγείο του. Και πάλι, κατόρθωσε να διαφύγει, ενισχύοντας το γόητρό του και προσελκύοντας κι άλλους εθελοντές στις δυνάμεις του....
Τον Σεπτέμβριο του 1943, χωρίς να συνεννοηθεί με τους συμμάχους, ο Τίτο κήρυξε τη Γιουγκοσλαβία «ομοσπονδιακή κοινότητα ισότιμων εθνοτήτων», συγκάλεσε ένα «κοινοβούλιο παρτιζάνων» και αυτοδιορίστηκε στρατάρχης της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο ένωσε τις δυνάμεις του που αριθμούσαν πάνω από διακόσιους πενήντα χιλιάδες άνδρες και πέρασε στην επίθεση. Με την υποστήριξη της συμμαχικής αεροπορίας, ο Τίτο πολέμησε σε συνεργασία με τις νικηφόρες σοβιετικές δυνάμεις και τον Οκτώβριο του 1944 απελευθέρωσε το Βελιγράδι από τους Γερμανούς. Περί το τέλος του πολέμου, ο στρατός του πολεμούσε σε συνεργασία με τους Βρετανούς στην περιοχή της Τεργέστης. Ο Τίτο παρέμεινε στην εξουσία μετά τον πόλεμο και σύντομα επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία του από τους Σοβιετικούς και τις συμμαχικές δυνάμεις. Αν και παρέμεινε ένας πιστός κομμουνιστής, ο Τίτο διατύπωσε εθνικιστικές απόψεις, λέγοντας: «Ο γιουγκοσλαβικός κομμουνισμός έχει τις βάσεις του στους λόφους και στα δάση και δεν ήλθε έτοιμος και προκατασκευασμένος από τη Μόσχα». Τον Ιούνιο του 1953, ο Τίτο έγινε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και διατηρούσε την απόλυτη εξουσία μέχρι τον θάνατό του, στη Λουμπλιάνα στις 4 Μαΐου 1980, σε ηλικία 87 ετών. Στα τριάντα χρόνια που έμεινε στην Αρχή, ο Τίτο διατήρησε την ουδετερότητα της χώρας του και ανεδείχθη σε ηγέτη των αδέσμευτων χωρών...
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο
To αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Δεν έπαυε όμως να αποτελεί την κορυφαία στιγμή της πολυτάραχης σταδιοδρομίας του: Ο Τίτο εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις 14 Ιανουαρίου του 1953.
Η γιουγκοσλαβική αντίσταση ξεκίνησε πριν καν να μπουν οι Γερμανοί στη χώρα. Δυναμική έκφρασή της ήταν η ανατροπή του Τσβέτκοβιτς (27 Μαρτίου του 1941), ενώ, με την παράδοση (17 Απριλίου), πολλά ένοπλα τμήματα του γιουγκοσλαβικού στρατού πήραν τα βουνά αναζητώντας κάποιον να τους συντονίσει. Μια εξέγερση 5.000 ενόπλων στη Βοσνία πνίγηκε στο αίμα καθώς στάλθηκαν εναντίον της 25.000 Γερμανοί.
Στα βουνά, ο στρατηγός Α. Γιοβάνοβιτς ερχόταν σε επαφή με τα διασκορπισμένα στρατιωτικά τμήματα και δημιουργούσε τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό. Δίπλα στον στρατηγό, επιβλήθηκε η ηγετική μορφή του Τίτο.
Σύνθημά του: «Θάνατος στον φασισμό, λευτεριά στον λαό».
Τον Αύγουστο του 1941, η ένοπλη αντίσταση είχε απλωθεί στη Σερβία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και την Κροατία, όπου κατοικούσαν πάνω από τρία εκατομμύρια Κροάτες, δύο εκατομμύρια Σέρβοι και περίπου ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι που αρνιόνταν να ενταχθούν σε κάποια εθνική ομάδα. Τους χρέωσαν στους Κροάτες. Από τον Μάιο, ο πρίγκιπας Εμερί της Σαβοΐας, συγγενής του βασιλιά της Ιταλίας, ορκίστηκε βασιλιάς της Κροατίας με το ηχηρό όνομα Τομισλάβ Β’. Υπήρχε εκεί κι ένας μικρός δικτάτορας, ο «πρωθυπουργός» Άντε Πάβελιτς, αρχηγός της τρομοκρατικής οργάνωσης «Ουστάσι».
Οι Ουστάσι δεν ήταν οι μόνοι αντίπαλοι του Τίτο στο εσωτερικό μέτωπο. Πάνω απ’ όλα, είχε να αντιπαλέψει με τη δήθεν αντιστασιακή οργάνωση των «Τσέτνικ» του Ντράζα Μιχαήλοβιτς που είχε τη βρετανική υποστήριξη, καθώς απαρτιζόταν κυρίως από φανατικούς βασιλόφρονες. Μόλις τον Δεκέμβριο του 1944, οι Βρετανοί τους αποκήρυξαν, όταν κατάλαβαν ότι ουσιαστικά είχαν να κάνουν με συνεργάτες των Γερμανών. Από το φθινόπωρο του 1941, ο Μιχαήλοβιτς είχε εξαπολύσει επίθεση εναντίον των παρτιζάνων αλλά είχε αποτύχει να τους νικήσει, παρά τη γερμανική βοήθεια. Εκείνον τον Σεπτέμβριο, 7.000 όμηροι εκτελέστηκαν μόνο στην πόλη Ούζιτσε.
Ο Τίτο απέφυγε να οργανωθεί στις πόλεις. Προτιμούσε τη στρατιωτική δράση πιστεύοντας ακράδαντα ότι τα γερμανικά αντίποινα ήταν τα καλύτερα κίνητρα για την ένταξη και νέων Γιουγκοσλάβων στις τάξεις της ένοπλης αντίστασης. Τον Ιούνιο του 1942, αισθανόταν αρκετά δυνατός για να εξαπολύσει επίθεση στη Βοσνία και να πολιορκήσει το Σεράγεβο. Τον Ιούλιο, οι δυνάμεις του επιτέθηκαν εναντίον της ιταλικής μεραρχίας αλπινιστών στο Μαυροβούνιο και την εξάρθρωσαν. Ένα αντιφασιστικό συμβούλιο, κάτι σαν κυβέρνηση του βουνού, δημιουργήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1942.
Η δράση των παρτιζάνων ανάγκασε τους Βρετανούς να τους αναγνωρίσουν. Στα 1943, οι παρτιζάνοι είχαν ξεκαθαρίσει ολόκληρες περιοχές, όπου οι κάτοικοι ζούσαν ελεύθεροι. Με τη χαραυγή του 1944, ο Τίτο εκδήλωνε επεκτατικό ενδιαφέρον ακόμη και για τη Μακεδονία.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1944, το 80% του βοσνιακού εδάφους ήταν ελεύθερο. Και μεταβλήθηκε σε σίγουρο ορμητήριο. Στις 14 Σεπτεμβρίου, οι παρτιζάνοι ανακοίνωναν ότι η χώρα απαλλάχτηκε από την απειλή των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς. Τους είχαν αφανίσει σε κανονικές μάχες. Στις 20 Οκτωβρίου, Γιουγκοσλάβοι και Σοβιετικοί έμπαιναν στο Βελιγράδι έπειτα από σκληρή μάχη.
Στις 2 Μαρτίου του 1945, στην ελεύθερη Γιουγκοσλαβία εγκαταστάθηκε τριμελής αντιβασιλεία. Ως ηγέτης του Εθνικού Μετώπου ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός (7 Μαρτίου του 1945). Τον Αύγουστο (7 του μήνα), διακήρυξε πως η βασιλεία είναι ασυμβίβαστη με την εθνική κυριαρχία. Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου του 1945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000 ψήφους έναντι 707.000 της αντιπολίτευσης. Η κάλπη έδινε στον Τίτο παντοκρατορία.
Η εθνοσυνέλευση (29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία, ένα κομμάτι γης που αφαιρέθηκε από τη Νότια Σερβία.
Η Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας γεννήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Βουλγαρίας και τη σιωπή της Ελλάδας, όπου οι ιθύνοντες είχαν άλλα πιο επείγοντα θέματα να τους απασχολούν. Στη νέα λαϊκή δημοκρατία πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής (ουσιαστικά, πρόεδρος της Δημοκρατίας) εκλέχτηκε ο Ιβάν Ριμπάρ. Πρωθυπουργός και ουσιαστικός ηγέτης ο Τίτο.
Με λυμένα τα «τεχνικά ζητήματα», οι Γιουγκοσλάβοι ρίχτηκαν στην οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους. Απαλλοτριώθηκαν το 80% των τραπεζών, βιομηχανιών και χονδρεμπορικών επιχειρήσεων καθώς και όλα τα τσιφλίκια. Τον Απρίλιο του 1947, μπήκε μπροστά το πενταετές σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο στηρίχτηκε κυρίως στην οικονομική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τίτο, όμως, ήθελε το σοβιετικό χρήμα αλλ’ όχι και τη σοβιετική επικυριαρχία.
Απέκρουσε τις προτάσεις για μικτές επιχειρήσεις, ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις ακόμα και με τη μακρινή Ινδία, είπε ένα ευγενικό «όχι» στην ένταξη της χώρας στο σχέδιο Μάρσαλ κι ένα εξίσου ευγενικό «ναι» σε μιαν αμερικανική βοήθεια ύψους 400.000.000 δολαρίων κι αρνιόταν να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της Τεργέστης παρά τις πιέσεις του Στάλιν. Παράλληλα, ξανάβγαλε στην επιφάνεια ένα παλιό σχέδιο για ομοσπονδία με τη Βουλγαρία, την Αλβανία και (αντί για τη Ρουμανία που αρχικά προβλεπόταν) την Ελλάδα, «μόλις νικούσαν οι αντάρτες». Ο ηγέτης της Βουλγαρίας, Δημητρώφ, το συζητούσε. Ο Στάλιν κάλεσε και τους δυο στη Μόσχα (Ιανουάριος του 1948). Ο Δημητρώφ πήγε. Ο Τίτο έστειλε τον Μίλαν Τζίλας. Το τι ειπώθηκε ανάμεσα στους τρεις, μας είναι γνωστό από το βιβλίο του Τζίλας «Συνομιλίες με τον Στάλιν».
Σύμφωνα με τα όσα ο Τζίλας γράφει, ο Στάλιν τους έβαλε τις φωνές απορρίπτοντας τα σχέδιά τους για ομοσπονδία και τους κατηγόρησε ότι θέλουν να υποκαταστήσουν τη Σοβιετική Ένωση. Η ρήξη είχε δρομολογηθεί.
Στις 27 Μαρτίου του 1948, το κατηγορητήριο της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας έφτασε στα γραφεία της Κομινφόρμ. Η ετυμηγορία εκδόθηκε στις 28 Ιουνίου του 1948: Παρά την απελπισμένη μεσολαβητική προσπάθεια του Δημητρώφ, η Γιουγκοσλαβία καταδικαζόταν στην απομόνωση από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Τίτο δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες με τις εθνότητες και με την εθνική καθαρότητα. Τέσσερα χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» με κρατική οντότητα, είχε αναγνωρίσει και την ύπαρξη «μουσουλμανικής εθνότητας» στη Βοσνία. Μόνο που τότε κανένας δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στα 1941, όταν η Βοσνία δόθηκε στην «ανεξάρτητη» Κροατία ως αντιπαροχή για την αφαίρεση της Δαλματίας, που πήραν οι Ιταλοί. Οι επικεφαλής των μουσουλμάνων έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Ουστάσι της Κροατίας, αλλά πολύ σύντομα ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία και δημιούργησαν ελεύθερες ζώνες. Ο Τίτο ζήτησε τη βοήθεια των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής και τους υποσχέθηκε αναγνώριση ως χωριστή εθνότητα. Έτσι, στη χώρα βρέθηκαν Σέρβοι, Κροάτες και ξεχωριστά οι μουσουλμάνοι. Στα ενδιάμεσα, ο Τίτο δε δίστασε να ανοίξει τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία και να δεχτεί την εγκατάσταση χιλιάδων Αλβανών, που έφτασαν να αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων. Ως τότε, το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε αδιαφιλονίκητα σερβικό έδαφος.
Με όλα τούτα, όμως, στο παλιό βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων είχαν προκύψει ακόμα τρεις εθνότητες: Οι «Αλβανόφωνοι», οι «μουσουλμάνοι» και οι «Μακεδόνες», χωρίς να λογαριάζονται οι Σέρβοι του Μαυροβουνίου. Ο σύντροφος Στάλιν τα είχε καταφέρει με τις εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης, πριν να γίνει αρχηγός του κράτους. Ο Τίτο πίστευε πως κι αυτός μπορούσε.
Η ρήξη με τη Μόσχα το 1948 έκανε τη Γιουγκοσλαβία να χάσει το 60% των πόρων της αλλά οι καλοί Αμερικάνοι ήταν εκεί, έτοιμοι να βοηθήσουν. Το πρώτο που έκαναν ήταν να ελευθερώσουν τον σε αμερικανικές τράπεζες δεσμευμένο από το 1941 γιουγκοσλαβικό χρυσό. Και το δεύτερο, να προσφέρουν ένα δάνειο 55 εκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, άνοιξαν οι αγορές της Βρετανίας και της Ιταλίας, ενώ ο Τίτο αναζητούσε έναν εθνικό δρόμο που να οδηγεί στον σοσιαλισμό. Στις 14 Νοεμβρίου του 1951, υπογραφόταν η στρατιωτική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προέκυψε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που πια δεν ήταν Λαϊκή.
Ο θάνατος του Στάλιν (Μάρτιος του 1953) σηματοδότησε την αρχή μιας διαδικασίας επαναπροσέγγισης με τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, η Γιουγκοσλαβία είχε πια μπει για καλά στο παιχνίδι της ανεξαρτησίας της γνώμης απέναντι στη Μόσχα. Μια μεγάλη περιοδεία (1954) έφερε τον Τίτο στην Ινδία, τη Βιρμανία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ενώ στον ΟΗΕ διαμορφωνόταν το ισχυρό μπλοκ των αδεσμεύτων, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η Ινδία του Νεχρού αναδεικνύονταν στην ηγεσία του. Η γνώμη τους είχε παγκόσμια βαρύτητα.
Την επόμενη χρονιά (26 Μαΐου του 1955), η Γιουγκοσλαβία είχε την τιμή να δεχτεί επίσημη επίσκεψη από το "βαρύ πυροβολικό" της Σοβιετικής Ένωσης: Χρουστσόφ, Μπουλγκάνιν και Μικογιάν έφτασαν στο Βελιγράδι. Η αποκατάσταση των σχέσεων επήλθε και επίσημα με τη μερική δικαίωση του Τίτο από το 20ό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (1956).
Η επέμβαση στην Ουγγαρία την ίδια χρονιά (1956) ξαναψύχρανε τις σχέσεις, η αποσταλινοποίηση τις ξαναζέστανε και η σινοσοβιετική διένεξη τις ενίσχυσε. Η τελική προσέγγιση επήλθε. Όμως, για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ένας νέος μπελάς, αθέατος για την ώρα, ξεπρόβαλε στον ορίζοντα: Η πανίσχυρη πια Δυτική Γερμανία ξαναθυμόταν την έξοδό της στη Μεσόγειο μέσα από ένα τελικό πλήγμα στους "αλαζόνες" της μισητής Σερβίας: Από το 1971, η προσπάθειά της ήταν να ενισχύσει τις εθνικές αντιθέσεις στους κόλπους της ομοσπονδίας.
Οι Γερμανοί δεν περιορίζονταν πια στη χρηματοδότηση των εμιγκρέ Ουστάσι αλλά πλησίαζαν και τους «εθνικοκομμουνιστές» της Κροατίας και τους Αλβανόφωνους στο Κοσσυφοπέδιο. Βοήθησε κι ο ίδιος ο Τίτο με το νέο σύνταγμα που απέκτησε η ομοσπονδία (21 Φεβρουαρίου του 1974): Το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε ισότιμη αυτόνομη περιοχή, όπως και η Βοΐβοντίνα, κι ουσιαστικά έγινε νέο κράτος μέσα στο κράτος της Σερβίας.
Ο Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου του 1980.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα.
Το 1928 συνελήφθη για ανατρεπτικές δραστηριότητες και πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή. Με την αποφυλάκισή του, ο Μπροζ πήγε στη Μόσχα για να συνεισφέρει στην προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να ασκήσει επιρροή στα Βαλκάνια. Το 1936 ταξίδεψε στο Παρίσι για να στρατολογήσει εθελοντές για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες που θα πολεμούσαν στην Ισπανία. Το 1937 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και μετά την εκλογή του ως Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας εργάστηκε για τη διατήρηση της ουδετερότητας της χώρας του στον επικείμενο πόλεμο. Ο Μπροζ δεν αντιτάχθηκε ανοιχτά στη γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941, λόγω του συμφώνου μη επιθέσεως ανάμεσα στους Σοβιετικούς και στους Γερμανούς. Όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο, ο Μπροζ υιοθέτησε το πολεμικό ψευδώνυμο «Τίτο» και άρχισε να οργανώνει την αντίσταση. Στην αρχή ο Τίτο συμμάχησε με τα απομεινάρια του γιουγκοσλαβικού βασιλικού στρατού και σημείωσε κάποιες επιτυχίες στην προσπάθειά του να εκκαθαρίσει τη Σερβία από τους Γερμανούς. Οι σχέσεις όμως ανάμεσα στους κομμουνιστές του Τίτο και στους βασιλικούς, που ήταν γνωστοί ως Τσέτνικ, σύντομα χάλασαν και οι Γερμανοί εξαπέλυσαν μια αντεπίθεση για να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος. Βρέθηκε αντιμέτωπος συγχρόνως με τους Τσέτνικ και με τους Ναζί και αποσύρθηκε στο Μαυροβούνιο και στη Βοσνία για να ανασυγκροτηθεί. Έστρεψε τους αντάρτες του εναντίον των Τσέτνικ και δεν άργησε να τους εξουδετερώσει....
Ανακήρυξε τον εαυτό του ηγέτη ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας και διακήρυξε την ένωση όλων των Γιουγκοσλάβων, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία, εναντίον του κοινού εχθρού των Γερμανών. Οι ελαφρά οπλισμένοι αντάρτες του Τίτο μεγάλωσαν σε αριθμό και η εξοικείωση με τις ορεινές περιοχές τους επέτρεψε να διαφεύγουν από τις γερμανικές περιπολίες, να εκτελούν σαμποτάζ και να κάνουν αποτελεσματικές επιθέσεις. Αντιστάθμιζαν τις ελλείψεις τους σε βαρύ οπλισμό με την κινητικότητα και τον αιφνιδιασμό. Τον Νοέμβριο του 1943, οι σύμμαχοι αναγνώρισαν τον Τίτο ως το νόμιμο ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και άρχισαν να τον εφοδιάζουν με όπλα, πολεμοφόδια και στρατιωτικούς συμβούλους. Στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο αύξησε την ισχύ του. Ο Χίτλερ διέταξε το λιγότερο επτά εκστρατείες για να επιτύχει την καταστροφή των παρτιζάνων του Τίτο. Την άνοιξη του 1943, οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη επτά μεραρχίες με την υποστήριξη έξι ιταλικών μεραρχιών, εναντίον του.
Αν και βρέθηκε κυκλωμένος, ο Τίτο κατάφερε να διαφύγει μέσα από δύσβατα ορεινά μονοπάτια. Κατόρθωσε να διασώσει όχι μόνο τις τέσσερις μεραρχίες του, αλλά και τέσσερις χιλιάδες τραυματίες. Έναν χρόνο αργότερα, οι Γερμανοί προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον Τίτο ρίχνοντας ειδικές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών κοντά στο στρατηγείο του. Και πάλι, κατόρθωσε να διαφύγει, ενισχύοντας το γόητρό του και προσελκύοντας κι άλλους εθελοντές στις δυνάμεις του....
Τον Σεπτέμβριο του 1943, χωρίς να συνεννοηθεί με τους συμμάχους, ο Τίτο κήρυξε τη Γιουγκοσλαβία «ομοσπονδιακή κοινότητα ισότιμων εθνοτήτων», συγκάλεσε ένα «κοινοβούλιο παρτιζάνων» και αυτοδιορίστηκε στρατάρχης της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο ένωσε τις δυνάμεις του που αριθμούσαν πάνω από διακόσιους πενήντα χιλιάδες άνδρες και πέρασε στην επίθεση. Με την υποστήριξη της συμμαχικής αεροπορίας, ο Τίτο πολέμησε σε συνεργασία με τις νικηφόρες σοβιετικές δυνάμεις και τον Οκτώβριο του 1944 απελευθέρωσε το Βελιγράδι από τους Γερμανούς. Περί το τέλος του πολέμου, ο στρατός του πολεμούσε σε συνεργασία με τους Βρετανούς στην περιοχή της Τεργέστης. Ο Τίτο παρέμεινε στην εξουσία μετά τον πόλεμο και σύντομα επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία του από τους Σοβιετικούς και τις συμμαχικές δυνάμεις. Αν και παρέμεινε ένας πιστός κομμουνιστής, ο Τίτο διατύπωσε εθνικιστικές απόψεις, λέγοντας: «Ο γιουγκοσλαβικός κομμουνισμός έχει τις βάσεις του στους λόφους και στα δάση και δεν ήλθε έτοιμος και προκατασκευασμένος από τη Μόσχα». Τον Ιούνιο του 1953, ο Τίτο έγινε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και διατηρούσε την απόλυτη εξουσία μέχρι τον θάνατό του, στη Λουμπλιάνα στις 4 Μαΐου 1980, σε ηλικία 87 ετών. Στα τριάντα χρόνια που έμεινε στην Αρχή, ο Τίτο διατήρησε την ουδετερότητα της χώρας του και ανεδείχθη σε ηγέτη των αδέσμευτων χωρών...
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο
To αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Δεν έπαυε όμως να αποτελεί την κορυφαία στιγμή της πολυτάραχης σταδιοδρομίας του: Ο Τίτο εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις 14 Ιανουαρίου του 1953.
Η γιουγκοσλαβική αντίσταση ξεκίνησε πριν καν να μπουν οι Γερμανοί στη χώρα. Δυναμική έκφρασή της ήταν η ανατροπή του Τσβέτκοβιτς (27 Μαρτίου του 1941), ενώ, με την παράδοση (17 Απριλίου), πολλά ένοπλα τμήματα του γιουγκοσλαβικού στρατού πήραν τα βουνά αναζητώντας κάποιον να τους συντονίσει. Μια εξέγερση 5.000 ενόπλων στη Βοσνία πνίγηκε στο αίμα καθώς στάλθηκαν εναντίον της 25.000 Γερμανοί.
Στα βουνά, ο στρατηγός Α. Γιοβάνοβιτς ερχόταν σε επαφή με τα διασκορπισμένα στρατιωτικά τμήματα και δημιουργούσε τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό. Δίπλα στον στρατηγό, επιβλήθηκε η ηγετική μορφή του Τίτο.
Σύνθημά του: «Θάνατος στον φασισμό, λευτεριά στον λαό».
Τον Αύγουστο του 1941, η ένοπλη αντίσταση είχε απλωθεί στη Σερβία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και την Κροατία, όπου κατοικούσαν πάνω από τρία εκατομμύρια Κροάτες, δύο εκατομμύρια Σέρβοι και περίπου ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι που αρνιόνταν να ενταχθούν σε κάποια εθνική ομάδα. Τους χρέωσαν στους Κροάτες. Από τον Μάιο, ο πρίγκιπας Εμερί της Σαβοΐας, συγγενής του βασιλιά της Ιταλίας, ορκίστηκε βασιλιάς της Κροατίας με το ηχηρό όνομα Τομισλάβ Β’. Υπήρχε εκεί κι ένας μικρός δικτάτορας, ο «πρωθυπουργός» Άντε Πάβελιτς, αρχηγός της τρομοκρατικής οργάνωσης «Ουστάσι».
Οι Ουστάσι δεν ήταν οι μόνοι αντίπαλοι του Τίτο στο εσωτερικό μέτωπο. Πάνω απ’ όλα, είχε να αντιπαλέψει με τη δήθεν αντιστασιακή οργάνωση των «Τσέτνικ» του Ντράζα Μιχαήλοβιτς που είχε τη βρετανική υποστήριξη, καθώς απαρτιζόταν κυρίως από φανατικούς βασιλόφρονες. Μόλις τον Δεκέμβριο του 1944, οι Βρετανοί τους αποκήρυξαν, όταν κατάλαβαν ότι ουσιαστικά είχαν να κάνουν με συνεργάτες των Γερμανών. Από το φθινόπωρο του 1941, ο Μιχαήλοβιτς είχε εξαπολύσει επίθεση εναντίον των παρτιζάνων αλλά είχε αποτύχει να τους νικήσει, παρά τη γερμανική βοήθεια. Εκείνον τον Σεπτέμβριο, 7.000 όμηροι εκτελέστηκαν μόνο στην πόλη Ούζιτσε.
Ο Τίτο απέφυγε να οργανωθεί στις πόλεις. Προτιμούσε τη στρατιωτική δράση πιστεύοντας ακράδαντα ότι τα γερμανικά αντίποινα ήταν τα καλύτερα κίνητρα για την ένταξη και νέων Γιουγκοσλάβων στις τάξεις της ένοπλης αντίστασης. Τον Ιούνιο του 1942, αισθανόταν αρκετά δυνατός για να εξαπολύσει επίθεση στη Βοσνία και να πολιορκήσει το Σεράγεβο. Τον Ιούλιο, οι δυνάμεις του επιτέθηκαν εναντίον της ιταλικής μεραρχίας αλπινιστών στο Μαυροβούνιο και την εξάρθρωσαν. Ένα αντιφασιστικό συμβούλιο, κάτι σαν κυβέρνηση του βουνού, δημιουργήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1942.
Η δράση των παρτιζάνων ανάγκασε τους Βρετανούς να τους αναγνωρίσουν. Στα 1943, οι παρτιζάνοι είχαν ξεκαθαρίσει ολόκληρες περιοχές, όπου οι κάτοικοι ζούσαν ελεύθεροι. Με τη χαραυγή του 1944, ο Τίτο εκδήλωνε επεκτατικό ενδιαφέρον ακόμη και για τη Μακεδονία.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1944, το 80% του βοσνιακού εδάφους ήταν ελεύθερο. Και μεταβλήθηκε σε σίγουρο ορμητήριο. Στις 14 Σεπτεμβρίου, οι παρτιζάνοι ανακοίνωναν ότι η χώρα απαλλάχτηκε από την απειλή των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς. Τους είχαν αφανίσει σε κανονικές μάχες. Στις 20 Οκτωβρίου, Γιουγκοσλάβοι και Σοβιετικοί έμπαιναν στο Βελιγράδι έπειτα από σκληρή μάχη.
Στις 2 Μαρτίου του 1945, στην ελεύθερη Γιουγκοσλαβία εγκαταστάθηκε τριμελής αντιβασιλεία. Ως ηγέτης του Εθνικού Μετώπου ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός (7 Μαρτίου του 1945). Τον Αύγουστο (7 του μήνα), διακήρυξε πως η βασιλεία είναι ασυμβίβαστη με την εθνική κυριαρχία. Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου του 1945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000 ψήφους έναντι 707.000 της αντιπολίτευσης. Η κάλπη έδινε στον Τίτο παντοκρατορία.
Η εθνοσυνέλευση (29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία, ένα κομμάτι γης που αφαιρέθηκε από τη Νότια Σερβία.
Η Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας γεννήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Βουλγαρίας και τη σιωπή της Ελλάδας, όπου οι ιθύνοντες είχαν άλλα πιο επείγοντα θέματα να τους απασχολούν. Στη νέα λαϊκή δημοκρατία πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής (ουσιαστικά, πρόεδρος της Δημοκρατίας) εκλέχτηκε ο Ιβάν Ριμπάρ. Πρωθυπουργός και ουσιαστικός ηγέτης ο Τίτο.
Με λυμένα τα «τεχνικά ζητήματα», οι Γιουγκοσλάβοι ρίχτηκαν στην οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους. Απαλλοτριώθηκαν το 80% των τραπεζών, βιομηχανιών και χονδρεμπορικών επιχειρήσεων καθώς και όλα τα τσιφλίκια. Τον Απρίλιο του 1947, μπήκε μπροστά το πενταετές σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο στηρίχτηκε κυρίως στην οικονομική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τίτο, όμως, ήθελε το σοβιετικό χρήμα αλλ’ όχι και τη σοβιετική επικυριαρχία.
Απέκρουσε τις προτάσεις για μικτές επιχειρήσεις, ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις ακόμα και με τη μακρινή Ινδία, είπε ένα ευγενικό «όχι» στην ένταξη της χώρας στο σχέδιο Μάρσαλ κι ένα εξίσου ευγενικό «ναι» σε μιαν αμερικανική βοήθεια ύψους 400.000.000 δολαρίων κι αρνιόταν να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της Τεργέστης παρά τις πιέσεις του Στάλιν. Παράλληλα, ξανάβγαλε στην επιφάνεια ένα παλιό σχέδιο για ομοσπονδία με τη Βουλγαρία, την Αλβανία και (αντί για τη Ρουμανία που αρχικά προβλεπόταν) την Ελλάδα, «μόλις νικούσαν οι αντάρτες». Ο ηγέτης της Βουλγαρίας, Δημητρώφ, το συζητούσε. Ο Στάλιν κάλεσε και τους δυο στη Μόσχα (Ιανουάριος του 1948). Ο Δημητρώφ πήγε. Ο Τίτο έστειλε τον Μίλαν Τζίλας. Το τι ειπώθηκε ανάμεσα στους τρεις, μας είναι γνωστό από το βιβλίο του Τζίλας «Συνομιλίες με τον Στάλιν».
Σύμφωνα με τα όσα ο Τζίλας γράφει, ο Στάλιν τους έβαλε τις φωνές απορρίπτοντας τα σχέδιά τους για ομοσπονδία και τους κατηγόρησε ότι θέλουν να υποκαταστήσουν τη Σοβιετική Ένωση. Η ρήξη είχε δρομολογηθεί.
Στις 27 Μαρτίου του 1948, το κατηγορητήριο της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας έφτασε στα γραφεία της Κομινφόρμ. Η ετυμηγορία εκδόθηκε στις 28 Ιουνίου του 1948: Παρά την απελπισμένη μεσολαβητική προσπάθεια του Δημητρώφ, η Γιουγκοσλαβία καταδικαζόταν στην απομόνωση από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Τίτο δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες με τις εθνότητες και με την εθνική καθαρότητα. Τέσσερα χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» με κρατική οντότητα, είχε αναγνωρίσει και την ύπαρξη «μουσουλμανικής εθνότητας» στη Βοσνία. Μόνο που τότε κανένας δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στα 1941, όταν η Βοσνία δόθηκε στην «ανεξάρτητη» Κροατία ως αντιπαροχή για την αφαίρεση της Δαλματίας, που πήραν οι Ιταλοί. Οι επικεφαλής των μουσουλμάνων έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Ουστάσι της Κροατίας, αλλά πολύ σύντομα ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία και δημιούργησαν ελεύθερες ζώνες. Ο Τίτο ζήτησε τη βοήθεια των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής και τους υποσχέθηκε αναγνώριση ως χωριστή εθνότητα. Έτσι, στη χώρα βρέθηκαν Σέρβοι, Κροάτες και ξεχωριστά οι μουσουλμάνοι. Στα ενδιάμεσα, ο Τίτο δε δίστασε να ανοίξει τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία και να δεχτεί την εγκατάσταση χιλιάδων Αλβανών, που έφτασαν να αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων. Ως τότε, το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε αδιαφιλονίκητα σερβικό έδαφος.
Με όλα τούτα, όμως, στο παλιό βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων είχαν προκύψει ακόμα τρεις εθνότητες: Οι «Αλβανόφωνοι», οι «μουσουλμάνοι» και οι «Μακεδόνες», χωρίς να λογαριάζονται οι Σέρβοι του Μαυροβουνίου. Ο σύντροφος Στάλιν τα είχε καταφέρει με τις εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης, πριν να γίνει αρχηγός του κράτους. Ο Τίτο πίστευε πως κι αυτός μπορούσε.
Η ρήξη με τη Μόσχα το 1948 έκανε τη Γιουγκοσλαβία να χάσει το 60% των πόρων της αλλά οι καλοί Αμερικάνοι ήταν εκεί, έτοιμοι να βοηθήσουν. Το πρώτο που έκαναν ήταν να ελευθερώσουν τον σε αμερικανικές τράπεζες δεσμευμένο από το 1941 γιουγκοσλαβικό χρυσό. Και το δεύτερο, να προσφέρουν ένα δάνειο 55 εκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, άνοιξαν οι αγορές της Βρετανίας και της Ιταλίας, ενώ ο Τίτο αναζητούσε έναν εθνικό δρόμο που να οδηγεί στον σοσιαλισμό. Στις 14 Νοεμβρίου του 1951, υπογραφόταν η στρατιωτική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προέκυψε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που πια δεν ήταν Λαϊκή.
Ο θάνατος του Στάλιν (Μάρτιος του 1953) σηματοδότησε την αρχή μιας διαδικασίας επαναπροσέγγισης με τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, η Γιουγκοσλαβία είχε πια μπει για καλά στο παιχνίδι της ανεξαρτησίας της γνώμης απέναντι στη Μόσχα. Μια μεγάλη περιοδεία (1954) έφερε τον Τίτο στην Ινδία, τη Βιρμανία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ενώ στον ΟΗΕ διαμορφωνόταν το ισχυρό μπλοκ των αδεσμεύτων, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η Ινδία του Νεχρού αναδεικνύονταν στην ηγεσία του. Η γνώμη τους είχε παγκόσμια βαρύτητα.
Την επόμενη χρονιά (26 Μαΐου του 1955), η Γιουγκοσλαβία είχε την τιμή να δεχτεί επίσημη επίσκεψη από το "βαρύ πυροβολικό" της Σοβιετικής Ένωσης: Χρουστσόφ, Μπουλγκάνιν και Μικογιάν έφτασαν στο Βελιγράδι. Η αποκατάσταση των σχέσεων επήλθε και επίσημα με τη μερική δικαίωση του Τίτο από το 20ό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (1956).
Η επέμβαση στην Ουγγαρία την ίδια χρονιά (1956) ξαναψύχρανε τις σχέσεις, η αποσταλινοποίηση τις ξαναζέστανε και η σινοσοβιετική διένεξη τις ενίσχυσε. Η τελική προσέγγιση επήλθε. Όμως, για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ένας νέος μπελάς, αθέατος για την ώρα, ξεπρόβαλε στον ορίζοντα: Η πανίσχυρη πια Δυτική Γερμανία ξαναθυμόταν την έξοδό της στη Μεσόγειο μέσα από ένα τελικό πλήγμα στους "αλαζόνες" της μισητής Σερβίας: Από το 1971, η προσπάθειά της ήταν να ενισχύσει τις εθνικές αντιθέσεις στους κόλπους της ομοσπονδίας.
Οι Γερμανοί δεν περιορίζονταν πια στη χρηματοδότηση των εμιγκρέ Ουστάσι αλλά πλησίαζαν και τους «εθνικοκομμουνιστές» της Κροατίας και τους Αλβανόφωνους στο Κοσσυφοπέδιο. Βοήθησε κι ο ίδιος ο Τίτο με το νέο σύνταγμα που απέκτησε η ομοσπονδία (21 Φεβρουαρίου του 1974): Το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε ισότιμη αυτόνομη περιοχή, όπως και η Βοΐβοντίνα, κι ουσιαστικά έγινε νέο κράτος μέσα στο κράτος της Σερβίας.
Ο Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου του 1980.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα.
Συνοψίζοντας....
Οι Παρτιζάνοι του Τίτο ήταν αδίστακτοι κι έκαναν ανταρτοπόλεμο σε όλο του το μεγαλείο. Ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (NLA – National Liberation Army) που ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, μοίραζε συνεχώς το θάνατο και την καταστροφή στις δυνάμεις του Άξονα. Καθώς απέκτησαν περισσότερα όπλα, έδαφος και μαχητές, εννοείται πως αυξήθηκε η αποτελεσματικότητα τους.
Δημιουργώντας “μίνι” κομμουνιστικά κράτη σε κάθε κομμάτι εδάφους που έπαιρναν, κατάφεραν να ανοίξουν το δρόμο για την επανάσταση τους στο τέλος του πολέμου. Εξαφάνισαν τους Chetniks, το 1943.
Δε, οι αριθμοί τους σε μαχητές και μαχήτριες, αυξάνονταν μέρα με τη μέρα κι αριθμούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μέχρι το 1944. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πυροβολήσει, ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την πειθαρχία τους και ήθελε να σκοτώνει Γερμανούς, ήταν ευπρόσδεκτος στον Απελευθερωτικό Στρατό.
Το NLA έχασε περίπου 245.000 μαχητές κατά τη διάρκεια του πολέμου, από τους 800.000 που αριθμούσε.
Όσον αφορά τους Γερμανούς αιχμαλώτους. Συνέλαβαν 200.000, εκ των οποίων το 40% -κάπου 80.000- πέθαναν στην αιχμαλωσία. Οι Παρτιζάνοι συχνά εκτελούσαν τους αιχμαλώτους που συνελάμβαναν κι αυτό είχε κάποιο κόστος. Οι Γερμανοί αμέσως άρχιζαν τα αντίποινα εναντίον του αμάχου πληθυσμού, για τις ενέργειες των Παρτιζάνων. Κατά τη διάρκεια του 2ου Π.Π. σκοτώθηκαν από τις Δυνάμεις του Άξονα, περίπου ένα με δύο εκατομμύρια Γιουγκοσλάβων. Κι εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά, γιατί ο λαός βοήθησε τον Απελευθερωτικό Στρατό. Εαν οι άνθρωποι δεν υποστήριζαν τους παρτιζάνους πριν, το έκαναν αμέσως μετά, μόλις έχαναν μέλη της οικογένειας ή φίλους, από τους Γερμανούς.
Μάλιστα, ένας Γερμανός αξιωματικός είχε δηλώσει ότι ο λαός ακολουθούσε τυφλά τους Κομμουνιστές.
Το NLA, πέραν του ότι πολεμούσε τους κατακτητές, βοηθούσε επίσης και στη διάσωση συμμάχων. Μόνο το 1944, έσωσε πάνω από 1.000 Αμερικανούς και Βρεττανούς αεροπόρους (οι οποίοι είχαν ξεκινήσει εκστρατείες βομβαρδισμού εναντίον του Άξονα, στη Νότια Ευρώπη, εκείνη τη χρονιά).
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους, το Σλοβενικό τμήμα του NLA, πέρασε τα αυστριακά σύνορα και εισέβαλε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, απελευθερώνοντας με ασφάλεια 132 συμμάχους κρατούμενους.
Από το 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου, οι δυνάμεις του Άξονα βρίσκονταν σε άμυνα. Το Σοβιετικό μεγαθήριο ερχόταν από την Ανατολή, ενώ οι Αμερικανοί και οι Βρεταννοί από τη Δύση, μαζί με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, έστησαν τους Γερμανούς στη “γωνία”. Μπορεί να εξακολουθούσαν και να αγωνίζονταν σκληρά, ωστόσο οι αριθμοί και οι πόροι τους μειώνονταν μέρα με τη μέρα.
Η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία αποτελούσαν μόνιμο αγκάθι στα πλευρά τους κι ήταν τα μόνα δύο κατεχόμενα έθνη που απελευθέρωσαν γενικά τις δικές τους χώρες.
Μετά τον πόλεμο, υπήρξαν πολλά αντίποινα εναντίον ανθρώπων και ομάδων που συνεργάστηκαν με τον εχθρό κατα τη διάρκεια της κατοχής.
Η Γιουγκοσλαβία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Βρέθηκαν πολλοί που καταδίκασαν αυτές τις ενέργειες, ακόμα και σήμερα.
Κανείς, ποτέ, από όλους αυτούς τους “όψιμους” και εκ του ασφαλούς πατριώτες, δεν μπορεί να μπεί στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων που ζήτησαν εκδίκηση.
Πόσο εύκολο είναι να έχεις χάσει αμέτρητους συγγενείς και φίλους από αυτά τα ναζιστικά τέρατα; Και να έρχονται οι προδότες, οι φιλοτομαριστές να τους βοηθάνε και την ίδια στιγμή οι παρτιζάνοι να διακινδυνεύουν τη ζωή τους και να πολεμάνε για την ελευθερία του λαού τους;
Κάθε χώρα στην πρώην Γιουγκοσλαβία οφείλει την ελευθερία της στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας. Αυτοί οι αγωνιστές είναι οι αφανείς ήρωες του κινήματος αντίστασης στην Ευρώπη του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν οι καλύτεροι από τους καλύτερους σε αυτό που έκαναν και αξίζουν μεγαλύτερη αναγνώριση στα βιβλία ιστορίας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινοί ήρωες που θυσίασαν τη ζωή και το άκρο στο όνομα της ελευθερίας από την ξένη εισβολή. Ας τους τιμάμε για πάντα.
Δημιουργώντας “μίνι” κομμουνιστικά κράτη σε κάθε κομμάτι εδάφους που έπαιρναν, κατάφεραν να ανοίξουν το δρόμο για την επανάσταση τους στο τέλος του πολέμου. Εξαφάνισαν τους Chetniks, το 1943.
Δε, οι αριθμοί τους σε μαχητές και μαχήτριες, αυξάνονταν μέρα με τη μέρα κι αριθμούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μέχρι το 1944. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πυροβολήσει, ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την πειθαρχία τους και ήθελε να σκοτώνει Γερμανούς, ήταν ευπρόσδεκτος στον Απελευθερωτικό Στρατό.
Το NLA έχασε περίπου 245.000 μαχητές κατά τη διάρκεια του πολέμου, από τους 800.000 που αριθμούσε.
Όσον αφορά τους Γερμανούς αιχμαλώτους. Συνέλαβαν 200.000, εκ των οποίων το 40% -κάπου 80.000- πέθαναν στην αιχμαλωσία. Οι Παρτιζάνοι συχνά εκτελούσαν τους αιχμαλώτους που συνελάμβαναν κι αυτό είχε κάποιο κόστος. Οι Γερμανοί αμέσως άρχιζαν τα αντίποινα εναντίον του αμάχου πληθυσμού, για τις ενέργειες των Παρτιζάνων. Κατά τη διάρκεια του 2ου Π.Π. σκοτώθηκαν από τις Δυνάμεις του Άξονα, περίπου ένα με δύο εκατομμύρια Γιουγκοσλάβων. Κι εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά, γιατί ο λαός βοήθησε τον Απελευθερωτικό Στρατό. Εαν οι άνθρωποι δεν υποστήριζαν τους παρτιζάνους πριν, το έκαναν αμέσως μετά, μόλις έχαναν μέλη της οικογένειας ή φίλους, από τους Γερμανούς.
Μάλιστα, ένας Γερμανός αξιωματικός είχε δηλώσει ότι ο λαός ακολουθούσε τυφλά τους Κομμουνιστές.
Το NLA, πέραν του ότι πολεμούσε τους κατακτητές, βοηθούσε επίσης και στη διάσωση συμμάχων. Μόνο το 1944, έσωσε πάνω από 1.000 Αμερικανούς και Βρεττανούς αεροπόρους (οι οποίοι είχαν ξεκινήσει εκστρατείες βομβαρδισμού εναντίον του Άξονα, στη Νότια Ευρώπη, εκείνη τη χρονιά).
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους, το Σλοβενικό τμήμα του NLA, πέρασε τα αυστριακά σύνορα και εισέβαλε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, απελευθερώνοντας με ασφάλεια 132 συμμάχους κρατούμενους.
Από το 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου, οι δυνάμεις του Άξονα βρίσκονταν σε άμυνα. Το Σοβιετικό μεγαθήριο ερχόταν από την Ανατολή, ενώ οι Αμερικανοί και οι Βρεταννοί από τη Δύση, μαζί με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, έστησαν τους Γερμανούς στη “γωνία”. Μπορεί να εξακολουθούσαν και να αγωνίζονταν σκληρά, ωστόσο οι αριθμοί και οι πόροι τους μειώνονταν μέρα με τη μέρα.
Η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία αποτελούσαν μόνιμο αγκάθι στα πλευρά τους κι ήταν τα μόνα δύο κατεχόμενα έθνη που απελευθέρωσαν γενικά τις δικές τους χώρες.
Μετά τον πόλεμο, υπήρξαν πολλά αντίποινα εναντίον ανθρώπων και ομάδων που συνεργάστηκαν με τον εχθρό κατα τη διάρκεια της κατοχής.
Η Γιουγκοσλαβία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Βρέθηκαν πολλοί που καταδίκασαν αυτές τις ενέργειες, ακόμα και σήμερα.
Κανείς, ποτέ, από όλους αυτούς τους “όψιμους” και εκ του ασφαλούς πατριώτες, δεν μπορεί να μπεί στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων που ζήτησαν εκδίκηση.
Πόσο εύκολο είναι να έχεις χάσει αμέτρητους συγγενείς και φίλους από αυτά τα ναζιστικά τέρατα; Και να έρχονται οι προδότες, οι φιλοτομαριστές να τους βοηθάνε και την ίδια στιγμή οι παρτιζάνοι να διακινδυνεύουν τη ζωή τους και να πολεμάνε για την ελευθερία του λαού τους;
Κάθε χώρα στην πρώην Γιουγκοσλαβία οφείλει την ελευθερία της στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας. Αυτοί οι αγωνιστές είναι οι αφανείς ήρωες του κινήματος αντίστασης στην Ευρώπη του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν οι καλύτεροι από τους καλύτερους σε αυτό που έκαναν και αξίζουν μεγαλύτερη αναγνώριση στα βιβλία ιστορίας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινοί ήρωες που θυσίασαν τη ζωή και το άκρο στο όνομα της ελευθερίας από την ξένη εισβολή. Ας τους τιμάμε για πάντα.