ΤΑ ΡΕΜΑΛΙΑ...."ήρωες"
Η μεγάλη δίκη των δοσιλόγων 1944-1949
Η αυλαία σηκώνεται: Μια θυελλώδης έναρξη
Στην Αθήνα χιονίζει σπάνια. Ωστόσο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, η χιονοθύελλα και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα της Αστυνομίας είχαν στήσει ένα διπλό φράγμα που εμπόδιζε την πρόσβαση στα Δικαστήρια. Παρά τα εμπόδια, όμως, πλήθος κόσμου είχε αρχίσει από τις οκτώ το πρωί να συρρέει στο κτίριο της οδού Σανταρόζα και γύρω από αυτό. 1
Επισήμως, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στους διαδίκους, καθώς και σε όσους είχαν προμηθευτεί ειδική άδεια, που προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά για τους δημοσιογράφους.
Η δίκη που υποτίθεται ότι αφορούσε όλο το έθνος αποδειχνόταν εξαρχής απροσπέλαστη για το ευρύ κοινό. Η αίθουσα που είχε επιλεγεί για τη διεξαγωγή της, ήταν μεν η μεγαλύτερη του Πλημμελειοδικείου, δεν διέθετε όμως παραπάνω από 150 καθίσματα. Δεδομένου του πλήθους των κατηγορουμένων, αλλά και των συνηγόρων και των μαρτύρων τους, η πλευρά της υπεράσπισης υπερέβαινε ήδη κατά πολύ αυτό τον αριθμό :
Οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο της εισόδου, σύντομα τον απώλεσαν και στην αίθουσα επικράτησε χάος. 2
Από τους τριάντα τρεις κατηγορουμένους, παρουσιάστηκαν τελικά οι είκοσι πέντε. Από τους οκτώ που δεν παρέστησαν. Ο Γ. Μπάκος και ο Γ. Πειρουνάκης είχαν εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ, ενώ έξι θα δικάζονταν ερήμην. Οι Ξενοφών Λογοθετόπουλος. Έκτωρ Τσιρονίκος, Αναστάσιος Ταβουλάρης και Σωτήριος Γκοτζάμάνης είχαν διαφύγει στο Τρίτο Ράιχ, ενώ δύο σημαντικά για τη δίκη πρόσωπα κρατούνταν μακριά από την Αθήνα: ο Δ. Διαλέτης, υφυπουργός Αμύνης της κυβέρνησης Ράλλη. που είχε συμμετάσχει ενεργά στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, βρισκόταν ακόμα στην Ερυθραία, ενώ ο Ι. Πασσαδάκης, τελευταίος διοικητής της Κρήτης και ένθερμος υποστηρικτής του Άξονα κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέμενε φυλακισμένος στο νησί.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ένας από τα παλαιότερα μέλη του Αρείου Πάγου. Τα υπόλοιπα πέντε μέλη, καθώς και ο εισαγγελέας που ανέλαβε τον ρόλο του δημοσίου κατηγόρου και χρίστηκε για την περίσταση Ειδικός Επίτροπος, επελέγησαν από το δυναμικό του Εφετείου. Λόγω των προβλημάτων που πιθανόν να ανέκυπταν αν η δίκη τραβούσε σε μάκρος και προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις, για κάθε μέλος του δικαστηρίου ορίστηκε ένα αναπληρωματικό.
Όταν η τάξη στην αίθουσα αποκαταστάθηκε, η σύνθεση του δικαστηρίου συμπληρώθηκε με τρεις ενόρκους (δύο γιατρούς και έναν φαρμακοποιό), που αναδείχθηκαν με κλήρωση για καθέναν από αυτούς, ορίστηκε επίσης ένας αναπληρωτής.
Οι πιέσεις που ασκούσε το στρατόπεδο των κατηγορουμένων στους παράγοντες της δίκης έγιναν αισθητές από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση, δύο από τους ενόρκους δήλωσαν κώλυμα και τελικά αποδέχτηκαν τον διορισμό τους απρόθυμα, κατόπιν επιπλήξεως του Ειδικού Επιτρόπου.
Εκείνος τους κατηγόρησε ότι υποβίβαζαν το υπέρτατο εθνικό καθήκον που τους είχε ανατεθεί. 3
Οι λόγοι για τη στάση των δύο ενόρκων δεν άργησαν να αποκαλυφθούν. Μερικά λεπτά αργότερα, όταν άρχισε η πρώτη συνεδρίαση του δικαστηρίου, διάφοροι πολίτες, μεταξύ των οποίων και κάποιοι απολυμένοι από το Υπουργείο Συγκοινωνιών επί υπουργίας του στρατηγού Μουτούση, ζήτησαν να παραστούν ως πολιτική αγωγή. 4
Καθώς οι συνήγοροι τους ανέπτυσσαν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την καταλήστευση των ταμείων συνταξιοδότησης και τις παράνομες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, οι κατηγορούμενοι πέρασαν στην αντεπίθεση.
Πρώτος ο Μουτούσης διέκοψε τη διαδικασία:
«Απελύθη διότι ήτο μαυραγορίτης! Πώς έχει το θράσος να παρουσιάζεται στο δικαστήριο».
Αυτό ήταν το σύνθημα. Ενώ ο Μουτούσης συνέχιζε να μιλάει, φωνές ακούστηκαν από το βάθος της αίθουσας.
«Κύριε Πρόεδρε, εδώ κάποιοι μας εκβιάζουν και μας απειλούν!» φώναξαν κάποιοι από τους απολυμένους.
Ένας αξιωματικός παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να μιλήσει εξ ονόματος των συναδέλφων του δήλωσε πως όσα ακούστηκαν για τον στρατηγό ήταν εξοργιστικά, επειδή προσέβαλλαν τις ένοπλες δυνάμεις εν γένει. 5.
Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε να μην τιμωρήσει τον αξιωματικό για τη συμπεριφορά του, απορρίπτοντας παράλληλα το αίτημα των πολιτών να παραστούν νόμιμα ως πολιτική αγωγή.
Κατά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου από τον Ειδικό Επίτροπο, οι συνήγοροι υπεράσπισης προκάλεσαν πανδαιμόνιο στην αίθουσα με τις διαμαρτυρίες τους για τις απρεπείς εκφράσεις που χρησιμοποιούσε το δικαστήριο για τους κατηγορουμένους, ξεσηκώνοντας ανάλογες αντιδράσεις και από το ακροατήριο.
Από εκείνη τη στιγμή και για τις επόμενες ημέρες, τα πράγματα εξελίχθηκαν σαν η κατηγορούσα αρχή να μη βρισκόταν πλέον στην αίθουσα.
Ακολούθησε καταιγισμός ενστάσεων που είχε προαναγγείλει η υπεράσπιση. Η πρώτη από αυτές αμφισβητούσε τη συνταγματικότητα της Συντακτικής Πράξης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης, εξέχουσες προσωπικότητες του νομικού χώρου και του βασιλικού στρατοπέδου του μεσοπολέμου, αγόρευαν επί μακρόν, χωρίς να αρκούνται στην ανάπτυξη της νομικής βάσης των θέσεων τους.
Ο Ι. Κουλουμβάκης, εκπρόσωπος της παλαιάς φρουράς και της ακραίας πτέρυγας των βασιλικών, δήλωσε ότι θεωρούσε πως απευθύνεται σε παράνομη συγκέντρωση και όχι σε δικαστήριο, και στόχος του ήταν να διακοπεί η συνεδρίαση για να ανατεθεί η υπόθεση σε τακτικό κακουργιοδικείο.
Την επιχειρηματολογία του καθηγητή Χρ. Πράτσικα επανέφερε στη δίκη και ο Κ. Τσουκαλάς, συνάδελφός του και «αλεξιπτωτιστής», όπως κι εκείνος, στη Νομική Αθηνών.
Με πολιτικά επιχειρήματα κυρίως, ο Τσουκαλάς επιχείρησε να καταδείξει ότι η κυβέρνηση δεν ήταν «επαναστατική», αλλά «συνταγματική». Επομένως, το δικαστήριο ήταν παράνομο και τα αδικήματα έπρεπε να κριθούν από τακτικά κακουργιοδικεία. 6 Ανάλογα επιχειρήματα προέβαλαν οι συνήγοροι Κ. Μαγιάκος, Θ. Τουρκοβασίλης και I. Βολωνάκης. 7
Δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο έργο νομικών που προέρχονταν από τον χώρο των φιλελευθέρων -όπως. π.χ.. ο πρωθυπουργός της ΠΕΕΑ, Αλ Σβώλος, και οι οποίοι επέκριναν την αντισυνταγματικότητα των Συντακτικών Πράξεων των τελευταίων κυβερνήσεων πριν από τον πόλεμο, οι συνήγοροι υπεράσπισης χρησιμοποίησαν τη «θεωρία της ασπίδας» 8 για να εμφανιστούν ως υπέρμαχοι της συνταγματικής νομιμότητας:
«Ίσως, θά διατυπωθή. πώς αί κυβερνήσεις τής εποχής έξέδιδαν Συντακτικάς Πράξεις. Αλλά ούταί ήσαν κυβερνήσεις των περιστάσεων, δέν ήντλουν την δύναμίν των έκ τού Ανωτάτου Άρχοντος. Ήσαν κυβερνήσεις ανθρώπων οι οποίοι άναλώσαντες όλην των την ζωήν είς την υπηρεσίαν τού λαού, είχαν και τό θάρρος καί τον πατριωτισμόν νά αναλάβουν τάς ευθύνας τής διακυβερνήσεως τής χώρας, είς μίαν στιγμήν πού όλοι. οι άλλοι ημείς όχι από πατριωτισμόν αλλά από τόν φόβον των ευθυνών, εμείνομεν αργοί». 9
Το επιχείρημα της «ασπίδας» δεν ήταν απλώς ένα τέχνασμα της υπεράσπισης για να βραχυκυκλώσει τον νομικό μηχανισμό και να αντισταθμίσει τη βαρύτητα των πράξεων των κατηγορουμένων σε νομικό επίπεδο· 10 ήταν ταυτόχρονα μια εισαγωγή στο πολιτικό εγκώμιο που επρόκειτο να εμφανίσει τους κυβερνήτες της Κατοχής ως μάρτυρες και ως αιχμή του δόρατος του αντικομμουνιστικού αγώνα.
Όσο αναπτύσσονταν οι αγορεύσεις των συνηγόρων, ο πρόεδρος μάταια προσπαθούσε να τις συντομεύσει. Σε μια στιγμή έντασης, στο πιο κρίσιμο σημείο της επιχειρηματολογίας του κατά του χαρακτηρισμού του δοσιλογισμού ως ποινικού και όχι ως πολιτικού αδικήματος, ο Κ. Τσουκαλάς αντιπαρέβαλε τα εγκλήματα που αμνηστεύθηκαν στη Βάρκιζα : «Πώς είναι λοιπόν πολιτικά αδικήματα αι ανατινάξεις, αι πυρπολήσεις, αι φόνοι Αγγλων στρατιωτών, αι κατακρεουργήσεις, και δεν είναι πολιτικόν αδίκημα αι πράξεις πρωθυπουργών και υπουργών;».
Ο συντάκτης της φιλομοναρχικής εφημερίδας Εμπρός αναφέρει ότι αυτή η φράση προκάλεσε αμέσως ζωηρά χειροκροτήματα σε κάθε γωνιά της αίθουσας.Ο πρόεδρος, απευθυνόμενος σε κάποιον που χειροκροτούσε επιδεικτικά, τον ρώτησε: «Πώς λέγεσαι;» «Ιωάννης Λέκκας» απάντησε εκείνος, «γαμβρός του δολοφονηθέντος υπουργού εργασίας Ν. Καλύβα». Το ζωηρό μέλος του ακροατηρίου τη γλίτωσε με μονοήμερη αποβολή από την αίθουσα και έπειτα από ένα περιπαικτικό σχόλιο του Τσουκαλά για τη συμπεριφορά των δικαστών, το ακροατήριο γέλασε απροκάλυπτα εις βάρος του δικαστηρίου. 11
Από το ένα παρελθόν, το άλλο: Η κληρονομιά της «δίκης των έξι»
Οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι α φιλοβασιλικοί υπουργοί της κυβέρνησης είχαν αρνηθεί να επικυρώσουν τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6: κατά την άποψή τους, το γεγονός αυτό καταδείκνυε τον κεκαλυμμένο πολιτικό χαρακτήρα μιας δίωξης που επιχειρούσε να παρουσιαστεί ως «ποινική».
Ισχυρίστηκαν ότι οι παλαιοί εκπρόσωποι της βενιζελικής παράταξης επιδίωκαν να επαναληφθεί η «δίκη των έξι», όπου είχε επιβληθεί η θανατική ποινή σε έξι ηγετικές μορφές του μοναρχικού στρατοπέδου την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. με την απαίτηση μάλιστα να εκτελεστεί τάχιστα η ποινή.
Κάτι παραπάνω από απλή υπόθεση, αυτός ο ισχυρισμός βασιζόταν στα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τους διαδίκους, αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονταν στη δίκη των δοσιλόγων, με το παρελθόν του Εθνικού Διχασμού και τη δίκη που είχε λάβει χώρα δύο δεκαετίες νωρίτερα.
Όπως τότε, έτσι και τώρα ο Κ. Τσουκαλάς βρισκόταν στα έδρανα της υπεράσπισης, αντίστοιχα, ο στρατηγός Ν. Πλαστήρας ήταν και πάλι επικεφαλής μιας κυβέρνησης που είχε αναλάβει την έκτακτη αποστολή αποκατάστασης της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Δεν επρόκειτο ασφαλώς γα απλή επανάληψη της ιστορίας, αφού, μέσα στην «κοσμογονία» της Κατοχής πολλοί εμβληματικοί εκπρόσωποι του βενιζελικού χώρου, με καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και εξέλιξη της «δίκης των έξι», όπως οι Στ. Γονατάς και Θ. Πάγκαλος, είχαν εν τω μεταξύ βρεθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο. 12
Εκπροσωπώντας τον I. Ράλλη, ο Κ. Τσουκαλάς έγινε ο «ήρωας» εκείνης της πρώτης συνεδρίασης. Στη συνέχεια, ο πελάτης του, παίρνοντας τη σκυτάλη, ανέλαβε ξανά τον ρόλο του πολιτικού ηγέτη των δοσιλόγων.
Οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με την επιτήρησή του συμπεριφέρονταν μάλλον σαν επίσημη συνοδεία του, και του απευθύνονταν με δέος, αποκαλώντας τον «Κύριο Πρόεδρο».13
Αντίστοιχα, απευθύνονταν και στους άλλους κατηγορουμένους με τους στρατιωτικούς ή τους πολιτικούς τίτλους τους.
Διακόπτοντας επανειλημμένα τους δικηγόρους και τα μέλη του δικαστηρίου, ο Ράλλης επιδίωξε όχι μόνο να κάνει χρήση της επαγγελματικής του ιδιότητας ως νομικού, αλλά και να προβάλει το σύνολο της ιδεολογίας του δοσιλογισμού. Η χρήση της έννοιας της «επανάστασης» ήταν αποκαλυπτική, σε αυτό το πλαίσιο: δηλώνοντας ότι είχε καταλάβει την εξουσία με επαναστατικό τρόπο, 14 παρέπεμπε στο πολιτικό λεξιλόγιο των αστικών ελίτ του μεσοπολέμου, όταν όροι όπως κίνημα ή επανάστασις ήταν συνώνυμα των απανωτών συνταγματικών εκτροπών και των επιτυχημένων ή αποτυχημένων πραξικοπημάτων.
Οι «κομμουνιστικές θηριωδίες» των Δεκεμβριανών δικαιολογούσαν αναδρομικά όλες τις επιλογές των δοσιλόγων. Με αυτό τον τρόπο το δοσιλογικό στρατόπεδο εμφανιζόταν ως εγγυητής του «κοινωνικού καθεστώτος». Ο συνήγορος υπεράσπισης Κ. Καλκάνης δήλωνε στους δικαστές: «Aι κεφαλές μας δεν θα ίσταντο εις τη θέσιν των εάν ο κύριος Ράλλης δεν εδημιούργει τα τάγματα ασφαλείας». 15
Η υπεράσπιση διατύπωνε με επιθετικό τρόπο το ακανθώδες επίδικο της συγκυρίας, ότι δηλαδή οι αντίδικοι στο δικαστήριο βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο της πολιτικής σύγκρουσης που λάμβανε χώρα έξω από αυτό.
Μολονότι το «μαρτυρικόν Έθνος» μνημονευόταν συχνά σε διάφορα κείμενα της εποχής, η παρουσία του στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν περιορισμένη. Η απόρριψη του αιτήματος εκπροσώπων του εαμικού κινήματος να παραστούν στη δίκη ως πολιτική αγωγή σηματοδοτούσε τον πρώτο έμπρακτο αποκλεισμό της εμπειρίας της ΕΑΜικής αντίστασης από την ακροαματική διαδικασία.
Στην αοριστία που χαρακτήριζε τις περιγραφές του εγκλήματος του δοσιλογισμού στο κατηγορητήριο, ερχόταν τώρα να προστεθεί η απουσία συγκεκριμένης εξέτασης των εγκλημάτων (βασανιστήρια, μπλόκα, κατάχρηση κρατικής εξουσίας, εξόντωση Εβραίων).
Στο τέλος της πρώτης ημέρας ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν απροθυμία να επιστρέφουν στον χώρο κράτησής τους, με τη πρόφαση ότι η προσωρινή τους κράτηση είχε διαρκέσει περισσότερο από όσο επέτρεπε ο νόμος.
Την επομένη, και ενώ ο Ειδικός Επίτροπος είχε μόλις ξεκινήσει να τοποθετείται επί των ενστάσεων, τον διέκοψε και πάλι η τρομερή φασαρία που προερχόταν από τα έδρανα των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους: ο Ράλλης υπέβαλε μήνυση κατά του Επιτρόπου για δυσφήμηση, και ζήτησε την αντικατάστασή του.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του ενώ στο τέλος της ίδιας ημέρας, απέρριψε και την ένσταση για αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτή την πρώτη απόφαση. Η ΣΠ υπ’ αριθ. 6 είχε εκδοθεί από μια κυβέρνηση de facto, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες. Άρα το δικαστήριο μπορούσε νομίμως να εκδικάσει την υπόθεση.16
Σε αυτό το σημείο, ενθαρρυμένη από τις αρχικές της επιδόσεις η υπεράσπιση ζήτησε να ανοίξει η αίθουσα για το κοινό. Στη συνέχεια, συζητήθηκε η δεύτερη ένσταση σύμφωνα με την οποία ο ισχύων νόμος ήταν αντισυνταγματικός και επομένως άκυρος, καθώς παραβίαζε την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου υποστηρίχτηκε κυρίως από δύο άλλους επιφανείς νομικούς του βασιλικού στρατοπέδου, τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη και τον Γεώργιο Ποπ.
Από την πλευρά τους, οι υπέρμαχοι του νόμου έδωσαν τον δικό τους αγώνα για να υποστηρίξουν την εγκυρότητά του:
(α) προβάλλοντας τον νομικό ισχυρισμό ότι οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως και α προκάτοχοί τους, από το 1936 και μετά, είχαν «επαναστατικό» χαρακτήρα, συγκέντρωναν δηλαδή την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία·
(β)προτάσσοντας μια αντίληψη φυσικού δικαίου, η οποία, ενώ αποδεχόταν την τυπική παραβίαση του άρθρου 7 του Συντάγματος περί μη αναδρομικής ισχύος των νόμων, επισήμαινε ότι ο σχηματισμός και η πολιτεία των δοσιλογικών κυβερνήσεων αποτελούσαν πράξη αξιόποινη στην ηθική συνείδηση του έθνους. θεωρώντας έγκλημα το να μη συμπεριληφθούν οι πράξεις τους στα αξιόποινα αδικήματα 17.
Η ένσταση απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη μη αναδρομικότητα του νόμου, οι δικαστές προέβησαν σε μια θεαματική παραχώρηση επιφυλασσόμενοι για την εκτέλεση των «ανεπανόρθωτων» ποινών που θα επιβάλλονταν στους κατηγορουμένους, τουλάχιστον μέχρι την κύρωση του νόμου από την επόμενη εκλεγμένη Συντακτική Βουλή.18
Με άλλα λόγια, το δικαστήριο διατηρούσε το δικαίωμα να επιβάλει τη θανατική ποινή, όχι όμως και να διατάξει την εκτέλεσή της.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να δηλώσει ότι:
«Εις περίπτωσιν καθ’ ον ήθελεν έπιβλιθη τούτη ποινή έπι τη βάσει τοιούτου νόμου, ή Κυβέρνησις έχουσα όπ' όψιν τάς εύθύνας τάς όποιας θά είχε έάν έξετελείτο μιά τοιαύτη άπόφασις. έφόσον θά υπήρχε πιθανότης νά τροποποιηθη άπό την έθνασυνέλευσιν. δε θά διέτασσε τήν έκτέλεσιν τής άνεπαναρθώτου ποινής, χρησιμοποιώντας τό μέτρον τής παροχής χάριτος εις τους καταδικασθησομένους». 19
Ο φιλελεύθερος και ο αριστερός Τύπος χαρακτήρισαν σκανδαλώδη αυτή την απόφαση.
Οι δικαστές είχαν πληρώσει το τίμημα για να επιτύχουν την ομαλή συνέχιση της δίκης:
Η έναρξή της είχε σφραγιστεί από έναν συμβιβασμό.
Το ίδιο βράδυ, στο τέλος της διαδικασίας, το φάντασμα της «δίκης των έξι» είχε απομακρυνθεί και ο I. Ράλλης δήλωνε μοχθηρά: «Εξησφαλίσθη ότι θα ζήσω αιωνίως. Έχω κάμει σύμβασιν με τον διάβολον». 20
Μετά την εργώδη αυτή εισαγωγή, η ακροαματική διαδικασία επιτέλους ξεκινούσε.
Παραπομπές
1. Καθημερινή. 22 Φεβρουάριου 1945.
2. Βλ. τις εφημερίδες της επομένης. 22 Φεβρουάριου 1945. Η Ελεύθερία εκφράζει παράπονα για το μέγεθος της αίθουσας, ο χρονογράφος της Καθημερινής διασκεδάζει με την αναστάτωση, ενώ ο Ριζοσπάστης τηρεί κριτική στάση αναμονής.
3. Αυτόθι, και Ριζοσπάστης, 22 Φεβρουάριου 1945.
4. 0 στρατηγός Μουτούσης διατέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών σας κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (30 Απριλίου 1941 -7 Α πριλίου 194 3).
5. Ριζοσπάστης, 24 Φεβρουάριου 1945· Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλαγοι της Κατοχής: Δίκες-παρωδία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983.
6. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945 Ελευθερία 22 Φεβρουάριου 1945.
7. Εφημερίδα Εμπρός. 23 Φεβρουάριου· 1945.
8. Για τη «θεωρία της ασπίδας», την οποία υποστήριξε πρώτος ο Robert Aron. πρβλ. Denis Peschanski. Henri Rotssojean-Pierre Az£ma και Francois BEDaRIDA (επιμ.). Le regime de Vldiyet lesFranfais. Fayard, Παρίσι 1992- Deak.Cros. Judt (επιμΛο.π.. σ. 11.
9. To παράθεμα ανήκει στον Μπακόπουλο, συνήγορο του πρώην υπουργού Χατζημήτρου (Εμπρός. 22 Φεβρουάριου 194 5. σ. 3).
10. Προβλ. τα«redeption arguments» (απαλλακτικά επιχειρήματα) του Elster. «Redemption for Wrongdoing; 'Hie fate of collaborators after 1945». Journal of Conflict Resolution. Ιούνιος 2006. τόμ. 50. τ. 3. α 324-338
11. Εμπρός, ά.π. Ο Ν. Καλύβας διετέλεσε υπουργός Εργασίας, από τον Δεκέμβριο του 1942. Στις κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη. θεωρήθηκε υπεύθυνος για την απόπειρα επίταξης των Ελλήνων εργατών. με σκοπό τη διευκόλυνση της γερμανικής προσπάθειας, και δολοφονήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1944.
12. Κατά τη διάρκεια-της «δίκης τω έξί» (31 Οκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου 1922). ο Τσουκαλάς ήταν νεαρός νομικός, συνήγορος υπεράσπισης. Ο στρατηγός Πλαστήρας. αρχηγός της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία μετά την άτακτη φυγή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, ο Γονατάς. Πρωθυπουργός, ο Θ. Πάγκαλος ανακριτής του εκτάκτου στρατοδικείου (πρβλ. «δίκη των Εξι» στενογραφημένα πρακτικά. Πρωία. Αθήνα 1931).
13. Οι βασιλικές εφημερίδες περιέγραφαν γλαφυρά την αμηχανία των οργάνων της τάξης «Ετρέμανε μέχρι χτες ακόμα και ας το άκουσμα του ονόματός των!», έλεγε ένας από αυτούς σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή της 22ας Φεβρουάριου.
14. Αυτόθι.
15. Ο Κ. Καλκάνης ήταν πρώην υπουργός και περιφερειάρχης Ηπείρου στις βασιλικές κυβερνήσεις του 1934-1935- βλ. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945. και Ριζοσπάστης. 24 Φεβρουάριου 1945.
16. Για το καμένο αυτής της πρώτης απόφασης, βλ. Ελευθερία και Καθημερινήν, 27 Φεβρουαρίου 1945.
17. Βλ. τα κείμενα ταυ Φαίδωνα Βεγλερή και ταυ Λουκά Δα ράκη στην εφημερίδα Ελευθερία, 22 Φεβρουάριου 1945. Αυτή η επιχειρηματολογία, που τεκμηριώνει τη μη αναδρομικότητα των νόμων με όρους ηθικής συνείδησης και των θεμελιωδών αρχών δικαίου των «πολιτισμένων εθνών», κυριάρχησε και στη συγκρότηση των μηχανισμών για τη δίωξη και τιμωρία των εγκληματιών πολέμου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο που συμπύκνωσε τις σχετικές εξελίξεις και συζητήσεις στο στρατόπεδο των Συμμάχων ήταν εκείνο του Αυστριακού νομικού HansKELSBN,Pare Though Law,6.n.
18. Για πολιτικούς λόγους (τη σύνταξη με το EΑΜ .κατά τη στιγμή έκδοσης αυτού του νόμου), καθώς και για νομικούς, ο .Ν. 3 211 της 31.12. 1943, που αφαιρούσε από τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων την ελληνική ιθαγένεια, αξιοποιήθηκε μόνο δευτερευόντως και τελικά, περιέπεσε σε αχρηστία. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στη λογική της «ηθικής συνείδησης του έθνους», όπως την περιγράφουν οι Φ. Βεγλερής (1903-1999) και Λ. Δαράκης στην Ελευθερία, ό.π, σ. 31. Σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθ. 10: «Δεδομένου ότι ή έν λόγω Συντακτική Πράξις δύναται να έπιβάλη μή αναστρέψιμες ποινές. τό δικαστήριο λαμβάνει ύπ’ όψιν το γεγονός ότι αύτη ή Συντακτική Πράξις υπόκειται στην κύρωση τής μέλλουσας Συντακτικής Βουλής, ή όποια θα έχει το δικαίωμα νά την τροποποίηση- επιφυλάσσεται. λοιπόν [_) »-για μα κριτική της απόφασης, βλ. Θέμις. άπ. α 21-24 Καθημερνή και Ελεύθερη Ελλάδα 26 Φεβρουάριου 1945.
19. Kαθημερινή, 26 Φεβρουάριου 1945. Ενώ. σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6.οι ποινές που επέβαλλε το Ειδικό Δικαστήριο δεν μπορούσαν να αμνηστευτούν (άρθρο 31). το άρθρα 32 προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης χάριτος εντός δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της απόφασης.
Στην Αθήνα χιονίζει σπάνια. Ωστόσο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, η χιονοθύελλα και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα της Αστυνομίας είχαν στήσει ένα διπλό φράγμα που εμπόδιζε την πρόσβαση στα Δικαστήρια. Παρά τα εμπόδια, όμως, πλήθος κόσμου είχε αρχίσει από τις οκτώ το πρωί να συρρέει στο κτίριο της οδού Σανταρόζα και γύρω από αυτό. 1
Επισήμως, η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στους διαδίκους, καθώς και σε όσους είχαν προμηθευτεί ειδική άδεια, που προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά για τους δημοσιογράφους.
Η δίκη που υποτίθεται ότι αφορούσε όλο το έθνος αποδειχνόταν εξαρχής απροσπέλαστη για το ευρύ κοινό. Η αίθουσα που είχε επιλεγεί για τη διεξαγωγή της, ήταν μεν η μεγαλύτερη του Πλημμελειοδικείου, δεν διέθετε όμως παραπάνω από 150 καθίσματα. Δεδομένου του πλήθους των κατηγορουμένων, αλλά και των συνηγόρων και των μαρτύρων τους, η πλευρά της υπεράσπισης υπερέβαινε ήδη κατά πολύ αυτό τον αριθμό :
Οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο της εισόδου, σύντομα τον απώλεσαν και στην αίθουσα επικράτησε χάος. 2
Από τους τριάντα τρεις κατηγορουμένους, παρουσιάστηκαν τελικά οι είκοσι πέντε. Από τους οκτώ που δεν παρέστησαν. Ο Γ. Μπάκος και ο Γ. Πειρουνάκης είχαν εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ, ενώ έξι θα δικάζονταν ερήμην. Οι Ξενοφών Λογοθετόπουλος. Έκτωρ Τσιρονίκος, Αναστάσιος Ταβουλάρης και Σωτήριος Γκοτζάμάνης είχαν διαφύγει στο Τρίτο Ράιχ, ενώ δύο σημαντικά για τη δίκη πρόσωπα κρατούνταν μακριά από την Αθήνα: ο Δ. Διαλέτης, υφυπουργός Αμύνης της κυβέρνησης Ράλλη. που είχε συμμετάσχει ενεργά στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, βρισκόταν ακόμα στην Ερυθραία, ενώ ο Ι. Πασσαδάκης, τελευταίος διοικητής της Κρήτης και ένθερμος υποστηρικτής του Άξονα κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέμενε φυλακισμένος στο νησί.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ένας από τα παλαιότερα μέλη του Αρείου Πάγου. Τα υπόλοιπα πέντε μέλη, καθώς και ο εισαγγελέας που ανέλαβε τον ρόλο του δημοσίου κατηγόρου και χρίστηκε για την περίσταση Ειδικός Επίτροπος, επελέγησαν από το δυναμικό του Εφετείου. Λόγω των προβλημάτων που πιθανόν να ανέκυπταν αν η δίκη τραβούσε σε μάκρος και προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις, για κάθε μέλος του δικαστηρίου ορίστηκε ένα αναπληρωματικό.
Όταν η τάξη στην αίθουσα αποκαταστάθηκε, η σύνθεση του δικαστηρίου συμπληρώθηκε με τρεις ενόρκους (δύο γιατρούς και έναν φαρμακοποιό), που αναδείχθηκαν με κλήρωση για καθέναν από αυτούς, ορίστηκε επίσης ένας αναπληρωτής.
Οι πιέσεις που ασκούσε το στρατόπεδο των κατηγορουμένων στους παράγοντες της δίκης έγιναν αισθητές από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση, δύο από τους ενόρκους δήλωσαν κώλυμα και τελικά αποδέχτηκαν τον διορισμό τους απρόθυμα, κατόπιν επιπλήξεως του Ειδικού Επιτρόπου.
Εκείνος τους κατηγόρησε ότι υποβίβαζαν το υπέρτατο εθνικό καθήκον που τους είχε ανατεθεί. 3
Οι λόγοι για τη στάση των δύο ενόρκων δεν άργησαν να αποκαλυφθούν. Μερικά λεπτά αργότερα, όταν άρχισε η πρώτη συνεδρίαση του δικαστηρίου, διάφοροι πολίτες, μεταξύ των οποίων και κάποιοι απολυμένοι από το Υπουργείο Συγκοινωνιών επί υπουργίας του στρατηγού Μουτούση, ζήτησαν να παραστούν ως πολιτική αγωγή. 4
Καθώς οι συνήγοροι τους ανέπτυσσαν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την καταλήστευση των ταμείων συνταξιοδότησης και τις παράνομες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, οι κατηγορούμενοι πέρασαν στην αντεπίθεση.
Πρώτος ο Μουτούσης διέκοψε τη διαδικασία:
«Απελύθη διότι ήτο μαυραγορίτης! Πώς έχει το θράσος να παρουσιάζεται στο δικαστήριο».
Αυτό ήταν το σύνθημα. Ενώ ο Μουτούσης συνέχιζε να μιλάει, φωνές ακούστηκαν από το βάθος της αίθουσας.
«Κύριε Πρόεδρε, εδώ κάποιοι μας εκβιάζουν και μας απειλούν!» φώναξαν κάποιοι από τους απολυμένους.
Ένας αξιωματικός παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να μιλήσει εξ ονόματος των συναδέλφων του δήλωσε πως όσα ακούστηκαν για τον στρατηγό ήταν εξοργιστικά, επειδή προσέβαλλαν τις ένοπλες δυνάμεις εν γένει. 5.
Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε να μην τιμωρήσει τον αξιωματικό για τη συμπεριφορά του, απορρίπτοντας παράλληλα το αίτημα των πολιτών να παραστούν νόμιμα ως πολιτική αγωγή.
Κατά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου από τον Ειδικό Επίτροπο, οι συνήγοροι υπεράσπισης προκάλεσαν πανδαιμόνιο στην αίθουσα με τις διαμαρτυρίες τους για τις απρεπείς εκφράσεις που χρησιμοποιούσε το δικαστήριο για τους κατηγορουμένους, ξεσηκώνοντας ανάλογες αντιδράσεις και από το ακροατήριο.
Από εκείνη τη στιγμή και για τις επόμενες ημέρες, τα πράγματα εξελίχθηκαν σαν η κατηγορούσα αρχή να μη βρισκόταν πλέον στην αίθουσα.
Ακολούθησε καταιγισμός ενστάσεων που είχε προαναγγείλει η υπεράσπιση. Η πρώτη από αυτές αμφισβητούσε τη συνταγματικότητα της Συντακτικής Πράξης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης, εξέχουσες προσωπικότητες του νομικού χώρου και του βασιλικού στρατοπέδου του μεσοπολέμου, αγόρευαν επί μακρόν, χωρίς να αρκούνται στην ανάπτυξη της νομικής βάσης των θέσεων τους.
Ο Ι. Κουλουμβάκης, εκπρόσωπος της παλαιάς φρουράς και της ακραίας πτέρυγας των βασιλικών, δήλωσε ότι θεωρούσε πως απευθύνεται σε παράνομη συγκέντρωση και όχι σε δικαστήριο, και στόχος του ήταν να διακοπεί η συνεδρίαση για να ανατεθεί η υπόθεση σε τακτικό κακουργιοδικείο.
Την επιχειρηματολογία του καθηγητή Χρ. Πράτσικα επανέφερε στη δίκη και ο Κ. Τσουκαλάς, συνάδελφός του και «αλεξιπτωτιστής», όπως κι εκείνος, στη Νομική Αθηνών.
Με πολιτικά επιχειρήματα κυρίως, ο Τσουκαλάς επιχείρησε να καταδείξει ότι η κυβέρνηση δεν ήταν «επαναστατική», αλλά «συνταγματική». Επομένως, το δικαστήριο ήταν παράνομο και τα αδικήματα έπρεπε να κριθούν από τακτικά κακουργιοδικεία. 6 Ανάλογα επιχειρήματα προέβαλαν οι συνήγοροι Κ. Μαγιάκος, Θ. Τουρκοβασίλης και I. Βολωνάκης. 7
Δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο έργο νομικών που προέρχονταν από τον χώρο των φιλελευθέρων -όπως. π.χ.. ο πρωθυπουργός της ΠΕΕΑ, Αλ Σβώλος, και οι οποίοι επέκριναν την αντισυνταγματικότητα των Συντακτικών Πράξεων των τελευταίων κυβερνήσεων πριν από τον πόλεμο, οι συνήγοροι υπεράσπισης χρησιμοποίησαν τη «θεωρία της ασπίδας» 8 για να εμφανιστούν ως υπέρμαχοι της συνταγματικής νομιμότητας:
«Ίσως, θά διατυπωθή. πώς αί κυβερνήσεις τής εποχής έξέδιδαν Συντακτικάς Πράξεις. Αλλά ούταί ήσαν κυβερνήσεις των περιστάσεων, δέν ήντλουν την δύναμίν των έκ τού Ανωτάτου Άρχοντος. Ήσαν κυβερνήσεις ανθρώπων οι οποίοι άναλώσαντες όλην των την ζωήν είς την υπηρεσίαν τού λαού, είχαν και τό θάρρος καί τον πατριωτισμόν νά αναλάβουν τάς ευθύνας τής διακυβερνήσεως τής χώρας, είς μίαν στιγμήν πού όλοι. οι άλλοι ημείς όχι από πατριωτισμόν αλλά από τόν φόβον των ευθυνών, εμείνομεν αργοί». 9
Το επιχείρημα της «ασπίδας» δεν ήταν απλώς ένα τέχνασμα της υπεράσπισης για να βραχυκυκλώσει τον νομικό μηχανισμό και να αντισταθμίσει τη βαρύτητα των πράξεων των κατηγορουμένων σε νομικό επίπεδο· 10 ήταν ταυτόχρονα μια εισαγωγή στο πολιτικό εγκώμιο που επρόκειτο να εμφανίσει τους κυβερνήτες της Κατοχής ως μάρτυρες και ως αιχμή του δόρατος του αντικομμουνιστικού αγώνα.
Όσο αναπτύσσονταν οι αγορεύσεις των συνηγόρων, ο πρόεδρος μάταια προσπαθούσε να τις συντομεύσει. Σε μια στιγμή έντασης, στο πιο κρίσιμο σημείο της επιχειρηματολογίας του κατά του χαρακτηρισμού του δοσιλογισμού ως ποινικού και όχι ως πολιτικού αδικήματος, ο Κ. Τσουκαλάς αντιπαρέβαλε τα εγκλήματα που αμνηστεύθηκαν στη Βάρκιζα : «Πώς είναι λοιπόν πολιτικά αδικήματα αι ανατινάξεις, αι πυρπολήσεις, αι φόνοι Αγγλων στρατιωτών, αι κατακρεουργήσεις, και δεν είναι πολιτικόν αδίκημα αι πράξεις πρωθυπουργών και υπουργών;».
Ο συντάκτης της φιλομοναρχικής εφημερίδας Εμπρός αναφέρει ότι αυτή η φράση προκάλεσε αμέσως ζωηρά χειροκροτήματα σε κάθε γωνιά της αίθουσας.Ο πρόεδρος, απευθυνόμενος σε κάποιον που χειροκροτούσε επιδεικτικά, τον ρώτησε: «Πώς λέγεσαι;» «Ιωάννης Λέκκας» απάντησε εκείνος, «γαμβρός του δολοφονηθέντος υπουργού εργασίας Ν. Καλύβα». Το ζωηρό μέλος του ακροατηρίου τη γλίτωσε με μονοήμερη αποβολή από την αίθουσα και έπειτα από ένα περιπαικτικό σχόλιο του Τσουκαλά για τη συμπεριφορά των δικαστών, το ακροατήριο γέλασε απροκάλυπτα εις βάρος του δικαστηρίου. 11
Από το ένα παρελθόν, το άλλο: Η κληρονομιά της «δίκης των έξι»
Οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι α φιλοβασιλικοί υπουργοί της κυβέρνησης είχαν αρνηθεί να επικυρώσουν τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6: κατά την άποψή τους, το γεγονός αυτό καταδείκνυε τον κεκαλυμμένο πολιτικό χαρακτήρα μιας δίωξης που επιχειρούσε να παρουσιαστεί ως «ποινική».
Ισχυρίστηκαν ότι οι παλαιοί εκπρόσωποι της βενιζελικής παράταξης επιδίωκαν να επαναληφθεί η «δίκη των έξι», όπου είχε επιβληθεί η θανατική ποινή σε έξι ηγετικές μορφές του μοναρχικού στρατοπέδου την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. με την απαίτηση μάλιστα να εκτελεστεί τάχιστα η ποινή.
Κάτι παραπάνω από απλή υπόθεση, αυτός ο ισχυρισμός βασιζόταν στα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τους διαδίκους, αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονταν στη δίκη των δοσιλόγων, με το παρελθόν του Εθνικού Διχασμού και τη δίκη που είχε λάβει χώρα δύο δεκαετίες νωρίτερα.
Όπως τότε, έτσι και τώρα ο Κ. Τσουκαλάς βρισκόταν στα έδρανα της υπεράσπισης, αντίστοιχα, ο στρατηγός Ν. Πλαστήρας ήταν και πάλι επικεφαλής μιας κυβέρνησης που είχε αναλάβει την έκτακτη αποστολή αποκατάστασης της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Δεν επρόκειτο ασφαλώς γα απλή επανάληψη της ιστορίας, αφού, μέσα στην «κοσμογονία» της Κατοχής πολλοί εμβληματικοί εκπρόσωποι του βενιζελικού χώρου, με καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και εξέλιξη της «δίκης των έξι», όπως οι Στ. Γονατάς και Θ. Πάγκαλος, είχαν εν τω μεταξύ βρεθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο. 12
Εκπροσωπώντας τον I. Ράλλη, ο Κ. Τσουκαλάς έγινε ο «ήρωας» εκείνης της πρώτης συνεδρίασης. Στη συνέχεια, ο πελάτης του, παίρνοντας τη σκυτάλη, ανέλαβε ξανά τον ρόλο του πολιτικού ηγέτη των δοσιλόγων.
Οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με την επιτήρησή του συμπεριφέρονταν μάλλον σαν επίσημη συνοδεία του, και του απευθύνονταν με δέος, αποκαλώντας τον «Κύριο Πρόεδρο».13
Αντίστοιχα, απευθύνονταν και στους άλλους κατηγορουμένους με τους στρατιωτικούς ή τους πολιτικούς τίτλους τους.
Διακόπτοντας επανειλημμένα τους δικηγόρους και τα μέλη του δικαστηρίου, ο Ράλλης επιδίωξε όχι μόνο να κάνει χρήση της επαγγελματικής του ιδιότητας ως νομικού, αλλά και να προβάλει το σύνολο της ιδεολογίας του δοσιλογισμού. Η χρήση της έννοιας της «επανάστασης» ήταν αποκαλυπτική, σε αυτό το πλαίσιο: δηλώνοντας ότι είχε καταλάβει την εξουσία με επαναστατικό τρόπο, 14 παρέπεμπε στο πολιτικό λεξιλόγιο των αστικών ελίτ του μεσοπολέμου, όταν όροι όπως κίνημα ή επανάστασις ήταν συνώνυμα των απανωτών συνταγματικών εκτροπών και των επιτυχημένων ή αποτυχημένων πραξικοπημάτων.
Οι «κομμουνιστικές θηριωδίες» των Δεκεμβριανών δικαιολογούσαν αναδρομικά όλες τις επιλογές των δοσιλόγων. Με αυτό τον τρόπο το δοσιλογικό στρατόπεδο εμφανιζόταν ως εγγυητής του «κοινωνικού καθεστώτος». Ο συνήγορος υπεράσπισης Κ. Καλκάνης δήλωνε στους δικαστές: «Aι κεφαλές μας δεν θα ίσταντο εις τη θέσιν των εάν ο κύριος Ράλλης δεν εδημιούργει τα τάγματα ασφαλείας». 15
Η υπεράσπιση διατύπωνε με επιθετικό τρόπο το ακανθώδες επίδικο της συγκυρίας, ότι δηλαδή οι αντίδικοι στο δικαστήριο βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο της πολιτικής σύγκρουσης που λάμβανε χώρα έξω από αυτό.
Μολονότι το «μαρτυρικόν Έθνος» μνημονευόταν συχνά σε διάφορα κείμενα της εποχής, η παρουσία του στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν περιορισμένη. Η απόρριψη του αιτήματος εκπροσώπων του εαμικού κινήματος να παραστούν στη δίκη ως πολιτική αγωγή σηματοδοτούσε τον πρώτο έμπρακτο αποκλεισμό της εμπειρίας της ΕΑΜικής αντίστασης από την ακροαματική διαδικασία.
Στην αοριστία που χαρακτήριζε τις περιγραφές του εγκλήματος του δοσιλογισμού στο κατηγορητήριο, ερχόταν τώρα να προστεθεί η απουσία συγκεκριμένης εξέτασης των εγκλημάτων (βασανιστήρια, μπλόκα, κατάχρηση κρατικής εξουσίας, εξόντωση Εβραίων).
Στο τέλος της πρώτης ημέρας ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν απροθυμία να επιστρέφουν στον χώρο κράτησής τους, με τη πρόφαση ότι η προσωρινή τους κράτηση είχε διαρκέσει περισσότερο από όσο επέτρεπε ο νόμος.
Την επομένη, και ενώ ο Ειδικός Επίτροπος είχε μόλις ξεκινήσει να τοποθετείται επί των ενστάσεων, τον διέκοψε και πάλι η τρομερή φασαρία που προερχόταν από τα έδρανα των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους: ο Ράλλης υπέβαλε μήνυση κατά του Επιτρόπου για δυσφήμηση, και ζήτησε την αντικατάστασή του.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του ενώ στο τέλος της ίδιας ημέρας, απέρριψε και την ένσταση για αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτή την πρώτη απόφαση. Η ΣΠ υπ’ αριθ. 6 είχε εκδοθεί από μια κυβέρνηση de facto, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες. Άρα το δικαστήριο μπορούσε νομίμως να εκδικάσει την υπόθεση.16
Σε αυτό το σημείο, ενθαρρυμένη από τις αρχικές της επιδόσεις η υπεράσπιση ζήτησε να ανοίξει η αίθουσα για το κοινό. Στη συνέχεια, συζητήθηκε η δεύτερη ένσταση σύμφωνα με την οποία ο ισχύων νόμος ήταν αντισυνταγματικός και επομένως άκυρος, καθώς παραβίαζε την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου υποστηρίχτηκε κυρίως από δύο άλλους επιφανείς νομικούς του βασιλικού στρατοπέδου, τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη και τον Γεώργιο Ποπ.
Από την πλευρά τους, οι υπέρμαχοι του νόμου έδωσαν τον δικό τους αγώνα για να υποστηρίξουν την εγκυρότητά του:
(α) προβάλλοντας τον νομικό ισχυρισμό ότι οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως και α προκάτοχοί τους, από το 1936 και μετά, είχαν «επαναστατικό» χαρακτήρα, συγκέντρωναν δηλαδή την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία·
(β)προτάσσοντας μια αντίληψη φυσικού δικαίου, η οποία, ενώ αποδεχόταν την τυπική παραβίαση του άρθρου 7 του Συντάγματος περί μη αναδρομικής ισχύος των νόμων, επισήμαινε ότι ο σχηματισμός και η πολιτεία των δοσιλογικών κυβερνήσεων αποτελούσαν πράξη αξιόποινη στην ηθική συνείδηση του έθνους. θεωρώντας έγκλημα το να μη συμπεριληφθούν οι πράξεις τους στα αξιόποινα αδικήματα 17.
Η ένσταση απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη μη αναδρομικότητα του νόμου, οι δικαστές προέβησαν σε μια θεαματική παραχώρηση επιφυλασσόμενοι για την εκτέλεση των «ανεπανόρθωτων» ποινών που θα επιβάλλονταν στους κατηγορουμένους, τουλάχιστον μέχρι την κύρωση του νόμου από την επόμενη εκλεγμένη Συντακτική Βουλή.18
Με άλλα λόγια, το δικαστήριο διατηρούσε το δικαίωμα να επιβάλει τη θανατική ποινή, όχι όμως και να διατάξει την εκτέλεσή της.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να δηλώσει ότι:
«Εις περίπτωσιν καθ’ ον ήθελεν έπιβλιθη τούτη ποινή έπι τη βάσει τοιούτου νόμου, ή Κυβέρνησις έχουσα όπ' όψιν τάς εύθύνας τάς όποιας θά είχε έάν έξετελείτο μιά τοιαύτη άπόφασις. έφόσον θά υπήρχε πιθανότης νά τροποποιηθη άπό την έθνασυνέλευσιν. δε θά διέτασσε τήν έκτέλεσιν τής άνεπαναρθώτου ποινής, χρησιμοποιώντας τό μέτρον τής παροχής χάριτος εις τους καταδικασθησομένους». 19
Ο φιλελεύθερος και ο αριστερός Τύπος χαρακτήρισαν σκανδαλώδη αυτή την απόφαση.
Οι δικαστές είχαν πληρώσει το τίμημα για να επιτύχουν την ομαλή συνέχιση της δίκης:
Η έναρξή της είχε σφραγιστεί από έναν συμβιβασμό.
Το ίδιο βράδυ, στο τέλος της διαδικασίας, το φάντασμα της «δίκης των έξι» είχε απομακρυνθεί και ο I. Ράλλης δήλωνε μοχθηρά: «Εξησφαλίσθη ότι θα ζήσω αιωνίως. Έχω κάμει σύμβασιν με τον διάβολον». 20
Μετά την εργώδη αυτή εισαγωγή, η ακροαματική διαδικασία επιτέλους ξεκινούσε.
Παραπομπές
1. Καθημερινή. 22 Φεβρουάριου 1945.
2. Βλ. τις εφημερίδες της επομένης. 22 Φεβρουάριου 1945. Η Ελεύθερία εκφράζει παράπονα για το μέγεθος της αίθουσας, ο χρονογράφος της Καθημερινής διασκεδάζει με την αναστάτωση, ενώ ο Ριζοσπάστης τηρεί κριτική στάση αναμονής.
3. Αυτόθι, και Ριζοσπάστης, 22 Φεβρουάριου 1945.
4. 0 στρατηγός Μουτούσης διατέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών σας κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (30 Απριλίου 1941 -7 Α πριλίου 194 3).
5. Ριζοσπάστης, 24 Φεβρουάριου 1945· Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλαγοι της Κατοχής: Δίκες-παρωδία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983.
6. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945 Ελευθερία 22 Φεβρουάριου 1945.
7. Εφημερίδα Εμπρός. 23 Φεβρουάριου· 1945.
8. Για τη «θεωρία της ασπίδας», την οποία υποστήριξε πρώτος ο Robert Aron. πρβλ. Denis Peschanski. Henri Rotssojean-Pierre Az£ma και Francois BEDaRIDA (επιμ.). Le regime de Vldiyet lesFranfais. Fayard, Παρίσι 1992- Deak.Cros. Judt (επιμΛο.π.. σ. 11.
9. To παράθεμα ανήκει στον Μπακόπουλο, συνήγορο του πρώην υπουργού Χατζημήτρου (Εμπρός. 22 Φεβρουάριου 194 5. σ. 3).
10. Προβλ. τα«redeption arguments» (απαλλακτικά επιχειρήματα) του Elster. «Redemption for Wrongdoing; 'Hie fate of collaborators after 1945». Journal of Conflict Resolution. Ιούνιος 2006. τόμ. 50. τ. 3. α 324-338
11. Εμπρός, ά.π. Ο Ν. Καλύβας διετέλεσε υπουργός Εργασίας, από τον Δεκέμβριο του 1942. Στις κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη. θεωρήθηκε υπεύθυνος για την απόπειρα επίταξης των Ελλήνων εργατών. με σκοπό τη διευκόλυνση της γερμανικής προσπάθειας, και δολοφονήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1944.
12. Κατά τη διάρκεια-της «δίκης τω έξί» (31 Οκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου 1922). ο Τσουκαλάς ήταν νεαρός νομικός, συνήγορος υπεράσπισης. Ο στρατηγός Πλαστήρας. αρχηγός της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία μετά την άτακτη φυγή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, ο Γονατάς. Πρωθυπουργός, ο Θ. Πάγκαλος ανακριτής του εκτάκτου στρατοδικείου (πρβλ. «δίκη των Εξι» στενογραφημένα πρακτικά. Πρωία. Αθήνα 1931).
13. Οι βασιλικές εφημερίδες περιέγραφαν γλαφυρά την αμηχανία των οργάνων της τάξης «Ετρέμανε μέχρι χτες ακόμα και ας το άκουσμα του ονόματός των!», έλεγε ένας από αυτούς σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή της 22ας Φεβρουάριου.
14. Αυτόθι.
15. Ο Κ. Καλκάνης ήταν πρώην υπουργός και περιφερειάρχης Ηπείρου στις βασιλικές κυβερνήσεις του 1934-1935- βλ. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945. και Ριζοσπάστης. 24 Φεβρουάριου 1945.
16. Για το καμένο αυτής της πρώτης απόφασης, βλ. Ελευθερία και Καθημερινήν, 27 Φεβρουαρίου 1945.
17. Βλ. τα κείμενα ταυ Φαίδωνα Βεγλερή και ταυ Λουκά Δα ράκη στην εφημερίδα Ελευθερία, 22 Φεβρουάριου 1945. Αυτή η επιχειρηματολογία, που τεκμηριώνει τη μη αναδρομικότητα των νόμων με όρους ηθικής συνείδησης και των θεμελιωδών αρχών δικαίου των «πολιτισμένων εθνών», κυριάρχησε και στη συγκρότηση των μηχανισμών για τη δίωξη και τιμωρία των εγκληματιών πολέμου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο που συμπύκνωσε τις σχετικές εξελίξεις και συζητήσεις στο στρατόπεδο των Συμμάχων ήταν εκείνο του Αυστριακού νομικού HansKELSBN,Pare Though Law,6.n.
18. Για πολιτικούς λόγους (τη σύνταξη με το EΑΜ .κατά τη στιγμή έκδοσης αυτού του νόμου), καθώς και για νομικούς, ο .Ν. 3 211 της 31.12. 1943, που αφαιρούσε από τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων την ελληνική ιθαγένεια, αξιοποιήθηκε μόνο δευτερευόντως και τελικά, περιέπεσε σε αχρηστία. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στη λογική της «ηθικής συνείδησης του έθνους», όπως την περιγράφουν οι Φ. Βεγλερής (1903-1999) και Λ. Δαράκης στην Ελευθερία, ό.π, σ. 31. Σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθ. 10: «Δεδομένου ότι ή έν λόγω Συντακτική Πράξις δύναται να έπιβάλη μή αναστρέψιμες ποινές. τό δικαστήριο λαμβάνει ύπ’ όψιν το γεγονός ότι αύτη ή Συντακτική Πράξις υπόκειται στην κύρωση τής μέλλουσας Συντακτικής Βουλής, ή όποια θα έχει το δικαίωμα νά την τροποποίηση- επιφυλάσσεται. λοιπόν [_) »-για μα κριτική της απόφασης, βλ. Θέμις. άπ. α 21-24 Καθημερνή και Ελεύθερη Ελλάδα 26 Φεβρουάριου 1945.
19. Kαθημερινή, 26 Φεβρουάριου 1945. Ενώ. σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6.οι ποινές που επέβαλλε το Ειδικό Δικαστήριο δεν μπορούσαν να αμνηστευτούν (άρθρο 31). το άρθρα 32 προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης χάριτος εντός δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της απόφασης.
Οι μάρτυρες κατηγορίας και
η «απέραντος πλειοψηφία του ελληνικού λαού»
Παράλληλα με τη δίκη των κυβερνήσεων, στις αρχές Μαρτίου του 1945, ο ΕΛΑΣ είχε ήδη αρχίσει να παραδίδει τα όπλα του. Και ενώ τα τακτικά κακουργιοδικεία ξεκινούσαν με ταχείς ρυθμούς τις πρώτες δίκες «στασιαστών» του Δεκεμβρίου, τα εγκλήματα των οποίων δεν είχαν θεωρηθεί αμιγώς «πολιτικά», 1 στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τα πράγματα έπαιρναν σιγά σιγά τον δρόμο τους.
Όταν ήρθησαν, έστω προσωρινά, τα τυπικά κωλύματα των πρώτων ημερών, ήταν πλέον καιρός να ξεκινήσει η πρώτη φάση της διαδικασίας: η ακρόαση των μαρτύρων κατηγορίας.
Αυτό το στάδιο, κατά το οποίο αναπτύχθηκαν α βασικές κατηγορίες που βάρυναν τους κατηγορουμένους, και περιγράφηκαν τα εγκλήματά τους, αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη επίσημη αναπαράσταση του «εθνικού αγώνος» που έλαβε χώρα στην αίθουσα του δικαστηρίου, και συγκέντρωσε εκ των πραγμάτων μεγάλη δημοσιότητα.
Λόγω της μικρής χωρητικότητας της αίθουσας και της απουσίας ραδιοφωνικής κάλυψης -μολονότι ζητήθηκε από ορισμένους-, οι περιγραφές των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων στις εφημερίδες αποτελούσαν, για την κοινή γνώμη, το μοναδικό μέσο πρόσβασης στη δίκη.
Για έναν μήνα, από τις 28 Φεβρουάριου έως τις 27 Μαρτίου, η δίκη βρισκόταν διαρκώς στα πρωτοσέλιδα, ενώ εκτενή άρθρα κάλυπταν ή σχολίαζαν το μεγαλύτερο μέρος των συνεδριάσεων. Εννοείται πως τα Πρακτικά ποτέ δεν δημοσιεύονταν αυτούσια. Η επιλογή του προς δημοσίευση υλικού εξαρτιόταν από την πολιτική τοποθέτηση κάθε εκδοτικού ομίλου, καθώς και από τις ευαισθησίες και τις αφηγηματικές ικανότητες του εκάστοτε δημοσιογράφου.
Η ελεγχόμενη δημοσιότητα και η μέριμνα για τη διαφύλαξη των κρατικών μυστικών μαρτυρούσαν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην κρατική εξουσία ήταν βασικός στόχος της κυβέρνησης. Το πιο χαρακτηριστικό όμως ήταν η σύνθεση της ομάδας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ο Ειδικός Επίτροπος κλήτευσε τελικά είκοσι επτά άτομα, χωρίς να τα χωρίσει ανά κυβέρνηση ή ανά κατηγορούμενο.
Κάθε μάρτυρας καλούνταν να καταθέσει, λίγο-πολύ. για το σύνολο των πράξεων που δικάζονταν, προκειμένου να υποστηρίξει τις κατηγορίες και να διατυπώσει έτσι μια πρώτη επίσημη δημόσια αφήγηση του πρόσφατου παρελθόντος, βάσει της οποίας το «αντιστασιακό έθνος» θα τιμωρούσε τους προδότες του.
Μεταξύ των μαρτύρων, λοιπόν, συγκαταλέγονταν: οκτώ υψηλόβαθμοι υπάλληλα των βασικών υπουργείων· επτά πολιτικοί, υπουργοί και πρωθυπουργοί του μεσοπολέμου- τέσσερις ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού· τρεις δημοσιογράφοι αντικομμουνιστικών αντιστασιακών εφημερίδων δύο καθηγητές πανεπιστημίου, δύο διευθυντές μεγάλων ελληνικών τραπεζών, και. τέλος, ένας μόνο εκπρόσωπος της Ένωσης Αναπήρων Πολέμου 1940-1941. 2
Αν εξαιρέσουμε τους εκπροσώπους του παράνομου Τύπου, δεν κλήθηκε να καταθέσει άλλος εκπρόσωπος των αντάρτικων ομάδων, ούτε κάποιο μέλος των αντιστασιακών κινημάτων. Όσο για το ΕΑΜ, μόνο ένας εκπρόσωπός του ορίστηκε να παραστεί στο δικαστήρια 3.
Ο πρώτος άξονας της ποινικής αναπαράστασης των γεγονότων της Κατοχής συνδεόταν με την πατριωτική ανάταση του «αλβανικού έπους», καθώς και με τις πρώιμες μορφές λαϊκής αντίστασης που αναπτύχθηκαν αμέσως μετά τη στρατιωτική ήττα της άνοιξης του 1941.
Η συζήτηση σχετικά με την «εσχάτη προδοσία» των στρατηγών που είχαν υπογράψει τη συνθηκολόγηση επέτρεπε στο δικαστήριο να συνδέσει τις ειδικές διατάξεις της Συντακτικής Πράξης με τη» πολιτική νομοθεσία της χώρας.
Οι πρώτες ερωτήσεις, λοιπόν, αφορούσαν την υπογραφή της συνθηκολόγησης τον Απρίλιο του 1941. Οι πλέον αρμόδια να απαντήσουν ερωτήθηκαν πρώτα. Ωστόσο, α πρώτες κιόλας μαρτυρίες προκάλεσαν απορίες και γέννησαν αμφιβολίες για τη συνέχεια.
Ακολουθώντας στην ουσία, τη γραμμή της υπεράσπισης, ο Άγις Ταμπακόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης επί Μεταξά. δήλωσε εξαρχής ότι ο Τσολάκογλου έπρεπε να δικαστεί για τις στρατιωτικές του πράξεις από στρατοδικείο.4
Στη συνέχεια, ο στρατηγός I. Γυαλίστρας, απεσταλμένος του Γενικού Επιτελείου Στρατού στο μέτωπο κατά τη διάρκεια των τραγικών τελευταίων ημερών πριν από τη συνθηκολόγηση, περιέγραψε μια κατάσταση διάλυσης και γενικευμένης άτακτης φυγής. κατά τη διάρκεια της οποίας όλες σχεδόν οι μεραρχίες είχαν αποκοπεί από τις βάσεις τους ενώ μετά την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση δεν είχε πλέον πολιτική καθοδήγηση.
Ο διευθυντής του γραφείου του Αρχιστράτηγου στην Αθήνα επιβεβαίωσε τα παραπάνω, κάνοντας λόγο για κατάσταση εκτός ελέγχου επί αρκετές ημέρες πριν από την υπογραφή της εκεχειρίας. Από την πλευρά του, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Π. Μελισσηνός αναφέρθηκε διά μακρών στο γεγονός ότι ο Τσολάκογλου δεν πειθάρχησε στις εντολές των πολιτικών του προϊσταμένων.
Ωστόσο, παραδέχτηκε ταυτόχρονα ότι, παρά τις αλλεπάλληλες αναφορές που περιέγραφαν την απελπιστική κατάσταση στο μέτωπα παρά τα αιτήματα διοικητών μονάδων για συνθηκολόγηση και τις ολοένα αυξανόμενες λιποταξίες, οι εντολές παρέμεναν αμετάβλητες «Συνεχίσατε τον αγώνα».
Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή των γεγονότων, το έγκλημα των στρατηγών ήταν ότι δεν πειθάρχησαν στις εντολές, και απαρνήθηκαν τη στρατιωτική τους αποστολή για να «κάμουν πολιτικήν».5
Σε αυτό το σημείο, η ακροαματική διαδικασία πήρε μια επικίνδυνη τροπή αν το πλαίσιο της συνθηκολόγησης των στρατηγών είχε καθοριστεί από τη, κατά κοινή ομολογία, πλήρη αποδιοργάνωση του Γενικού Επιτελείου και της κυβέρνησης.
Τότε το επιχείρημα των κατηγορουμένων ότι έδρασαν ως ασπίδα του έθνους έμοιαζε εύλογο. Από την πλευρά του, ο Τσολάκογλου επαναλάμβανε διαρκώς ότι είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση προκειμένου να σώσει τη ζωή 30.000 στρατιωτών και να διασώσει τη» τιμή του νικηφόρου στρατού της Αλβανίας.
Το επιχείρημα ευσταθεί, στην πολιτική του διάσταση, στην ποινική, όμως, είναι μάλλον προβληματικό, αφού επιβεβαίωνε, αντί να ανασκευάζει, την κατηγορία της απειθαρχίας στις άνωθεν εντολές. Ωστόσο, ο στρατηγός φάνηκε έτοιμος να επικαλεστεί όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να αποδείξουν ότι η διάλυση της κυβέρνησης και μεγάλου τμήματος του στρατού είχε προηγηθεί της συνθηκολόγησης - φέρνοντας έτσι στο φως πτυχές που απαξίωναν πλήρως την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της διετίας 1940-1941.
Οι συγκατηγορούμενοι του έσπευσαν στο πλευρό του. Πρώτος ο Ράλλης φρόντισε να οξύνει τα πνεύματα: «- Τολμά να μιλά ένα πρώην μέλος της 4ης Αυγούστου, ενός επαίσχυντου και δικτατορικού καθεστώτος του οποίου το όνομα θα γραφή ας την ιστορίαν με μεγάλα μαύρα γράμματα!» φώναξε στον Άγη Ταμπακόπουλο, υπουργό Δικαιοσύνης του Μεταξά. «- Ημείς υπήρξαμεν κυβέρνησις Ελλήνων και όχι Γερμανών. Εμάς δεν μας εκτύπα κανείς το κουδούνι», ανταπέδωσε ο τελευταίος.
Σε ποινικό επίπεδο, το βασικό ερώτημα ήταν κατά πόσον είχε προηγηθεί συνεννόηση με τον εχθρό, κατά το παράδειγμα του Νορβηγού Βίντκουν Κουίσλινγκ κάτι που θα συνιστούσε εσχάτη προδοσία Σε αυτό το σημείο, οι μάρτυρες κατηγορίας απάντησαν ομόφωνα αρνητικά: δεν είχαν προηγηθεί επαφές δεν ήταν «Κουίσλινγκ». Το επιβεβαίωσε επανειλημμένως ο Τσολάκογλου. συμφώνησαν και οι στρατηγοί, οι οποίοι παραδέχτηκαν ότι κατά την επίσκεψη του στο μέτωπο, ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος συζήτησε μεν την εκδοχή της συνθηκολόγησης. έκρινε όμως πως δεν μπορούσε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για κάτι τέτοιο.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, καταθέτοντας ως έφεδρος αξιωματικός που εκτελούσε χρέη συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Επιτελείου και του μετώπου κατά τις τελευταίες ημέρες των μαχών του Απριλίου 1941. δεν διέψευσε αυτή την πληροφορία.
Από την άλλη, στην προσπάθειά του να αποσείσει την κατηγορία ότι είχε συνειδητά ταχθεί υπέρ του Άξονα, ο Ράλλης επέλεξε να προβάλει την κοινή μήτρα και τους δεσμούς του με τις προπολεμικές πολιτικές ελίτ της χώρας. Και δεν δυσκολεύτηκε να το κάνει: ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, πρώτος μάρτυρας κατηγορίας που εξετάστηκε, επιβεβαίωσε ότι ο ηγέτης των φιλελευθέρων Σοφούλης είχε προβεί σε επίσημο διάβημα προς τον Ράλλη την άνοιξη του 1943 -τον καιρό ακριβώς που συγκροτούνταν τα Τάγματα Ασφαλείας-, αιτούμενος την επαναπρόσληψη στον στρατό των αξιωματικών που είχαν απαλλαγεί το 1935. 6
Η υποστήριξη που δεχόταν η υπεράσπιση του Ράλλη έλαβε, μάλιστα, απροσδόκητες διαστάσεις. Απαντώντας στις ερωτήσεις του προέδρου του δικαστηρίου, ο Τσάτσος δεν αρκέστηκε να επιβεβαιώσει ότι «η υποχρέωσις της αντιστάσεως δεν έληξεν με το έπος της Αλβανίας», αλλά προσέθεσε επιπλέον ότι «ουδεμία σχέσις υπήρξε μεταξύ των Ελληνικών Κυβερνήσεων και της Κυβερνήσεως των Κουίσλινγκ, διότι η τελευταία ενεργώς και στρατιωτικός μετέσχεν εις τον αγώνα της Γερμανίας».
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι σε μια ιδιωτική τους συνάντηση ο Ράλλης του είχε εκμυστηρευθεί ότι «περνάει ζωήν αληθώς μαρτυρικήν και εξέφρασεν την πεποίθησιν περί της αισίας εκβάσεως του συμμαχικού αγώνος». Έπειτα από αυτό, ο I. Ράλλης ευχαρίστησε τον μάρτυρα, επειδή του υπενθύμισε μια συζήτηση που ο ίδιος την είχε στο μεταξύ λησμονήσει.7
Για το μετά δεκεμβριανό καθεστώς, τέτοιες συζητήσεις ήταν πιθανό να θίξουν την τιμή του έθνους στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, αλλά και να πλήξουν το κύρος της κυβέρνησης και του κράτους έναντι του εσωτερικού εχθρού. Τη στιγμή που οι εφημερίδες του ΕΑΜ επέχαιραν ανοιχτά για τη «χρεωκοπία» των παραδοσιακών ελίτ, στην αίθουσα του δικαστηρίου και στον καθεστωτικό Τύπο αφθονούσαν οι αμοιβαίες προειδοποιήσεις για τα ζητήματα που δεν πρέπει να θίγονται.8
Ακόμα και ο υπουργός Δικαιοσύνης, που ως εκείνη τη στιγμή είχε δεσμευτεί να μην επέμβει στη δίκη για να προστατεύσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, παρενέβη τελικά, συνιστώντας προσοχή σε ό.τι αφορούσε τα κρατικά μυστικά, και προειδοποιώντας για το ενδεχόμενο να ληφθούν νομοθετικά μέτρα.9
Αλλά και πολλοί από όσους είχαν ταχθεί υπέρ της διεξαγωγής της δίκης και της ανάγκης να καταδικαστούν α κατοχικές κυβερνήσεις άρχισαν να ζητούν να γίνει διάκριση μεταξύ των ερωτήσεων σχετικά με τη συνθηκολόγηση και εκείνων που αφορούσαν τη συγκρότηση των κατοχικών κυβερνήσεων, προκειμένου να προστατευθούν τα κρατικά μυστικά.
Ήταν φανερό ότι η αποκάλυψη του ομφάλιου λώρου ο οποίος συνέδεε τις διαφορετικές μερίδες των προπολεμικών ελίτ, που είχαν βρεθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά την Κατοχή, προκαλούσε αμηχανία και δυσαρέσκεια.
Στο μεταξύ, και ενώ. όπως είδαμε, είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθούν τυχόν διακοπές της δίκης, επιβλήθηκε μια τριήμερη παύση, με αφορμή την ξαφνική ασθένεια ενός ενόρκου.
Καθώς, από νομική άποψη η κατηγορία της «εκ προθέσεως» προδοσίας ήταν αρκετά εύθραυστη, ο επαναπροσανατολισμός των θεματικών στις οποίες κινούνταν η εξέταση των μαρτύρων έμοιαζε πλέον αναπόφευκτος.
Ο χαρακτηρισμός του δοσιλογισμού ως «τυπικού» εγκλήματος κατηύθυνε τις μαρτυρικές καταθέσεις, κυρίως γύρω από το δεύτερο βασικό ερώτημα που τέθηκε στους μάρτυρες: Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, οι κατοχικές κυβερνήσεις έβλαψαν ή όχι, αντικειμενικά, τον εθνικό και συμμαχικό αγώνα; Και, αντιστρόφως: συνεισέφεραν στην πολεμική προσπάθεια του εχθρού και αν ναι, κατά πόσον;
Παραπομπές
1. Βλ. Ριζοσπάστης της 1ης Μαρτίου 1945 για τους Μ. Μονέδα και Δ. Αυγέρη, οι οποίοι είχαν ήδη καταδικαστεί από έκτακτο στρατοδικεία σε συνοπτική δίκη, στις αρχές Φεβρουαρίου. θα δικάζονταν ξανά από την τακτική δικαιοσύνη.
2. Πρβλ. τον κατάλογο των μαρτύρων. Ελευθερία. 28 Φεβρουάριου 1945.
3.0 Μιχάλης Κύρκος. δημοσιογράφος, πρώην υπουργός και βουλευτής. κατά τον μεσοπόλεμο, με το Κόμμα Φιλελευθέρων και το Λαϊκό Κόμμα, είχε διατελέσει. την περίοδο 1926-1927 υπουργός της κυβέρνησης Ζαΐμη. Μαζί με τον εκπρόσωπο της Ένωσης Αναπήρων Πολέμου 1940-1941. ήταν οι μόνοι μη αντικομμουνιστές μάρτυρες στη δίκη.
4. Κατάθεση Α.Ταμπακόπουλου, Ελευθερία. 2 Μαρτίου 1945.
5. Ελευθερία, Εμπρός. Εθνος, 2 και 3 Μαρτίου 1945.
6. Η πρώιμη εμπλοκή απόστρατων βενιζελικών αξιωματικών στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας αποτελεί σήμερα δεδομένο για την ιστορική έρευνα. Βλ.. π.χ, την αναφορά του Μ. Λύτρα στη βρετανική έκθεση (PIC Paper)του 1944.ΔΙΣ/ΑΕΑ. τ.8.σ. 157-160. Πρβλ. Τ. Κωστόπουλος. Αυτολογοκριμένη μνήμη..
7. Εμπρός, 1 Μαρτίου 1945.
8. « Κάποιες πλευρές όλων αυτών αποτελούν κρατικά μυστικά, δεν ημπορούμε να τα συζητούμε δημοσία», πρβλ. Ελευθερία. 2 Μαρτίου 1945.
9. «Διά την μνήμην του Αλβανικού έπους (-.] μία λογική καταμερισμού των ευθυνών μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών αρχηγών είναι παγίδα πονηρά. Δεν έχομεν τίποτε να κρύψωμεν και διά τον λόγον αυτόν ημπορεί να γίνει Στρατοδικείον. Το Ειδικόν Δικαστήριον των Δοσιλόγων φως οφείλει να εστιάσει και να αποδώσει τας πολιτικάς ευθύνας της περιόδου της Κατοχής» (εκδοτικό σημείωμα της Ελευθερίας. 6 Μαρτίου 1945).
Το «εθνικό κεφάλαιο» της θυσίας
Στη συνέχεια, οι επ' ακροατηρίου συζητήσεις εστίαζαν στον «τυπικό» χαρακτήρα των εγκλημάτων, στις συνέπειες δηλαδή που είχαν οι πράξεις των κατηγορουμένων στη ζωή της πλειονότητας του ελληνικού λαού, και όχι στο πώς και με ποια κίνητρα αυτές τελέστηκαν.
Τούτο είχε το πλεονέκτημα ότι προέτασσε μια ενιαία ιδέα του έθνους, που υπέμενε καρτερικά τις συνέπειες του πολέμου. Κάθε μάρτυρας συνέβαλε στο να εμπεδωθεί και να αναδειχθεί η σημασία των καταστροφών. των λεηλασιών και των ανθρώπινων απωλειών. Επρόκειτο. όμως, κυρίως για γενικούς απολογισμούς που δεν υπεισέρχονταν στις εσωτερικές συγκρούσεις ούτε στην πολιτική, εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα των θυμάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, α μάρτυρες αναφέρθηκαν ρητά στους 25.000 Έλληνες που είχαν εκτελεστεί. ή στους 30.000 εργάτες που είχαν σταλεί στη Γερμανία, αλλά όχι και στους 50.000 Έλληνες Εβραίους που είχαν εκτοπιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής.1
Τέτοια απολογισμοί αποσκοπούσαν στην κατασκευή μιας συναινετικής αφήγησης ευρείας αποδοχής που ανήκε τις θυσίες του ελληνικού λαού σε εθνικό κεφάλαιο στα διεθνή φόρα, ούτως ώστε το έθνος να διεκδικήσει νομίμως και επί ίσοις όροις τη θέση του «στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών της αντιφασιστικής συμμαχίας». Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν τα στοιχεία που αφορούσαν το κόστος του πολέμου και της Κατοχής όπως παρουσιάστηκαν από τους ανώτερους αξιωματούχους της Δημόσιας Διοίκησης.
Ο Αθ. Σμπαρούνης υπουργός Οικονομικών, έκανε τον πρώτο απολογισμό της «καταλήστευσης του εθνικού πλούτου» στην Κατοχή, και κατέθεσε συγκριτικά στοιχεία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 2
Ο διευθυντής του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτίμησε τις απώλειες των κρατικών ταμείων σε 9.800.000 χρυσές λίρες (εκ των οποίων. 7.300.000 για τις δαπάνες Κατοχής και 2.500.000 για τα δημόσια έργα). Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος εκτίμησε ότι οι δαπάνες Κατοχής ανέρχονταν σε 7.800.000 χρυσές λίρες. 3
Αυτή η αφήγηση της εθνικής θυσίας έγινε το βάθρο επί του οποίου στήθηκε η επίσημη μνήμη του «αντιφασιστικού έθνους».
Η χρήση της ποινικής διαδικασίας αποσκοπούσε στην καταδίκη και τον στιγματισμό των κατοχικών κυβερνήσεων ως ενόχων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν προκειμένου να αποκλειστούν άπαξ διά παντός από την πολιτική ζωή του τόπου.
Ωστόσο, ήδη από την εξέταση ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας, αυτή η ιδέα υπονομεύθηκε: πρώτα απ’ όλα επειδή ελλείψει διοικητικής εκκαθάρισης, οι γενικοί γραμματείς και τα λοιπά ανώτερα διοικητικά στελέχη υπουργείων, που κλήθηκαν να καταθέσουν, είχαν διατελέσει υφιστάμενοι των κατηγορουμένων και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να θεωρηθούν δυνάμει «συνεργοί». Κατά συνέπεια, δεν ήταν διόλου παράδοξο που αυτοί ακριβώς οι μάρτυρες κατηγορίας έσπευδαν να βρουν ελαφρυντικά για τους κατηγορουμένους.
Στα θετικά σχόλια για την ηθική ακεραιότητα των δοσιλόγων υπουργών, 4 που είχαν διατυπωθεί από την αρχή, έρχονταν πλέον να προστεθούν οι επιβεβαιώσεις των μαρτύρων για τον πατριωτισμό τους. Επαναλαμβάνοντας τις επίσημες περιγραφές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. σύμφωνα με τις οποίες εκείνα είχαν αναλάβει να αποκαταστήσουν την τάξη στη λεηλατούμενη από τους κομμουνιστές ύπαιθρο.
O διευθυντής του Υπουργείου Εφοδιασμού έκανε λόγο για την υπεράνθρωπη προσπάθεια του Ράλλη (και του Πειρουνάκη) να ανεφοδιάσουν τις πόλεις, έστω και αν αυτή η προσπάθεια εντέλει δεν ευοδώθηκε. Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος διαβεβαίωσε ότι ο -δικαζόμενος ερήμην - πρώην υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης είχε ευσυνείδητα, αλλά επί ματαίω. επιχειρήσει να αναταχθεί στις λεηλασίες τροφίμων και φαρμάκων.
Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, εξάλλου, ανακάλεσε τη θλίψη του Γκοτζαμάνη. όταν κατασχέθηκαν τα αποθέματα καπνών από τους κατακτητές. 5
Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τον «τυπικό» χαρακτήρα του εγκλήματος του δοσιλογισμού οι μαρτυρίες των πολιτικών συνέκλιναν στο ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις παρείχαν στους κατακτητές μια νομιμοποίηση την οποία θα στερούνταν αν είχαν διορίσει απευθείας έναν «γκαουλάιτερ». 6
Τα στελέχη της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας, ωστόσο. είχαν άλλη άποψη: με αφορμή την αρπαγή ειδών πρώτης ανάγκης (χιλιάδες τόνους σιτάρι, ρύζι, κάρβουνο, λίπος, κλπ.) από τις αποθήκες του Πειραιά, και της κατάσχεσης 120.000 τόνων καπνού, ο γενικός διευθυντής της φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση αν οι κυβερνήσεις είχαν συνειδητά βοηθήσει τον εχθρό, επιφυλασσόμενος και αυτός, μέχρι την απόφαση του δικαστηρίου. Στη συνέχεια, συμπλήρωσε ότι οι Γερμανοί ασκούσαν απερίγραπτη βία και δεν άφηναν πολλά περιθώρια ελιγμών. Στην ερώτηση του Επιτρόπου αν εκείνος θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο, ο μάρτυς απάντησε καταφατικά.7
Η βία των Ταγμάτων Ασφαλείας
Οπως παρατήρησε ο ιστορικός Τόνι Τζαντ, το μοτίβο της βίας που υποκινείται έξωθεν, από τον κατακτητή (occupier-driven violence), αποτέλεσε τον ικανό παρονομαστή όλων των επίσημων εθνικών αφηγήσεων των ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με την περίοδο κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα. 8
Έτσι και στην Ελλάδα, η γερμανική ναζιστική βία έγινε ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε το νέο εθνικό αφήγημα Οι μάρτυρες καταδίκασαν σε όλους τους τόνους τη βία που άσκησαν οι κατακτητές, χωρίς ωστόσο να την κατονομάσουν, να την ορίσουν ή να τη περιγράφουν- την επικαλούνταν γενικώς και αορίστως. χωρίς να παραπέμπουν στους υπευθύνους ή στις συγκεκριμένες πράξεις διά των οποίων είχε εκφραστεί αυτή η βία.
Τούτο έγινε σαφέστερο, όταν η συζήτηση έθιξε το θέμα της εμφύλιας βίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στην πλειονότητά τους, οι μάρτυρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κατηγορία σύμφωνα με την οποία η τελευταία κατοχική κυβέρνηση είχε θέσει τα Τάγματα Ασφαλείας στην υπηρεσία των κατακτητών. προκαλώντας έτσι εμφύλιο πόλεμο:
«- "Οταν έδημιουργήθησαν τα τάγματα υπήρχαν πολλές οργανώσεις αντιστάσεως. Μεταξύ αυτών ό ΕΔΕΣ καί ή ΕΚΚΑ. (...) Ξέρω λοιπόν ότι τα τάγματα ουδέποτε συνεγκρούσθησαν με τάς οργανώσεις αυτάς. Επομένως έγιναν διά νά κτυπήσουν τόν ΕΛΑΣ καί όχι διά νά έξυπηρετήσουν τόν εχθρόν». 9
«- Είναι γνωστός ό σκοπός των ταγμάτων. Έγιναν διά νά κτυπήσουν τα δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά τής ιδρύσεώς των ή κυβέρνησις θέλησε νά διασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν». 10
Τέτοιες δηλώσεις, που απηχούσαν ευθέως τις απόψεις και την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, σύντομα επέσυραν τη μήνιν όχι μόνο του εαμικού Τύπου, αλλά και της ευρύτερης δημοκρατικής κοινής γνώμης. Οι θηριωδίες των Ταγμάτων Ασφαλείας εις βάρος του άμαχου πληθυσμού αποσιωπήθηκαν - και οι σιωπές ήταν, συχνά, σκανδαλωδώς εύγλωττες.
Σε αυτό το σημείο, η κατάθεση του ιστορικού ηγέτη των φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν αποκαλυπτική. Οπως είδαμε παραπάνω, ο Θ. Τσάτσος, πρώην μέλος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ανέφερε ότι ο Σοφούλης είχε ζητήσει από τον άλλη την «ένταξη» βενιζελικών αξιωματικών στα Τάγματα Ασφαλείας.
Δύο μέρες αργότερα. ο Σοφούλης δεν δίστασε να αναλάβει πλήρως την ευθύνη της πολιτείας του επί Κατοχής.
Η κατάθεση Σοφούλη συνεχίστηκε ως εξής :
«Πρόεδρος τού δικαστηρίου: - Τά τάγματα ετέθησαν όμως υπό τάς διαταγάς των Γερμανών.
Σοφούλης: - Δεν τό γνωρίζω.
Πρόεδρος: - Τα τάγματα. κατευθυνόμενα υπό των Γερμανών ήτο δυνατόν νά προβούν εις έργα αντίθετα των εθνικών συμφερόντων;
Σοφούλης: - Δεν τό πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι θά υπήρχε ΄Ελλην που θα ετίθετο με τό πλευρόν των Γερμανών». 11
Σε αυτό το σημείο, ο Ειδικός Επίτροπος διάβασε στο δικαστήριο την υπ’ αριθ. 44/1943 διαταγή του υπουργού Εσωτερικών της κατοχικής κυβέρνησης Αν. Ταβουλάρη. όπου ανακοινωνόταν η ανάληψη της διοίκησης των Ταγμάτων από τον Γερμανό αξιωματικό Στρόοπ, ως επικεφαλής του αγώνα εναντίον των κομμουνιστικών συμμοριών και των σαμποτάζ. Ο Σοφούλης τότε ανταπάντησε: «Πρώτη φορά λαμβάνω γνώσιν αυτών!»
Ωστόσο, λίγο αργότερα κατά τη συνομιλία του με τον Ράλλη θα φανεί πως ο γηραιός πολιτικός ήξερε περισσότερα από όσα παραδεχόταν:
«Ράλλης: - Σάς επισκέφθηκε ό διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος κύριε Σοφούλη;
Σοφούλης: - Τόν έκάλεσα εγώ. Μου έκαναν παράπονα από τους συνοικισμούς καί τού επέστησα την προσοχήν.
Ράλλης : Τον γνωρίζατε. Διατί ό διακεκριμένος αυτός αξιωματικός ανήκε στην παράταξη σας
Σοφούλης : - "Οχι. δέν τόν γνωρίζω. Συμμετείχαν όμως εις τά Τάγματα Ασφαλείας πολλά διακεκριμένα τού κόμματός μου αξιωματικοί» 12.
Παρόλο που με αυτές τις δηλώσεις ο Σοφούλης υποστήριζε σαφώς τον ένοπλο δοσιλογισμό. την επομένη προέβη σε επανορθωτική δήλωση, διαβεβαιώνοντας πως καταδίκαζε «την ανάληψη κυβερνητικής εξουσίας κατά την κατοχή». 13
Ο χαρακτηρισμός του δοσιλογισμού ως τυπικού εγκλήματος επέτρεψε στους πάντες να τον καταδικάσουν σε όλους τους τόνους εξίσου τυπικά. τύποις. Επρόκειτο για μια καταδίκη που βασιζόταν στην αντικομμουνιστική πολιτική ηθική του δοσιλογισμού.
Θεμέλιος λίθος αυτής της ηθικής ήταν μια εκδοχή της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ότι μπορεί κανείς να υποστηρίζει ένα πράγμα και το αντίθετό του, ότι είναι ηθικό, π.χ, να ράβεις καινούργια στολή και μέσα σε μια νύχια, να μεταμορφώνεσαι από όργανο του ναζισμού σε φέρελπι εδεσίτη 14 και πάνω απ’ όλα ότι είναι νόμιμο να παρουσιάζεις τους αντιπάλους σου ως αιμοδιψείς δολοφόνους.
Από αυτή τη σκοπιά, η εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπορούσε να εμφανίζεται ως «ατυχής» εκτροπή από τον εθνικό αγώνα για την απελευθέρωση, ως ένα ατύχημα, μια πανουργία της ιστορίας ή ακόμα χειρότερα, των κομμουνιστών.
Ο Παπανδρέου αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά ο αρμοδιότερος και ικανότερος να κατονομάσει τους υπευθύνους αυτού του «ατυχήματος»:
«Τά Τάγματα Ασφαλείας δεν συγκροτήθηκαν ούτε κατά τό πρώτον ούτε κατά τό δεύτερον έτος τής δουλείας, αλλά κατά τό τρίτον, οπότε ψυχολογικώς κατέστησεν τούτο ευχερές ή προηγηθείσα τρομοκρατία τού κομμουνιστικού κόμματος. Τά τάγματα ενίσχυσαν τό ηθικό των Εαμικών γιατί έδωσαν την εντύπωσιν πώς υπήρχαν δύο μέτωπα: τό Εαμικό θεωρούμενον ως ελληνικών και τό άλλο τό συνεργαζόμενον με τόν κατακτητήν. Έδημιουργείτο ούτως η δυνατότης μονοπωλήσεως τού εθνικού αγώνος υπό τού ΕAM ». 15
Στον πυρήνα αυτής της αφήγησης βρίσκεται η άρνηση της εσωτερικής σύγκρουσης. Το ενωμένο αγωνιζόμενο έθνος μαρτύρησε από εξωτερικές δυνάμεις. Οι θηριωδίες των μαζικών αντιποίνων ήταν έργο των Γερμανών· τα Τάγματα Ασφαλείας ενεπλάκησαν απλώς επειδή κάποιοι εξετράπησαν από τους αρχικούς τους στόχους· τα «δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ» εκτροχιάστηκαν πρώτα, έπειτα μπήκαν στη μέση οι Γερμανοί, και όλα πήγαν στραβά. 16
Οι περισσότερα μάρτυρες έτειναν να διακρίνουν σαφώς τις ναζιστικές θηριωδίες από τη βία που ασκούσε ο δοσιλογικός μηχανισμός. Η φρίκη των μπλόκων και οι βασανισμοί πατριωτών αναφέρονταν σπανίως μεταξύ των μαρτυρίων που υπόμεινε το έθνος, ή αποδίδονταν εξ ολοκλήρου στους Γερμανούς. Οι περιγραφές της άμεσης εμπλοκής των εγχώριων δυνάμεων της τάξης ήταν ελάχιστες. 17
Αντιθέτως, η απόδοση της ευθύνης της σύγκρουσης στην «κομμουνιστική βία» κατέστη σαφής από το πλήθος των σχετικών αναφορών και την ακρίβεια των περιγραφών. Με αυτό τον τρόπο προωθήθηκε μια προσέγγιση που θεωρούσε τους δύο πόλους της εσωτερικής σύγκρουσης εξωτερικούς ως προς το έθνος.
Η ταύτιση του ενός πόλου με τον γερμανικό ναζισμό και του άλλου με τον σλαβοκομμουνισμό είχε τις ρίζες της στις γεωστρατηγικές αντιλήψεις του μεσοπολέμου, και τις ενέγραφε στις υπό διαμόρφωση διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του τέλους της «παράθεσης» της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. 18
Αφ’ ης στιγμής αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου η πραγματική εμπειρία του «αγωνιζόμενου έθνους», δεν απέμενε, για να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτήρας της εμφύλιας σύγκρουσης, παρά να αναχθεί συνολικά η εμπειρία της Κατοχής στο εξωτερικό ως προς το έθνος δίπολο Σύμμαχοι-δυνάμεις του Άξονα. Έτσι, με το να παραλείπεται η πραγματική ιστορική εμπειρία του διχασμού και της σύγκρουσης, κατασκευαζόταν μια υπερβατική ενότητα και μια επίπλαστη συνέχεια, που ταύτιζαν το έθνος με τη συνέχεια των κρατικών, στρατιωτικών και διοικητικών μηχανισμών.
Οι δοσίλογοι κυβερνώντες δεν κρίνονταν, πλέον, τόσο ως υπεύθυνοι εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά μάλλον ως συνεργοί ή κακοί διαχειριστές μιας βίας που ερχόταν από κάπου αλλού, από «έξω».
Στη» αντιπαράθεση Παπανδρέου-Ράλλη, που εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικοπολιτικών μπλοκ της αντίστασης και του δοσιλογισμού αξιολογήθηκε ως ήσσονος σημασίας. Η σκηνή αποκαλυπτική, θύμιζε μάλλον κοινοβουλευτική συζήτηση απολογισμού κυβερνητικών πεπραγμένων παρά αντιπαράθεση σε δικαστήριο. Μιλώντας απλώς με την ιδιότητα των πρώην πρωθυπουργών, οι δύο πολιτικοί έριζαν για τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τα δύο διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα, τις ένοπλες δυνάμεις του δοσιλογικού κράτους.
«Ράλλης: - Κύριε Παπανδρέου, είμαι σε θέση νά διαβεβαιώσω ότι και πριν τού κινήματος τού Δεκεμβρίου Ικανός αριθμός ανδρών των Ταγμάτων ωπλίσθη και ετάχθη εις διάφορα σώματα με τά όποια και επολέμησεν εναντίον τού ΕΛΑΣ.
Παπανδρέου: - Δυνατόν, υπό τό κράτος συγχύσεως νά συνέβησαν τέτοια περιστατικά. Ήτο μία παράβαση βασικής αρχής την οποίαν και ό Σκόμπυ διεκήρυξεν διά την μη χρησιμοποίησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ράλλης:- Είχα την αφέλειαν νά σχηματίσω παρά την επιθυμίαν τον Γερμανών τά Τάγματα. Αλλά ή δική σας αφέλεια νά συνωμοτήσετε με το Ε.Α.Μ ήτο ολιγωτέρα από τη ιδική μου;
Παπανδρέου: - Ή δική μου αφέλεια συνεργαζομένου με τό ΕΑΜ, ήτο νά άνοιχθούναι οι πύλαι τής Ελλάδος και νά έλθη ή νομιμότητα εις την χώραν την 18ην 'Οκτωβρίου». 19
Η Απελευθέρωση παρουσιαζόταν έτσι ως διαδικασία παραλαβής-παράδοσης της κυβερνητικής εξουσίας.
Η πολιτική αρετή ταυτιζόταν με την ικανότητα αποτροπής ενός «κενού εξουσίας», το οποίο θα άφηνε το κράτος στο έλεος των δυνάμεων που απειλούσαν την κυριαρχία του παλαιού πολιτικού κόσμου.
Καθώς η επιθυμία να κλείσει οριστικά αυτό το επαναστατικό επεισόδιο αποτελούσε εξαρχής τον κοινό τους τόπο, ο μαζικός κοινωνικός χαρακτήρας της σύγκρουσης που έλαβε χώρα κατά την Κατοχή ξεθώριαζε, υποχωρούσε, γινόταν εξωτερικός ως προς το έθνος, περιττός. Μ ε αυτό τον τρόπο, το στρατόπεδο της «νομιμότητας» οριζόταν, εντέλει, αποκλειστικά στη βάση του «Συμμαχικού Αγώνος», μίας ακόμα εξωτερικής, ως προς την εσωτερική πολιτική και κοινωνική σύγκρουση παραμέτρου.
Ο κρατικός μηχανισμός ως πολιορκημένο φρούριο
Οπως είδαμε, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αντίσταση και τον δοσιλογισμό σιγά σιγά ατονούσε ή περνούσε σε δεύτερο πλάνο, από τις πρώτες κιόλας αντιπαραθέσεις των δύο πλευρών.
Μια άλλη πτυχή της παράλειψης του αντιστασιακού βιώματος ήταν η τάση να γίνεται αναφορά, σχεδόν αποκλειστικά, στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, στο διάστημα 1941-1943, πριν ακόμα καταστεί σαφής η υπεροχή του ΕΑΜ έναντι των άλλων οργανώσεων.20
Ωστόσο, η συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως εμπειρία ενός μαζικού κινήματος δεν ήταν δυνατό να αποκλειστεί παντελώς από την ακροαματική διαδικασία.
Όσα μέτρα προστασίας και αν είχαν ληφθεί η αίθουσα του δικαστηρίου δεν μπορούσε να διαχωριστεί με στεγανά από τα όσα λέγονταν ή συνέβαιναν στους υπόλοιπους τομείς του δημόσιου βίου.
Ο δικαστικός μηχανισμός έκανε προσεκτική επιλογή, ώστε να εντάξει αυτό το βίωμα σε νέα ερμηνευτικά πλαίσια Έτσι, δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της δίκης ιδρύθηκε το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων της Αθήνας, το οποίο προώθησε αμέσως μια σειρά «αμιγώς εγκληματικών» υποθέσεων τις οποίες είχε ανακοινώσει ο προϊστάμενος Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κ. Κόλλιας.21
Οι πρώτοι δεκαεπτά κατηγορούμενοι αυτής της σειράς δικάστηκαν παράλληλα με την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων. 22
Σε πρώτη φάση, στις αρχές Μαρτίου, δικάστηκαν δύο διαβόητοι πράκτορες και βασανιστές των Ες Ες και της Γκεστάπο.23
Η πρόθεση να αναδειχθούν κυρίως -αν όχι αποκλειστικά - οι αγριότητες που διαπράχθηκαν με εντολή ή υποκίνηση των καταχτητών κατέστη εμφανέστερη στις υποθέσεις που κρίθηκαν από το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου. Έτσι, με μια γρήγορη επιλογή από τις δικογραφίες που είχαν καταρτιστεί το φθινόπωρο, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων της Αθήνας δίκασε μια Γερμανίδα παντρεμένη με Έλληνα που είχε εργαστεί ως διερμηνέας στο γερμανικό Αρχηγείο, καθώς και έναν ιδιοκτήτη ταβέρνας ιταλικής καταγωγής που είχε εκφράσει δημοσίως φιλοφασιστικές απόψεις.24
Μεταξύ των λοιπών κατηγορουμένων αυτής της πρώτης σειράς, βρίσκουμε ακόμα δύο πράκτορες της Γκεστάπο και δύο διερμηνείς που εργάζονταν για τον εχθρό. Οι τελευταία, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενα αυτής της πρώτης σειράς, διώχθηκαν είτε επειδή είχαν εκφραστεί ανοιχτά υπέρ του Άξονα είτε επειδή είχαν καταδώσει μέλη των δικτύων κατασκοπίας των Βρετανών και της κυβέρνησης του Καΐρου.25
Η βασική διάκριση μεταξύ συνεργασίας με ή χωρίς πρόθεση προδοσίας, που είχε δοκιμαστεί στη δίκη των κυβερνήσεων, βρήκε το αντίστοιχό της όσον αφορά τον δικαστικό χειρισμό των δικογραφιών, στη διάκριση των δοσιλόγων σε συνειδητούς ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του φασισμού και της συνεργασίας με τον εχθρό, και «ουδέτερους» ή de factο συνεργάτες που είχαν τεθεί εκ της θέσεως τους, και χωρίς εντέλει να το επιδιώξουν, στην υπηρεσία του εχθρού (πρβλ. την αντίστοιχη διάκριση ανάμεσα σε «collaborationnistes» και «collaborateurs» στη Γαλλία). 26
Αυτή η διάκριση επρόκειτο να βρει το αντίστοιχό της και στη διάκριση ανάμεσα σε μια αντίσταση «εθνική» και μια πολιτικοποιημένη, απομακρυσμένη από τους αρχικούς, αγνούς πατριωτικούς της στόχους.
Έτσι, οι μάρτυρες προέβησαν συχνά σε «αποκαλύψεις» σχετικά με συνειδητούς δοσιλόγους - καπνεμπόρους ή καπνοβιομήχανους που στόχευαν στα κέρδη από τις πωλήσεις στο Τρίτο Ράιχ, ή ναζιστικές ομάδες που προετοίμαζαν ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο θα πολεμούσε στο πλευρό των ναζί στο ανατολικό μέτωπο.
Με άλλα λόγια, ο κρατικός μηχανισμός παρουσιαζόταν σαν πολιορκημένο οχυρό, και η ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της λειτουργίας του ως το μοναδικό καθήκον των δημόσιων λειτουργών, προκειμένου να αποκρουστούν όσοι επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν τις ανώμαλες συνθήκες.28
Η νόμιμη συνέχεια του έθνους ερχόταν, έτσι, να ταυτιστεί με τη συνέχεια των διοικητικών του μηχανισμών.
Οι μάρτυρες που συνδέονταν με τις δυνάμεις της Αντίστασης ήταν ριζικά αντίθετοι με τα πιο πάνω επιχειρήματα.
Πρώτα απ’ όλα, ανέτρεψαν το επιχείρημα της «ασπίδας», με τον ισχυρισμό ότι κάθε κυβέρνηση στην κατεχόμενη χώρα σφετεριζόταν εκ των προτέρων την εξουσία της νόμιμης κυβέρνησης η οποία συνέχιζε, από τη Μέση Ανατολή, να αγωνίζεται στο πλευρό των Συμμάχων.
Έτσι, συμπλήρωναν το σχήμα που εμφάνιζε το κράτος ως πολιορκημένο οχυρό με ένα άλλα που εμφάνιζε τις κατοχικές κυβερνήσεις σαν «καρκίνωμα» στον εθνικό κορμό.
Στο ίδιο πλαίσιο, κάποιοι καταδίκασαν επιτέλους τα Τάγματα Ασφαλείας ως σώματα που βοηθούσαν την πολεμική προσπάθεια του εχθρού. Εννοείται πως ο τόνος ποίκιλλε, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του κάθε μάρτυρα. Πιο συγκρατημένος, ο Λάζαρος Πηνιάτογλου, συντάκτης της παράνομης φιλοβασιλικής εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα, επανέλαβε στην κατάθεσή του το μοτίβο περί συνεργασίας με τον εχθρό ελλείψει άλλης επιλογής, συνδέοντάς το με εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν παρά τις αρχικές προθέσεις που είχαν οδηγήσει στην ίδρυση των Ταγμάτων.
Από την άλλη, ο Αχιλλέας Κύρου, πολιτικός αναλυτής στην ίδια εφημερίδα, και πιθανότατα εμπνευστής του εντύπου Η δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη έναν χρόνο νωρίτερα, προχώρησε πολύ περισσότερο. 30
Αναφερόμενος στις ιδιωτικές συνομιλίες του με τον βασιλιά την παραμονή της συνθηκολόγησης των στρατηγών, δήλωσε ότι ο αρχηγός του κράτους ήταν κατηγορηματικά αντίθετος προς κάθε τέτοια προοπτική. Περιγράφοντας την ανάμειξή του στο αντιστασιακό κίνημα, ο μάρτυρας καταλόγισε στον Ράλλη την πλήρη σύνταξή του με τον κατακτητή.
Στη συνέχεια, παρουσίασε τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας με τα μελανότερα χρώματα, και περιέγραψε λεπτομερώς πώς δρούσαν από κοινού και σε απόλυτη συμφωνία με την Ειδική Ασφάλεια 31 και τους Γερμανούς.
Για να ενισχύσει τα λεγόμενά του, μάλιστα, αναφέρθηκε και στις διώξεις Ελλήνων από τα Τάγματα, παραλείποντας, βέβαια, τις απηνείς διώξεις των εαμικών και περιορίζοντας την κατάθεσή του στην εξιστόρηση της εξάρθρωσης ενός βρετανικού κατασκοπευτικού δικτύου, τα μέλη του οποίου είχαν παραδοθεί στους κατακτητές και είχαν εκτελεστεί λίγο αργότερα. 32
Τέλος, σχετικά με την κερδοσκοπία με τις χρυσές λίρες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, κατήγγειλε το λεγόμενο «σκάνδαλο των Πέντε Γιώργηδων», που είχε ήδη αποκαλυφθεί επί Κατοχής. 33
Όταν το δικαστήριο του ζήτησε διευκρινίσεις, εκείνος προτίμησε να υπεκφύγει, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι αρνούνταν να καταθέσει την προσωπική του άποψη ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Δέχτηκε, ωστόσο, να αποκαλύψει τα επώνυμα των πέντε κερδοσκόπων μεταξύ των οποίων και εκείνο του υιού Ράλλη.
Θιγμένος από την προσβολή στην οικογενειακή του τιμή, ο Ράλλης διαμαρτυρήθηκε ότι ο μάρτυς αναπαρήγαγε τις συκοφαντίες των «ρυπαρόφυλλων». «Τα ρυπαρόφυλλα εκείνα, όπως τα εχαρακτηρίσατε, διατήρησαν άσβεστον την φλόγαν της εθνικής μας αντιστάσεως!», αποκρίθηκε ο Κύρου. 34
Έτσι, από τους τόσους συντελεστές των αντιστασιακών κινημάτων ο παράνομος Τύπος, ο πρώτος που λειτούργησε ανοιχτά μετά την Απελευθέρωση, 35 σηματοδότησε και την είσοδο του εθιικοαπελευθερωτικού κινήματος στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Η δύναμη νομιμοποίησης που διέθετε ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι παρευρισκόμενοι εκπρόσωποί του δεν δίστασαν να μιλήσουν εξ ονόματος του συνόλου του αντιστασιακού Τύπου, ζητώντας να κληθούν στην αίθουσα οι συντάκτες σαράντα περίπου εφημερίδων –δημοκρατικών, κομμουνιστικών, βασιλικών, ανεξάρτητων-, «που εκυκλοφορούσαν μόνον εις τας Αθήνας κατά την εφιαλτικήν τετραετίαν».
Ο λόγος ήταν ότι:
«Τά φύλλα των υπήρξαν αψευδείς μάρτυρες όχι μόνον των εγκλημάτων τά οποία διέπραξαν οι δικαζόμενοι, άλλα και της γνώμης την οποίαν είχε τό έθνος περί αυτών, καθ’ ήν στιγμήν ό Ιταλόδουλος και Γερμανόδουλος ελληνόφωνος τύπος ο έπανεμφανισθείς σήμερον-τούς υμνεί καί κολάκευε». 36
Εντός του δικαστηρίου γινόταν σιγά αγά αισθητός ο συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφωνόταν.
Ενώ οι αντικομμουνιστές δημοσιογράφοι εξακολουθούσαν να συμπεριλαμβάνουν τα θύματα του κομμουνισμού στη δική τους αφήγηση του μαρτυρικού έθνους, ο Τύπος του ΕΑΜ είχε αρχίσει να δέχεται ισχυρά πλήγματα από το πρώτο κύμα «λευκής τρομοκρατίας», που ξέσπασε αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Σε αυτή τη συγκυρία, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ο μοναδικός μάρτυρας που ανήκε στο ΕΑΜ, ο Μιχάλης Κύρκος με την ιδιότητα του διευθυντή της εφημερίδας Μάχη. Ο Κύρκος επιχείρησε να δώσει απάντηση στους αντικομμουνιστές δημοσιογράφους, που στις καταθέσεις τους είχαν περιοριστεί στους «μάρτυρες» του δικού τους στρατοπέδου, καταγγέλλοντας και εκείνος τη συνεργασία με τον εχθρό ως «κρατικό έγκλημα», όχι μόνο εναντίον των Συμμάχων αλλά και εναντίον των Ελλήνων πατριωτών.
Ο Κύρκος είχε βέβαια επιλεγεί από τον Ειδικό Επίτροπο να εκπροσωπήσει το ΕΑΜ, όχι επειδή συμβόλιζε τον ριζοσπαστισμό και τις επαναστατικές βλέψεις του κινήματος, αλλά μάλλον γιατί, ως βουλευτής, διαδοχικά, των δύο αστικών κομμάτων (Φιλελευθέρων και Λαϊκού), κατά τον μεσοπόλεμο. εξέφραζε τη συνέχεια με το παλαιό πολιτικό σύστημα.39
Το ίδιο ίσχυε και για τον εκπρόσωπο των αναπήρων πολέμου του 1940-1941. Καταθέτοντας κυρίως στοιχεία σχετικά με τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αναπήρων πολέμου από τα Τάγματα Ασφαλείας στα αθηναϊκά νοσοκομεία, τον Νοέμβριο του 1943, ο μάρτυρας προσέθεσε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα που συνέδεε την αντίσταση με το «έπος της Αλβανίας».
Επιπλέον, η παρουσία ενός εκπροσώπου των αναπήρων «εθνομαρτύρων» προσέθετε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα της επίσημης αφήγησης, που σχηματιζόταν σιγά σιγά. Οι ανάπηροι του «Σωτηρία» και των άλλων νοσοκομείων είχαν χτυπηθεί από τα Τάγματα ως «κομμουνιστές» και είχαν ήδη ενταχθεί στο ηρωικό αφήγημα του εαμικού κινήματος. Από αυτή τη σκοπιά, επρόκειτο για μια απόπειρα οικειοποίησης αυτού του μνημονικού τύπου - στον βαθμό που το ΕΑΜ παρέμενε επισήμως αποκλεισμένο από την αίθουσα του δικαστηρίου.
Η «εθνικοποίηση» του μαρτυρίου των αναπήρων υπηρετούσε την ιδέα της ρήξης με ένα καθεστώς προδοτικό και καταπιεστικό, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια του εθνικού χρόνου.
Μάλιστα, η χρονική στιγμή που επελέγη για τις καταθέσεις της «Εθνικής Αντίστασης» ήταν συμβολική:
Μεταξύ 15 και 25 Μαρτίου. ημερομηνία λήξης της προθεσμίας κατάθεσης των όπλων για τον ΕΛΑΣ, και της εθνικής εορτής, αντίστοιχα.
Παραπομπές
1. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, εφημερίδες της 1ης Μαρτίου 1945.
2. Ελευθερία, 18 Μαρτίου 1945.
3. Ελευθερία. 20 και 22 Μαρτίου 1945. Εθνος 22 Μαρτίου 1945.
4. Ενδεικτικά, ο στρατηγός Πιναλίστρας ανέφερε, για τον Δ. Πολύζο (υπουργό Επισιτισμού της κυβέρνησης Τσολάκογλου για ενάμιση μήνα πως ήταν από τους καλύτερους αξιωματικούς, και ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι εκείνος ατιμάστηκε επειδή αποδέχτηκε τη γερμανική νίκη. Παρομοίως, ο Π. Κανελλόπουλος δήλωσε, για τους Ράλλη και Τσολάκογλου, ότι διέπραξαν σφάλμα και όχι προδοσία.
5. Βλ. αντιστοίχως: κατάθεση Βακαλόπουλου. Ελευθερία, 23 Μαρτίου 1945.και κατάθεση Γρηγορίου, Ελεύθερα 22 Μαρτίου 1945. Σχετικά με την κατάθεση του Μαγκριώτη για τον υπουργό Χατζημιχάλη βλ. Ελεύθερη Ελλάδα, 23 Μαρτίου 1945: «Οι “μάρτυρες κατηγορίας" εξυμνούν την πολιτική των εθνοπροδοτών».
6. Κατάθεση Τριανταφυλλόπουλου. καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ελευθερία 15 Μαρτίου 1945).
7. Κατάθεση Πέππα (Ριζοσπάστης. 20 Μαρτίου 1945. Εμπρός. Ελευθερία. 21 Μαρτίου).
8. Τόνυ Τζαντ. «The past is another rountry: Myth and Memory in Postwar Europe», στο Dear. GftO&i JuDT. The Mitics of Ketrijutton. 6. π, σ. 293-323. αυτό στη σ. 296.298. από την εισαγωγή του Istvan Στο ίδιο. σ. 6.
9. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, Ελευθερία. 28 Φεβρουαρίου 1945.
10. Κατάθεση θ. Σοφούλη. Ελεύθερη Ελλάδα. Ριζοσπάστης. 5 Μαρτίου 1945.
11. Αυτόθι.
12. Ριζοσπάστης. 2 Μαρτίου 1945.
13. Οι θέσεις αυτές, μόλις δημοσιοποιήθηκαν, προκάλεσαν την έκπληξη των οπαδών του. Ορισμένοι από τους οποίους, μάλιστα, τον αποκήρυξαν. Σχετικά με την επανόρθωση της δήλωσής του. βλ. Καθημερινή. 4 Μαρτίου 1945. σ. 3. Πρβλ. έναν άλλο διάλογο με τον I. Ράλλη όπου ο τελευταίος ρωτά τον Σοφούλη αν είχε ζητήσει ο ίδιος από τους Γερμανούς να τον διορίσουν πρωθυπουργό της κυβέρνησης, και ο Σοφούλης τού απαντά ότι εξ όσων γνωρίζει, εκείνος δίσταζε, και ότι μόνο εφόσον οι Γερμανοί δέχονταν τους όρους του θα δεχόταν, με τη σειρά του. να σχημάτισα κυβέρνηση (Ελεύθερη Ελλάδα. 3 Μαρτίου 1945.σ. 3).
14. Βλ. παραπάνω, κεφ. 1.
15. Ελευθερία, Εμπρός, 16 Μαρτίου 1945.
16. Καθηγητής Μπαλής. Ελευθερία. Ελεύθερη Ελλάδα. Έθνος.& Απριλίου 1945· επιπλέον, ο όρος «Γερμανοί» που υπογράμμιζα τον εξωγενή χαρακτήρα των βιαιοπραγιών, προτιμάται σαφώς έναντι του όρου «ναζί», που έχει πολιτική συνδήλωση
17. Καταγράφουμε μια εν παρόδω αναφορά στην κατάθεση του δημοσιογράφου Αχιλλέα Κύρου, και άλλη μία του Μιχάλη Κύρκου, κατάθεση ωστόσο η οποία διεκόπη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, με τη δικαιολογία ότι ήταν εκτός θέματος (πρβλ. Ελευθερία. 7 Μαρτίου 1945 και Ριζοσπάστης, 27 Μαρτίου 1945).
18. Οι καταθέσεις Σοφούλη (ο.π.) και Κύρου (ο.π.) είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές· πόσο μάλλον αφού και οι δύο προερχόμενοι από διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα (φιλελεύθερος ο ένας, βασιλικός ο άλλος), είχαν ήδη περάσει στην «γκρίζα ζώνη» του αντικομμουνισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
19. Ελευθερία. 16 Μαρτίου 1945.
20. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που παραθέτει η εφημερίδα Εμπρός, στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 1945, ανάμεσα στον Θ. Τσάτσο και τον συνήγορο υπεράσπισης Ν. Κλαπέα. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του Τσάτσου-και πάλι σχετικά με την αρπαγή τροφίμων από τους Γερμανούς τον χειμώνα της μεγάλης πείνας στην Αθήνα-, ο συνήγορος υπεράσπισης δηλώνει: «Δεν τολμούσαμε να ομιλήσωμεν ενώπιον των Γερμανών». «Με συγχωρείτε, ομιλούσαμε», απαντά οΤσάτσος «Πώς;» ρωτάει ο συνήγορος. Απαντά ο Τσάτσος: «Εγώ πρώτος ήμουν επικεφαλής αντιγερμανικής διαδηλώσεως εις την οποίαν σκοτώθηκαν άνθρωποι. Είναι ντροπή να λέμε πως δεν είχαμε το θάρρος να αντισταθούμε ας τους εχθρούς». «Μη μου λέτε εμέναν ντροπή, γιατί αν εσείς ήσαστε επικεφαλής τότε ήμουν κι εγώ εις την διαδήλωσιν». «Τότε διατί αποκρύπτετε το γεγονός;»
21. Ο Κόλλιας εμφανίστηκε συμβολικά ως Κυβερνητικός Επίτροπος στη πρώτη δίκη αυτής της σειράς (ΕΔΔΑ/Βιβλίο Αποφάσεων 13Α)/1/1945. Δίκη υπ' αριθ. 6).
22. ΕΔΔ Α/ΒΑ/1/1945. δίκες υπ' αριθ. Ζ 6.10.1ZU 15. 16.18.19. 22.23.26. Δύο δίκες(υπ' αριθ. 17.21 αναβλήθηκαν.
23 Πρόκειται για τις δίκες Έξαρχου και Μανδηλάρη. βλ. παρακάτω.
24. ΕΔΛΑ/ΒΑ/Ι/1945. αποφάσεις υπ’ αριθ. 16 και 26. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή.
25. Σε όλες τις περιπτώσεις, εξαιρούμενου του Εξαρχου, α πράκτορες της Γκεστάπο αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιείκεια, και καταδικάστηκαν σε κάθειρξη από δεκαπέντε έως είκοσι χρόνια. Η Α.Χασκ… τριάντα δύο ετών κάτοικος Πειραιά. Ελληνίδα, φανατική οπαδός του Χίτλερ, έλαβε δέκα μήνες χωρίς αναστολή για τις επιδεικτικά φιλοναζιστικές απόψεις της (δίκη υπ' αρώ. 23). Το ότι οι Έλληνες και οι ξένοι κρίνονταν με δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι προφανές αν συγκρίνουμε αυτή την ποινή με εκείνες της προηγούμενης υποσημείωσης που αφορούσαν ανάλογες υποθέσεις Ομοίως ο μεγάλος αριθμός γυναικών (έξι από τους δεκατέσσερις) υποδεικνύει επίσης μεροληπτική αντιμετώπιση 0 Π. Μαστρ.., κατηγορούμενος ως καταδότης πατριωτών αθωώθηκε, ενώ στην ίδια δίκη η σύζυγός του. Δ. Μαστρ., και η φίλη της Σ. Λιβ, καταδικάστηκαν σε έξι χρόνια φυλάκιση για κατάδοση μελών του συμμαχικού δικτύου κατασκόπων (δίκη υπ' αριθ. 18).
26. Σχετικά με τη γαλλική διάκριση βλ. Philippe Burk, La derive fascisie: IJoriot. DM. U&gery 1933-1944. LeSeuil Παρίσι 1988. Για την κατηγορία ποίηση βλ. \4femer to.CS. Vwreavec Vennem. Laffont. Παρίσι Ι981.σ. 70-118 (για το συγκεκριμένο, σ. 73κ.ε.Χ
27. Ενδεικτικά, ο Τσιρονίκος χαρακτηρίστηκε αδίστακτος καιροσκόπος» από τον Μαγκριώτη και τον Πέππα. Ο Γκοτζαμάνης χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνος» από τον Κανελλόπουλο και τον Ταβουλάρη. Και «χείριστος όλων» από τον Σοφούλη
28. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
29. Αυτόθι
30. Κατάθεση Πηνιάτογλου. Καθημερινή, Εμπρός. Ριζοσπάστης. 17 Μαρτίου. Σχετικά με τη «Δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη» (ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ Αίμα, Η δίκη οπ.π).έκδοση για την οποία υπεύθυνος ήταν πιθανόν ο Κύρου. βλ. πιο πάνω. κες>. 2.4.
31. Βλ. παρακάτω, κεςι 6.3.1.
32. 0 Κόκκας κάνει επίσης λόγο σχετικά στην κατάθεσή του. πρβλ. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
33. Βλ. σχετικά Χρ. Χατζηιωσήφ. «Η ελληνική οικονομία. πεδίο μάχης και αντίστασης», στο ΙΕΕΑ. ό.π, τ. Γ2, σ. 181-217.
34. Αυτόθι: Γ. Μαρής, Γ. Μερκαύρης. Γ. Νταλασγιώργης. Γ. Ράλλης. Γ. Ζωγράφος. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες εκείνης της υπόθεσης μοιάζουν να έχουν χαθεί.
35. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 ήταν ως επί το πλείστον έντυπα του παράνομου Τύπου. 0 Σύνδεσμος Λιθογράφων και Συντακτών του Παράνομου Τύπου συστάθηκε αμέσως τον Οκτώβριο του 1944.
36. Κατάθεση Κόκκα, ό.π. Υπάρχει κενό στις έρευνες σχετικά με τον ελληνικό Τύπο της εποχής. Το βέβαιο είναι ότι πολλές εφημερίδες, επωφελούμενες των όρων της Βάρκιζας για την ελευθερία του Τόπου, επανεμφανίστηκαν αμέσως μετά: στις 29 Ιανουαρίου το Έθνος, που η κυκλοφορία του είχε διακοπεί στην Κατοχή, και μετά ξανά, με τον στρατιωτικό νόμο· στα μέσα Φεβρουάριου το Εμπρός, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία του από το 1928- ομοίως και η Καθημερινή, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία της αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Λίγο αργότερα οι εφημερίδες του Δ. Λαμπράκη (Τα Νέα. Το Βήμα) τροποποίησαν ελαφρώς την ονομασία τους, και επανεμφανίστηκαν με μετριοπαθή φιλοβασιλική γραμμή στις αρχές Μαΐου 1945. Η δραστική έρευνα για τους δεκατρείς δημοσιογράφους που είχαν αποπεμφθεί από την Ένωση Συντακτών Αθηνών και Πειραιώς άρχισε δύο εβδομάδες αργότερα. πρβλ. Ελευθερία. Ριζοσπάστης, 3 Απριλίου J945.
37. 0 Κύρκος. διευθυντής της Μάχης. έγινε λίγο αργότερα διευθυντής της επίσημης εφημερίδας του ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα. Σχετικά με την κατάθεσή του. πρβλ. Καθημερινή. Ριζοσπάστης. 24 Μαρτίου.
Τούτο είχε το πλεονέκτημα ότι προέτασσε μια ενιαία ιδέα του έθνους, που υπέμενε καρτερικά τις συνέπειες του πολέμου. Κάθε μάρτυρας συνέβαλε στο να εμπεδωθεί και να αναδειχθεί η σημασία των καταστροφών. των λεηλασιών και των ανθρώπινων απωλειών. Επρόκειτο. όμως, κυρίως για γενικούς απολογισμούς που δεν υπεισέρχονταν στις εσωτερικές συγκρούσεις ούτε στην πολιτική, εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα των θυμάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, α μάρτυρες αναφέρθηκαν ρητά στους 25.000 Έλληνες που είχαν εκτελεστεί. ή στους 30.000 εργάτες που είχαν σταλεί στη Γερμανία, αλλά όχι και στους 50.000 Έλληνες Εβραίους που είχαν εκτοπιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής.1
Τέτοια απολογισμοί αποσκοπούσαν στην κατασκευή μιας συναινετικής αφήγησης ευρείας αποδοχής που ανήκε τις θυσίες του ελληνικού λαού σε εθνικό κεφάλαιο στα διεθνή φόρα, ούτως ώστε το έθνος να διεκδικήσει νομίμως και επί ίσοις όροις τη θέση του «στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών της αντιφασιστικής συμμαχίας». Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν τα στοιχεία που αφορούσαν το κόστος του πολέμου και της Κατοχής όπως παρουσιάστηκαν από τους ανώτερους αξιωματούχους της Δημόσιας Διοίκησης.
Ο Αθ. Σμπαρούνης υπουργός Οικονομικών, έκανε τον πρώτο απολογισμό της «καταλήστευσης του εθνικού πλούτου» στην Κατοχή, και κατέθεσε συγκριτικά στοιχεία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 2
Ο διευθυντής του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτίμησε τις απώλειες των κρατικών ταμείων σε 9.800.000 χρυσές λίρες (εκ των οποίων. 7.300.000 για τις δαπάνες Κατοχής και 2.500.000 για τα δημόσια έργα). Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος εκτίμησε ότι οι δαπάνες Κατοχής ανέρχονταν σε 7.800.000 χρυσές λίρες. 3
Αυτή η αφήγηση της εθνικής θυσίας έγινε το βάθρο επί του οποίου στήθηκε η επίσημη μνήμη του «αντιφασιστικού έθνους».
Η χρήση της ποινικής διαδικασίας αποσκοπούσε στην καταδίκη και τον στιγματισμό των κατοχικών κυβερνήσεων ως ενόχων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν προκειμένου να αποκλειστούν άπαξ διά παντός από την πολιτική ζωή του τόπου.
Ωστόσο, ήδη από την εξέταση ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας, αυτή η ιδέα υπονομεύθηκε: πρώτα απ’ όλα επειδή ελλείψει διοικητικής εκκαθάρισης, οι γενικοί γραμματείς και τα λοιπά ανώτερα διοικητικά στελέχη υπουργείων, που κλήθηκαν να καταθέσουν, είχαν διατελέσει υφιστάμενοι των κατηγορουμένων και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να θεωρηθούν δυνάμει «συνεργοί». Κατά συνέπεια, δεν ήταν διόλου παράδοξο που αυτοί ακριβώς οι μάρτυρες κατηγορίας έσπευδαν να βρουν ελαφρυντικά για τους κατηγορουμένους.
Στα θετικά σχόλια για την ηθική ακεραιότητα των δοσιλόγων υπουργών, 4 που είχαν διατυπωθεί από την αρχή, έρχονταν πλέον να προστεθούν οι επιβεβαιώσεις των μαρτύρων για τον πατριωτισμό τους. Επαναλαμβάνοντας τις επίσημες περιγραφές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. σύμφωνα με τις οποίες εκείνα είχαν αναλάβει να αποκαταστήσουν την τάξη στη λεηλατούμενη από τους κομμουνιστές ύπαιθρο.
O διευθυντής του Υπουργείου Εφοδιασμού έκανε λόγο για την υπεράνθρωπη προσπάθεια του Ράλλη (και του Πειρουνάκη) να ανεφοδιάσουν τις πόλεις, έστω και αν αυτή η προσπάθεια εντέλει δεν ευοδώθηκε. Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος διαβεβαίωσε ότι ο -δικαζόμενος ερήμην - πρώην υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης είχε ευσυνείδητα, αλλά επί ματαίω. επιχειρήσει να αναταχθεί στις λεηλασίες τροφίμων και φαρμάκων.
Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, εξάλλου, ανακάλεσε τη θλίψη του Γκοτζαμάνη. όταν κατασχέθηκαν τα αποθέματα καπνών από τους κατακτητές. 5
Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τον «τυπικό» χαρακτήρα του εγκλήματος του δοσιλογισμού οι μαρτυρίες των πολιτικών συνέκλιναν στο ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις παρείχαν στους κατακτητές μια νομιμοποίηση την οποία θα στερούνταν αν είχαν διορίσει απευθείας έναν «γκαουλάιτερ». 6
Τα στελέχη της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας, ωστόσο. είχαν άλλη άποψη: με αφορμή την αρπαγή ειδών πρώτης ανάγκης (χιλιάδες τόνους σιτάρι, ρύζι, κάρβουνο, λίπος, κλπ.) από τις αποθήκες του Πειραιά, και της κατάσχεσης 120.000 τόνων καπνού, ο γενικός διευθυντής της φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση αν οι κυβερνήσεις είχαν συνειδητά βοηθήσει τον εχθρό, επιφυλασσόμενος και αυτός, μέχρι την απόφαση του δικαστηρίου. Στη συνέχεια, συμπλήρωσε ότι οι Γερμανοί ασκούσαν απερίγραπτη βία και δεν άφηναν πολλά περιθώρια ελιγμών. Στην ερώτηση του Επιτρόπου αν εκείνος θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο, ο μάρτυς απάντησε καταφατικά.7
Η βία των Ταγμάτων Ασφαλείας
Οπως παρατήρησε ο ιστορικός Τόνι Τζαντ, το μοτίβο της βίας που υποκινείται έξωθεν, από τον κατακτητή (occupier-driven violence), αποτέλεσε τον ικανό παρονομαστή όλων των επίσημων εθνικών αφηγήσεων των ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με την περίοδο κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα. 8
Έτσι και στην Ελλάδα, η γερμανική ναζιστική βία έγινε ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε το νέο εθνικό αφήγημα Οι μάρτυρες καταδίκασαν σε όλους τους τόνους τη βία που άσκησαν οι κατακτητές, χωρίς ωστόσο να την κατονομάσουν, να την ορίσουν ή να τη περιγράφουν- την επικαλούνταν γενικώς και αορίστως. χωρίς να παραπέμπουν στους υπευθύνους ή στις συγκεκριμένες πράξεις διά των οποίων είχε εκφραστεί αυτή η βία.
Τούτο έγινε σαφέστερο, όταν η συζήτηση έθιξε το θέμα της εμφύλιας βίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στην πλειονότητά τους, οι μάρτυρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κατηγορία σύμφωνα με την οποία η τελευταία κατοχική κυβέρνηση είχε θέσει τα Τάγματα Ασφαλείας στην υπηρεσία των κατακτητών. προκαλώντας έτσι εμφύλιο πόλεμο:
«- "Οταν έδημιουργήθησαν τα τάγματα υπήρχαν πολλές οργανώσεις αντιστάσεως. Μεταξύ αυτών ό ΕΔΕΣ καί ή ΕΚΚΑ. (...) Ξέρω λοιπόν ότι τα τάγματα ουδέποτε συνεγκρούσθησαν με τάς οργανώσεις αυτάς. Επομένως έγιναν διά νά κτυπήσουν τόν ΕΛΑΣ καί όχι διά νά έξυπηρετήσουν τόν εχθρόν». 9
«- Είναι γνωστός ό σκοπός των ταγμάτων. Έγιναν διά νά κτυπήσουν τα δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά τής ιδρύσεώς των ή κυβέρνησις θέλησε νά διασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν». 10
Τέτοιες δηλώσεις, που απηχούσαν ευθέως τις απόψεις και την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, σύντομα επέσυραν τη μήνιν όχι μόνο του εαμικού Τύπου, αλλά και της ευρύτερης δημοκρατικής κοινής γνώμης. Οι θηριωδίες των Ταγμάτων Ασφαλείας εις βάρος του άμαχου πληθυσμού αποσιωπήθηκαν - και οι σιωπές ήταν, συχνά, σκανδαλωδώς εύγλωττες.
Σε αυτό το σημείο, η κατάθεση του ιστορικού ηγέτη των φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν αποκαλυπτική. Οπως είδαμε παραπάνω, ο Θ. Τσάτσος, πρώην μέλος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ανέφερε ότι ο Σοφούλης είχε ζητήσει από τον άλλη την «ένταξη» βενιζελικών αξιωματικών στα Τάγματα Ασφαλείας.
Δύο μέρες αργότερα. ο Σοφούλης δεν δίστασε να αναλάβει πλήρως την ευθύνη της πολιτείας του επί Κατοχής.
Η κατάθεση Σοφούλη συνεχίστηκε ως εξής :
«Πρόεδρος τού δικαστηρίου: - Τά τάγματα ετέθησαν όμως υπό τάς διαταγάς των Γερμανών.
Σοφούλης: - Δεν τό γνωρίζω.
Πρόεδρος: - Τα τάγματα. κατευθυνόμενα υπό των Γερμανών ήτο δυνατόν νά προβούν εις έργα αντίθετα των εθνικών συμφερόντων;
Σοφούλης: - Δεν τό πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι θά υπήρχε ΄Ελλην που θα ετίθετο με τό πλευρόν των Γερμανών». 11
Σε αυτό το σημείο, ο Ειδικός Επίτροπος διάβασε στο δικαστήριο την υπ’ αριθ. 44/1943 διαταγή του υπουργού Εσωτερικών της κατοχικής κυβέρνησης Αν. Ταβουλάρη. όπου ανακοινωνόταν η ανάληψη της διοίκησης των Ταγμάτων από τον Γερμανό αξιωματικό Στρόοπ, ως επικεφαλής του αγώνα εναντίον των κομμουνιστικών συμμοριών και των σαμποτάζ. Ο Σοφούλης τότε ανταπάντησε: «Πρώτη φορά λαμβάνω γνώσιν αυτών!»
Ωστόσο, λίγο αργότερα κατά τη συνομιλία του με τον Ράλλη θα φανεί πως ο γηραιός πολιτικός ήξερε περισσότερα από όσα παραδεχόταν:
«Ράλλης: - Σάς επισκέφθηκε ό διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος κύριε Σοφούλη;
Σοφούλης: - Τόν έκάλεσα εγώ. Μου έκαναν παράπονα από τους συνοικισμούς καί τού επέστησα την προσοχήν.
Ράλλης : Τον γνωρίζατε. Διατί ό διακεκριμένος αυτός αξιωματικός ανήκε στην παράταξη σας
Σοφούλης : - "Οχι. δέν τόν γνωρίζω. Συμμετείχαν όμως εις τά Τάγματα Ασφαλείας πολλά διακεκριμένα τού κόμματός μου αξιωματικοί» 12.
Παρόλο που με αυτές τις δηλώσεις ο Σοφούλης υποστήριζε σαφώς τον ένοπλο δοσιλογισμό. την επομένη προέβη σε επανορθωτική δήλωση, διαβεβαιώνοντας πως καταδίκαζε «την ανάληψη κυβερνητικής εξουσίας κατά την κατοχή». 13
Ο χαρακτηρισμός του δοσιλογισμού ως τυπικού εγκλήματος επέτρεψε στους πάντες να τον καταδικάσουν σε όλους τους τόνους εξίσου τυπικά. τύποις. Επρόκειτο για μια καταδίκη που βασιζόταν στην αντικομμουνιστική πολιτική ηθική του δοσιλογισμού.
Θεμέλιος λίθος αυτής της ηθικής ήταν μια εκδοχή της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ότι μπορεί κανείς να υποστηρίζει ένα πράγμα και το αντίθετό του, ότι είναι ηθικό, π.χ, να ράβεις καινούργια στολή και μέσα σε μια νύχια, να μεταμορφώνεσαι από όργανο του ναζισμού σε φέρελπι εδεσίτη 14 και πάνω απ’ όλα ότι είναι νόμιμο να παρουσιάζεις τους αντιπάλους σου ως αιμοδιψείς δολοφόνους.
Από αυτή τη σκοπιά, η εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπορούσε να εμφανίζεται ως «ατυχής» εκτροπή από τον εθνικό αγώνα για την απελευθέρωση, ως ένα ατύχημα, μια πανουργία της ιστορίας ή ακόμα χειρότερα, των κομμουνιστών.
Ο Παπανδρέου αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά ο αρμοδιότερος και ικανότερος να κατονομάσει τους υπευθύνους αυτού του «ατυχήματος»:
«Τά Τάγματα Ασφαλείας δεν συγκροτήθηκαν ούτε κατά τό πρώτον ούτε κατά τό δεύτερον έτος τής δουλείας, αλλά κατά τό τρίτον, οπότε ψυχολογικώς κατέστησεν τούτο ευχερές ή προηγηθείσα τρομοκρατία τού κομμουνιστικού κόμματος. Τά τάγματα ενίσχυσαν τό ηθικό των Εαμικών γιατί έδωσαν την εντύπωσιν πώς υπήρχαν δύο μέτωπα: τό Εαμικό θεωρούμενον ως ελληνικών και τό άλλο τό συνεργαζόμενον με τόν κατακτητήν. Έδημιουργείτο ούτως η δυνατότης μονοπωλήσεως τού εθνικού αγώνος υπό τού ΕAM ». 15
Στον πυρήνα αυτής της αφήγησης βρίσκεται η άρνηση της εσωτερικής σύγκρουσης. Το ενωμένο αγωνιζόμενο έθνος μαρτύρησε από εξωτερικές δυνάμεις. Οι θηριωδίες των μαζικών αντιποίνων ήταν έργο των Γερμανών· τα Τάγματα Ασφαλείας ενεπλάκησαν απλώς επειδή κάποιοι εξετράπησαν από τους αρχικούς τους στόχους· τα «δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ» εκτροχιάστηκαν πρώτα, έπειτα μπήκαν στη μέση οι Γερμανοί, και όλα πήγαν στραβά. 16
Οι περισσότερα μάρτυρες έτειναν να διακρίνουν σαφώς τις ναζιστικές θηριωδίες από τη βία που ασκούσε ο δοσιλογικός μηχανισμός. Η φρίκη των μπλόκων και οι βασανισμοί πατριωτών αναφέρονταν σπανίως μεταξύ των μαρτυρίων που υπόμεινε το έθνος, ή αποδίδονταν εξ ολοκλήρου στους Γερμανούς. Οι περιγραφές της άμεσης εμπλοκής των εγχώριων δυνάμεων της τάξης ήταν ελάχιστες. 17
Αντιθέτως, η απόδοση της ευθύνης της σύγκρουσης στην «κομμουνιστική βία» κατέστη σαφής από το πλήθος των σχετικών αναφορών και την ακρίβεια των περιγραφών. Με αυτό τον τρόπο προωθήθηκε μια προσέγγιση που θεωρούσε τους δύο πόλους της εσωτερικής σύγκρουσης εξωτερικούς ως προς το έθνος.
Η ταύτιση του ενός πόλου με τον γερμανικό ναζισμό και του άλλου με τον σλαβοκομμουνισμό είχε τις ρίζες της στις γεωστρατηγικές αντιλήψεις του μεσοπολέμου, και τις ενέγραφε στις υπό διαμόρφωση διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του τέλους της «παράθεσης» της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. 18
Αφ’ ης στιγμής αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου η πραγματική εμπειρία του «αγωνιζόμενου έθνους», δεν απέμενε, για να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτήρας της εμφύλιας σύγκρουσης, παρά να αναχθεί συνολικά η εμπειρία της Κατοχής στο εξωτερικό ως προς το έθνος δίπολο Σύμμαχοι-δυνάμεις του Άξονα. Έτσι, με το να παραλείπεται η πραγματική ιστορική εμπειρία του διχασμού και της σύγκρουσης, κατασκευαζόταν μια υπερβατική ενότητα και μια επίπλαστη συνέχεια, που ταύτιζαν το έθνος με τη συνέχεια των κρατικών, στρατιωτικών και διοικητικών μηχανισμών.
Οι δοσίλογοι κυβερνώντες δεν κρίνονταν, πλέον, τόσο ως υπεύθυνοι εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά μάλλον ως συνεργοί ή κακοί διαχειριστές μιας βίας που ερχόταν από κάπου αλλού, από «έξω».
Στη» αντιπαράθεση Παπανδρέου-Ράλλη, που εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικοπολιτικών μπλοκ της αντίστασης και του δοσιλογισμού αξιολογήθηκε ως ήσσονος σημασίας. Η σκηνή αποκαλυπτική, θύμιζε μάλλον κοινοβουλευτική συζήτηση απολογισμού κυβερνητικών πεπραγμένων παρά αντιπαράθεση σε δικαστήριο. Μιλώντας απλώς με την ιδιότητα των πρώην πρωθυπουργών, οι δύο πολιτικοί έριζαν για τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τα δύο διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα, τις ένοπλες δυνάμεις του δοσιλογικού κράτους.
«Ράλλης: - Κύριε Παπανδρέου, είμαι σε θέση νά διαβεβαιώσω ότι και πριν τού κινήματος τού Δεκεμβρίου Ικανός αριθμός ανδρών των Ταγμάτων ωπλίσθη και ετάχθη εις διάφορα σώματα με τά όποια και επολέμησεν εναντίον τού ΕΛΑΣ.
Παπανδρέου: - Δυνατόν, υπό τό κράτος συγχύσεως νά συνέβησαν τέτοια περιστατικά. Ήτο μία παράβαση βασικής αρχής την οποίαν και ό Σκόμπυ διεκήρυξεν διά την μη χρησιμοποίησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ράλλης:- Είχα την αφέλειαν νά σχηματίσω παρά την επιθυμίαν τον Γερμανών τά Τάγματα. Αλλά ή δική σας αφέλεια νά συνωμοτήσετε με το Ε.Α.Μ ήτο ολιγωτέρα από τη ιδική μου;
Παπανδρέου: - Ή δική μου αφέλεια συνεργαζομένου με τό ΕΑΜ, ήτο νά άνοιχθούναι οι πύλαι τής Ελλάδος και νά έλθη ή νομιμότητα εις την χώραν την 18ην 'Οκτωβρίου». 19
Η Απελευθέρωση παρουσιαζόταν έτσι ως διαδικασία παραλαβής-παράδοσης της κυβερνητικής εξουσίας.
Η πολιτική αρετή ταυτιζόταν με την ικανότητα αποτροπής ενός «κενού εξουσίας», το οποίο θα άφηνε το κράτος στο έλεος των δυνάμεων που απειλούσαν την κυριαρχία του παλαιού πολιτικού κόσμου.
Καθώς η επιθυμία να κλείσει οριστικά αυτό το επαναστατικό επεισόδιο αποτελούσε εξαρχής τον κοινό τους τόπο, ο μαζικός κοινωνικός χαρακτήρας της σύγκρουσης που έλαβε χώρα κατά την Κατοχή ξεθώριαζε, υποχωρούσε, γινόταν εξωτερικός ως προς το έθνος, περιττός. Μ ε αυτό τον τρόπο, το στρατόπεδο της «νομιμότητας» οριζόταν, εντέλει, αποκλειστικά στη βάση του «Συμμαχικού Αγώνος», μίας ακόμα εξωτερικής, ως προς την εσωτερική πολιτική και κοινωνική σύγκρουση παραμέτρου.
Ο κρατικός μηχανισμός ως πολιορκημένο φρούριο
Οπως είδαμε, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αντίσταση και τον δοσιλογισμό σιγά σιγά ατονούσε ή περνούσε σε δεύτερο πλάνο, από τις πρώτες κιόλας αντιπαραθέσεις των δύο πλευρών.
Μια άλλη πτυχή της παράλειψης του αντιστασιακού βιώματος ήταν η τάση να γίνεται αναφορά, σχεδόν αποκλειστικά, στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, στο διάστημα 1941-1943, πριν ακόμα καταστεί σαφής η υπεροχή του ΕΑΜ έναντι των άλλων οργανώσεων.20
Ωστόσο, η συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως εμπειρία ενός μαζικού κινήματος δεν ήταν δυνατό να αποκλειστεί παντελώς από την ακροαματική διαδικασία.
Όσα μέτρα προστασίας και αν είχαν ληφθεί η αίθουσα του δικαστηρίου δεν μπορούσε να διαχωριστεί με στεγανά από τα όσα λέγονταν ή συνέβαιναν στους υπόλοιπους τομείς του δημόσιου βίου.
Ο δικαστικός μηχανισμός έκανε προσεκτική επιλογή, ώστε να εντάξει αυτό το βίωμα σε νέα ερμηνευτικά πλαίσια Έτσι, δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της δίκης ιδρύθηκε το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων της Αθήνας, το οποίο προώθησε αμέσως μια σειρά «αμιγώς εγκληματικών» υποθέσεων τις οποίες είχε ανακοινώσει ο προϊστάμενος Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κ. Κόλλιας.21
Οι πρώτοι δεκαεπτά κατηγορούμενοι αυτής της σειράς δικάστηκαν παράλληλα με την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων. 22
Σε πρώτη φάση, στις αρχές Μαρτίου, δικάστηκαν δύο διαβόητοι πράκτορες και βασανιστές των Ες Ες και της Γκεστάπο.23
Η πρόθεση να αναδειχθούν κυρίως -αν όχι αποκλειστικά - οι αγριότητες που διαπράχθηκαν με εντολή ή υποκίνηση των καταχτητών κατέστη εμφανέστερη στις υποθέσεις που κρίθηκαν από το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου. Έτσι, με μια γρήγορη επιλογή από τις δικογραφίες που είχαν καταρτιστεί το φθινόπωρο, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων της Αθήνας δίκασε μια Γερμανίδα παντρεμένη με Έλληνα που είχε εργαστεί ως διερμηνέας στο γερμανικό Αρχηγείο, καθώς και έναν ιδιοκτήτη ταβέρνας ιταλικής καταγωγής που είχε εκφράσει δημοσίως φιλοφασιστικές απόψεις.24
Μεταξύ των λοιπών κατηγορουμένων αυτής της πρώτης σειράς, βρίσκουμε ακόμα δύο πράκτορες της Γκεστάπο και δύο διερμηνείς που εργάζονταν για τον εχθρό. Οι τελευταία, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενα αυτής της πρώτης σειράς, διώχθηκαν είτε επειδή είχαν εκφραστεί ανοιχτά υπέρ του Άξονα είτε επειδή είχαν καταδώσει μέλη των δικτύων κατασκοπίας των Βρετανών και της κυβέρνησης του Καΐρου.25
Η βασική διάκριση μεταξύ συνεργασίας με ή χωρίς πρόθεση προδοσίας, που είχε δοκιμαστεί στη δίκη των κυβερνήσεων, βρήκε το αντίστοιχό της όσον αφορά τον δικαστικό χειρισμό των δικογραφιών, στη διάκριση των δοσιλόγων σε συνειδητούς ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του φασισμού και της συνεργασίας με τον εχθρό, και «ουδέτερους» ή de factο συνεργάτες που είχαν τεθεί εκ της θέσεως τους, και χωρίς εντέλει να το επιδιώξουν, στην υπηρεσία του εχθρού (πρβλ. την αντίστοιχη διάκριση ανάμεσα σε «collaborationnistes» και «collaborateurs» στη Γαλλία). 26
Αυτή η διάκριση επρόκειτο να βρει το αντίστοιχό της και στη διάκριση ανάμεσα σε μια αντίσταση «εθνική» και μια πολιτικοποιημένη, απομακρυσμένη από τους αρχικούς, αγνούς πατριωτικούς της στόχους.
Έτσι, οι μάρτυρες προέβησαν συχνά σε «αποκαλύψεις» σχετικά με συνειδητούς δοσιλόγους - καπνεμπόρους ή καπνοβιομήχανους που στόχευαν στα κέρδη από τις πωλήσεις στο Τρίτο Ράιχ, ή ναζιστικές ομάδες που προετοίμαζαν ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο θα πολεμούσε στο πλευρό των ναζί στο ανατολικό μέτωπο.
Με άλλα λόγια, ο κρατικός μηχανισμός παρουσιαζόταν σαν πολιορκημένο οχυρό, και η ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της λειτουργίας του ως το μοναδικό καθήκον των δημόσιων λειτουργών, προκειμένου να αποκρουστούν όσοι επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν τις ανώμαλες συνθήκες.28
Η νόμιμη συνέχεια του έθνους ερχόταν, έτσι, να ταυτιστεί με τη συνέχεια των διοικητικών του μηχανισμών.
Οι μάρτυρες που συνδέονταν με τις δυνάμεις της Αντίστασης ήταν ριζικά αντίθετοι με τα πιο πάνω επιχειρήματα.
Πρώτα απ’ όλα, ανέτρεψαν το επιχείρημα της «ασπίδας», με τον ισχυρισμό ότι κάθε κυβέρνηση στην κατεχόμενη χώρα σφετεριζόταν εκ των προτέρων την εξουσία της νόμιμης κυβέρνησης η οποία συνέχιζε, από τη Μέση Ανατολή, να αγωνίζεται στο πλευρό των Συμμάχων.
Έτσι, συμπλήρωναν το σχήμα που εμφάνιζε το κράτος ως πολιορκημένο οχυρό με ένα άλλα που εμφάνιζε τις κατοχικές κυβερνήσεις σαν «καρκίνωμα» στον εθνικό κορμό.
Στο ίδιο πλαίσιο, κάποιοι καταδίκασαν επιτέλους τα Τάγματα Ασφαλείας ως σώματα που βοηθούσαν την πολεμική προσπάθεια του εχθρού. Εννοείται πως ο τόνος ποίκιλλε, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του κάθε μάρτυρα. Πιο συγκρατημένος, ο Λάζαρος Πηνιάτογλου, συντάκτης της παράνομης φιλοβασιλικής εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα, επανέλαβε στην κατάθεσή του το μοτίβο περί συνεργασίας με τον εχθρό ελλείψει άλλης επιλογής, συνδέοντάς το με εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν παρά τις αρχικές προθέσεις που είχαν οδηγήσει στην ίδρυση των Ταγμάτων.
Από την άλλη, ο Αχιλλέας Κύρου, πολιτικός αναλυτής στην ίδια εφημερίδα, και πιθανότατα εμπνευστής του εντύπου Η δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη έναν χρόνο νωρίτερα, προχώρησε πολύ περισσότερο. 30
Αναφερόμενος στις ιδιωτικές συνομιλίες του με τον βασιλιά την παραμονή της συνθηκολόγησης των στρατηγών, δήλωσε ότι ο αρχηγός του κράτους ήταν κατηγορηματικά αντίθετος προς κάθε τέτοια προοπτική. Περιγράφοντας την ανάμειξή του στο αντιστασιακό κίνημα, ο μάρτυρας καταλόγισε στον Ράλλη την πλήρη σύνταξή του με τον κατακτητή.
Στη συνέχεια, παρουσίασε τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας με τα μελανότερα χρώματα, και περιέγραψε λεπτομερώς πώς δρούσαν από κοινού και σε απόλυτη συμφωνία με την Ειδική Ασφάλεια 31 και τους Γερμανούς.
Για να ενισχύσει τα λεγόμενά του, μάλιστα, αναφέρθηκε και στις διώξεις Ελλήνων από τα Τάγματα, παραλείποντας, βέβαια, τις απηνείς διώξεις των εαμικών και περιορίζοντας την κατάθεσή του στην εξιστόρηση της εξάρθρωσης ενός βρετανικού κατασκοπευτικού δικτύου, τα μέλη του οποίου είχαν παραδοθεί στους κατακτητές και είχαν εκτελεστεί λίγο αργότερα. 32
Τέλος, σχετικά με την κερδοσκοπία με τις χρυσές λίρες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, κατήγγειλε το λεγόμενο «σκάνδαλο των Πέντε Γιώργηδων», που είχε ήδη αποκαλυφθεί επί Κατοχής. 33
Όταν το δικαστήριο του ζήτησε διευκρινίσεις, εκείνος προτίμησε να υπεκφύγει, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι αρνούνταν να καταθέσει την προσωπική του άποψη ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Δέχτηκε, ωστόσο, να αποκαλύψει τα επώνυμα των πέντε κερδοσκόπων μεταξύ των οποίων και εκείνο του υιού Ράλλη.
Θιγμένος από την προσβολή στην οικογενειακή του τιμή, ο Ράλλης διαμαρτυρήθηκε ότι ο μάρτυς αναπαρήγαγε τις συκοφαντίες των «ρυπαρόφυλλων». «Τα ρυπαρόφυλλα εκείνα, όπως τα εχαρακτηρίσατε, διατήρησαν άσβεστον την φλόγαν της εθνικής μας αντιστάσεως!», αποκρίθηκε ο Κύρου. 34
Έτσι, από τους τόσους συντελεστές των αντιστασιακών κινημάτων ο παράνομος Τύπος, ο πρώτος που λειτούργησε ανοιχτά μετά την Απελευθέρωση, 35 σηματοδότησε και την είσοδο του εθιικοαπελευθερωτικού κινήματος στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Η δύναμη νομιμοποίησης που διέθετε ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι παρευρισκόμενοι εκπρόσωποί του δεν δίστασαν να μιλήσουν εξ ονόματος του συνόλου του αντιστασιακού Τύπου, ζητώντας να κληθούν στην αίθουσα οι συντάκτες σαράντα περίπου εφημερίδων –δημοκρατικών, κομμουνιστικών, βασιλικών, ανεξάρτητων-, «που εκυκλοφορούσαν μόνον εις τας Αθήνας κατά την εφιαλτικήν τετραετίαν».
Ο λόγος ήταν ότι:
«Τά φύλλα των υπήρξαν αψευδείς μάρτυρες όχι μόνον των εγκλημάτων τά οποία διέπραξαν οι δικαζόμενοι, άλλα και της γνώμης την οποίαν είχε τό έθνος περί αυτών, καθ’ ήν στιγμήν ό Ιταλόδουλος και Γερμανόδουλος ελληνόφωνος τύπος ο έπανεμφανισθείς σήμερον-τούς υμνεί καί κολάκευε». 36
Εντός του δικαστηρίου γινόταν σιγά αγά αισθητός ο συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφωνόταν.
Ενώ οι αντικομμουνιστές δημοσιογράφοι εξακολουθούσαν να συμπεριλαμβάνουν τα θύματα του κομμουνισμού στη δική τους αφήγηση του μαρτυρικού έθνους, ο Τύπος του ΕΑΜ είχε αρχίσει να δέχεται ισχυρά πλήγματα από το πρώτο κύμα «λευκής τρομοκρατίας», που ξέσπασε αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Σε αυτή τη συγκυρία, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ο μοναδικός μάρτυρας που ανήκε στο ΕΑΜ, ο Μιχάλης Κύρκος με την ιδιότητα του διευθυντή της εφημερίδας Μάχη. Ο Κύρκος επιχείρησε να δώσει απάντηση στους αντικομμουνιστές δημοσιογράφους, που στις καταθέσεις τους είχαν περιοριστεί στους «μάρτυρες» του δικού τους στρατοπέδου, καταγγέλλοντας και εκείνος τη συνεργασία με τον εχθρό ως «κρατικό έγκλημα», όχι μόνο εναντίον των Συμμάχων αλλά και εναντίον των Ελλήνων πατριωτών.
Ο Κύρκος είχε βέβαια επιλεγεί από τον Ειδικό Επίτροπο να εκπροσωπήσει το ΕΑΜ, όχι επειδή συμβόλιζε τον ριζοσπαστισμό και τις επαναστατικές βλέψεις του κινήματος, αλλά μάλλον γιατί, ως βουλευτής, διαδοχικά, των δύο αστικών κομμάτων (Φιλελευθέρων και Λαϊκού), κατά τον μεσοπόλεμο. εξέφραζε τη συνέχεια με το παλαιό πολιτικό σύστημα.39
Το ίδιο ίσχυε και για τον εκπρόσωπο των αναπήρων πολέμου του 1940-1941. Καταθέτοντας κυρίως στοιχεία σχετικά με τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αναπήρων πολέμου από τα Τάγματα Ασφαλείας στα αθηναϊκά νοσοκομεία, τον Νοέμβριο του 1943, ο μάρτυρας προσέθεσε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα που συνέδεε την αντίσταση με το «έπος της Αλβανίας».
Επιπλέον, η παρουσία ενός εκπροσώπου των αναπήρων «εθνομαρτύρων» προσέθετε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα της επίσημης αφήγησης, που σχηματιζόταν σιγά σιγά. Οι ανάπηροι του «Σωτηρία» και των άλλων νοσοκομείων είχαν χτυπηθεί από τα Τάγματα ως «κομμουνιστές» και είχαν ήδη ενταχθεί στο ηρωικό αφήγημα του εαμικού κινήματος. Από αυτή τη σκοπιά, επρόκειτο για μια απόπειρα οικειοποίησης αυτού του μνημονικού τύπου - στον βαθμό που το ΕΑΜ παρέμενε επισήμως αποκλεισμένο από την αίθουσα του δικαστηρίου.
Η «εθνικοποίηση» του μαρτυρίου των αναπήρων υπηρετούσε την ιδέα της ρήξης με ένα καθεστώς προδοτικό και καταπιεστικό, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια του εθνικού χρόνου.
Μάλιστα, η χρονική στιγμή που επελέγη για τις καταθέσεις της «Εθνικής Αντίστασης» ήταν συμβολική:
Μεταξύ 15 και 25 Μαρτίου. ημερομηνία λήξης της προθεσμίας κατάθεσης των όπλων για τον ΕΛΑΣ, και της εθνικής εορτής, αντίστοιχα.
Παραπομπές
1. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, εφημερίδες της 1ης Μαρτίου 1945.
2. Ελευθερία, 18 Μαρτίου 1945.
3. Ελευθερία. 20 και 22 Μαρτίου 1945. Εθνος 22 Μαρτίου 1945.
4. Ενδεικτικά, ο στρατηγός Πιναλίστρας ανέφερε, για τον Δ. Πολύζο (υπουργό Επισιτισμού της κυβέρνησης Τσολάκογλου για ενάμιση μήνα πως ήταν από τους καλύτερους αξιωματικούς, και ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι εκείνος ατιμάστηκε επειδή αποδέχτηκε τη γερμανική νίκη. Παρομοίως, ο Π. Κανελλόπουλος δήλωσε, για τους Ράλλη και Τσολάκογλου, ότι διέπραξαν σφάλμα και όχι προδοσία.
5. Βλ. αντιστοίχως: κατάθεση Βακαλόπουλου. Ελευθερία, 23 Μαρτίου 1945.και κατάθεση Γρηγορίου, Ελεύθερα 22 Μαρτίου 1945. Σχετικά με την κατάθεση του Μαγκριώτη για τον υπουργό Χατζημιχάλη βλ. Ελεύθερη Ελλάδα, 23 Μαρτίου 1945: «Οι “μάρτυρες κατηγορίας" εξυμνούν την πολιτική των εθνοπροδοτών».
6. Κατάθεση Τριανταφυλλόπουλου. καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ελευθερία 15 Μαρτίου 1945).
7. Κατάθεση Πέππα (Ριζοσπάστης. 20 Μαρτίου 1945. Εμπρός. Ελευθερία. 21 Μαρτίου).
8. Τόνυ Τζαντ. «The past is another rountry: Myth and Memory in Postwar Europe», στο Dear. GftO&i JuDT. The Mitics of Ketrijutton. 6. π, σ. 293-323. αυτό στη σ. 296.298. από την εισαγωγή του Istvan Στο ίδιο. σ. 6.
9. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, Ελευθερία. 28 Φεβρουαρίου 1945.
10. Κατάθεση θ. Σοφούλη. Ελεύθερη Ελλάδα. Ριζοσπάστης. 5 Μαρτίου 1945.
11. Αυτόθι.
12. Ριζοσπάστης. 2 Μαρτίου 1945.
13. Οι θέσεις αυτές, μόλις δημοσιοποιήθηκαν, προκάλεσαν την έκπληξη των οπαδών του. Ορισμένοι από τους οποίους, μάλιστα, τον αποκήρυξαν. Σχετικά με την επανόρθωση της δήλωσής του. βλ. Καθημερινή. 4 Μαρτίου 1945. σ. 3. Πρβλ. έναν άλλο διάλογο με τον I. Ράλλη όπου ο τελευταίος ρωτά τον Σοφούλη αν είχε ζητήσει ο ίδιος από τους Γερμανούς να τον διορίσουν πρωθυπουργό της κυβέρνησης, και ο Σοφούλης τού απαντά ότι εξ όσων γνωρίζει, εκείνος δίσταζε, και ότι μόνο εφόσον οι Γερμανοί δέχονταν τους όρους του θα δεχόταν, με τη σειρά του. να σχημάτισα κυβέρνηση (Ελεύθερη Ελλάδα. 3 Μαρτίου 1945.σ. 3).
14. Βλ. παραπάνω, κεφ. 1.
15. Ελευθερία, Εμπρός, 16 Μαρτίου 1945.
16. Καθηγητής Μπαλής. Ελευθερία. Ελεύθερη Ελλάδα. Έθνος.& Απριλίου 1945· επιπλέον, ο όρος «Γερμανοί» που υπογράμμιζα τον εξωγενή χαρακτήρα των βιαιοπραγιών, προτιμάται σαφώς έναντι του όρου «ναζί», που έχει πολιτική συνδήλωση
17. Καταγράφουμε μια εν παρόδω αναφορά στην κατάθεση του δημοσιογράφου Αχιλλέα Κύρου, και άλλη μία του Μιχάλη Κύρκου, κατάθεση ωστόσο η οποία διεκόπη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, με τη δικαιολογία ότι ήταν εκτός θέματος (πρβλ. Ελευθερία. 7 Μαρτίου 1945 και Ριζοσπάστης, 27 Μαρτίου 1945).
18. Οι καταθέσεις Σοφούλη (ο.π.) και Κύρου (ο.π.) είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές· πόσο μάλλον αφού και οι δύο προερχόμενοι από διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα (φιλελεύθερος ο ένας, βασιλικός ο άλλος), είχαν ήδη περάσει στην «γκρίζα ζώνη» του αντικομμουνισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
19. Ελευθερία. 16 Μαρτίου 1945.
20. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που παραθέτει η εφημερίδα Εμπρός, στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 1945, ανάμεσα στον Θ. Τσάτσο και τον συνήγορο υπεράσπισης Ν. Κλαπέα. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του Τσάτσου-και πάλι σχετικά με την αρπαγή τροφίμων από τους Γερμανούς τον χειμώνα της μεγάλης πείνας στην Αθήνα-, ο συνήγορος υπεράσπισης δηλώνει: «Δεν τολμούσαμε να ομιλήσωμεν ενώπιον των Γερμανών». «Με συγχωρείτε, ομιλούσαμε», απαντά οΤσάτσος «Πώς;» ρωτάει ο συνήγορος. Απαντά ο Τσάτσος: «Εγώ πρώτος ήμουν επικεφαλής αντιγερμανικής διαδηλώσεως εις την οποίαν σκοτώθηκαν άνθρωποι. Είναι ντροπή να λέμε πως δεν είχαμε το θάρρος να αντισταθούμε ας τους εχθρούς». «Μη μου λέτε εμέναν ντροπή, γιατί αν εσείς ήσαστε επικεφαλής τότε ήμουν κι εγώ εις την διαδήλωσιν». «Τότε διατί αποκρύπτετε το γεγονός;»
21. Ο Κόλλιας εμφανίστηκε συμβολικά ως Κυβερνητικός Επίτροπος στη πρώτη δίκη αυτής της σειράς (ΕΔΔΑ/Βιβλίο Αποφάσεων 13Α)/1/1945. Δίκη υπ' αριθ. 6).
22. ΕΔΔ Α/ΒΑ/1/1945. δίκες υπ' αριθ. Ζ 6.10.1ZU 15. 16.18.19. 22.23.26. Δύο δίκες(υπ' αριθ. 17.21 αναβλήθηκαν.
23 Πρόκειται για τις δίκες Έξαρχου και Μανδηλάρη. βλ. παρακάτω.
24. ΕΔΛΑ/ΒΑ/Ι/1945. αποφάσεις υπ’ αριθ. 16 και 26. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή.
25. Σε όλες τις περιπτώσεις, εξαιρούμενου του Εξαρχου, α πράκτορες της Γκεστάπο αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιείκεια, και καταδικάστηκαν σε κάθειρξη από δεκαπέντε έως είκοσι χρόνια. Η Α.Χασκ… τριάντα δύο ετών κάτοικος Πειραιά. Ελληνίδα, φανατική οπαδός του Χίτλερ, έλαβε δέκα μήνες χωρίς αναστολή για τις επιδεικτικά φιλοναζιστικές απόψεις της (δίκη υπ' αρώ. 23). Το ότι οι Έλληνες και οι ξένοι κρίνονταν με δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι προφανές αν συγκρίνουμε αυτή την ποινή με εκείνες της προηγούμενης υποσημείωσης που αφορούσαν ανάλογες υποθέσεις Ομοίως ο μεγάλος αριθμός γυναικών (έξι από τους δεκατέσσερις) υποδεικνύει επίσης μεροληπτική αντιμετώπιση 0 Π. Μαστρ.., κατηγορούμενος ως καταδότης πατριωτών αθωώθηκε, ενώ στην ίδια δίκη η σύζυγός του. Δ. Μαστρ., και η φίλη της Σ. Λιβ, καταδικάστηκαν σε έξι χρόνια φυλάκιση για κατάδοση μελών του συμμαχικού δικτύου κατασκόπων (δίκη υπ' αριθ. 18).
26. Σχετικά με τη γαλλική διάκριση βλ. Philippe Burk, La derive fascisie: IJoriot. DM. U&gery 1933-1944. LeSeuil Παρίσι 1988. Για την κατηγορία ποίηση βλ. \4femer to.CS. Vwreavec Vennem. Laffont. Παρίσι Ι981.σ. 70-118 (για το συγκεκριμένο, σ. 73κ.ε.Χ
27. Ενδεικτικά, ο Τσιρονίκος χαρακτηρίστηκε αδίστακτος καιροσκόπος» από τον Μαγκριώτη και τον Πέππα. Ο Γκοτζαμάνης χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνος» από τον Κανελλόπουλο και τον Ταβουλάρη. Και «χείριστος όλων» από τον Σοφούλη
28. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
29. Αυτόθι
30. Κατάθεση Πηνιάτογλου. Καθημερινή, Εμπρός. Ριζοσπάστης. 17 Μαρτίου. Σχετικά με τη «Δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη» (ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ Αίμα, Η δίκη οπ.π).έκδοση για την οποία υπεύθυνος ήταν πιθανόν ο Κύρου. βλ. πιο πάνω. κες>. 2.4.
31. Βλ. παρακάτω, κεςι 6.3.1.
32. 0 Κόκκας κάνει επίσης λόγο σχετικά στην κατάθεσή του. πρβλ. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
33. Βλ. σχετικά Χρ. Χατζηιωσήφ. «Η ελληνική οικονομία. πεδίο μάχης και αντίστασης», στο ΙΕΕΑ. ό.π, τ. Γ2, σ. 181-217.
34. Αυτόθι: Γ. Μαρής, Γ. Μερκαύρης. Γ. Νταλασγιώργης. Γ. Ράλλης. Γ. Ζωγράφος. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες εκείνης της υπόθεσης μοιάζουν να έχουν χαθεί.
35. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 ήταν ως επί το πλείστον έντυπα του παράνομου Τύπου. 0 Σύνδεσμος Λιθογράφων και Συντακτών του Παράνομου Τύπου συστάθηκε αμέσως τον Οκτώβριο του 1944.
36. Κατάθεση Κόκκα, ό.π. Υπάρχει κενό στις έρευνες σχετικά με τον ελληνικό Τύπο της εποχής. Το βέβαιο είναι ότι πολλές εφημερίδες, επωφελούμενες των όρων της Βάρκιζας για την ελευθερία του Τόπου, επανεμφανίστηκαν αμέσως μετά: στις 29 Ιανουαρίου το Έθνος, που η κυκλοφορία του είχε διακοπεί στην Κατοχή, και μετά ξανά, με τον στρατιωτικό νόμο· στα μέσα Φεβρουάριου το Εμπρός, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία του από το 1928- ομοίως και η Καθημερινή, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία της αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Λίγο αργότερα οι εφημερίδες του Δ. Λαμπράκη (Τα Νέα. Το Βήμα) τροποποίησαν ελαφρώς την ονομασία τους, και επανεμφανίστηκαν με μετριοπαθή φιλοβασιλική γραμμή στις αρχές Μαΐου 1945. Η δραστική έρευνα για τους δεκατρείς δημοσιογράφους που είχαν αποπεμφθεί από την Ένωση Συντακτών Αθηνών και Πειραιώς άρχισε δύο εβδομάδες αργότερα. πρβλ. Ελευθερία. Ριζοσπάστης, 3 Απριλίου J945.
37. 0 Κύρκος. διευθυντής της Μάχης. έγινε λίγο αργότερα διευθυντής της επίσημης εφημερίδας του ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα. Σχετικά με την κατάθεσή του. πρβλ. Καθημερινή. Ριζοσπάστης. 24 Μαρτίου.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης και η υπεράσπιση του καθεστώτος
Αφού ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, η συνέχεια απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς από το δικαστήριο. Προτείνοντας έναν κατάλογο με περισσότερους από 200 μάρτυρες υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων πολιτικοί της προπολεμικής περιόδου, βιομήχανοι, μητροπολίτες, ακόμα και μέλη φιλοβρετανικών αντικομμουνιστικών οργανώσεων. Οι κατηγορούμενοι θεωρούσαν ότι η πολυαναμενόμενη «ώρα των αποκαλύψεων» που θα αποδείκνυαν την αθωότητά τους είχε επιτέλους φτάσει.
Η αίσθηση πως οι δοσίλογοι δεν είχαν και πολλά να φοβηθούν από τη Δικαιοσύνη ενισχύθηκε από μια καταδικαστική απόφαση εις βάρος του πρώην πράκτορα των Ες Ες Ιάσονα Μανδηλάρη, η οποία εκδόθηκε στις 10 Μαρτίου 1945.
Αντίθετα από τη μεγάλη δίκη των κυβερνήσεων, οι δίκες του Ε' Τμήματος του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών εστίαζαν αυστηρά στον ποινικό χαρακτήρα των υποθέσεων. Οι κατηγορίες που βάρυναν τον κατηγορούμενο βασίζονταν στα εδάφια 4. 6 και 7 του άρθρου 1 του νόμου «περί κυρώσεων»: ο Μανδηλάρης κατηγορούνταν ότι είχε οπλιστεί από τον κατακτητή και είχε εκουσίως τεθεί στην υπηρεσία του, καθώς και ότι είχε καταδώσει Έλληνες πολίτες για την αντιστασιακή τους δράση.
Στο δικαστήριο έγινε αμέσως φανερό εκείνο που όλοι γνώριζαν, πως δηλαδή ο Μανδηλάρης είχε προφίλ ποινικού εγκληματία. Οι μάρτυρες κατηγορίας που παρέστησαν, Αθηναίοι αστοί ως επί το πλείστον, τον περιέγραψαν ως πράκτορα που είχε καταταγεί σαν διερμηνέας στις τάξεις των ελληνικών Ες Ες. Είχε καταδώσει πολλά μέλη αντιστασιακών οργανώσεων και συμμαχικών κατασκοπευτικών δικτύων, και είχε συμμετάσχει ενεργά στη σύλληψη και τον βασανισμό τους.
Το δικαστήριο διατύπωσε έξι βασικές κατηγορίες, που αφορούσαν τις παραπάνω πράξεις. Ωστόσο, η απουσία μαρτύρων από τον χώρο του ΕΑΜ, η οποία οφειλόταν πιθανότατα στο κύμα τρομοκρατίας που είχε ξεσπάσει εναντίον τους εκείνες τις εβδομάδες, καθώς και οι ανακρίβειες του εκτενούς κατηγορητηρίου που είχε συνταχθεί εσπευσμένα τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης, έδωσαν στο δικαστήριο την ευκαιρία να κάνει επίδειξη νομικού σχολαστικισμού.
Ο Μανδηλάρης εντέλει αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών» για πέντε από τις βασικές πράξεις που τον βάρυναν κατά το κατηγορητήριο, και οι οποίες είχαν να κάνουν κυρίως με εν ψυχρώ δολοφονίες μελών του ΕΛΑΣ στα γερμανικά μπλόκα, ή με εκτελέσεις αμάχων στα συλλογικά αντίποινα.
Στο τέλος, απαλλάχθηκε «λόγω αμφιβολιών» και από την κατηγορία ότι υπήρξε κατάσκοπος του εχθρού, έγκλημα που τιμωρούνταν με την εσχάτη των ποινών. Η ετυμηγορία καταδίκαζε τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τους όρους της Συντακτικής Πράξης υπ’ αριθ. 6. σε μόνο είκοσι έτη κάθειρξης, προκαλώντας αμέσως την έντονη αγανάκτηση της κοινής γνώμης για έναν από τους πλέον διαβόητους και ταυτισμένους με τον ναζισμό εγκληματίες.
Αυτό το πρώτο «δικαστικό σκάνδαλο» απειλούσε την εύθραυστη ισορροπία και τη λογική συμψηφισμού των εγκλημάτων που προωθούσαν οι δικαστικοί μηχανισμοί, με τις ταυτόχρονες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων και του τακτικού κακουργιοδικείου. Εκείνες τις μέρες, αρχές Μαρτίου του 1945. εκδόθηκαν και οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο αγωνιστών του ΕΑΜ Πειραιά για εγκλήματα «διαπραχθέντα κατά τη Δεκεμβριανή στάσιν».
Ανήσυχος, ο υπουργός Δικαιοσύνης παρενέβη αμέσως, για να καταδικάσει την απροκάλυπτη επιείκεια του δικαστηρίου απέναντι στους πράκτορες του εχθρού, επικαλούμενος τους κινδύνους που συνεπαγόταν «η βραχεία μνήμη ορισμένων δικαστών».
Επαναλαμβάνοντας την περιγραφή της συνεργασίας με τον εχθρό, που είχε αναπτυχθεί κατά τη δίκη των κυβερνήσεων, ο Καλυβάς παρατήρησε ότι;
«Δεν κατενοήθη ότι όλοι οι δοσίλογοι οι συνεργασθέντες με τους Γερμανούς είναι συνένοχοι των εγκλημάτων των Γερμανών και των χιλιάδων φόνων τους όποιους διέπραξαν».
Οι κανόνες αλλάζουν: Μια πύρρειος νίκη;
Ο Ν. 217 προέβλεπε, πρώτα απ’ όλα μια σειρά μέτρων ενίσχυσης του προσωπικού των δικαστηρίων, ώστε να διευκολύνει η συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων και να επισπευσθεί η διεξαγωγή των δικών. Εξάλλου, με προφανή στόχο να ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις των δικαστών, ο νόμος έδινε στον Ειδικό Επίτροπο το δικαίωμα να ζητά μονομερώς την αναθεώρηση μιας απόφασης, χωρίς άλλες προϋποθέσεις ή περιορισμούς. Οι υποθέσεις αυτές θα δικάζονταν εκ νέου από το ίδιο δικαστήριο, αλλά με διαφορετική σύνθεση (άρθρο 11).
Επιπλέον ο νομοθέτης παρενέβαινε απευθείας στις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, προκειμένου να επιταχύνει δραστικά τη διαδικασία.
Για να αντιμετωπίσει τη μακρηγορία των συνηγόρων υπεράσπισης, ο νόμος επέβαλλε χρονικό όριο στις αγορεύσεις. Επιπλέον, επέτρεπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να διακόπτει κατά βούληση τους συνηγόρους, αν εκτιμούσε ότι επαναλαμβάνονταν (άρθρο 9). Εξάλλου, για να αναχαιτίσει την πλημμυρίδα των εκατοντάδων μαρτύρων υπεράσπισης επέβαλλε όριο έως πέντε μαρτύρων υπεράσπισης ανά κατηγορούμενο (άρθρο 7). Τέλος η προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων, μια απόφαση που ως τότε εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα, γινόταν τώρα υποχρεωτική - εκτός και αν το δικαστήριο αποφάσιζε διαφορετικά.
Αυτές οι διατάξεις ήταν εφαρμοστέες «και επί των τυχόν εκκρεμών εις τό ακροατήριον κατά την δημοσίευσιν του παρόντος δικών, εκδιδομένου εν τη περιπτώσει τούτη υπό τού επιτρόπου εντάλματος προφυλακίσεως εις πάσαν στάσιν τής δίκης» (άρθρο 5). Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έδινε εντολή για τη σύλληψη των δεκατεσσάρων πρώην υπουργών που παρίσταντο στη δίκη, αλλά δεν είχαν τεθεί ακόμα υπό προσωρινή κράτηση. Συνοψίζοντας ο νόμος στόχευε κυρίως να προστατεύσει το δικαστήριο από τον νέο συσχετισμό δυνάμεων και να φρενάρει την εγκόλπωση των πρώην δοσιλόγων στις φίλο μοναρχικές ελίτ.
Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επέμβει πιο απροκάλυπτα στη διαδικασία μιας δίκης εν εξελίξει. Η πλευρά της υπεράσπισης εξανέστη ομόφωνα, κάνοντας λόγο για δικαστική παρωδία και υποστηρίζοντας πως ο νόμος προσέβαλλε το Δίκαιο και το Σύνταγμα. Στη συνέχεια, οι συνήγοροι απείλησαν να εγκαταλείψουν ομαδόν την αίθουσα, δηλώνοντας «στον ελεύθερο κόσμο ότι είμεθα ακόμη σκλάβοι».
Καταγγέλλοντας μια ευθεία, νομιμοφανή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν πως προτιμούν «να ποτίσουν με το αίμα των το δένδρον της Ελευθερίας, παρά να γίνουν συνεργοί μιας δικαστικής παρωδίας».
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την επομένη. Το ίδιο απόγευμα, στο περιθώριο της δίκης, πραγματοποιήθηκαν επαφές και διαβουλεύσεις τόσο μεταξύ του προέδρου και των συνηγόρων υπεράσπισης, όσο και μεταξύ του υπουργού Δικαιοσύνης και του Ειδικού Επιτρόπου. Ο τελευταίος εξέδωσε αμέσως τα εντάλματα σύλληψης που προέβλεπε ο νόμος, εξουσιοδοτώντας το δικαστήριο να διατάξει την εκτέλεσή τους.
Μπροστά σε αυτή την αποφασιστική στάση της κυβέρνησης και του δικαστηρίου, η ενιαία γραμμή των κατηγορουμένων φάνηκε να σπάει, ανοίγοντας τον δρόμο προς έναν συμβιβασμό: την επομένη, αρκετοί κατηγορούμενοι παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, ενώ τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να καλέσουν έναν ακόμα (έκτο) μάρτυρα υπεράσπισης. Όσο για τους συνηγόρους διορίστηκαν εκ νέου αυτεπαγγέλτως και επέστρεψαν στις θέσεις τους προκειμένου να συνεχιστεί η εξέταση των μαρτύρων.
Από εκείνη τη στροφή της συγκυρίας και με ολοένα αυξανόμενη ένταση κατά τους επόμενους μήνες, παλαιοί βασιλικοί και βενιζελικοί, κληρονόμοι των παραδόσεων των δύο κυρίαρχων αστικών παρατάξεων του μεσοπολέμου, συγκρούονταν για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού.
Από τη μία οι βασιλόφρονες σίγουροι για τη στρατιωτική αλλά και ως εκ τούτου, εκλογική υπεροχή τους, ζητούσαν να οργανωθεί εσπευσμένα δημοψήφισμα για το πολιτειακό, και να προηγηθεί των εκλογών. Από την άλλη, οι αντιμοναρχικοί, υπό την καθοδήγηση του Πλαστήρα, έλεγχαν την εκτελεστική εξουσία και επιχειρούσαν να γείρουν την πλάστιγγα αποκλείοντας τους μοναρχικούς από την ηγεσία του στρατού, σε έναν πόλεμο θέσεων στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού.
Οι πρώτοι μάρτυρες υπεράσπισης, που είχαν καταθέσει πριν από την εφαρμογή του Ν. 217, αμφισβήτησαν έντονα την αφήγηση του «αγωνιζόμενου έθνους» όπως εκτυλισσόταν ως εκείνη τη στιγμή, προκαλώντας την αμηχανία του δικαστηρίου. Μια σειρά πρώην υπουργών της μεσοπολεμικής περιόδου επί της ουσίας απλώς επαναλάμβανε, σε διάφορες παραλλαγές, τις βασικές γραμμές της αφήγησης των μαρτύρων κατηγορίας, σύμφωνα με την οποία, αν και τα μέλη των δοσιλογικών κυβερνήσεων είχαν διοριστεί από τους κατακτητές, δεν ήταν Κουίσλινγκ, αλλά πιστοί και ευσυνείδητα πατριώτες.
Τα πράγματα πήραν τροπή προβληματική για την κυβέρνηση, όταν η υπεράσπιση επέλεξε να δώσει έμφαση στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω διατύπωσης. Ο Κ. Ρέντης, πρώην φιλελεύθερος υπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δήλωσε ότι ο Τσολάκογλου άξιζε συγχαρητήρια για την υπογραφή της συνθηκολόγησης.
Ένας άλλος πρώην υπουργός, ο Γ. Στράτος, αναφέρθηκε στους διαύλους επικοινωνίας και τις επαφές του Ράλλη με την κυβέρνηση του Καΐρου- αλλά και σε μια μυστική συγκέντρωση, τον Σεπτέμβριο του 1944, στην Αθήνα, όπου ηγετικά στελέχη των αστικών κομμάτων και Βρετανοί αξιωματικοί αποκήρυξαν ομόφωνα την ενσωμάτωση των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. καθώς και τη δημόσια καταδίκη των Ταμάτων Ασφαλείας 19.
Τα ισχυρότερα πλήγματα τα δέχτηκαν, ωστόσο, τα ένοπλα σώματα και οι οργανώσεις που είχαν στο μεταξύ αναχθεί σε σύμβολα του «αγωνιζόμενου έθνους». Τέτοια ήταν η «Ορεινή Ταξιαρχία», η «Ελληνική Δύναμη Κρούσης» στο πλευρό των Συμμάχων, ο επικεφαλής της οποίας στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος υπερασπίστηκε ανοιχτά τον Τσολάκογλου, παρουσιάζοντας τον ως εθνικό ήρωα που είχε διασφαλίσει τη συνοχή του στρατού.
Επίσης η ΠΕΑΝ, εμβληματική οργάνωση της αστικής πολιτικής αντίστασης για την οποία ένας από τους επικεφαλής της αποκάλυψε ότι λειτουργούσε με τη συνδρομή της κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Τέλος ο ΕΔΕΣ πτέρυγα της σημαντικότερης αντιεαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που όπως υπογράμμισε στην κατάθεσή του ο Κ. Ροδοκανάκης μέλος του διευθυντηρίου του ΕΔΕΣ Αθήνας είχε υποστηρίξει σθεναρά και σταθερά την κυβέρνηση Ράλλη. Ο ίδιος μάρτυρας, εξάλλου, εξέθεσε τις λεπτομέρειες μιας κοινής επιχείρησης ΕΔΕΣ, «X». Αστυνομίας και Ταγμάτων για την παραλαβή βρετανικών όπλων από τη Μέση Ανατολή στις παραμονές της Απελευθέρωσης, τον Σεπτέμβριο του 1944. 20
Εν τω μεταξύ. όσον αφορά το πολιτικό κλίμα της περιόδου, η επιβολή των νέων κανονισμών για τη διεξαγωγή της δίκης καθώς και η σύλληψη των κατοχικών υπουργών που ως τότε παρέμεναν ελεύθεροι αποτελούσαν πύρρειο νίκη για το αντιμοναρχικό στρατόπεδο. Ενώ και άλλα μέλη του ηγετικού πυρήνα του ΕΔΕΣ Αθήνας ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη στενή τους επικοινωνία με υπουργούς και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Ράλλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο υπαρχηγός της οργάνωσης Κομνηνός Πυρομάγλου ζήτησε να παραστεί στη δίκη ως μάρτυρας, για να αποκαταστήσει την αλήθεια. Αμέσως μετά απευθύνθηκε στον Τύπο με ανοιχτή επιστολή, αμφισβητώντας ότι εκείνοι α μάρτυρες ανήκαν στον ΕΔΕΣ, και χαρακτηρίζοντάς τους κοινούς δοσιλόγους.
Η αντεπίθεση του στρατοπέδου των βασιλοφρόνων ήταν άμεση και αποφασιστική. Την επομένη η εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα δημοσίευσε επιστολή του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα, γραμμένη τον Ιούλιο του 1941 στη Γαλλία του Βισύ, με παραλήπτη τον εκεί πρέσβη της Ελλάδας Πλούταρχο Μεταξά. Στην επιστολή του ο Πλαστήρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι στις παραμονές της γερμανικής εισβολής είχε προτρέψει το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, μέσω του προσωπικού του φίλου Κ. Πυρομάγλου, να δεχτεί τη γερμανική μεσολάβηση για την ειρηνική διευθέτηση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης.
Δύο μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πλαστήρα παραιτήθηκε, και ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης ανέλαβε επικεφαλής ενός νέου κυβερνητικού σχήματος -με πλειοψηφία συντηρητικών βενιζελικών και μετριοπαθών βασιλοφρόνων-, επιφορτισμένος με το καθήκον να διοργανώσει ελεύθερες εκλογές και δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα.
Η αίσθηση πως οι δοσίλογοι δεν είχαν και πολλά να φοβηθούν από τη Δικαιοσύνη ενισχύθηκε από μια καταδικαστική απόφαση εις βάρος του πρώην πράκτορα των Ες Ες Ιάσονα Μανδηλάρη, η οποία εκδόθηκε στις 10 Μαρτίου 1945.
Αντίθετα από τη μεγάλη δίκη των κυβερνήσεων, οι δίκες του Ε' Τμήματος του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών εστίαζαν αυστηρά στον ποινικό χαρακτήρα των υποθέσεων. Οι κατηγορίες που βάρυναν τον κατηγορούμενο βασίζονταν στα εδάφια 4. 6 και 7 του άρθρου 1 του νόμου «περί κυρώσεων»: ο Μανδηλάρης κατηγορούνταν ότι είχε οπλιστεί από τον κατακτητή και είχε εκουσίως τεθεί στην υπηρεσία του, καθώς και ότι είχε καταδώσει Έλληνες πολίτες για την αντιστασιακή τους δράση.
Στο δικαστήριο έγινε αμέσως φανερό εκείνο που όλοι γνώριζαν, πως δηλαδή ο Μανδηλάρης είχε προφίλ ποινικού εγκληματία. Οι μάρτυρες κατηγορίας που παρέστησαν, Αθηναίοι αστοί ως επί το πλείστον, τον περιέγραψαν ως πράκτορα που είχε καταταγεί σαν διερμηνέας στις τάξεις των ελληνικών Ες Ες. Είχε καταδώσει πολλά μέλη αντιστασιακών οργανώσεων και συμμαχικών κατασκοπευτικών δικτύων, και είχε συμμετάσχει ενεργά στη σύλληψη και τον βασανισμό τους.
Το δικαστήριο διατύπωσε έξι βασικές κατηγορίες, που αφορούσαν τις παραπάνω πράξεις. Ωστόσο, η απουσία μαρτύρων από τον χώρο του ΕΑΜ, η οποία οφειλόταν πιθανότατα στο κύμα τρομοκρατίας που είχε ξεσπάσει εναντίον τους εκείνες τις εβδομάδες, καθώς και οι ανακρίβειες του εκτενούς κατηγορητηρίου που είχε συνταχθεί εσπευσμένα τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης, έδωσαν στο δικαστήριο την ευκαιρία να κάνει επίδειξη νομικού σχολαστικισμού.
Ο Μανδηλάρης εντέλει αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών» για πέντε από τις βασικές πράξεις που τον βάρυναν κατά το κατηγορητήριο, και οι οποίες είχαν να κάνουν κυρίως με εν ψυχρώ δολοφονίες μελών του ΕΛΑΣ στα γερμανικά μπλόκα, ή με εκτελέσεις αμάχων στα συλλογικά αντίποινα.
Στο τέλος, απαλλάχθηκε «λόγω αμφιβολιών» και από την κατηγορία ότι υπήρξε κατάσκοπος του εχθρού, έγκλημα που τιμωρούνταν με την εσχάτη των ποινών. Η ετυμηγορία καταδίκαζε τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τους όρους της Συντακτικής Πράξης υπ’ αριθ. 6. σε μόνο είκοσι έτη κάθειρξης, προκαλώντας αμέσως την έντονη αγανάκτηση της κοινής γνώμης για έναν από τους πλέον διαβόητους και ταυτισμένους με τον ναζισμό εγκληματίες.
Αυτό το πρώτο «δικαστικό σκάνδαλο» απειλούσε την εύθραυστη ισορροπία και τη λογική συμψηφισμού των εγκλημάτων που προωθούσαν οι δικαστικοί μηχανισμοί, με τις ταυτόχρονες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων και του τακτικού κακουργιοδικείου. Εκείνες τις μέρες, αρχές Μαρτίου του 1945. εκδόθηκαν και οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο αγωνιστών του ΕΑΜ Πειραιά για εγκλήματα «διαπραχθέντα κατά τη Δεκεμβριανή στάσιν».
Ανήσυχος, ο υπουργός Δικαιοσύνης παρενέβη αμέσως, για να καταδικάσει την απροκάλυπτη επιείκεια του δικαστηρίου απέναντι στους πράκτορες του εχθρού, επικαλούμενος τους κινδύνους που συνεπαγόταν «η βραχεία μνήμη ορισμένων δικαστών».
Επαναλαμβάνοντας την περιγραφή της συνεργασίας με τον εχθρό, που είχε αναπτυχθεί κατά τη δίκη των κυβερνήσεων, ο Καλυβάς παρατήρησε ότι;
«Δεν κατενοήθη ότι όλοι οι δοσίλογοι οι συνεργασθέντες με τους Γερμανούς είναι συνένοχοι των εγκλημάτων των Γερμανών και των χιλιάδων φόνων τους όποιους διέπραξαν».
Οι κανόνες αλλάζουν: Μια πύρρειος νίκη;
Ο Ν. 217 προέβλεπε, πρώτα απ’ όλα μια σειρά μέτρων ενίσχυσης του προσωπικού των δικαστηρίων, ώστε να διευκολύνει η συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων και να επισπευσθεί η διεξαγωγή των δικών. Εξάλλου, με προφανή στόχο να ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις των δικαστών, ο νόμος έδινε στον Ειδικό Επίτροπο το δικαίωμα να ζητά μονομερώς την αναθεώρηση μιας απόφασης, χωρίς άλλες προϋποθέσεις ή περιορισμούς. Οι υποθέσεις αυτές θα δικάζονταν εκ νέου από το ίδιο δικαστήριο, αλλά με διαφορετική σύνθεση (άρθρο 11).
Επιπλέον ο νομοθέτης παρενέβαινε απευθείας στις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, προκειμένου να επιταχύνει δραστικά τη διαδικασία.
Για να αντιμετωπίσει τη μακρηγορία των συνηγόρων υπεράσπισης, ο νόμος επέβαλλε χρονικό όριο στις αγορεύσεις. Επιπλέον, επέτρεπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να διακόπτει κατά βούληση τους συνηγόρους, αν εκτιμούσε ότι επαναλαμβάνονταν (άρθρο 9). Εξάλλου, για να αναχαιτίσει την πλημμυρίδα των εκατοντάδων μαρτύρων υπεράσπισης επέβαλλε όριο έως πέντε μαρτύρων υπεράσπισης ανά κατηγορούμενο (άρθρο 7). Τέλος η προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων, μια απόφαση που ως τότε εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα, γινόταν τώρα υποχρεωτική - εκτός και αν το δικαστήριο αποφάσιζε διαφορετικά.
Αυτές οι διατάξεις ήταν εφαρμοστέες «και επί των τυχόν εκκρεμών εις τό ακροατήριον κατά την δημοσίευσιν του παρόντος δικών, εκδιδομένου εν τη περιπτώσει τούτη υπό τού επιτρόπου εντάλματος προφυλακίσεως εις πάσαν στάσιν τής δίκης» (άρθρο 5). Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έδινε εντολή για τη σύλληψη των δεκατεσσάρων πρώην υπουργών που παρίσταντο στη δίκη, αλλά δεν είχαν τεθεί ακόμα υπό προσωρινή κράτηση. Συνοψίζοντας ο νόμος στόχευε κυρίως να προστατεύσει το δικαστήριο από τον νέο συσχετισμό δυνάμεων και να φρενάρει την εγκόλπωση των πρώην δοσιλόγων στις φίλο μοναρχικές ελίτ.
Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επέμβει πιο απροκάλυπτα στη διαδικασία μιας δίκης εν εξελίξει. Η πλευρά της υπεράσπισης εξανέστη ομόφωνα, κάνοντας λόγο για δικαστική παρωδία και υποστηρίζοντας πως ο νόμος προσέβαλλε το Δίκαιο και το Σύνταγμα. Στη συνέχεια, οι συνήγοροι απείλησαν να εγκαταλείψουν ομαδόν την αίθουσα, δηλώνοντας «στον ελεύθερο κόσμο ότι είμεθα ακόμη σκλάβοι».
Καταγγέλλοντας μια ευθεία, νομιμοφανή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν πως προτιμούν «να ποτίσουν με το αίμα των το δένδρον της Ελευθερίας, παρά να γίνουν συνεργοί μιας δικαστικής παρωδίας».
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την επομένη. Το ίδιο απόγευμα, στο περιθώριο της δίκης, πραγματοποιήθηκαν επαφές και διαβουλεύσεις τόσο μεταξύ του προέδρου και των συνηγόρων υπεράσπισης, όσο και μεταξύ του υπουργού Δικαιοσύνης και του Ειδικού Επιτρόπου. Ο τελευταίος εξέδωσε αμέσως τα εντάλματα σύλληψης που προέβλεπε ο νόμος, εξουσιοδοτώντας το δικαστήριο να διατάξει την εκτέλεσή τους.
Μπροστά σε αυτή την αποφασιστική στάση της κυβέρνησης και του δικαστηρίου, η ενιαία γραμμή των κατηγορουμένων φάνηκε να σπάει, ανοίγοντας τον δρόμο προς έναν συμβιβασμό: την επομένη, αρκετοί κατηγορούμενοι παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, ενώ τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να καλέσουν έναν ακόμα (έκτο) μάρτυρα υπεράσπισης. Όσο για τους συνηγόρους διορίστηκαν εκ νέου αυτεπαγγέλτως και επέστρεψαν στις θέσεις τους προκειμένου να συνεχιστεί η εξέταση των μαρτύρων.
Από εκείνη τη στροφή της συγκυρίας και με ολοένα αυξανόμενη ένταση κατά τους επόμενους μήνες, παλαιοί βασιλικοί και βενιζελικοί, κληρονόμοι των παραδόσεων των δύο κυρίαρχων αστικών παρατάξεων του μεσοπολέμου, συγκρούονταν για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού.
Από τη μία οι βασιλόφρονες σίγουροι για τη στρατιωτική αλλά και ως εκ τούτου, εκλογική υπεροχή τους, ζητούσαν να οργανωθεί εσπευσμένα δημοψήφισμα για το πολιτειακό, και να προηγηθεί των εκλογών. Από την άλλη, οι αντιμοναρχικοί, υπό την καθοδήγηση του Πλαστήρα, έλεγχαν την εκτελεστική εξουσία και επιχειρούσαν να γείρουν την πλάστιγγα αποκλείοντας τους μοναρχικούς από την ηγεσία του στρατού, σε έναν πόλεμο θέσεων στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού.
Οι πρώτοι μάρτυρες υπεράσπισης, που είχαν καταθέσει πριν από την εφαρμογή του Ν. 217, αμφισβήτησαν έντονα την αφήγηση του «αγωνιζόμενου έθνους» όπως εκτυλισσόταν ως εκείνη τη στιγμή, προκαλώντας την αμηχανία του δικαστηρίου. Μια σειρά πρώην υπουργών της μεσοπολεμικής περιόδου επί της ουσίας απλώς επαναλάμβανε, σε διάφορες παραλλαγές, τις βασικές γραμμές της αφήγησης των μαρτύρων κατηγορίας, σύμφωνα με την οποία, αν και τα μέλη των δοσιλογικών κυβερνήσεων είχαν διοριστεί από τους κατακτητές, δεν ήταν Κουίσλινγκ, αλλά πιστοί και ευσυνείδητα πατριώτες.
Τα πράγματα πήραν τροπή προβληματική για την κυβέρνηση, όταν η υπεράσπιση επέλεξε να δώσει έμφαση στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω διατύπωσης. Ο Κ. Ρέντης, πρώην φιλελεύθερος υπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δήλωσε ότι ο Τσολάκογλου άξιζε συγχαρητήρια για την υπογραφή της συνθηκολόγησης.
Ένας άλλος πρώην υπουργός, ο Γ. Στράτος, αναφέρθηκε στους διαύλους επικοινωνίας και τις επαφές του Ράλλη με την κυβέρνηση του Καΐρου- αλλά και σε μια μυστική συγκέντρωση, τον Σεπτέμβριο του 1944, στην Αθήνα, όπου ηγετικά στελέχη των αστικών κομμάτων και Βρετανοί αξιωματικοί αποκήρυξαν ομόφωνα την ενσωμάτωση των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. καθώς και τη δημόσια καταδίκη των Ταμάτων Ασφαλείας 19.
Τα ισχυρότερα πλήγματα τα δέχτηκαν, ωστόσο, τα ένοπλα σώματα και οι οργανώσεις που είχαν στο μεταξύ αναχθεί σε σύμβολα του «αγωνιζόμενου έθνους». Τέτοια ήταν η «Ορεινή Ταξιαρχία», η «Ελληνική Δύναμη Κρούσης» στο πλευρό των Συμμάχων, ο επικεφαλής της οποίας στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος υπερασπίστηκε ανοιχτά τον Τσολάκογλου, παρουσιάζοντας τον ως εθνικό ήρωα που είχε διασφαλίσει τη συνοχή του στρατού.
Επίσης η ΠΕΑΝ, εμβληματική οργάνωση της αστικής πολιτικής αντίστασης για την οποία ένας από τους επικεφαλής της αποκάλυψε ότι λειτουργούσε με τη συνδρομή της κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Τέλος ο ΕΔΕΣ πτέρυγα της σημαντικότερης αντιεαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που όπως υπογράμμισε στην κατάθεσή του ο Κ. Ροδοκανάκης μέλος του διευθυντηρίου του ΕΔΕΣ Αθήνας είχε υποστηρίξει σθεναρά και σταθερά την κυβέρνηση Ράλλη. Ο ίδιος μάρτυρας, εξάλλου, εξέθεσε τις λεπτομέρειες μιας κοινής επιχείρησης ΕΔΕΣ, «X». Αστυνομίας και Ταγμάτων για την παραλαβή βρετανικών όπλων από τη Μέση Ανατολή στις παραμονές της Απελευθέρωσης, τον Σεπτέμβριο του 1944. 20
Εν τω μεταξύ. όσον αφορά το πολιτικό κλίμα της περιόδου, η επιβολή των νέων κανονισμών για τη διεξαγωγή της δίκης καθώς και η σύλληψη των κατοχικών υπουργών που ως τότε παρέμεναν ελεύθεροι αποτελούσαν πύρρειο νίκη για το αντιμοναρχικό στρατόπεδο. Ενώ και άλλα μέλη του ηγετικού πυρήνα του ΕΔΕΣ Αθήνας ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη στενή τους επικοινωνία με υπουργούς και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Ράλλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο υπαρχηγός της οργάνωσης Κομνηνός Πυρομάγλου ζήτησε να παραστεί στη δίκη ως μάρτυρας, για να αποκαταστήσει την αλήθεια. Αμέσως μετά απευθύνθηκε στον Τύπο με ανοιχτή επιστολή, αμφισβητώντας ότι εκείνοι α μάρτυρες ανήκαν στον ΕΔΕΣ, και χαρακτηρίζοντάς τους κοινούς δοσιλόγους.
Η αντεπίθεση του στρατοπέδου των βασιλοφρόνων ήταν άμεση και αποφασιστική. Την επομένη η εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα δημοσίευσε επιστολή του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα, γραμμένη τον Ιούλιο του 1941 στη Γαλλία του Βισύ, με παραλήπτη τον εκεί πρέσβη της Ελλάδας Πλούταρχο Μεταξά. Στην επιστολή του ο Πλαστήρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι στις παραμονές της γερμανικής εισβολής είχε προτρέψει το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, μέσω του προσωπικού του φίλου Κ. Πυρομάγλου, να δεχτεί τη γερμανική μεσολάβηση για την ειρηνική διευθέτηση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης.
Δύο μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πλαστήρα παραιτήθηκε, και ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης ανέλαβε επικεφαλής ενός νέου κυβερνητικού σχήματος -με πλειοψηφία συντηρητικών βενιζελικών και μετριοπαθών βασιλοφρόνων-, επιφορτισμένος με το καθήκον να διοργανώσει ελεύθερες εκλογές και δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα.
Από τον ένα εμφύλιο, ο άλλος;
Με την υποστήριξη των Βρετανών, που θεωρούσαν τον βασιλιά αποκλειστικό εγγυητή των συμφερόντων τους στην Ελλάδα, οι μοναρχικοί βρέθηκαν σε θέση ισχύος, καθώς ακόμα και πρώην «δημοκρατικοί» γίνονταν τώρα θιασώτες της αποκατάστασης της μοναρχίας.
Όσοι από αυτούς διώκονταν ήλπιζαν μάλιστα να αθωωθούν, δηλώνοντας πίστη και υποταγή στους Συμμάχους. Οι στρατηγοί Θ. Πάγκαλος και Στ. Γονατάς εμπνευστές των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν εμβληματικές μορφές αυτής της «κωλοτούμπας». Ο δεύτερος μάλιστα, που στο παρελθόν ανήκε στο περιβάλλον του Πλαστήρα, εγκατέλειψε και επισήμως το αντιβασιλικό στρατόπεδο τον Μάρτιο, για να ιδρύσει το δικό του φιλοβασιλικό κόμμα, των «Εθνικών-Φιλελευθέρων».
Πολλοί από τους επικεφαλής του «ΕΔΕΣ» της Αθήνας που συσπειρώθηκαν γύρω από εκείνο τον κομματικό σχηματισμό, ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα για να εκφράσουν την πολιτική ηθική της «γκρίζας ζώνης» της Κατοχής σύμφωνα με την οποία η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αναγκαίο κακό και επιλογή ηρωική για τη σωτηρία του κράτους και του «κοινωνικού καθεστώτος».
Η υπεράσπιση, από την πλευρά της επέλεξε να προβάλει την οπτική που παρουσίαζε το έθνος στο σύνολό του ως θύμα Οι συνήγοροι και οι μάρτυρες υπεράσπισης δοκίμασαν κατά βάση μια τακτική συμψηφισμού των εγκλημάτων, μετρώντας πτώματα και συγκρίνοντας τα θύματα των δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών τους με τις «χιλιάδες θυμάτων της κομμουνιστικής θηριωδίας»,
Τη στιγμή που ο αστικός Τύπος μοναρχικός και φιλελεύθερος παρουσίαζε τους συλληφθέντες αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΚΚΕ σαν αιμοσταγείς δολοφόνους στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου το στρατόπεδο των δοσιλόγων περνούσε στην αντεπίθεση. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός και μέλλον πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος υποστήριξε ευθαρσώς πως «ο λαός ανάσαινε όταν έβλεπε τα Τάγματα».
Ο Κ. Ζαβιτσάνος, υπουργός Εσωτερικών του Βενιζέλου, εισηγητής του «Ιδιωνύμου» το 1929 και υποδιευθυντής της Εθνικής Τράπεζας επί Κατοχής, αποδοκίμασε, με τη σειρά του, την «ελαφρότητα» του Γ. Παπανδρέου. ο οποίος «με όσα είπε εις το εξωτερικόν πριν έλθη εδώ, και με όσα έκανεν εδώ άφησεν αφρούρητον την δημοσίαν τάξιν και ακόμη περισσότερον παρέδωσεν την δημοσίαν τάξιν εις τας χείρας των κακοποιών».
Ήταν σαφές πως αυτή η γραμμή αντλούσε τη νομιμοποίησή της όχι τόσο από το παρελθόν της Κατοχής όσο από το παρόν της μεταδεκεμβριανής κατάστασης. Οι πρώην δοσίλογοι παρουσιάζονταν πλέον ως η μόνη εναλλακτική που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Κατά τη διάρκεια του Απριλίου 1945 οι αριστερές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή Πρακτικά της δίκης, που καταδείκνυαν τη στενή συγγένεια των δύο αντικομμουνιστικών παρατάξεων κάνοντας λόγο για παρασκηνιακές συναλλαγές.
Στον φιλελεύθερο και βασιλικό Τύπο επικράτησε ένας νόμος σιωπής, στο όνομα της προστασίας των κρατικών μυστικών. Οι περιγραφές της δίκης γίνονταν ολοένα και πιο λακωνικές, σε κάποια μονόστηλα στις πίσω σελίδες. Στο τέλος, οι αναφορές στη δίκη, αν υπήρχαν, δεν ξεπερνούσαν τις δύο παραγράφους. Τούτο διήρκεσε από την έναρξη των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης μέχρι την τελική φάση της διαδικασίας με τις απολογίες των κατηγορουμένων και την αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου.
Η ολοκλήρωση της δίκης
Ο στρατηγός Τσολάκογλου απολογήθηκε πρώτος, και δήλωσε αθώος των κατηγοριών που του αποδόθηκαν, όπως άλλωστε και όλα όσα τον ακολούθησαν. Η επιχειρηματολογία του ήταν δομημένη γύρω από δύο κύριους άξονες:
Από τη μία, επικαλέστηκε το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι μάρτυρες είχαν απορρίψει κάθε ενδεχόμενο προσυνεννόησης με τον εχθρό.
Από την άλλη, υπενθύμισε τον αγώνα του κατά των δυνάμεων του Άξονα στον πόλεμο της Αλβανίας.
Αναγνώρισε ότι η αναζήτηση και τιμωρία των ενόχων μετά τη στρατιωτική ήττα ήταν θεμιτή, επέμεινε ωστόσο στη νικηφόρα εκστρατεία κατά του Ιταλού εισβολέα. Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, ελάχιστα ήταν εκείνα που αποδυνάμωναν την εικόνα γενικευμένης αποσύνθεσης της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης στις παραμονές της συνθηκολόγησης.
Ο Τσολάκογλου επιδίωξε βασικά να περιγράψει λεπτομερώς τη δραματική κατάσταση στο ελληνικό μέτωπο, απέναντι στους σαφώς ισχυρότερους αντιπάλους. Η συνέχεια, δηλαδή η συνθηκολόγηση και ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό γερμανική κηδεμονία, παρουσιάστηκε σαν «Γολγοθάς» για τους αληθινούς πατριώτες, αναγκαίο κακό για την αποτροπή των δυσβάστακτων συνεπειών μιας άνευ όρων παράδοσης.
Το μοτίβο του μαρτυρίου και του «Γολγοθά» επέστρεφε συχνά στις απολογίες των εικοσιπέντε κατηγορουμένων, κατά το διάστημα 17 Απριλίου έως 4 Μαΐου 1945. Καταρχάς, ήταν το μοτίβο που επανέλαβαν στις απολογίες τους οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού οι οποίοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσολάκογλου- πιο σύντομοι και λιγότερο ευφραδείς από εκείνον, επανέλαβαν τα περί διάλυσης του μετώπου και εγκατάλειψής τους από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους. εκείνο τον Απρίλιο του 1941. Θεωρούσαν την απόφασή τους επώδυνη, πλην όμως αναγκαία για τη διαφύλαξη της τιμής των στρατιωτών τους.
Η επιχειρηματολογία τους έμοιαζε συχνά αφελής, καθώς έβριθε παρεκβάσεων και στερεοτυπικών αφηγήσεων για τον πατριωτισμό τους ή για τα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν και την τόλμη που επέδειξαν απέναντι στους κατακτητές. Επιπλέον, συχνά αιφνιδιάζονταν από τις ερωτήσεις του δικαστηρίου ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμιζε ο Επίτροπος.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, σε ποινικό επίπεδο, ήταν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους. Οι υπουργοί που είχαν διαφύγει από τη χώρα μετά τη γερμανική υποχώρηση αποτελούσαν ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο:
'Οχι μόνο είχαν εκτεθεί ως οι πλέον γερμανόφιλοι (ή ιταλόφιλοι), αλλά και το κυριότερο δεν παρίσταντο στη δίκη, και η τύχη τους εξακολουθούσε να αγνοείται. Από την αρχή ως το τέλος της δίκης, σε αυτούς έριχναν το ανάθεμα τόσο οι μάρτυρες κατηγορίας όσο και οι μάρτυρες υπεράσπισης. Η απουσία των φυγάδων χρησίμευσε, λοιπόν, στο να αποποιηθούν οι παρόντες την κατηγορία της πολιτικής και ιδεολογικής συμπόρευσης με τον φασισμό.
Η ετυμηγορία, που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου διατήρησε στο μεγαλύτερο μέρος της την πρόταση του Εισαγγελέα. Πέρα από το έγκλημα της συνθηκολόγησης, το οποίο καταδικάστηκε σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, το σκεπτικό της απόφασης εφάρμοζε τους όρους της ΣΠ υπ’ αριθ. 6. καταδικάζοντας ως «τυπικό» έγκλημα τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον εχθρό, την καταλήστευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων της χώρας, και τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος του εχθρού, καθώς και την προπαγάνδα υπέρ του Άξονα, που προσέβαλλε το πατριωτικό φρόνημα του λαού.
Υπερίσχυσε το ιδεολόγημα ενός έθνους «ομοθύμως» αντιστασιακού. Από το πλήθος των στατιστικών απολογισμών η απόφαση συγκρότησε τα στοιχεία που κατέγραφαν την έκταση των υλικών ζημιών και τον αριθμό των εργατών που είχαν σταλεί στη Γερμανία, ανάγοντας τα σε εθνική αλήθεια και σε εθνικό κεφάλαιο της θυσίας, με το οποίο η χώρα επρόκειτο να διεκδικήσει τη θέση της μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών στις διεθνείς διασκέψεις.
Βέβαια, αυτό το εθνικό κεφάλαιο δεν περιελάμβανε τα θύματα της ένοπλης συνεργασίας, καθώς:
« [Έ]ν προκειμένω, ως απεδείχθη έκ της αποδεικτικής διαδικασίας ή υπό τού κατηγορουμένου Ι. Ράλλη και υπό την προεδρίαν της κυβερνήσεώς του συγκρότησις Ταγμάτων Ευζώνων (Τάγματα Ασφαλείας) δέν άπεσκόπησεν ούτε εις την άσκησιν βίας καθ’ Ελλήνων ένεκα τής δράσεως αυτών κατά των Γερμανών ή 'Ιταλών, ουδέ εις την διέγερσιν εμφυλίου πολέμου, αλλά κατά την βούλησιν των συγκροτησάντων αυτά, εις την άποκατάστασιν της δημοσίας τάξεως εν τη υπαίθρω και εις τάς πόλεις, ήτις είχε επικινδύνως από του θέρους 1942 διασαλευθεί ως έκ τής δράσεως κακοποιών στοιχείων».
Ως προς τις ποινές, το δικαστήριο εξέδωσε τρεις θανατικές καταδίκες, εκ των οποίων μόνο μία αφορούσε κάποιον από τους κατηγορουμένους που ήταν παρόντες. Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως λόγω της συνθηκολόγησης, για την οποία κρίθηκε υπεύθυνος από κοινού με τον Γ. Μπάκο, υπουργό Αμύνης της κυβέρνησής του, ο οποίος είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ λίγους μήνες νωρίτερα. Πάντως εφαρμόζοντας την απόφαση σχετικά με τη μη εκτέλεση μιας ανεπανόρθωτης ποινής, και αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος, ιδίως κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο το δικαστήριο εξέφραζε ταυτόχρονα την ευχή να του δοθεί χάρη.
Οι δύο ερήμην καταδικασθέντες στην εσχάτη των ποινών, οι πρώην υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας Σ. Γκοτζαμάνης και Ε. Τσιρονίκος είχαν συλληφθεί από τις συμμαχικές αρχές στο έδαφος του Τρίτου Ράιχ κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά βρίσκονταν ακόμα μακριά από τη χώρα. Η καταδίκη τους υπογράμμιζε, για μία ακόμα φορά τη διάκριση μεταξύ «τυπικής» συνεργασίας και «συνειδητής δράσης» στο πλευρό των κατακτητών καθώς και την προτεραιότητα που δινόταν στην αναγνώριση και την καταδίκη των υπευθύνων για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου.
Αυτές οι προτεραιότητες ήταν ευδιάκριτες και στις υπόλοιπες ποινές. Πέρα από τους Ράλλη και Λογοθετόπουλο που, ως πρώην πρωθυπουργοί, καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, με τις βαρύτερες ποινές τιμωρήθηκαν οι φυγάδες στη Γερμανία και οι υπουργοί που συνδέονταν άμεσα με τη λεηλασία των οικονομικών και φυσικών πόρων ιδίως όσα προέρχονταν από την πρώτη κυβέρνηση.
Εννέα πρώην υπουργοί καταδικάστηκαν σε ελαφρύτερες ποινές - πέντε έως έντεκα χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή. Τέλος, επτά κατηγορούμενοι. κυρίως όσα είχαν θητεύσει για μικρό χρονικό διάστημα στις κατοχικές κυβερνήσεις, αθωώθηκαν.
Το ΕΑΜ, από την πλευρά του εκτιμώντας ότι «οι Κουίσλινγκ» είχαν ουσιαστικά αθωωθεί, κατήγγειλε την «πρόκληση για το έθνος», αλλά και την έλλειψη σεβασμού προς τους Συμμάχους Ακόμα και κάποιες βασιλικές εφημερίδες, οι οποίες σε γενικές γραμμές είχαν τηρήσει διακριτική στάση, στο όνομα του σεβασμού των αποφάσεων της Δικαιοσύνης, έκαναν λόγο για επιείκεια του δικαστηρίου.
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που είχε ήδη εκφραστεί, εμμέσως ή σαφώς, αρκετές φορές, ήταν ξεκάθαρο, το ίδιο και η απόστασή του από την ετυμηγορία: δίχως την εκτέλεση έστω και ενός μέλους των κυβερνήσεων, δεν υπήρχε εξιλέωση για τα εγκλήματα.
Το εθνικό κεφάλαιο της θυσίας παρέμενε αδικαίωτο. Οι αλλεπάλληλες αναφορές από όλες τις πλευρές, στον ανθρώπινο πόνο, τη μνήμη των δεινών και των νεκρών, έδιναν το «μέτρο» του κοινού περί δικαίου αισθήματος:
«Έναν μόνον άξιον τής ποινής τού θανάτου -καί δύο ερήμην- εύρον οι δικασταί τού ειδικού δικαστηρίου. Καί διά τούς 500.000 των νεκρών; Το εν εκατομμύριον των φυματικών;
Και διά τό εν εκατομμύριον των αστέγων και γυμνών;
Καί διά τά 6.500.000 των εκπρολεταρισθέντων Ελλήνων;»
Όσοι από αυτούς διώκονταν ήλπιζαν μάλιστα να αθωωθούν, δηλώνοντας πίστη και υποταγή στους Συμμάχους. Οι στρατηγοί Θ. Πάγκαλος και Στ. Γονατάς εμπνευστές των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν εμβληματικές μορφές αυτής της «κωλοτούμπας». Ο δεύτερος μάλιστα, που στο παρελθόν ανήκε στο περιβάλλον του Πλαστήρα, εγκατέλειψε και επισήμως το αντιβασιλικό στρατόπεδο τον Μάρτιο, για να ιδρύσει το δικό του φιλοβασιλικό κόμμα, των «Εθνικών-Φιλελευθέρων».
Πολλοί από τους επικεφαλής του «ΕΔΕΣ» της Αθήνας που συσπειρώθηκαν γύρω από εκείνο τον κομματικό σχηματισμό, ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα για να εκφράσουν την πολιτική ηθική της «γκρίζας ζώνης» της Κατοχής σύμφωνα με την οποία η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αναγκαίο κακό και επιλογή ηρωική για τη σωτηρία του κράτους και του «κοινωνικού καθεστώτος».
Η υπεράσπιση, από την πλευρά της επέλεξε να προβάλει την οπτική που παρουσίαζε το έθνος στο σύνολό του ως θύμα Οι συνήγοροι και οι μάρτυρες υπεράσπισης δοκίμασαν κατά βάση μια τακτική συμψηφισμού των εγκλημάτων, μετρώντας πτώματα και συγκρίνοντας τα θύματα των δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών τους με τις «χιλιάδες θυμάτων της κομμουνιστικής θηριωδίας»,
Τη στιγμή που ο αστικός Τύπος μοναρχικός και φιλελεύθερος παρουσίαζε τους συλληφθέντες αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, του ΚΚΕ σαν αιμοσταγείς δολοφόνους στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου το στρατόπεδο των δοσιλόγων περνούσε στην αντεπίθεση. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός και μέλλον πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος υποστήριξε ευθαρσώς πως «ο λαός ανάσαινε όταν έβλεπε τα Τάγματα».
Ο Κ. Ζαβιτσάνος, υπουργός Εσωτερικών του Βενιζέλου, εισηγητής του «Ιδιωνύμου» το 1929 και υποδιευθυντής της Εθνικής Τράπεζας επί Κατοχής, αποδοκίμασε, με τη σειρά του, την «ελαφρότητα» του Γ. Παπανδρέου. ο οποίος «με όσα είπε εις το εξωτερικόν πριν έλθη εδώ, και με όσα έκανεν εδώ άφησεν αφρούρητον την δημοσίαν τάξιν και ακόμη περισσότερον παρέδωσεν την δημοσίαν τάξιν εις τας χείρας των κακοποιών».
Ήταν σαφές πως αυτή η γραμμή αντλούσε τη νομιμοποίησή της όχι τόσο από το παρελθόν της Κατοχής όσο από το παρόν της μεταδεκεμβριανής κατάστασης. Οι πρώην δοσίλογοι παρουσιάζονταν πλέον ως η μόνη εναλλακτική που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Κατά τη διάρκεια του Απριλίου 1945 οι αριστερές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή Πρακτικά της δίκης, που καταδείκνυαν τη στενή συγγένεια των δύο αντικομμουνιστικών παρατάξεων κάνοντας λόγο για παρασκηνιακές συναλλαγές.
Στον φιλελεύθερο και βασιλικό Τύπο επικράτησε ένας νόμος σιωπής, στο όνομα της προστασίας των κρατικών μυστικών. Οι περιγραφές της δίκης γίνονταν ολοένα και πιο λακωνικές, σε κάποια μονόστηλα στις πίσω σελίδες. Στο τέλος, οι αναφορές στη δίκη, αν υπήρχαν, δεν ξεπερνούσαν τις δύο παραγράφους. Τούτο διήρκεσε από την έναρξη των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης μέχρι την τελική φάση της διαδικασίας με τις απολογίες των κατηγορουμένων και την αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου.
Η ολοκλήρωση της δίκης
Ο στρατηγός Τσολάκογλου απολογήθηκε πρώτος, και δήλωσε αθώος των κατηγοριών που του αποδόθηκαν, όπως άλλωστε και όλα όσα τον ακολούθησαν. Η επιχειρηματολογία του ήταν δομημένη γύρω από δύο κύριους άξονες:
Από τη μία, επικαλέστηκε το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι μάρτυρες είχαν απορρίψει κάθε ενδεχόμενο προσυνεννόησης με τον εχθρό.
Από την άλλη, υπενθύμισε τον αγώνα του κατά των δυνάμεων του Άξονα στον πόλεμο της Αλβανίας.
Αναγνώρισε ότι η αναζήτηση και τιμωρία των ενόχων μετά τη στρατιωτική ήττα ήταν θεμιτή, επέμεινε ωστόσο στη νικηφόρα εκστρατεία κατά του Ιταλού εισβολέα. Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, ελάχιστα ήταν εκείνα που αποδυνάμωναν την εικόνα γενικευμένης αποσύνθεσης της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης στις παραμονές της συνθηκολόγησης.
Ο Τσολάκογλου επιδίωξε βασικά να περιγράψει λεπτομερώς τη δραματική κατάσταση στο ελληνικό μέτωπο, απέναντι στους σαφώς ισχυρότερους αντιπάλους. Η συνέχεια, δηλαδή η συνθηκολόγηση και ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό γερμανική κηδεμονία, παρουσιάστηκε σαν «Γολγοθάς» για τους αληθινούς πατριώτες, αναγκαίο κακό για την αποτροπή των δυσβάστακτων συνεπειών μιας άνευ όρων παράδοσης.
Το μοτίβο του μαρτυρίου και του «Γολγοθά» επέστρεφε συχνά στις απολογίες των εικοσιπέντε κατηγορουμένων, κατά το διάστημα 17 Απριλίου έως 4 Μαΐου 1945. Καταρχάς, ήταν το μοτίβο που επανέλαβαν στις απολογίες τους οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού οι οποίοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσολάκογλου- πιο σύντομοι και λιγότερο ευφραδείς από εκείνον, επανέλαβαν τα περί διάλυσης του μετώπου και εγκατάλειψής τους από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους. εκείνο τον Απρίλιο του 1941. Θεωρούσαν την απόφασή τους επώδυνη, πλην όμως αναγκαία για τη διαφύλαξη της τιμής των στρατιωτών τους.
Η επιχειρηματολογία τους έμοιαζε συχνά αφελής, καθώς έβριθε παρεκβάσεων και στερεοτυπικών αφηγήσεων για τον πατριωτισμό τους ή για τα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν και την τόλμη που επέδειξαν απέναντι στους κατακτητές. Επιπλέον, συχνά αιφνιδιάζονταν από τις ερωτήσεις του δικαστηρίου ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμιζε ο Επίτροπος.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, σε ποινικό επίπεδο, ήταν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους. Οι υπουργοί που είχαν διαφύγει από τη χώρα μετά τη γερμανική υποχώρηση αποτελούσαν ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο:
'Οχι μόνο είχαν εκτεθεί ως οι πλέον γερμανόφιλοι (ή ιταλόφιλοι), αλλά και το κυριότερο δεν παρίσταντο στη δίκη, και η τύχη τους εξακολουθούσε να αγνοείται. Από την αρχή ως το τέλος της δίκης, σε αυτούς έριχναν το ανάθεμα τόσο οι μάρτυρες κατηγορίας όσο και οι μάρτυρες υπεράσπισης. Η απουσία των φυγάδων χρησίμευσε, λοιπόν, στο να αποποιηθούν οι παρόντες την κατηγορία της πολιτικής και ιδεολογικής συμπόρευσης με τον φασισμό.
Η ετυμηγορία, που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου διατήρησε στο μεγαλύτερο μέρος της την πρόταση του Εισαγγελέα. Πέρα από το έγκλημα της συνθηκολόγησης, το οποίο καταδικάστηκε σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, το σκεπτικό της απόφασης εφάρμοζε τους όρους της ΣΠ υπ’ αριθ. 6. καταδικάζοντας ως «τυπικό» έγκλημα τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον εχθρό, την καταλήστευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων της χώρας, και τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος του εχθρού, καθώς και την προπαγάνδα υπέρ του Άξονα, που προσέβαλλε το πατριωτικό φρόνημα του λαού.
Υπερίσχυσε το ιδεολόγημα ενός έθνους «ομοθύμως» αντιστασιακού. Από το πλήθος των στατιστικών απολογισμών η απόφαση συγκρότησε τα στοιχεία που κατέγραφαν την έκταση των υλικών ζημιών και τον αριθμό των εργατών που είχαν σταλεί στη Γερμανία, ανάγοντας τα σε εθνική αλήθεια και σε εθνικό κεφάλαιο της θυσίας, με το οποίο η χώρα επρόκειτο να διεκδικήσει τη θέση της μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών στις διεθνείς διασκέψεις.
Βέβαια, αυτό το εθνικό κεφάλαιο δεν περιελάμβανε τα θύματα της ένοπλης συνεργασίας, καθώς:
« [Έ]ν προκειμένω, ως απεδείχθη έκ της αποδεικτικής διαδικασίας ή υπό τού κατηγορουμένου Ι. Ράλλη και υπό την προεδρίαν της κυβερνήσεώς του συγκρότησις Ταγμάτων Ευζώνων (Τάγματα Ασφαλείας) δέν άπεσκόπησεν ούτε εις την άσκησιν βίας καθ’ Ελλήνων ένεκα τής δράσεως αυτών κατά των Γερμανών ή 'Ιταλών, ουδέ εις την διέγερσιν εμφυλίου πολέμου, αλλά κατά την βούλησιν των συγκροτησάντων αυτά, εις την άποκατάστασιν της δημοσίας τάξεως εν τη υπαίθρω και εις τάς πόλεις, ήτις είχε επικινδύνως από του θέρους 1942 διασαλευθεί ως έκ τής δράσεως κακοποιών στοιχείων».
Ως προς τις ποινές, το δικαστήριο εξέδωσε τρεις θανατικές καταδίκες, εκ των οποίων μόνο μία αφορούσε κάποιον από τους κατηγορουμένους που ήταν παρόντες. Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως λόγω της συνθηκολόγησης, για την οποία κρίθηκε υπεύθυνος από κοινού με τον Γ. Μπάκο, υπουργό Αμύνης της κυβέρνησής του, ο οποίος είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ λίγους μήνες νωρίτερα. Πάντως εφαρμόζοντας την απόφαση σχετικά με τη μη εκτέλεση μιας ανεπανόρθωτης ποινής, και αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος, ιδίως κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο το δικαστήριο εξέφραζε ταυτόχρονα την ευχή να του δοθεί χάρη.
Οι δύο ερήμην καταδικασθέντες στην εσχάτη των ποινών, οι πρώην υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας Σ. Γκοτζαμάνης και Ε. Τσιρονίκος είχαν συλληφθεί από τις συμμαχικές αρχές στο έδαφος του Τρίτου Ράιχ κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά βρίσκονταν ακόμα μακριά από τη χώρα. Η καταδίκη τους υπογράμμιζε, για μία ακόμα φορά τη διάκριση μεταξύ «τυπικής» συνεργασίας και «συνειδητής δράσης» στο πλευρό των κατακτητών καθώς και την προτεραιότητα που δινόταν στην αναγνώριση και την καταδίκη των υπευθύνων για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου.
Αυτές οι προτεραιότητες ήταν ευδιάκριτες και στις υπόλοιπες ποινές. Πέρα από τους Ράλλη και Λογοθετόπουλο που, ως πρώην πρωθυπουργοί, καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, με τις βαρύτερες ποινές τιμωρήθηκαν οι φυγάδες στη Γερμανία και οι υπουργοί που συνδέονταν άμεσα με τη λεηλασία των οικονομικών και φυσικών πόρων ιδίως όσα προέρχονταν από την πρώτη κυβέρνηση.
Εννέα πρώην υπουργοί καταδικάστηκαν σε ελαφρύτερες ποινές - πέντε έως έντεκα χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή. Τέλος, επτά κατηγορούμενοι. κυρίως όσα είχαν θητεύσει για μικρό χρονικό διάστημα στις κατοχικές κυβερνήσεις, αθωώθηκαν.
Το ΕΑΜ, από την πλευρά του εκτιμώντας ότι «οι Κουίσλινγκ» είχαν ουσιαστικά αθωωθεί, κατήγγειλε την «πρόκληση για το έθνος», αλλά και την έλλειψη σεβασμού προς τους Συμμάχους Ακόμα και κάποιες βασιλικές εφημερίδες, οι οποίες σε γενικές γραμμές είχαν τηρήσει διακριτική στάση, στο όνομα του σεβασμού των αποφάσεων της Δικαιοσύνης, έκαναν λόγο για επιείκεια του δικαστηρίου.
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που είχε ήδη εκφραστεί, εμμέσως ή σαφώς, αρκετές φορές, ήταν ξεκάθαρο, το ίδιο και η απόστασή του από την ετυμηγορία: δίχως την εκτέλεση έστω και ενός μέλους των κυβερνήσεων, δεν υπήρχε εξιλέωση για τα εγκλήματα.
Το εθνικό κεφάλαιο της θυσίας παρέμενε αδικαίωτο. Οι αλλεπάλληλες αναφορές από όλες τις πλευρές, στον ανθρώπινο πόνο, τη μνήμη των δεινών και των νεκρών, έδιναν το «μέτρο» του κοινού περί δικαίου αισθήματος:
«Έναν μόνον άξιον τής ποινής τού θανάτου -καί δύο ερήμην- εύρον οι δικασταί τού ειδικού δικαστηρίου. Καί διά τούς 500.000 των νεκρών; Το εν εκατομμύριον των φυματικών;
Και διά τό εν εκατομμύριον των αστέγων και γυμνών;
Καί διά τά 6.500.000 των εκπρολεταρισθέντων Ελλήνων;»
Αλήθεια εναντίον Δικαιοσύνης;
,Η διαχείριση των υποθέσεων ως τεχνική για να εξανεμιστούν οι ευθύνες
Το καλοκαίρι του 1943 θεωρήθηκε κρίσιμη καμπή, με την έννοια ότι τότε εξαπολύθηκε η πρώτη έφοδος του ΕΑΜ για τη κατάληψη της εξουσίας: το κράτος είχε αναγκαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του διπλά, τόσο εναντίον της επαναστατικής δράσης των κομμουνιστών όσο και εναντίον των ναζιστικών ωμοτήτων που αυτή προκαλούσε. Έτσι, το Συμβούλιο δικαιολόγησε ακόμα και τις συλλήψεις που, ενταγμένες στο πλαίσιο των εσωτερικών αντικομμουνιστικών διώξεων τις οποίες συντόνιζε ο Γ. Ντάκος στις παραμονές της γερμανικής αποχώρησης, παρέδωσαν τελικά τους συλληφθέντες στα χέρια του κατακτητή.
Η συμμετοχή σε αυτό τον «εθνικό αγώνα», που από το 1943 διεξαγόταν σε δύο μέτωπα, συνιστούσε απόδειξη πολιτικής συνείδησης και «απαλλακτικό επιχείρημα» ώστε να δοθεί άφεση αμαρτιών στους κατηγορουμένους για τις προηγούμενες πράξεις τους.
Η περίπτωση Ντάκου ήταν χαρακτηριστική: προσήχθη λόγω των πολυάριθμων καταγγελιών που τον βάρυναν για τη δράση της Χωροφυλακής υπό τις διαταγές του, τόσο κατά τη διετία 1941-1942 όσο και το 1944. Οι καταγγελίες αυτές είχαν ταξινομηθεί ανάλογα με τη φύση των πράξεων ή των κατηγοριών που κινούσαν τη δίωξη. Στους δύο μήνες που ακολούθησαν, άλλα τρία απαλλακτικά βουλεύματα είχαν εκδοθεί στο όνομά του.
Τα δύο βουλεύματα που είχαν εκδοθεί πριν από το τέλος Οκτωβρίου αφορούσαν κυρίως γεγονότα που είχαν συμβεί κατά την πρώτη του θητεία. 2 Όπως είδαμε, οι αποφάσεις μπορούσαν εύκολα να προσβάλουν το βάσιμο των καταγγελιών, αναγνωρίζοντας στα ανώτερα στελέχη την πρόθεση εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας. Τα δύο άλλα βουλεύματα, που αφορούσαν τους διωγμούς και τις πολυάριθμες δολοφονίες αντιστασιακών, κομμουνιστών κυρίως, το 1944 δεν εκδόθηκαν παρά στα τέλη Νοεμβρίου. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο νομικός συλλογισμός αφήνει να διαφανεί μια τακτική αθώωσης, βασισμένη στη μετατόπιση των ποινικών ευθυνών για τις κρινόμενες πράξεις.
Η επιλογή της χρονικής στιγμής για τη διεξαγωγή της δίκης της Ειδικής Ασφάλειας αποκαλύπτει μια συγκεκριμένη τακτική διαχείρισης των δικογραφιών. Η έναρξή της αρχικά προβλεπόταν για τις αρχές Σεπτεμβρίου, αλλά μια σειρά κωλυμάτων που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης τη μετέθεσαν για τα τέλη Οκτωβρίου. Σε αυτό το διάστημα, αντιμετωπίζοντας ευνοϊκά τις καταθέσεις των «εθνικοφρόνων» και υποβαθμίζοντας τη σημασία των καταθέσεων των εαμικών, τις οποίες χαρακτήριζαν αόριστες και αβάσιμες, οι δικαστές αποφάσιζαν την αναστολή των διώξεων για σειρά υποθέσεων που αφορούσαν συναδέλφους τους δικαστικούς. 7
Και, ενώ στη δίκη της Ειδικής Ασφάλειας είχαν καταδικαστεί κάποιοι αξιωματικοί του σώματος, μια νέα σειρά αποφάσεων απάλλασσε τους αξιωματικούς της Αστυνομίας, της Ειδικής Ασφάλειας και της Χωροφυλακής με την αιτιολογία ότι για τα εγκλήματα που τους αποδίδονταν, είχαν ήδη ταυτοποιηθεί οι ένοχοι και είχαν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις. 8
Είναι προφανές ότι, αξιοποιώντας στο έπακρο το περιθώριο ελιγμών που άφηνε η κατά περίπτωση εξέταση των υποθέσεων και δημιουργώντας φακέλους που συνέδεαν ή διαχώριζαν κατά βούληση τις κρινόμενες πράξεις, οι δικαστικές αρχές αποκτούσαν τη δυνατότητα να αναδομήσουν την αφήγηση της Αντίστασης, και να την ανασυνθέσουν σύμφωνα με τις ιδεολογικές αρχές του μεταδεκεμβριανού καθεστώτος.
Αυτή η τακτική κατόρθωνε να χρονοτριβεί, δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι η δικαστική έρευνα εξελισσόταν κανονικά. Έτσι, ενώ η Δικαιοσύνη εφάρμοζε σχολαστικά τους ισχύοντες νόμους και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες εξανεμίζονταν στον λαβύρινθο των διαφόρων φακέλων και ερευνών.
Η μέθοδος αυτή -που διασφάλιζε εν πολλοίς την ατιμωρησία των αξιωματικών του Στρατού και της Αστυνομίας, και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τους υψηλόβαθμους δικαστικούς κατά τις επόμενες δεκαετίες εφαρμόστηκε καταρχάς από τον ίδιο τον αντεισαγγελέα Κ. Κόλλια, ο οποίος οργάνωσε την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ΕΔΔ Αθηνών και υπήρξε από τους πρώτους που απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες για δοσιλογισμό, για να αναρριχηθεί κατόπιν με μεγάλη ταχύτητα, από τα μέσα κιόλας του 1946, ως την κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας.
Στο εξής η Δικαιοσύνη αντιμετώπιζε τα αδικήματα που καλούνταν να δικάσει ως πράξεις συγκεκριμένων θυτών εις βάρος συγκεκριμένων θυμάτων, και όχι ως πράξεις εθνικής προδοσίας. Ο στενός ορισμός του εγκλήματος της συνεργασίας με τον εχθρό απαιτούσε αδιάσειστα πειστήρια, αποδεικτικά στοιχεία ικανά να πείσουν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την πρόθεση να υπηρετήσουν τον Άξονα και να στραφούν κατά του συμμαχικού στρατοπέδου.
Και η βρετανική πολιτική διευκόλυνε το έργο τους. Αφενός, η άρνηση των Βρετανών να αναμειχθούν στρατιωτικά συντηρούσε τη «λευκή τρομοκρατία» και τον φόβο των αντιποίνων, που έκαναν όλο και περισσότερους μάρτυρες να απέχουν από το δικαστήριο ή, κατά την παράστασή τους, να ανακαλούν τις προηγούμενες καταθέσεις τους. Αφετέρου, οι βρετανικές υπηρεσίες προμήθευαν απλόχερα -και ενίοτε άκριτα- με βεβαιώσεις ένταξης σε συμμαχικά δίκτυα τους κατηγορουμένους για δοσιλογισμό, ενισχύοντας έτσι τη μανιχαϊστική αξιολόγηση των μαρτυριών από το δικαστήριο: αξιόπιστες όταν επρόκειτο για «εθνικιστές», αναξιόπιστες όταν επρόκειτο για κομμουνιστές.10
Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα 1945-1946, εκδόθηκαν μια σειρά απαλλακτικών βουλευμάτων που κατά κανόνα αφορούσαν πρώην ταγματασφαλίτες -στην πλειονότητά τους, μεταξύ δεκαοκτώ και είκοσι δύο ετών-, μολονότι είχαν αποδεδειγμένα συμμετάσχει σε ναζιστικά αντίποινα και σε δολοφονίες αντιστασιακών. 12
Οι αθωωτικές αποφάσεις, όμως, αφορούσαν και γνωστά μέλη του « σκληρού πυρήνα» του δοσιλογισμού: από απλούς πράκτορες της Ειδικής Ασφάλειας και των Ες Ες. που απαλλάχθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, 13 μέχρι τον ψυχίατρο και νευρολόγο Σ. Βλαβιανό, ο οποίος, καίτοι γνωστός τοις πάσι ως αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, στη βάση της -μίας και μοναδικής - μαρτυρίας ενός άλλου μέλους της οργάνωσης. 14
Τέλος, και για να κλείσουμε το κεφάλαιο επιστρέφοντας στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε -τα χαμένα ίχνη των πρακτόρων της Γκεστάπο-, το Συμβούλιο απάλλαξε επίσης, στα τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου, είκοσι έναν κατηγορούμενους ως πράκτορες της Γκεστάπο -καταγεγραμμένους στους γερμανικούς καταλόγους που έπεσαν στα χέρια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών-, στηριζόμενο σε ένα έγγραφο της υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας, από το οποίο προέκυπτε ότι:
«τά εν τω καταλόγω τούτω πρόσωπα είναι ή ανύπαρκτα ή ψευδώς αναφέρονται ώς πράκτορες τής Γκεστάπο, το δι' ότι οι Γερμανοί έκ προθέσεως κυκλοφορούν ψευδείς καταλόγους πρακτόρων προς συγκάλυψιν των πραγματικών πρακτόρων [...]» 15.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης των πρώην δοσιλόγων από τις υπηρεσίες Ασφαλείας του καθεστώτος δεν εξαιρούσε ούτε τον σκληρό, καθαρόαιμο ναζιστικό τους πυρήνα. Η επιχείρηση που στόχευε να περιορίσει τόσο τις πράξεις που θεωρούνταν «εθνική προδοσία», όσο και τον κύκλο των ανθρώπων που θεωρούνταν ή χαρακτηρίζονταν «δοσίλογοι» βρισκόταν πλέον σε καλό δρόμο. Αν ο ένας πυλώνας αυτής της διαδικασίας ήταν η προανακριτική διαδικασία, ο έτερος ήταν οι επ’ ακροατηρίου συζητήσεις.
Παραπομπές
1. Στο βούλευμα υπ' αριθ. 125 σ. 5-6. το δικαστήριο υιοθετεί το σενάριο της εξάρθρωσης μιας μυστικής ομάδας (της Κομμουνιστικής Οργάνωσης της Χωροφυλακής), που εξύφαινε κομμουνιστική συνωμοσία για να διαλύσει το Σώμα. Σενάριο μάλλον απίθανο, καθώς ίχνη του δεν βρίσκουμε πουθενά αλλού. Πρόκειται πιθανότατα για μία από τις θεωρίες συνωμοσίας που επικαλούνταν τότε ενάντια στον εσωτερικό (εαμικό) εχθρό.
2. Απόφαση υπ. αριθ. 125.3 Οκτωβρίου 1945 την οποία παρουσιάσαμε λίγο πιο πάνω, και υπ’ αριθ. 135 της 15ης Οκτωβρίου 1945.
3. Απόφαση υπ' αριθ. 125.3 Οκτωβρίου 1945. ό.π.
4. Πρόκειται για τις αποφάσεις υπ αριθ. 206 της 21ης Νοεμβρίου και υπ' αριθ. 246 της 8ης Δεκεμβρίου 1945.ό.π.
5. Ο Λευτέρης Αποστόλου ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και συγγραφέας του βιβλίου με θέμα τις δίκες των κατοχικών κυβερνήσεων.
6. Πρβλ. την αναφορά του Κ. Τσάτσου στη διένεξη γύρω από το παρελθόν του Ντάκου. ό.π.. σ. 22-23. Βλ. επίσης Ελευθερία. 18 Νοεμβρίου 1945. σχετικά με την πολιτική τοποθέτηση των δικαστών που τον αθώωσαν.
7. Όσον αφορά την αυτοασυλία των δικαστικών, βλ. κυρίως τις αποφάσεις υπ’ αριθ. 105 της 30ής Αυγούστου 1945 που αθώωνε επτά δικαστικούς κατηγορούμενους γα παρακώλυση της διαδικασίας απελευθέρωσης (φυλακισμένων γυναικών στην υπηρεσία των Συμμάχων από μια διευθύντρια των γυναικείων φυλακών της Αθήνας (πρβλ. σχετικά Ελεύθερη Ελλάδα. 6 Νοεμβρίου 1945, που ανέφερε αυτή την υπόθεση, όταν ο δικαστής είχε πλέον επανενταχθεί)· υπ' αριθ. 128. 2 Οκτωβρίου 1945. που αθώωνε έναν Εισαγγελέα Εφετών Κέρκυρας· υπ’ αριθ. 157. 30 Οκτωβρίου 1945, που αθώωνε έναν Εισαγγελέα της Αθήνας ό.π.: ΕΜΑ/ΒΒ/1 και 2/1945).
8. Αφθονούν οι περιπτώσεις αξιωματικών της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής που αθωώθηκαν, από τα τέλη Νοεμβρίου 1945 και μετά. Ενδεικτικά μόνα οι αποφάσεις υπ' αριθ. 259.268.269. και όλες όσες εκδόθηκαν στις 15 Δεκεμβρίου 1945. Το κείμενό τους είναι πανομοιότυπο μόνο τα ονόματα διαφέρουν. Ένας από τους αθωωθέντες ήταν και ο Δ. Παπαδόγκωνας, ανιψιός του αρχηγού των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου και πρωταγωνιστής των εκτελέσεων τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης. πρβλ. Ελευθερία. 19 Οκτωβρίου 1944. Βλ.. επίσης, σχετικά με τους άλλους αξιωματικούς της Αστυνομίας που αθωώθηκαν, τις αποφάσεις υπ' αριθ. 285 της 17ης Δεκεμβρίου και 346 της 29ης Δεκεμβρίου 1945. ό.π.
9. 0 Κόλλιας ανήλθε με εντυπωσιακή ταχύτητα τις δικαστικές βαθμίδες. Έγινε Αντεισαγγελέας Εφετών τον Φεβρουάριο του 1945. και προήχθη στον Άρειο Πάγο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στην υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη από ομάδα παρακρατικών, τον Μάιο του 1963 ενεπλάκη προσωπικά, επιχειρώντας να «διαχωρίσει» τον φάκελο του Αρχηγού της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Σχετικά με την πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε τότε από τους επικεφαλής του Αρείου Πάγου, βλ. Ελευθερία, Μάρτιος 1965.
10. Μεταξύ των διασημότερων δοσιλόγων που είχαν λάβει βρετανική βεβαίωση ήταν και ο Γ. Ντάκος (απόφαση υπ' αριθ. 125). Χαρακτηριστική για την ευκολία με την οποία εκδίδονταν και κυκλοφορούσαν οι βρετανικές βεβαιώσεις ήταν η περίπτωση ενός διαβόητου πράκτορα της Ειδικής Ασφάλειας ο οποίος εξασφάλισε τη βεβαίωσή του μέσα στη σύγχυση των Δεκεμβριανών. Αργότερα, στη δίκη της Ειδικής Ασφάλειας, ο Βρετανός που του είχε χορηγήσει τη βεβαίωση παραδέχτηκε ότι δεν γνώριζε για ποιον ακριβώς επρόκειτο.
11 Η περίπτωση του Σπ. Μελά είναι ίσως η γνωστότερη, και έχουν γραφτεί πολλά σχετικά. Αφού διαγράφηκε ταπεινωτικά, έναν χρόνο νωρίτερα, από την Εταιρεία Λογοτεχνών, έδρασε μεθοδικά για να επιτύχει τη (νομική τουλάχιστον) αποκατάστασή του, και αθωώθηκε με την απόφαση υπ' αριθ. 381 της 31ης Δεκεμβρίου 1945.ojt. Για μια συνοπτική παρουσίαση των πεπραγμένων του Μελά εκείνη την ταραγμένη περίοδο, βλ Γ. Θεοτοκάς. Τετράδια ημερολογίου, ό.π., σ. 506-508- και. του ιδίου. «Η περίπτωση του Σπύρου Μελά». Νέα Εστία. έτος κβ'. τόμ 44. τεύχος 506. 1 Αυγούστου 1948. σ. 953-956. Το 1942 ο Κατσιλάμπρος διορίστηκε καθηγητής από την κυβέρνηση Τσολάκογλου, και δημοσίευσε πολλά άρθρα, πλέκοντας το εγκώμιο του πρωθυπουργού και των δυνάμεων του Άξονα (απόφαση υπ' αριθ. 233.8 Δεκεμβρίου t945. ό.π.).
12. Βλ. την περίπτωση του Ε. Μεσ.. είκοσι δύο ετών το 1945 για τον οποίο το Δικαστικό Συμβούλιο δέχτηκε ότι είχε συμμετάσχει στα μπλόκα που οργάνωσαν από κοινού τα Τάγματα Ασφαλείας και τα γερμανικά στρατεύματα, στις συλλήψεις, στα βασανιστήρια, ακόμα και στις δολοφονίες Ελλήνων πολιτών «…ωστόσο, έκ των γεγονότων συνάγεται ότι ό κατηγορούμενος δέν προέβη στις συλλήψεις καί στή βία προκειμένου νά παραδώσει τούς μάρτυρες στους Γερμανούς, άλλα για νά τεθούν υπό προσωρινή κράτηση από τά Τάγματα Ασφαλείας […] έν συνεχεία, πράγματι διέπραξε τις βιαιοπραγίες που τού καταλογίζονται, άλλα ουδαμώς προκύπτει ότι αυταί έλαβον χώραν ένεκα τής δράσεως των παθόντων κατά τού εχθρού» (απόφαση 346. 29 Δεκεμβρίου 1945.ό.π.).
13. Πρβλ. την περίπτωση του Αλ. Ιωαν.. δεκαεπτά ετών (!) το 1945. για τον οποίο το δικαστήριο δέχτηκε ότι είχε υπηρετήσει στην Ειδική Ασφάλεια για μικρό μόνο χρονικό διάστημα, γεγονός που σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του δεν δικαιολογούσε την παραπομπή του σε ακροαματική διαδικασία (βούλευμα υπ' αριθ. 206. 26 Νοεμβρίου 1945. ό.π.).
14. Βούλευμα υπ’ αριθ. 366 της 18ης Δεκεμβρίου 1945.
15. Απόφαση υπ’ αριθ. 176 της 2ας Νοεμβρίου 1945.
Το καλοκαίρι του 1943 θεωρήθηκε κρίσιμη καμπή, με την έννοια ότι τότε εξαπολύθηκε η πρώτη έφοδος του ΕΑΜ για τη κατάληψη της εξουσίας: το κράτος είχε αναγκαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του διπλά, τόσο εναντίον της επαναστατικής δράσης των κομμουνιστών όσο και εναντίον των ναζιστικών ωμοτήτων που αυτή προκαλούσε. Έτσι, το Συμβούλιο δικαιολόγησε ακόμα και τις συλλήψεις που, ενταγμένες στο πλαίσιο των εσωτερικών αντικομμουνιστικών διώξεων τις οποίες συντόνιζε ο Γ. Ντάκος στις παραμονές της γερμανικής αποχώρησης, παρέδωσαν τελικά τους συλληφθέντες στα χέρια του κατακτητή.
Η συμμετοχή σε αυτό τον «εθνικό αγώνα», που από το 1943 διεξαγόταν σε δύο μέτωπα, συνιστούσε απόδειξη πολιτικής συνείδησης και «απαλλακτικό επιχείρημα» ώστε να δοθεί άφεση αμαρτιών στους κατηγορουμένους για τις προηγούμενες πράξεις τους.
Η περίπτωση Ντάκου ήταν χαρακτηριστική: προσήχθη λόγω των πολυάριθμων καταγγελιών που τον βάρυναν για τη δράση της Χωροφυλακής υπό τις διαταγές του, τόσο κατά τη διετία 1941-1942 όσο και το 1944. Οι καταγγελίες αυτές είχαν ταξινομηθεί ανάλογα με τη φύση των πράξεων ή των κατηγοριών που κινούσαν τη δίωξη. Στους δύο μήνες που ακολούθησαν, άλλα τρία απαλλακτικά βουλεύματα είχαν εκδοθεί στο όνομά του.
Τα δύο βουλεύματα που είχαν εκδοθεί πριν από το τέλος Οκτωβρίου αφορούσαν κυρίως γεγονότα που είχαν συμβεί κατά την πρώτη του θητεία. 2 Όπως είδαμε, οι αποφάσεις μπορούσαν εύκολα να προσβάλουν το βάσιμο των καταγγελιών, αναγνωρίζοντας στα ανώτερα στελέχη την πρόθεση εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας. Τα δύο άλλα βουλεύματα, που αφορούσαν τους διωγμούς και τις πολυάριθμες δολοφονίες αντιστασιακών, κομμουνιστών κυρίως, το 1944 δεν εκδόθηκαν παρά στα τέλη Νοεμβρίου. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο νομικός συλλογισμός αφήνει να διαφανεί μια τακτική αθώωσης, βασισμένη στη μετατόπιση των ποινικών ευθυνών για τις κρινόμενες πράξεις.
Η επιλογή της χρονικής στιγμής για τη διεξαγωγή της δίκης της Ειδικής Ασφάλειας αποκαλύπτει μια συγκεκριμένη τακτική διαχείρισης των δικογραφιών. Η έναρξή της αρχικά προβλεπόταν για τις αρχές Σεπτεμβρίου, αλλά μια σειρά κωλυμάτων που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης τη μετέθεσαν για τα τέλη Οκτωβρίου. Σε αυτό το διάστημα, αντιμετωπίζοντας ευνοϊκά τις καταθέσεις των «εθνικοφρόνων» και υποβαθμίζοντας τη σημασία των καταθέσεων των εαμικών, τις οποίες χαρακτήριζαν αόριστες και αβάσιμες, οι δικαστές αποφάσιζαν την αναστολή των διώξεων για σειρά υποθέσεων που αφορούσαν συναδέλφους τους δικαστικούς. 7
Και, ενώ στη δίκη της Ειδικής Ασφάλειας είχαν καταδικαστεί κάποιοι αξιωματικοί του σώματος, μια νέα σειρά αποφάσεων απάλλασσε τους αξιωματικούς της Αστυνομίας, της Ειδικής Ασφάλειας και της Χωροφυλακής με την αιτιολογία ότι για τα εγκλήματα που τους αποδίδονταν, είχαν ήδη ταυτοποιηθεί οι ένοχοι και είχαν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις. 8
Είναι προφανές ότι, αξιοποιώντας στο έπακρο το περιθώριο ελιγμών που άφηνε η κατά περίπτωση εξέταση των υποθέσεων και δημιουργώντας φακέλους που συνέδεαν ή διαχώριζαν κατά βούληση τις κρινόμενες πράξεις, οι δικαστικές αρχές αποκτούσαν τη δυνατότητα να αναδομήσουν την αφήγηση της Αντίστασης, και να την ανασυνθέσουν σύμφωνα με τις ιδεολογικές αρχές του μεταδεκεμβριανού καθεστώτος.
Αυτή η τακτική κατόρθωνε να χρονοτριβεί, δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι η δικαστική έρευνα εξελισσόταν κανονικά. Έτσι, ενώ η Δικαιοσύνη εφάρμοζε σχολαστικά τους ισχύοντες νόμους και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες εξανεμίζονταν στον λαβύρινθο των διαφόρων φακέλων και ερευνών.
Η μέθοδος αυτή -που διασφάλιζε εν πολλοίς την ατιμωρησία των αξιωματικών του Στρατού και της Αστυνομίας, και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τους υψηλόβαθμους δικαστικούς κατά τις επόμενες δεκαετίες εφαρμόστηκε καταρχάς από τον ίδιο τον αντεισαγγελέα Κ. Κόλλια, ο οποίος οργάνωσε την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ΕΔΔ Αθηνών και υπήρξε από τους πρώτους που απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες για δοσιλογισμό, για να αναρριχηθεί κατόπιν με μεγάλη ταχύτητα, από τα μέσα κιόλας του 1946, ως την κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας.
Στο εξής η Δικαιοσύνη αντιμετώπιζε τα αδικήματα που καλούνταν να δικάσει ως πράξεις συγκεκριμένων θυτών εις βάρος συγκεκριμένων θυμάτων, και όχι ως πράξεις εθνικής προδοσίας. Ο στενός ορισμός του εγκλήματος της συνεργασίας με τον εχθρό απαιτούσε αδιάσειστα πειστήρια, αποδεικτικά στοιχεία ικανά να πείσουν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την πρόθεση να υπηρετήσουν τον Άξονα και να στραφούν κατά του συμμαχικού στρατοπέδου.
Και η βρετανική πολιτική διευκόλυνε το έργο τους. Αφενός, η άρνηση των Βρετανών να αναμειχθούν στρατιωτικά συντηρούσε τη «λευκή τρομοκρατία» και τον φόβο των αντιποίνων, που έκαναν όλο και περισσότερους μάρτυρες να απέχουν από το δικαστήριο ή, κατά την παράστασή τους, να ανακαλούν τις προηγούμενες καταθέσεις τους. Αφετέρου, οι βρετανικές υπηρεσίες προμήθευαν απλόχερα -και ενίοτε άκριτα- με βεβαιώσεις ένταξης σε συμμαχικά δίκτυα τους κατηγορουμένους για δοσιλογισμό, ενισχύοντας έτσι τη μανιχαϊστική αξιολόγηση των μαρτυριών από το δικαστήριο: αξιόπιστες όταν επρόκειτο για «εθνικιστές», αναξιόπιστες όταν επρόκειτο για κομμουνιστές.10
Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα 1945-1946, εκδόθηκαν μια σειρά απαλλακτικών βουλευμάτων που κατά κανόνα αφορούσαν πρώην ταγματασφαλίτες -στην πλειονότητά τους, μεταξύ δεκαοκτώ και είκοσι δύο ετών-, μολονότι είχαν αποδεδειγμένα συμμετάσχει σε ναζιστικά αντίποινα και σε δολοφονίες αντιστασιακών. 12
Οι αθωωτικές αποφάσεις, όμως, αφορούσαν και γνωστά μέλη του « σκληρού πυρήνα» του δοσιλογισμού: από απλούς πράκτορες της Ειδικής Ασφάλειας και των Ες Ες. που απαλλάχθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, 13 μέχρι τον ψυχίατρο και νευρολόγο Σ. Βλαβιανό, ο οποίος, καίτοι γνωστός τοις πάσι ως αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, στη βάση της -μίας και μοναδικής - μαρτυρίας ενός άλλου μέλους της οργάνωσης. 14
Τέλος, και για να κλείσουμε το κεφάλαιο επιστρέφοντας στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε -τα χαμένα ίχνη των πρακτόρων της Γκεστάπο-, το Συμβούλιο απάλλαξε επίσης, στα τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου, είκοσι έναν κατηγορούμενους ως πράκτορες της Γκεστάπο -καταγεγραμμένους στους γερμανικούς καταλόγους που έπεσαν στα χέρια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών-, στηριζόμενο σε ένα έγγραφο της υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας, από το οποίο προέκυπτε ότι:
«τά εν τω καταλόγω τούτω πρόσωπα είναι ή ανύπαρκτα ή ψευδώς αναφέρονται ώς πράκτορες τής Γκεστάπο, το δι' ότι οι Γερμανοί έκ προθέσεως κυκλοφορούν ψευδείς καταλόγους πρακτόρων προς συγκάλυψιν των πραγματικών πρακτόρων [...]» 15.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης των πρώην δοσιλόγων από τις υπηρεσίες Ασφαλείας του καθεστώτος δεν εξαιρούσε ούτε τον σκληρό, καθαρόαιμο ναζιστικό τους πυρήνα. Η επιχείρηση που στόχευε να περιορίσει τόσο τις πράξεις που θεωρούνταν «εθνική προδοσία», όσο και τον κύκλο των ανθρώπων που θεωρούνταν ή χαρακτηρίζονταν «δοσίλογοι» βρισκόταν πλέον σε καλό δρόμο. Αν ο ένας πυλώνας αυτής της διαδικασίας ήταν η προανακριτική διαδικασία, ο έτερος ήταν οι επ’ ακροατηρίου συζητήσεις.
Παραπομπές
1. Στο βούλευμα υπ' αριθ. 125 σ. 5-6. το δικαστήριο υιοθετεί το σενάριο της εξάρθρωσης μιας μυστικής ομάδας (της Κομμουνιστικής Οργάνωσης της Χωροφυλακής), που εξύφαινε κομμουνιστική συνωμοσία για να διαλύσει το Σώμα. Σενάριο μάλλον απίθανο, καθώς ίχνη του δεν βρίσκουμε πουθενά αλλού. Πρόκειται πιθανότατα για μία από τις θεωρίες συνωμοσίας που επικαλούνταν τότε ενάντια στον εσωτερικό (εαμικό) εχθρό.
2. Απόφαση υπ. αριθ. 125.3 Οκτωβρίου 1945 την οποία παρουσιάσαμε λίγο πιο πάνω, και υπ’ αριθ. 135 της 15ης Οκτωβρίου 1945.
3. Απόφαση υπ' αριθ. 125.3 Οκτωβρίου 1945. ό.π.
4. Πρόκειται για τις αποφάσεις υπ αριθ. 206 της 21ης Νοεμβρίου και υπ' αριθ. 246 της 8ης Δεκεμβρίου 1945.ό.π.
5. Ο Λευτέρης Αποστόλου ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και συγγραφέας του βιβλίου με θέμα τις δίκες των κατοχικών κυβερνήσεων.
6. Πρβλ. την αναφορά του Κ. Τσάτσου στη διένεξη γύρω από το παρελθόν του Ντάκου. ό.π.. σ. 22-23. Βλ. επίσης Ελευθερία. 18 Νοεμβρίου 1945. σχετικά με την πολιτική τοποθέτηση των δικαστών που τον αθώωσαν.
7. Όσον αφορά την αυτοασυλία των δικαστικών, βλ. κυρίως τις αποφάσεις υπ’ αριθ. 105 της 30ής Αυγούστου 1945 που αθώωνε επτά δικαστικούς κατηγορούμενους γα παρακώλυση της διαδικασίας απελευθέρωσης (φυλακισμένων γυναικών στην υπηρεσία των Συμμάχων από μια διευθύντρια των γυναικείων φυλακών της Αθήνας (πρβλ. σχετικά Ελεύθερη Ελλάδα. 6 Νοεμβρίου 1945, που ανέφερε αυτή την υπόθεση, όταν ο δικαστής είχε πλέον επανενταχθεί)· υπ' αριθ. 128. 2 Οκτωβρίου 1945. που αθώωνε έναν Εισαγγελέα Εφετών Κέρκυρας· υπ’ αριθ. 157. 30 Οκτωβρίου 1945, που αθώωνε έναν Εισαγγελέα της Αθήνας ό.π.: ΕΜΑ/ΒΒ/1 και 2/1945).
8. Αφθονούν οι περιπτώσεις αξιωματικών της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής που αθωώθηκαν, από τα τέλη Νοεμβρίου 1945 και μετά. Ενδεικτικά μόνα οι αποφάσεις υπ' αριθ. 259.268.269. και όλες όσες εκδόθηκαν στις 15 Δεκεμβρίου 1945. Το κείμενό τους είναι πανομοιότυπο μόνο τα ονόματα διαφέρουν. Ένας από τους αθωωθέντες ήταν και ο Δ. Παπαδόγκωνας, ανιψιός του αρχηγού των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου και πρωταγωνιστής των εκτελέσεων τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης. πρβλ. Ελευθερία. 19 Οκτωβρίου 1944. Βλ.. επίσης, σχετικά με τους άλλους αξιωματικούς της Αστυνομίας που αθωώθηκαν, τις αποφάσεις υπ' αριθ. 285 της 17ης Δεκεμβρίου και 346 της 29ης Δεκεμβρίου 1945. ό.π.
9. 0 Κόλλιας ανήλθε με εντυπωσιακή ταχύτητα τις δικαστικές βαθμίδες. Έγινε Αντεισαγγελέας Εφετών τον Φεβρουάριο του 1945. και προήχθη στον Άρειο Πάγο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Στην υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη από ομάδα παρακρατικών, τον Μάιο του 1963 ενεπλάκη προσωπικά, επιχειρώντας να «διαχωρίσει» τον φάκελο του Αρχηγού της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Σχετικά με την πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε τότε από τους επικεφαλής του Αρείου Πάγου, βλ. Ελευθερία, Μάρτιος 1965.
10. Μεταξύ των διασημότερων δοσιλόγων που είχαν λάβει βρετανική βεβαίωση ήταν και ο Γ. Ντάκος (απόφαση υπ' αριθ. 125). Χαρακτηριστική για την ευκολία με την οποία εκδίδονταν και κυκλοφορούσαν οι βρετανικές βεβαιώσεις ήταν η περίπτωση ενός διαβόητου πράκτορα της Ειδικής Ασφάλειας ο οποίος εξασφάλισε τη βεβαίωσή του μέσα στη σύγχυση των Δεκεμβριανών. Αργότερα, στη δίκη της Ειδικής Ασφάλειας, ο Βρετανός που του είχε χορηγήσει τη βεβαίωση παραδέχτηκε ότι δεν γνώριζε για ποιον ακριβώς επρόκειτο.
11 Η περίπτωση του Σπ. Μελά είναι ίσως η γνωστότερη, και έχουν γραφτεί πολλά σχετικά. Αφού διαγράφηκε ταπεινωτικά, έναν χρόνο νωρίτερα, από την Εταιρεία Λογοτεχνών, έδρασε μεθοδικά για να επιτύχει τη (νομική τουλάχιστον) αποκατάστασή του, και αθωώθηκε με την απόφαση υπ' αριθ. 381 της 31ης Δεκεμβρίου 1945.ojt. Για μια συνοπτική παρουσίαση των πεπραγμένων του Μελά εκείνη την ταραγμένη περίοδο, βλ Γ. Θεοτοκάς. Τετράδια ημερολογίου, ό.π., σ. 506-508- και. του ιδίου. «Η περίπτωση του Σπύρου Μελά». Νέα Εστία. έτος κβ'. τόμ 44. τεύχος 506. 1 Αυγούστου 1948. σ. 953-956. Το 1942 ο Κατσιλάμπρος διορίστηκε καθηγητής από την κυβέρνηση Τσολάκογλου, και δημοσίευσε πολλά άρθρα, πλέκοντας το εγκώμιο του πρωθυπουργού και των δυνάμεων του Άξονα (απόφαση υπ' αριθ. 233.8 Δεκεμβρίου t945. ό.π.).
12. Βλ. την περίπτωση του Ε. Μεσ.. είκοσι δύο ετών το 1945 για τον οποίο το Δικαστικό Συμβούλιο δέχτηκε ότι είχε συμμετάσχει στα μπλόκα που οργάνωσαν από κοινού τα Τάγματα Ασφαλείας και τα γερμανικά στρατεύματα, στις συλλήψεις, στα βασανιστήρια, ακόμα και στις δολοφονίες Ελλήνων πολιτών «…ωστόσο, έκ των γεγονότων συνάγεται ότι ό κατηγορούμενος δέν προέβη στις συλλήψεις καί στή βία προκειμένου νά παραδώσει τούς μάρτυρες στους Γερμανούς, άλλα για νά τεθούν υπό προσωρινή κράτηση από τά Τάγματα Ασφαλείας […] έν συνεχεία, πράγματι διέπραξε τις βιαιοπραγίες που τού καταλογίζονται, άλλα ουδαμώς προκύπτει ότι αυταί έλαβον χώραν ένεκα τής δράσεως των παθόντων κατά τού εχθρού» (απόφαση 346. 29 Δεκεμβρίου 1945.ό.π.).
13. Πρβλ. την περίπτωση του Αλ. Ιωαν.. δεκαεπτά ετών (!) το 1945. για τον οποίο το δικαστήριο δέχτηκε ότι είχε υπηρετήσει στην Ειδική Ασφάλεια για μικρό μόνο χρονικό διάστημα, γεγονός που σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του δεν δικαιολογούσε την παραπομπή του σε ακροαματική διαδικασία (βούλευμα υπ' αριθ. 206. 26 Νοεμβρίου 1945. ό.π.).
14. Βούλευμα υπ’ αριθ. 366 της 18ης Δεκεμβρίου 1945.
15. Απόφαση υπ’ αριθ. 176 της 2ας Νοεμβρίου 1945.
Ένοπλος δοσιλογισμός
Τι είδους άνθρωποι στρατολογούνταν στα Τάγματα ασφαλείας;
Τα Τάγματα Ασφαλείας είναι ο μεγάλος απών από την επίσημη εικόνα της δεκαετίας του ‘40 που φιλοτεχνήθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Μπορεί τα στελέχη τους να ενσωματώθηκαν πλήρως στο μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων», φτάνοντας επί χούντας μέχρι την κορυφή της κρατικής ιεραρχίας, αναγκάστηκαν όμως να αποσιωπήσουν το κατοχικό παρελθόν τους: οι νικητές του Εμφυλίου αντλούσαν τη νομιμότητά τους από τις εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις, όχι από τον Ράλλη και τον Τσολάκογλου.
Ο μόνος τρόπος να χωρέσουν οι ταγματασφαλίτες στην κυρίαρχη αφήγηση, ήταν ως "φτιαχτά θύματα" του κοινού εχθρού. Από τό Βαθύλακο και το Κιλκίς ως τό Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, η πτωματολογία των «αγρίως σφαγιασθέντων» από τη μάχαιρα της «ερυθράς τρομοκρατίας» κάλυψε έτσι τα κενά και τις αποσιωπήσεις της επίσημης ιστορίας, κατασκευάζοντας την εικόνα μιας ενιαίας εθνικοφροσύνης που έδωσε (και κέρδισε) τη μάχη για τη σωτηρία του «ελεύθερου κόσμου». Η εικόνα αυτή κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο μέχρι τη Μεταπολίτευση –όσο, δηλαδή, η νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών» και η σκιά του χωροφύλακα καθόριζαν μονομερώς τα όρια της ιστοριογραφικής νομιμότητας.
«Όσοι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα Ασφαλείας, ας είναι βέβαιοι ότι η πατρίς τους ευγνωμονεί και ότι δόξα και τιμή θα στέφουν αιωνίως την μνήμην εκείνων, οι οποίοι έπεσαν υπέρ αυτής αγωνιζόμενοι εναντίον των κομμουνιστών.
Δόξα και τιμή θα στέφη επίσης τα μέτωπα όλων εκείνων οι οποίοι επέζησαν, πλην εξακολουθούν να δοκιμάζουν, και σήμερον ακόμη, πικρίαν εκ της μη άρσεως του εις αυτούς αποδοθέντος χαρακτηρισμού του «προδότου «, διότι θέλομεν να πιστεύωμεν, θα έλθη η ημέρα κατά την οποίαν τούτο θα πραγματοποιηθή.
Δεν είναι νοητόν, πρόσωπα υπηρετήσαντα εις τα Τάγματα Ασφαλείας να έχουν προωθηθή και να έχουν καταλάβη ανώτερα και ανώτατα της πολιτείας αξιώματα, εν τούτοις να εξακολουθούν να βαρύνονται με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν του «προδότου της πατρίδος».
Τούτο, κατά την αντίληψη μας, είναι ακατανόητον, ούτε η σιωπηρά αναγνώρισις των εθνικών των υπηρεσιών αποτελεί ικανοποιητικόν στοιχείον. Τούτο μετά τινα έτη θα λησμονηθή και μόνον τα γραπτά κείμενα θα αποτελούν τους μάρτυρας.
Ας ελπίσωμεν, ή μάλλον ας πιστεύσωμεν, ότι θα ευρεθούν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι, ως αρμόδιοι θα θελήσουν να εξετάσουν το όλον θέμα και να δώσουν την πρέπουσαν λύσιν».
Δημοσιευμένες την άνοιξη του 1974 από ένα παλιό στέλεχος του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου (και, στη συνέχεια, του μεταπολεμικού ελληνικού στρατού), τον υποστράτηγο ε.α. Βασίλειο Σταυρογιαννόπουλο, οι παραπάνω γραμμές αποτυπώνουν κατά τη γνώμη μου με τον πιο εύγλωττο τρόπο το ιδιότυπο καθεστώς εθελούσιας αυτολογοκρισίας, στο οποίο υποβλήθηκαν την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου όσοι επάνδρωσαν τον κατεξοχήν ένοπλο δωσιλογικό μηχανισμό της κατεχόμενης Ελλάδας.
Απαλλαγμένοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία από κάθε ποινική ή διοικητική κύρωση, χάρη στην καθοριστική συμμετοχή τους στον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Απελευθέρωση, οι ταγματασφαλίτες ενσωματώθηκαν μεν στο στρατόπεδο των νικητών της δεκαετίας του ’40, εξαναγκάστηκαν όμως ταυτόχρονα σε μια λιγότερο ή περισσότερο διακριτική αποσιώπηση του κατοχικού παρελθόντος τους.
Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε ούτε ομοιόμορφη ούτε απαλλαγμένη από τριβές. Παρ όλες, ωστόσο, τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από την ακροδεξιά κυρίως πλευρά του πολιτικού φάσματος (για τη σιωπή της Αριστεράς φρόντιζε, ως τη Μεταπολίτευση, η λογοκριτική νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών»), τα ζωντανά ακόμη βιώματα της Κατοχής ήταν τέτοια που να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε πανηγυρική νομιμοποίηση της ένοπλης συνεργασίας με τον κατακτητή.
Το κατοχικό παρελθόν
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» υποδηλώνονται εδώ οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του όλου εγχειρήματος, όπως αυτός αποτυπώνεται στην επίσημη υπηρεσιακή αλληλογραφία των κατοχικών αρχών, ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Σύμφωνα με την πασίγνωστη διατύπωση του στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας Αλεξάντερ Λέερ (24.1.44), έπρεπε «να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας».
Η πρώτη τέτοια διάκριση αφορά τη σχέση των εν λόγω σχηματισμών με την δωσιλογική κυβέρνηση της Αθήνας. Απ’ αυτή την άποψη, στην κατηγορία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» εντάχθηκαν πέντε κατηγορίες ένοπλων σωμάτων:
(α) Τα «ευζωνικά» τάγματα που συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία και απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη, για «να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος» από «τους καταχθόνιους σκοπούς του κομμουνισμού». Η δημιουργία τους υπήρξε ένας από τους βασικούς όρους που ο ίδιος ο Ράλλης είχε θέσει στους Γερμανούς προκειμένου να δεχτεί ν’ αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς θεωρούσε ότι ακόμη και «η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών»
Τα πρώτα τέσσερα ευζωνικά τάγματα ιδρύθηκαν δια νόμου τον Ιούνιο του 1943 και συγκροτήθηκαν στην πράξη μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ως «μαγιά» χρησιμοποιήθηκε η -άοπλη μέχρι τότε- Φρουρά του Άγνωστου Στρατιώτη.
Τον Φεβρουάριο του 1944 ένας νέος νόμος προέβλεψε τη δυνατότητα επέκτασής τους στην επαρχία – πρακτική που είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται στην πράξη, με την αποστολή των πρώτων οργανωμένων στρατιωτικών πυρήνων από την πρωτεύουσα στη Χαλκίδα (29.12.43) και την Πάτρα (20.1.44)|. Το ίδιο μοντέλο θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τη δημιουργία παρόμοιων μονάδων στο Αγρίνιο (18.2.44), την Κόρινθο (4.1944), τον Πύργο (19.5.44) και τη Ναύπακτο (22.6.44). Τελικά ιδρύθηκαν 9 ευζωνικά τάγματα, συνολικής δύναμης 5.725 ανδρών.
(β) Τα καθεαυτό «Τάγματα Ασφαλείας», ένοπλοι δηλαδή σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων που ζήτησαν όπλα από τους Γερμανούς για να καταπολεμήσουν το εαμικό κίνημα. Οι πρώτες μονάδες τους δημιουργήθηκαν το φθινόπωρο του 1943 στη Λακωνία και σε μικρότερο βαθμό στην Καλαμάτα, την Ηλεία και την Πάτρα, «κεχωρισμένως και τοπικιστικώς», για να ενοποιηθούν την άνοιξη του 1944, ύστερα από ζυμώσεις «πατριωτικών κύκλων» της Αθήνας με την κυβέρνηση Ράλλη, σε μια ενιαία οργανωτική δομή η οποία «τυπικώς μόνον» υπαγόταν στο Υπουργείο Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης.
Η ονομασία της ήταν «Β’ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου», έδρα της ορίστηκε η Τρίπολη κι επικεφαλής της ανέλαβε (23.3.1944) ο βασιλόφρων συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγκωνας.
Ο τελευταίος, ήδη από το καλοκαίρι του 1943 είχε πραγματοποιήσει επανειλημμένα διαβήματα προς τις ιταλικές και γερμανικές κατοχικές αρχές, εισηγούμενος τον εξοπλισμό μιας δύναμης 1.000 «έμπιστων εθνικοφρόνων» υπό τις διαταγές του για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ -προτάσεις που απορρίφθηκαν σε πρώτη φάση, εξαιτίας του φόβου ότι αυτή η δύναμη γρήγορα θα αφοπλιζόταν από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ 22. Συνολικά οργανώθηκαν πέντε τέτοια Τάγματα Ασφαλείας, με έδρες την Τρίπολη, τη Σπάρτη, το Γύθειο, το Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, συνολικής δύναμης 4.000 ανδρών, με επιμέρους μονάδες ή φρουρές εγκαταστημένες σε μια σειρά πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά.
Επιμέρους εκδοχή αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να θεωρηθεί το «Τάγμα Χωροφυλακής Χανίων» που συγκροτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1944 με απόφαση των τοπικών δωσιλογικών αρχών, διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Παπαγιαννάκη και αποστολή, τυπικά μεν την καταστολή της ζωοκλοπής, ουσιαστικά όμως την καταδίωξη των ανταρτών. Το «ελληνικό τμήμα διώξεως ανταρτών Παπαγιαννάκη», όπως αναφέρεται στα γερμανικά έγγραφα της εποχής, αποτελούνταν από 180-200 εθελοντές «χωροφύλακες άνευ θητείας» και ήταν η μοναδική περίπτωση (σχετικής, έστω) επιτυχίας των προσπαθειών που κατέβαλαν οι κατακτητές για τη δημιουργία μιας ένοπλης, αντιαντάρτικης Αντικομμουνιστικής Οργανώσεως Κρήτης (ΑΟΚ) σε όλο το νησί.
(γ) «Εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική, σε στενή συνεργασία με τους «ευζώνους» και την Ειδική Ασφάλεια αλλά χωρίς υπαγωγή τους σε κάποιον ενιαίο διοικητικό μηχανισμό. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η 40μελής «ομάδα ασφαλείας» κάποιου Κώνστα, που έδρασε στην περιοχή Ασπρόπυργου-Χασιάς από τον Ιούλιο του 1944 και μετά, η ομάδα των αδερφών Παπαγεωργίου στο Παγκράτι και η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) των Μανιάτη και Νικολάου στα Ιλίσια.
Ανάλογες ομάδες θα δημιουργηθούν και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα. Ένα τυπικό παράδειγμα αποτελεί η «Πατριωτική Οργάνωσις Κεφαλληνίας» (ΠΟΚ), η οποία ιδρύθηκε στην Κεφαλονιά την άνοιξη του 1944 από «τους πιο γνωστούς κοινωνικούς παράγοντες του νησιού» κι άλλους «υπεύθυνους πολίτες», με κεντρικό πυρήνα «μια ομάδα επιστημόνων κι επαγγελματικών του Αργοστολίου», και διέθετε «μαχητικά τμήματα» από «ομάδες χωρικών» (σύμφωνα με μια απολογητική διατύπωση) ή «έξαλλα στοιχεία» (σύμφωνα με μιαν άλλη), που «έλαβαν όπλα από τους Γερμανούς σε αγώνα ζωής ή θανάτου με τους Ελασίτες με σκληρά αντίποινα». Μια άλλη παρόμοια περίπτωση ένοπλης συνεργασίας ήταν αυτή των «Ενόπλων Δυνάμεων Νοτίου Νήσου» (ΕΟΝΝ) στη Λευκάδα.
(δ) Μονάδες «εθνικιστών» της Β. Ελλάδας, οι οποίες συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη.
Αν και η σύσταση «κανονικών» ευζωνικών ταγμάτων με έδρα τη Θεσσαλονίκη είχε ήδη προβλεφθεί νομοθετικά από τον Ιούνιο του 1943, τελικά οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη δημιουργία τους -κατά πάσα πιθανότητα, για να μην θέσουν σε παραπέρα δοκιμασία την εξισορροπιστική πολιτική που ακολουθούσαν μεταξύ των (αλληλοϋποβλεπόμενων και συχνά αντιμαχόμενων) γλωσσοπολιτισμικών ομάδων της περιοχής.
Το ίδιο κενή περιεχομένου αποδείχθηκε και η εντολή του Ράλλη, τις παραμονές της αποχώρησης της Βέρμαχτ, για εσπευσμένο σχηματισμό τέτοιων μονάδων από τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, Αθανάσιο Χρυσοχόου, με σκοπό να προωθηθούν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Αντί γι’ αυτό, η γερμανική διοίκηση προτίμησε να καταφύγει, ήδη από την άνοιξη του 1943, στη συγκρότηση αυτοτελών σχηματισμών υπαγόμενων αποκλειστικά και μόνο στην ίδια. Ο τελικός απολογισμός του εγχειρήματος από τον διοικητή των SS Βάλτερ Σιμάνα κατέγραψε 10 τέτοια «εθελοντικά τάγματα» στην ελληνική Μακεδονία κι άλλα 4 στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ελλάδα. Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν μεταξύ τους μιαν έντονη ανομοιογένεια όσον αφορά το πολιτικοϊδεολογικό τους στίγμα ή την ύπαρξη κάποιας «μαζικής βάσης», έστω και σε τοπικό επίπεδο.
Ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, λ.χ., διακρίνεται τόσο για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο (και την αποστασιοποίηση του από την επίσημη δωσιλογική «Ελληνική Πολιτεία» της Αθήνας, τα στελέχη της οποίας καταγγέλλει δημόσια σαν «όργανα των εβραιοκομμουνιστών και μασόνων επιδιώκοντα την συκοφάντησιν των Γερμανικών Αρχών Κατοχής» 34), όσο και για την απουσία σοβαρών διασυνδέσεων με τον κύριο όγκο της αντιεαμικής εθνικοφροσύνης -απουσία που, μεταξύ άλλων, αντανακλάται στον εντελώς ανεξέλεγκτο και ουσιαστικά «τυφλό» χαρακτήρα των βιαιοτήτων του.
Ανάλογη απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο τους χαρακτήριζε επίσης τον Εθνικό Αγροτικό Σύνδεσμο Αντικομμουνιστικής Δράσεως (ΕΑΣΑΔ) στη Θεσσαλία, καθώς και τα «ελάσσονα» τάγματα ασφαλείας της Θεσσαλονίκης: το «Εθνικό Απόσπασμα Καταδίωξης Κομμουνιστών» του Φριτς Σούμπερτ (που είχε ξεκινήσει τη δράση του στην Κρήτη, για να μεταφερθεί αργότερα στη Μακεδονία), την «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης» του Αντωνίου Δάγκουλα, το αντίστοιχο σώμα του Αντωνίου Βήχου, κλπ.
Αρκετά διαφορετική φαίνεται πως υπήρξε, από την άλλη, η περίπτωση των -ως επί το πλείστον τουρκόφωνων- ποντιακών χωριών της Μακεδονίας που πήραν τα όπλα στο πλευρό της Βέρμαχτ, αρχικά ως τμήματα της ΠΑΟ κι εν συνεχεία ως «Εθνικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ). Η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην επίσημη πολιτικοϊδεολογική επένδυση της κίνησης, ηγετικά στελέχη της οποίας (οι Μιχάλαγας και Κισά Μπατζάκ) ταξίδεψαν το καλοκαίρι του 1944 στη Βιέννη ταυτιζόμενοι δημόσια με τη συνολική πολεμική προσπάθεια του Γ’ Ράιχ, όσο στην υπαρκτή διασύνδεσή της μ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο.
Μια πτυχή αυτής της διασύνδεσης ήταν η διατήρηση των σχέσεων εκπροσώπησης (και διαμεσολάβησης στην εκάστοτε κεντρική κρατική εξουσία) των βαθιά συντηρητικών και κοινωνικοπολιτικά περιχαρακωμένων τουρκόφωνων προσφυγικών κοινοτήτων από την παραδοσιακή τους ηγεσία, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκε με την καθοδήγηση του ΕΕΣ.
Μια άλλη πτυχή της υπήρξε η διατήρηση των δεσμών της ηγεσίας του ΕΕΣ με το βασικό πλέγμα της αντιεαμικής βορειοελλαδικής εθνικοφροσύνης (υπηρεσίες της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, Εκκλησία, τοπικά δίκτυα του ΕΔΕΣ και υπολείμματα της ΠΑΟ) και -μέσω αυτών- με τους Βρετανούς. Οι τελευταίοι δεν θα έχουν έτσι κανένα πρόβλημα να ενσωματώσουν, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, το Τάγμα Ασφαλείας Νιγρίτας του (αποκηρυγμένου από την «επίσημη» ΠΑΟ) ταγματάρχη Σπυρίδη στις δυνάμεις του Συμμαχικού Αρχηγείου Μ. Ανατολής -προνομιακή μεταχείριση που δεν επιφύλαξαν σε κανέναν άλλο ένοπλο δωσιλογικό μηχανισμό.
(ε) Αντιεαμικές πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις μειονοτικών πληθυσμών, συγκροτημένες σε εθνική βάση και με αλυτρωτικό-αποσχιστικό πρόγραμμα. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τους κομιτατζήδες της «Οχράνα» και τους Τσάμηδες παραστρατιωτικούς της «Ξίλια». Οι πρώτοι σχημάτισαν το καλοκαίρι του 1944 τρία «Εθελοντικά Τάγματα Ασφαλείας», από 2.500-3.500 ένοπλους Σλαβομακεδόνες των νομών Πέλλας, Φλώρινας και Καστοριάς, με αρχικούς πυρήνες συγκροτημένους εκτός Ελλάδας από το ΒΜΡΟ και πολιτικό πρόγραμμα (καθαρά ουτοπικό, στη δεδομένη συγκυρία) τη δημιουργία μιας ενιαίας ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια του Γ’ Ράιχ.
Ο απολογισμός του Σιμάνα θεωρεί αυτά τα «τάγματα Βέρνερ» (από το όνομα του Γερμανού καθοδηγητή τους, Βέρνερ Χάϊντε) σαν κανονικά τάγματα ασφαλείας, ενώ παραλείπει να κάνει το ίδιο για τις ένοπλες μονάδες της άτυπης «Εθνικής Αλβανικής Διοίκησης της Τσαμουριάς» (Keshill Kombetar Shqiptar te amerise ή «Ξίλια») που είχε συσταθεί το 1942-44 στη Θεσπρωτία. Η τελευταία διέθετε οργανωμένη πολιτοφυλακή, η οποία συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Βέρμαχτ κατά των ανταρτών και η δύναμή της υπολογιζόταν από τα τοπικά στελέχη του ΕΑΜ μεταξύ 2.500 και 3.200 ενόπλων.
Μολονότι δημιουργημένα από την ιταλική (κι όχι τη γερμανική) στρατιωτική διοίκηση, τα ένοπλα σώματα του «Αξονικού Μακεδονοβουλγαρικού Επαναστατικού Κομιτάτου» της Καστοριάς (κάπου 1.600 άντρες, απ’ τους οποίους το ένα τρίτο ήταν ενταγμένο σε «κινητά αποσπάσματα» καταδίωξης των ανταρτών ενώ οι υπόλοιποι σε στατικές πολιτοφυλακές) και της βλάχικης «Λεγεώνας», θα μπορούσαν επίσης να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κεντρική ιδέα ήταν η αξιοποίηση της δυσαρέσκειας των μειονοτικών πληθυσμών, λόγω της προηγούμενης καταπίεσης τους από το ελληνικό κράτος, για την καταπολέμηση ενός αντιστασιακού κινήματος υπό κομμουνιστική μεν καθοδήγηση, στον πολιτικό όμως λόγο του οποίου αφθονούσαν οι αναφορές στην κοινή παρακαταθήκη του νεοελληνικού εθνικισμού. Πρόκειται για μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε όλη την Ευρώπη από τους φορείς της χιτλερικής «Νέας Τάξης» και της οποίας η εφαρμογή στο βαλκανικό νότο σχεδιάστηκε, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, από τους τοπικούς επικεφαλής της γερμανικής και ιταλικής αντικατασκοπίας στα Τίρανα τον Φεβρουάριο του 1943 48.
Mία δεύτερη διάκριση αφορά την προέλευση και τα χαρακτηριστικά των ομάδων του πληθυσμού που τροφοδότησαν τα Τάγματα με στελέχη και οπλίτες. Αν και τελικά η δυναμική της ένοπλης αναμέτρησης επέβαλε σ’ όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό μια κάποια ομογενοποίηση, τουλάχιστον όσον αφορά τους «κεντρικούς» σχηματισμούς, στην πραγματικότητα οι αφετηρίες των ταγματασφαλιτών παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία.
Όσον αφορά λ.χ. τα στελέχη, είναι γνωστό ότι τα Τάγματα Ασφαλείας πλαισιώθηκαν από δυο διαφορετικές, και σε μεγάλο βαθμό ανταγωνιστικές μεταξύ τους, ομάδες αξιωματικών.
Από τη μια ήταν οι βενιζελικοί απότακτοι του ’35, συσπειρωμένοι γύρω από τους Πάγκαλο και Γονατά, που αποτέλεσαν και τους αρχικούς σπόνσορες των Ταγμάτων -με αποτέλεσμα, βασιλόφρονες συνοδοιπόροι να τους κατηγορούν ότι σχεδίαζαν τη μεσοπρόθεσμη «εκτροπή» τους «εις αντικαθεστωτικούς αγώνας» (παρεμπόδιση, δηλαδή, της επανόδου του βασιλιά).
Από την άλλη οι «νομιμόφρονες», μεταξικοί και μοναρχικοί, που αργούν μεν να προσχωρήσουν στο νέο σώμα, στην πορεία όμως θα το θέσουν ολοκληρωτικά κάτω από τον έλεγχο τους.
Ανάμεσα στις δυο ομάδες διεξάγεται μια αδυσώπητη πάλη για την ηγεμονία, πάλη η οποία συχνά αντανακλά περισσότερο συντεχνιακές συσσωματώσεις του παρελθόντος παρά διαφορετικές στρατηγικές όσον αφορά την τρέχουσα σύρραξη.
Άλλες αντιθέσεις που διαπερνούν τις τάξεις των βαθμοφόρων είναι αυτές μεταξύ αξιωματικών και μόνιμων υπαξιωματικών των ευζωνικών ταγμάτων, μεταξύ αξιωματικών και «πολιτικών αρχηγών» στη Λακωνία ή ανάμεσα σε επαγγελματίες στρατιωτικούς κι αυτοδημιούργητους «καπετάνιους» των ένοπλων σχηματισμών της Β. Ελλάδας. «Έντονο «τοπικιστικόν πνεύμα» επικρατεί, τέλος, στο Τάγμα Γυθείου, όπου μόνο η απειλή συλλήψεων θα κάνει τους ντόπιους αξιωματικούς να δεχθούν έναν μη Μανιάτη ως επικεφαλής τους.
Ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία συναντάμε όσον αφορά την προέλευση και τα κίνητρα των απλών ταγματασφαλιτών. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, η αρχική «μαγιά» προήλθε από τις αντικομμουνιστικές ομάδες που είχαν ήδη συγκροτηθεί σε τοπικό επίπεδο για την καταπολέμηση του ΕΑΜ -όπως οι «εθελοντές χωροφύλακες» της Αχαΐας ή οι «Εθνικές Ομάδες Αντιστάσεως» στη γειτονική Ηλεία. Η στρατολόγηση των υπόλοιπων αρχικά γινόταν σε εθελοντική βάση, γρήγορα όμως οι αρχές άρχισαν να καλούν στα όπλα «εθνικιστές» με ατομικές προσκλήσεις βάσει του Ν. 739/1937. Στις τελευταίες αναγραφόταν η απειλή ότι, όσοι απέφευγαν να παρουσιαστούν, θα αντιμετώπιζαν «τας αυστηράς ποινάς του Νόμου και επί πλέον την δίωξιν των οικογενειών των και καταστροφήν των οικιών των». Στην Καλαμάτα, αξιωματικοί που αρνήθηκαν να καταταγούν στο εκεί Τάγμα Ασφαλείας φυλακίστηκαν «επί αρκετόν χρόνον» από τον Παπαδόγκωνα, μέχρι να ενδώσουν.
Διαφορετική υπήρξε, τέλος, η διαδικασία εξοπλισμού των περισσότερων από τα χωριά που εντάχθηκαν στο όλο σύστημα. Εκεί, τις περισσότερες φορές την πρωτοβουλία παίρνουν τοπικοί παράγοντες, συχνά σε επαφή (και κάτω από την επιρροή) συγχωριανών τους ή άλλων στελεχών της εθνικοφροσύνης που είναι εγκατεστημένα στα αστικά κέντρα-βάσεις των Ταγμάτων.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η σύσταση του αρχικού ένοπλου πυρήνα δημιουργεί ένα προηγούμενο (με την εκκαθάριση ή φυγή των τοπικών στελεχών του ΕAM και την πρόκληση ενός κλίματος πιέσεων και γενικευμένης ανασφάλειας) που οδηγεί αργά ή γρήγορα σε νέες στρατολογίες, διεύρυνση του κύκλου των οπλισμένων κι επέκταση του σε διπλανούς οικισμούς. Με τελικό αποτέλεσμα, το δίκτυο του ένοπλου αντιαντάρτικου μηχανισμού να απλώνεται στην ύπαιθρο, όπως ακριβώς οι κηλίδες του μελανιού πάνω στο στυπόχαρτο.
Μια συμμαχική έκθεση το καλοκαίρι του 1944 κατέτασσε τους ταγματασφαλίτες σε πέντε βασικές κατηγορίες -κατάταξη που επιβεβαιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, και από τις υπόλοιπες πηγές:
(α) Άνθρωποι «πολύ φτωχοί, που κατατάχθηκαν προκειμένου να επιβιώσουν», αναζητώντας μια μόνιμη πηγή εισοδήματος κι ένα πιάτο φαΐ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής τους της επιλογής. Πρόκειται για την κατεξοχήν «μισθοφορική» εκδοχή ταγματασφαλιτών, συνηθέστερη στα ευζωνικά τάγματα.
Η στρατολογία τέτοιων «λούμπεν» στοιχείων φαίνεται πως υπήρξε μαζική ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα κατοικούμενα από εξαθλιωμένες μάζες χωρίς άλλα μέσα βιοπορισμού.
Αναφορές στην πείνα, ως βασικό κίνητρο της κατάταξης στα Τάγματα, έχω ακούσει ωστόσο (ως στοιχείο μιας λίγο πολύ απολογητικής αφήγησης) και σε ορεινά χωριά της Πελοποννήσου 2, ενώ αποκαλυπτική μπορεί να θεωρηθεί και η διαφήμιση των αποδοχών των ταγματασφαλιτών από τον τοπικό Τύπο 3.
Εντυπωσιακή είναι, τέλος, η δημόσια παραδοχή του μισθοφορικού χαρακτήρα των ένοπλων ομάδων της ΠΟΚ από το ίδιο το επίσημο έντυπο της οργάνωσης: «Οι άνθρωποι οι οποίοι επιστρατεύθηκαν και αγωνίζονται εις τα διάφορα σημεία της μεγαλύτερης αντιστάσεως των ΕΛΑΣιτών, ΕΑΜιτών κλπ. και εργάζονται δια να παγιώσουν την απειλουμένην σοβαρώς τάξιν δεν είναι απλώς ιδεολόγοι κινδυνεύοντες δι ’ ένα σκοπόν, [...] αλλ' υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι κακουχούμενοι από τας περιστάσεις ευρίσκουν εις την στράτευσιν και εις τον αγώνα ένα έργον. Διατί να κρύπτωμεν την αλήθειαν;».
(β) «Εγκληματικοί τύποι», που βρήκαν στον ένοπλο αντικομμουνισμό μια χρυσή ευκαιρία είτε για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών είτε -συχνότερα- για ατομικό πλουτισμό 5. Εκτός από το αναμενόμενο πλιάτσικο στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, η συμμετοχή στο εγχείρημα προσέφερε κι άλλες -«νόμιμες»- πηγές εισοδημάτων, τουλάχιστον για τα στελέχη: επιτάξεις κάθε λογής (ακόμη και δημόσιας περιουσίας), επιβολή φορολογίας «δια τας ανάγκας του Τάγματος» 6, δικαίωμα συγκέντρωσης κι εκποίησης της «δεκάτης» 7 ή πολύτιμων αγροτικών προϊόντων (όπως τα γαλακτοκομικά και η ξυλεία, στην περίπτωση της βλάχικης Λεγεώνας 8), ενώ παράλληλα λειτουργούσε προστατευτικά σε σχέση με την ανάμιξή τους στη μαύρη αγορά 9. Ιδιαίτερη υποπερίπτωση αυτής της κατηγορίας συνιστούσε η δυνατότητα χρηματισμού των ταγματασφαλιτών, για την αποφυγή σύλληψης ή για τη διαμεσολάβησή τους ώστε να απολυθεί κάποιος ήδη κρατούμενος.
(γ) «Εθελοντές εμπνεόμενοι από μίσος για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων συγγενείς σκοτώθηκαν απ' αυτούς». Η περίπτωση του γεωπόνου Λεωνίδα Βρεττάκου, ο αδερφός του οποίου (κι επικεφαλής της αντικομμουνιστικής ανταρτοομάδας «Ελληνικός Στρατός») Τηλέμαχος Βρεττάκος είχε σκοτωθεί από τον ΕΛΑΣ, αποτελεί το γνωστότερο -αλλά όχι και το μοναδικό- τέτοιο παράδειγμα.
(δ) «Αξιωματικοί που θεωρούν την καταπολέμηση του "κομμουνισμού" πατριωτικό καθήκον, ή τοποθετήθηκαν στα Τάγματα από τις οργανώσεις τους (ΕΑΕΣ Αθηνών, κλπ)», και
(ε) «Μέλη άλλων οργανώσεων που δέχτηκαν επίθεση από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» όπως τα υπολείμματα του 5/42 της Λωρίδας μετά το φόνο του Ψαρρού ή του πελοποννησιακού ΕΣ μετά την εξόντωση των Βρεττάκου και Καραχάλιου.
Περισσότερο ομοιογενείς εμφανίζονται, αντίθετα, οι τοπικές πολιτοφυλακές των Ταγμάτων στα «οπλισμένα» χωριά. Εκεί, ο ηγετικός πυρήνας τους συγκροτείται συνήθως από την παραδοσιακή ηγεσία και μικροαστική τάξη της κοινότητας (κοινοτάρχης, παπάς κι ενδεχομένως δάσκαλος, συμβολαιογράφος, γιατρός, κλπ), ή τουλάχιστον από ένα μέρος της, η δε στρατολογία των κοινών «οπλιτών» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγγενικά δίκτυα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ανάπτυξη αυτού του φαινομένου σημειώθηκε σε κοινότητες που χαρακτηρίζονται από βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό, όπως διαπιστώνουν όχι μόνο οι εαμικές πηγές ή ξένοι παρατηρητές 12 αλλά και τα ίδια τα στελέχη των Ταγμάτων.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εθνοτικές ή άλλες τοπικές αντιθέσεις, όπως και η νωπή ακόμη αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων.
Η τροφοδότηση των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών από κάθε λογής εθνικιστικά στοιχεία της μιας ή της άλλης «ράτσας» αποτέλεσε τον κανόνα στη Μακεδονία, κι έχει μελετηθεί αρκετά την τελευταία δεκαετία. Λιγότερο έχουν μελετηθεί οι ποικίλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό κάθε εθνοτικής ομάδας και η επίδρασή τους στον προσανατολισμό των επιμέρους υποομάδων· στην Έδεσσα λ.χ., πόλη με πληθυσμό σλαβόφωνο κατά 65-70%, κύρια πηγή στρατολογίας της Οχράνα -σύμφωνα με εαμικές εκθέσεις της εποχής- υπήρξε η (περιορισμένη αριθμητικά κι υποδεέστερη κοινωνικά) κατηγορία των «γυφτομακεδόνων».
Παρόμοια κριτήρια φαίνεται ωστόσο ότι καθόρισαν τις επιλογές κάποιων ανθρώπων και στη Νότια Ελλάδα. Ο πολιτικός λ.χ. καθοδηγητής των ταγματασφαλιτών της Βόρειας Εύβοιας, δικηγόρος Νίκος Αναγνωστόπουλος, φροντίζει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο «προσφυγικόν στοιχείον του νησιού (το οποίο «σχεδόν εν τη ολότητί του εργάσθηκε ανθελληνικώς, ενταχθέν εις τας πολλάς και ποικιλλωνύμους Αριστερές οργανώσεις»), από τη μια, και τους συντηρητικούς «πραγματικούς Έλληνες Ευβοείς» (ελληνόφωνους «γηγενείς» και Αρβανίτες), που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας, από την άλλη.
Ο φόβος των χωρικών για αντίποινα των κατοχικών στρατευμάτων ήταν ένας ακόμη παράγοντας που διευκόλυνε στο έπακρο την ανάπτυξη των Ταγμάτων. Η διαπίστωση του Λίπερ, πως «από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν ότι κτηνώδη αντίποινα θα ακολουθούσαν οποιαδήποτε υποστήριξή τους προς τους αντάρτες, ήταν εύκολη δουλειά για τους Γερμανούς να τους πείσουν πως μια φιλογερμανική πολιτική ανταποκρινόταν στα συμφέροντα της Ελλάδας», διατυπώθηκε μεν για τους τουρκόφωνους Πόντιους της Μακεδονίας, θα μπορούσε όμως να βρει εφαρμογή και σε πολλά άλλα σημεία της χώρας.
Συχνά, άλλωστε, οι πρώτες επαφές ανάμεσα στην ηγεσία μιας κοινότητας και τον δωσιλογικό μηχανισμό των αστικών κέντρων, που καταλήγει στον «εξοπλισμό» του χωριού, ξεκινούν από την προσπάθεια σωτηρίας κάποιων χωρικών που έχουν συλληφθεί, είτε ως όμηροι είτε σαν κομμουνιστές.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, οι κατηγορίες ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών παρουσιάζουν μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν, όλες αυτές οι μονάδες αποτέλεσαν οργανικό τμήμα των κατοχικών στρατευμάτων. Γενικοί διοικητές τους, αρμόδιοι για την έκδοση όχι μόνο των σχετικών αδειών οπλοφορίας αλλά και των «διαταγών κινήσεως» των επιμέρους μονάδων τους, ήταν οι Ανώτεροι Αρχηγοί των SS και της (γερμανικής) Αστυνομίας στην Ελλάδα, Γιούργκεν Στρόοπ και Βάλτερ Σιμάνα.
Όταν τρίτοι παράγοντες, όπως οι Σουηδοί αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, είχαν κάποιο πρόβλημα με το τοπικό Τάγμα Ασφαλείας, για την αυτόματη επίλυσή του αρκούσε έτσι συνήθως η προσφυγή στις προϊστάμενες του γερμανικές αρχές.
Την ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθούσαν ακόμη και ορισμένοι από τους στρατιωτικούς διοικητές των Ταγμάτων, για να αντιμετωπίσουν προστριβές με συναδέλφους τους ή με την «πολιτική ηγεσία» τους.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η καταμέτρηση, στους υπηρεσιακούς στατιστικούς πίνακες της Βέρμαχτ, των απωλειών των ταγματασφαλιτών μαζί με αυτές των καθεαυτό γερμανικών μονάδων. Τα αισθήματα ήταν άλλωστε αμοιβαία, όπως διαπιστώνουμε από τη γνωστή αναφορά του υποδιοικητή του Τάγματος Ασφαλείας Χαλκίδας, συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη, σχετικά με τις απώλειες μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης στην Κεντρική Εύβοια τον Ιούνιο του 1944: «Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός βαρέως τραυματίας».
Εξίσου κοινές σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν και οι δημόσιες διακηρύξεις συστράτευσης στην πολεμική προσπάθεια και πίστης στην πολιτική ηγεσία του Ράιχ.
Εκτός από τα πασίγνωστα δημόσια συγχαρητήρια του Παπαδόγκωνα προς τον Χίτλερ για τη διάσωσή του από τη δολοφονική απόπειρα της 20 Ιουλίου 1944 (τα οποία τελείωναν με την «προσευχή» των υποτιθέμενων απογόνων του Λεωνίδα: «Κύριε, διαφύλασσε τον Φύρερ»), σε ανάλογα διαβήματα με την ίδια ακριβώς ευκαιρία προέβησαν επίσης οι «φιλοβρετανοί» πόντιοι καπεταναίοι του ΕΕΣ -διατρανώνοντας κι αυτοί την αποφασιστικότητά τους να συνδράμουν στον αγώνα «υπέρ της Ευρώπης, εναντίον των άτιμων Εβραιοπλουτοκρατών και των απαίσιων πρακτόρων της Μόσχας». Άλλες πτυχές αυτής της ταύτισης περιλαμβάνουν προκηρύξεις στο ίδιο μήκος κύματος και δημόσιες ομιλίες, από κοινού με τοπικούς παράγοντες κι αξιωματικούς των SS.
Η συμμετοχή όλων ανεξαίρετα των Ταγμάτων Ασφαλείας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, εναντίον του ΕΛΑΣ και -κυρίως- της εαμικής μαζικής του βάσης, συνιστά το τρίτο (και, κατά τη γνώμη μου, το καθοριστικό) κοινό χαρακτηριστικό αυτών των σχηματισμών.
Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στα κυλιόμενα γερμανικά «μπλόκα» του 1944, που αποσκοπούν όχι μόνο στην κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα εργοστάσια της Γερμανίας.
Παρόμοιες επιχειρήσεις πραγματοποιούνται και στη συμπρωτεύουσα, με το μπλόκο π.χ. της Καλαμαριάς (13.8.44) και τη εκτέλεση 15 κατοίκων «βάσει καταλόγου δοθέντος υπό της ελληνικής χωροφυλακής». Αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εγκατάσταση των Ταγμάτων Ασφαλείας σε κάποια πόλη συνοδεύεται συνήθως από ανάλογα μέτρα.
Τυπική περίπτωση, η είσοδος του τάγματος του Βρεττάκου στην Καλαμάτα, τον Ιανουάριο του 1944, για την «απελευθέρωση» της πόλης από την «αφόρητον τρομοκρατίαν του ΕΛΑΣ». Η επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Κότσυφας» της 117ης μεραρχίας καταδρομών της Βέρμαχτ, κατέληξε σε μαζικές συλλήψεις (142 σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, 200 κατά το Βρεττάκο) 14, οι περισσότεροι δε από τους ομήρους αυτούς τουφεκίστηκαν ένα μήνα αργότερα, σε αντίποινα για μια επιτυχημένη επίθεση του ΕΛΑΣ σε γερμανική εφοδιοπομπή.
Μαζικές συλλήψεις πραγματοποιούνται επίσης τον ίδιο μήνα στη Σπάρτη, το Γύθειο και τα περίχωρα τους, συχνά με βάση τους προπολεμικούς φακέλους των υπηρεσιών ασφαλείας· στο επόμενο διάστημα, κάπου 200 «συνειδητοποιημένοι κομμουνισταί βαρυνόμενοι με σοβαράν εγκληματική δράσιν» κλείνονται στις φυλακές κι άλλοι 80 καταδικάζονται σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία. Στην Εύβοια, πάλι, μέσα σε μια μονάχα βδομαδιάτικη εξόρμηση του, τον Απρίλιο του 1944, ο στρατηγός Παπαθανασόπουλος εκτελεί 64 κατοίκους, στέλνει 370 ομήρους σε Αθήνα-Χαϊδάρι και κλείνει στις φυλακές της Χαλκίδας άλλους 565.
Παρόμοιες «μικτές» ελληνογερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διεξάγονται τον ίδιο μήνα στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου: Αχαΐα-Λακωνία (επιχείρηση «Κόνδωρ»), Ηλεία («Σκαντζόχοιρος»), Αρκαδία και Μεσσηνία («Ερωδιός»). Ακολουθούν, τον Ιούνιο, ακόμη μεγαλύτερες κοινές εξορμήσεις στον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Εγχείρημα άκαρπο, διευκρινίζει στα απομνημονεύματά του ο επικεφαλής των ταγματασφαλιτών της Καλαμάτας, «καθ ’ όσον ο ΕΛΑΣ είχεν οργανώσει σχεδόν ολόκληρον την ύπαιθρον (Μεσσηνίας και Λακωνίας) από τον εργάτου μέχρι του ανωτάτου τιτλούχου, ώστε επληροφορήθη εγκαίρως φαίνεται την όλην προπαρασκευήν της επιχειρήσεως τούτης»· ο ίδιος φροντίζει πάντως να σημειώσει, σε μια φαντασιακή αντιστροφή της υφιστάμενης ιεραρχίας, ότι στη διάρκεια της επιχείρησης «η στάσις των Αρχών κατοχής υπήρξε ειλικρινής και φιλική» απέναντι στη μονάδα του.
Αυτό που οι υπηρεσιακές περιγραφές αποκρύπτουν συνήθως, είναι το ανθρώπινο και υλικό κόστος αυτής της συνεργασίας. Μολονότι απουσιάζει μια συνολική καταγραφή του σε πανελλαδική κλίμακα, οι πηγές δεν αφήνουν επ’ αυτού την παραμικρή αμφιβολία.
Γερμανοί και ταγματασφαλίτες καίνε από κοινού σπίτια κι εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι (30.4.44)109, τον Αγιο ΙΙέτρο και τα Βούρβουρα (23.6.44) της Αρκαδίας, στις Λίμνες (26.5.44) , το Γκέρμπεσι (27.5.44), το Χέλι (29.5.44) 7 και τη Φρουσούνα (17-18.7.44) 8 της Αργολίδας, στους Καλλιανούς (8.7.44) της Κορινθίας 9, στον Αγ. Δημήτριο (6.6.44) και τη Ζούπενα της Λακωνίας (11.6.44) 10, στο Αγρίνιο (14.4.04), τα Καλύβια (30.7.44) και τα Θερμά (30.7.44) της Αιτωλοακαρνανίας 11, στους Κουρκουλούς (20.3.44) και το Θεολόγο (4.6 & 17.7.44) της Εύβοιας, για να αναφέρουμε μερικές μόνο περιπτώσεις.
Στην περιοχή της Ολυμπίας, πάλι, Γερμανοί στρατιώτες με πολιτικά και οπλίτες του πρόσφατα συγκροτημένου εκεί «ευζωνικού τάγματος» οργώνουν επί βδομάδες την ύπαιθρο, σκοτώνοντας κάθε άντρα που συναντούσαν στο διάβα τους.
Αλλά και στην Κεφαλλονιά, όπου τον Ιούλιο του 1944 τα ένοπλα τμήματα της ΠΟΚ διεξάγουν κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με το γερμανικό στρατό, υπολογίζεται από τρίτες πηγές πως εξοντώθηκαν «220 Εαμίτες, ως επί το πλείστον άοπλοι».
Ανάλογες -κατά πολύ αγριότερες- σφαγές διαπράττονται και στη Βόρεια Ελλάδα με τη σύμπραξη του Πούλου, του ΕΕΣ, των «παοτζήδων» του Σπυρίδη, των Λεγεωνάριων, των κομιτατζήδων και των υπόλοιπων κατά τόπους Ταγμάτων Ασφαλείας.
«Εθνικιστικές ομάδες» του Πούλου και των οπλισμένων ποντιακών χωριών της Κοζάνης συνοδεύουν λ.χ. τον Απρίλιο του 1944 τη Βέρμαχτ στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Βερμίου, εξολοθρεύοντας εκατοντάδες αμάχους στο Μεσόβουνο, τους Πύργους, το Γραμματικό και τον Άγιο Παύλο.
Τον Ιούλιο, το ίδιο ακριβώς σενάριο θα επαναληφθεί στα χωριά της Βόρειας Πίνδου.
Το τάγμα του Σούμπερτ, πάλι, θα συμμετάσχει στην σφαγή 146 κατοίκων του Χορτιάτη, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού (2.9.44) 22.
Αξίζει τέλος να μνημονευθεί η μαρτυρία του Θρασύβουλου Παπαστρατή για την ειδική μεταχείριση που οι ταγματασφαλίτες της Εύβοιας επιφύλαξαν στην Εβραία δασκάλα του χωριού Στρόπωνες: την «παλούκωσαν όπως οι Τούρκοι το Διάκο, αφού την ατίμασαν και την βασάνιζαν όλη μέρα» 23.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στην σύμπραξη των βορειοελλαδιτών «εθνικιστών» με το βουλγαρικό στρατό, που από τον Ιούλιο του 1943 και μετά έχει αναλάβει τη στρατιωτική (αλλά όχι και την πολιτική) διοίκηση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα κι Αξιού, για να δώσει ένα χέρι στην καταστολή του αντάρτικου.
Ήδη από το φθινόπωρο του 1943, οι βουλγαρικές υπηρεσίες επισημαίνουν ότι οι ένοπλες ομάδες της ΠΑΟ δεν φαίνονται ιδιαίτερα διατεθειμένες να στραφούν κατά του βουλγαρικού στρατού, καθώς προτιμούν να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για την αναμέτρηση με τον ΕΛΑΣ.
Μερικούς μήνες αργότερα, το γερμανικό επιτελείο Θεσσαλονίκης θα επισημάνει με χαρά πως όχι μόνο η «η δυσπιστία των Βουλγάρων έναντι των αντικομμουνιστών» -δηλ. των ταγματασφαλιτων- «εχαλαρώθη», αλλά και ότι η μεταξύ τους «συνεργασία κατά την καταπολέμησιν των κομμουνιστικών συμμοριών δύναται να χαρακτηρισθεί ως ικανοποιητική».
Σύμφωνα με άλλες πηγές, η συνεργασία αυτή περιλάμβανε την συγκατοίκηση βουλγαρικών κι «εθνικιστικών» μονάδων σε κωμοπόλεις και χωριά, την ανταλλαγή πληροφοριών για τις κινήσεις του ΕΛΑΣ, ακόμη και κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βισαλτία, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική και το Λαγκαδά. Η αντίφαση αυτής της πρακτικής με το φόβητρο του «βουλγαρικού κίνδυνου», που όλο αυτό το διάστημα εξακολουθεί ν’ αποτελεί τη βασική πολιτικοϊδεολογική αναφορά του βορειοελλαδικού δωσιλογισμού (κι όχι μόνο αυτού), είναι από κάθε άποψη εντυπωσιακή.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την ταύτιση των ταγματασφαλιτών με την εν γένει βία του στρατού κατοχής υπήρξε η συμμετοχή των τελευταίων στη «διαλογή» των ομήρων που επρόκειτο να εκτελεστούν, καθώς και οι υποδείξεις τους για το ποια ακριβώς χωριά θα ήταν καλό να καούν κατά τα «μέτρα εξιλασμού».
Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε ακόμη κι ο διοικητής του Τάγματος Χανίων, που λόγω τοπικών συνθηκών απέφευγε συνήθως να συνοδεύσει τη Βέρμαχτ σε κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επικεφαλής των ταγμάτων διεκδικούν εκ των υστέρων δάφνες για παρεμβάσεις κι άλλες «κατάλληλες ενέργειες», οι οποίες μείωσαν τον αρχικό αριθμό των ομήρων που προορίζονταν για εκτέλεση κάποιες άλλες φορές, ωστόσο, είναι η ίδια η ηγεσία τους αυτή που αναλαμβάνει να αυξήσει τον φόρο του αίματος, προβαίνοντας με δική της πρωτοβουλία σε πρόσθετες εκτελέσεις.
Ένα τέταρτο κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των Γερμανών συναγωνιστών τους. Στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς (17.8.44), λ.χ., άνδρες των ευζωνικών ταγμάτων επιχείρησαν να ξανασυλλάβουν κατοίκους που οι Γερμανοί μόλις είχαν αφήσει ελεύθερους, απειλώντας ακόμη και τους αστυνομικούς που τους συνόδευαν μακριά από την πλατεία Οσίας Ξένης.
Αποκαλυπτική είναι επίσης η συχνά επαναλαμβανόμενη «κατηγορία» που διατυπώνεται στις αναμνήσεις στελεχών των Ταγμάτων (ή του πολιτικού μηχανισμού τους), σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν στην πραγματικότητα την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
Σε αρκετά απ’ αυτά τα κείμενα ξεκαθαρίζεται άλλωστε, χωρίς πολλές περιστροφές, ότι για «την επιβολήν του Νόμου και την εμπέδωσιν της τάξεως» χρειάστηκε η προσφυγή στην «ωμή βία» και η λήψη «σκληρών μέτρων» κατά της μαζικής βάσης του ΕΑΜ
Ακόμη σαφέστερα είναι τα διασωθέντα έγγραφα του αρχείου των ταγματασφαλιτών της Εύβοιας: «προς εξακρίβωσιν των ανηκόντων εις τον εφεδρικόν ΕΛΑΣ, πρέπει να μεταχειρισθώμεν παν μέσον», γράφει χαρακτηριστικά ο διοικητής του Τάγματος Παπαθανασόπουλος, διατάσσοντας τη σύλληψη κάθε νέου 18-35 ετών σε τρία κεφαλοχώρια της περιοχής· «επιβάλλετε το Κράτος του Νόμου, αδιαφορούντες αν τούτο επιβάλλει την λήψιν των σκληρότερων μέτρων», συμπληρώνει απ’ την πλευρά του ο υποδιοικητής Γερακίνης.
Η εθνικόφρον βιβλιογραφία αισθάνεται έτσι συχνά υποχρεωμένη να παραδεχτεί τη διάπραξη ποικίλων «ασχημιών» ή και «κακουργημάτων» από τους ταγματασφαλίτες (αν και κατά κανόνα «δικαιολογημένων», είτε σαν αποτέλεσμα της κοινωνικής προέλευσης κάποιων απ’ αυτούς, είτε σαν αντεκδίκηση προς την «κόκκινη τρομοκρατία»)
Ακόμη και μια καθαρά απολογητική αφήγηση, όπως αυτή του Βαλτετσιώτη Σαραντόπουλου, δεν μπορεί να παρακάμψει εύκολα δραστηριότητες όπως η διενέργεια αυθαίρετων συλλήψεων και βίαιων ανακρίσεων, οι τρομοκρατικές επιδρομές σε γειτονικά χωριά (με πυροβολισμούς στον αέρα από μεθυσμένους ταγματασφαλίτες) ή μια κάπως περίεργη απόπειρα αξιωματικού των Ταγμάτων «να φλερτάρει», άγνωστο πώς ακριβώς, «με μιαν από τις κρατούμενες» του -απόπειρα η οποία, όπως γράφει, προκάλεσε την αντίδραση των «τρομερά συντηρητικών» ντόπιων συμπολεμιστών του
Αποτέλεσμα όλων αυτών, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας ελληνοαμερικανός πράκτορας του O.S.S., ήταν όχι μόνο «ο λαός [να] μισεί τα Τάγματα Ασφαλείας περισσότερο από τους Γερμανούς», αλλά και η απήχηση του ΕΑΜ να είναι σαφώς ισχυρότερη, ακριβώς στα μέρη εκείνα απ’ όπου είχαν περάσει ταγματασφαλίτες,
Από μια άποψη, βέβαια, αυτή ακριβώς η «υπερβολική» αγριότητα ήταν άρρηκτα δεμένη με όσα συνιστούσαν (για τους κατακτητές) το βασικό προσόν των Ταγμάτων Ασφαλείας: την εντοπιότητα και την, ως εκ τούτου, μεγαλύτερη γνώση ανθρώπων και πραγμάτων
Γι’ αυτό, άλλωστε, η τρομοκρατία που επιβάλλουν οι ταγματασφαλίτες, σε στιγμές «κανονικές», είναι απείρως πιο καθολική από αυτή των Γερμανοϊταλών. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ και αποτέλεσαν, όπως θα δούμε και παρακάτω, ένα νεωτερισμό ανεπίτρεπτο για το σκοταδιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ένοπλος δωσιλογισμός.
Αμέσως μετά την είσοδο των «ευζώνων» στον Πύργο, σημειώνει λ.χ. στις αναμνήσεις του ένα μέλος του τοπικού θεατρικού ομίλου, οι αρχές «διέλυσαν τους συλλόγους» της πόλης και «σταμάτησε κάθε πολιτιστική κίνηση. [...] Η ζωή γενικό, έγινε πλέον πολύ δύσκολη, τα πάντα νεκρώθηκαν. Αρχίζει μια νέα Κατοχή, χειρότερη από τη Γερμανική»
Ιδιαζόντως διαφωτιστικό, γι’ αυτά τα χαρακτηριστικά του σώματος είναι το επανειλημμένο κάψιμο ιδιωτικών βιβλιοθηκών από τους ταγματασφαλήτες της Εύβοιας.
Ο μόνος τρόπος να χωρέσουν οι ταγματασφαλίτες στην κυρίαρχη αφήγηση, ήταν ως "φτιαχτά θύματα" του κοινού εχθρού. Από τό Βαθύλακο και το Κιλκίς ως τό Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, η πτωματολογία των «αγρίως σφαγιασθέντων» από τη μάχαιρα της «ερυθράς τρομοκρατίας» κάλυψε έτσι τα κενά και τις αποσιωπήσεις της επίσημης ιστορίας, κατασκευάζοντας την εικόνα μιας ενιαίας εθνικοφροσύνης που έδωσε (και κέρδισε) τη μάχη για τη σωτηρία του «ελεύθερου κόσμου». Η εικόνα αυτή κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο μέχρι τη Μεταπολίτευση –όσο, δηλαδή, η νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών» και η σκιά του χωροφύλακα καθόριζαν μονομερώς τα όρια της ιστοριογραφικής νομιμότητας.
«Όσοι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα Ασφαλείας, ας είναι βέβαιοι ότι η πατρίς τους ευγνωμονεί και ότι δόξα και τιμή θα στέφουν αιωνίως την μνήμην εκείνων, οι οποίοι έπεσαν υπέρ αυτής αγωνιζόμενοι εναντίον των κομμουνιστών.
Δόξα και τιμή θα στέφη επίσης τα μέτωπα όλων εκείνων οι οποίοι επέζησαν, πλην εξακολουθούν να δοκιμάζουν, και σήμερον ακόμη, πικρίαν εκ της μη άρσεως του εις αυτούς αποδοθέντος χαρακτηρισμού του «προδότου «, διότι θέλομεν να πιστεύωμεν, θα έλθη η ημέρα κατά την οποίαν τούτο θα πραγματοποιηθή.
Δεν είναι νοητόν, πρόσωπα υπηρετήσαντα εις τα Τάγματα Ασφαλείας να έχουν προωθηθή και να έχουν καταλάβη ανώτερα και ανώτατα της πολιτείας αξιώματα, εν τούτοις να εξακολουθούν να βαρύνονται με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν του «προδότου της πατρίδος».
Τούτο, κατά την αντίληψη μας, είναι ακατανόητον, ούτε η σιωπηρά αναγνώρισις των εθνικών των υπηρεσιών αποτελεί ικανοποιητικόν στοιχείον. Τούτο μετά τινα έτη θα λησμονηθή και μόνον τα γραπτά κείμενα θα αποτελούν τους μάρτυρας.
Ας ελπίσωμεν, ή μάλλον ας πιστεύσωμεν, ότι θα ευρεθούν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι, ως αρμόδιοι θα θελήσουν να εξετάσουν το όλον θέμα και να δώσουν την πρέπουσαν λύσιν».
Δημοσιευμένες την άνοιξη του 1974 από ένα παλιό στέλεχος του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου (και, στη συνέχεια, του μεταπολεμικού ελληνικού στρατού), τον υποστράτηγο ε.α. Βασίλειο Σταυρογιαννόπουλο, οι παραπάνω γραμμές αποτυπώνουν κατά τη γνώμη μου με τον πιο εύγλωττο τρόπο το ιδιότυπο καθεστώς εθελούσιας αυτολογοκρισίας, στο οποίο υποβλήθηκαν την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου όσοι επάνδρωσαν τον κατεξοχήν ένοπλο δωσιλογικό μηχανισμό της κατεχόμενης Ελλάδας.
Απαλλαγμένοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία από κάθε ποινική ή διοικητική κύρωση, χάρη στην καθοριστική συμμετοχή τους στον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Απελευθέρωση, οι ταγματασφαλίτες ενσωματώθηκαν μεν στο στρατόπεδο των νικητών της δεκαετίας του ’40, εξαναγκάστηκαν όμως ταυτόχρονα σε μια λιγότερο ή περισσότερο διακριτική αποσιώπηση του κατοχικού παρελθόντος τους.
Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε ούτε ομοιόμορφη ούτε απαλλαγμένη από τριβές. Παρ όλες, ωστόσο, τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από την ακροδεξιά κυρίως πλευρά του πολιτικού φάσματος (για τη σιωπή της Αριστεράς φρόντιζε, ως τη Μεταπολίτευση, η λογοκριτική νομοθεσία περί «αναμόχλευσης παθών»), τα ζωντανά ακόμη βιώματα της Κατοχής ήταν τέτοια που να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε πανηγυρική νομιμοποίηση της ένοπλης συνεργασίας με τον κατακτητή.
Το κατοχικό παρελθόν
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» υποδηλώνονται εδώ οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του όλου εγχειρήματος, όπως αυτός αποτυπώνεται στην επίσημη υπηρεσιακή αλληλογραφία των κατοχικών αρχών, ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Σύμφωνα με την πασίγνωστη διατύπωση του στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας Αλεξάντερ Λέερ (24.1.44), έπρεπε «να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας».
Η πρώτη τέτοια διάκριση αφορά τη σχέση των εν λόγω σχηματισμών με την δωσιλογική κυβέρνηση της Αθήνας. Απ’ αυτή την άποψη, στην κατηγορία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» εντάχθηκαν πέντε κατηγορίες ένοπλων σωμάτων:
(α) Τα «ευζωνικά» τάγματα που συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία και απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη, για «να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος» από «τους καταχθόνιους σκοπούς του κομμουνισμού». Η δημιουργία τους υπήρξε ένας από τους βασικούς όρους που ο ίδιος ο Ράλλης είχε θέσει στους Γερμανούς προκειμένου να δεχτεί ν’ αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς θεωρούσε ότι ακόμη και «η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών»
Τα πρώτα τέσσερα ευζωνικά τάγματα ιδρύθηκαν δια νόμου τον Ιούνιο του 1943 και συγκροτήθηκαν στην πράξη μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ως «μαγιά» χρησιμοποιήθηκε η -άοπλη μέχρι τότε- Φρουρά του Άγνωστου Στρατιώτη.
Τον Φεβρουάριο του 1944 ένας νέος νόμος προέβλεψε τη δυνατότητα επέκτασής τους στην επαρχία – πρακτική που είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται στην πράξη, με την αποστολή των πρώτων οργανωμένων στρατιωτικών πυρήνων από την πρωτεύουσα στη Χαλκίδα (29.12.43) και την Πάτρα (20.1.44)|. Το ίδιο μοντέλο θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τη δημιουργία παρόμοιων μονάδων στο Αγρίνιο (18.2.44), την Κόρινθο (4.1944), τον Πύργο (19.5.44) και τη Ναύπακτο (22.6.44). Τελικά ιδρύθηκαν 9 ευζωνικά τάγματα, συνολικής δύναμης 5.725 ανδρών.
(β) Τα καθεαυτό «Τάγματα Ασφαλείας», ένοπλοι δηλαδή σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων που ζήτησαν όπλα από τους Γερμανούς για να καταπολεμήσουν το εαμικό κίνημα. Οι πρώτες μονάδες τους δημιουργήθηκαν το φθινόπωρο του 1943 στη Λακωνία και σε μικρότερο βαθμό στην Καλαμάτα, την Ηλεία και την Πάτρα, «κεχωρισμένως και τοπικιστικώς», για να ενοποιηθούν την άνοιξη του 1944, ύστερα από ζυμώσεις «πατριωτικών κύκλων» της Αθήνας με την κυβέρνηση Ράλλη, σε μια ενιαία οργανωτική δομή η οποία «τυπικώς μόνον» υπαγόταν στο Υπουργείο Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης.
Η ονομασία της ήταν «Β’ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου», έδρα της ορίστηκε η Τρίπολη κι επικεφαλής της ανέλαβε (23.3.1944) ο βασιλόφρων συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγκωνας.
Ο τελευταίος, ήδη από το καλοκαίρι του 1943 είχε πραγματοποιήσει επανειλημμένα διαβήματα προς τις ιταλικές και γερμανικές κατοχικές αρχές, εισηγούμενος τον εξοπλισμό μιας δύναμης 1.000 «έμπιστων εθνικοφρόνων» υπό τις διαταγές του για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ -προτάσεις που απορρίφθηκαν σε πρώτη φάση, εξαιτίας του φόβου ότι αυτή η δύναμη γρήγορα θα αφοπλιζόταν από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ 22. Συνολικά οργανώθηκαν πέντε τέτοια Τάγματα Ασφαλείας, με έδρες την Τρίπολη, τη Σπάρτη, το Γύθειο, το Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους, συνολικής δύναμης 4.000 ανδρών, με επιμέρους μονάδες ή φρουρές εγκαταστημένες σε μια σειρά πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά.
Επιμέρους εκδοχή αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να θεωρηθεί το «Τάγμα Χωροφυλακής Χανίων» που συγκροτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1944 με απόφαση των τοπικών δωσιλογικών αρχών, διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Παπαγιαννάκη και αποστολή, τυπικά μεν την καταστολή της ζωοκλοπής, ουσιαστικά όμως την καταδίωξη των ανταρτών. Το «ελληνικό τμήμα διώξεως ανταρτών Παπαγιαννάκη», όπως αναφέρεται στα γερμανικά έγγραφα της εποχής, αποτελούνταν από 180-200 εθελοντές «χωροφύλακες άνευ θητείας» και ήταν η μοναδική περίπτωση (σχετικής, έστω) επιτυχίας των προσπαθειών που κατέβαλαν οι κατακτητές για τη δημιουργία μιας ένοπλης, αντιαντάρτικης Αντικομμουνιστικής Οργανώσεως Κρήτης (ΑΟΚ) σε όλο το νησί.
(γ) «Εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική, σε στενή συνεργασία με τους «ευζώνους» και την Ειδική Ασφάλεια αλλά χωρίς υπαγωγή τους σε κάποιον ενιαίο διοικητικό μηχανισμό. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η 40μελής «ομάδα ασφαλείας» κάποιου Κώνστα, που έδρασε στην περιοχή Ασπρόπυργου-Χασιάς από τον Ιούλιο του 1944 και μετά, η ομάδα των αδερφών Παπαγεωργίου στο Παγκράτι και η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) των Μανιάτη και Νικολάου στα Ιλίσια.
Ανάλογες ομάδες θα δημιουργηθούν και σε διάφορα επαρχιακά κέντρα. Ένα τυπικό παράδειγμα αποτελεί η «Πατριωτική Οργάνωσις Κεφαλληνίας» (ΠΟΚ), η οποία ιδρύθηκε στην Κεφαλονιά την άνοιξη του 1944 από «τους πιο γνωστούς κοινωνικούς παράγοντες του νησιού» κι άλλους «υπεύθυνους πολίτες», με κεντρικό πυρήνα «μια ομάδα επιστημόνων κι επαγγελματικών του Αργοστολίου», και διέθετε «μαχητικά τμήματα» από «ομάδες χωρικών» (σύμφωνα με μια απολογητική διατύπωση) ή «έξαλλα στοιχεία» (σύμφωνα με μιαν άλλη), που «έλαβαν όπλα από τους Γερμανούς σε αγώνα ζωής ή θανάτου με τους Ελασίτες με σκληρά αντίποινα». Μια άλλη παρόμοια περίπτωση ένοπλης συνεργασίας ήταν αυτή των «Ενόπλων Δυνάμεων Νοτίου Νήσου» (ΕΟΝΝ) στη Λευκάδα.
(δ) Μονάδες «εθνικιστών» της Β. Ελλάδας, οι οποίες συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη.
Αν και η σύσταση «κανονικών» ευζωνικών ταγμάτων με έδρα τη Θεσσαλονίκη είχε ήδη προβλεφθεί νομοθετικά από τον Ιούνιο του 1943, τελικά οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη δημιουργία τους -κατά πάσα πιθανότητα, για να μην θέσουν σε παραπέρα δοκιμασία την εξισορροπιστική πολιτική που ακολουθούσαν μεταξύ των (αλληλοϋποβλεπόμενων και συχνά αντιμαχόμενων) γλωσσοπολιτισμικών ομάδων της περιοχής.
Το ίδιο κενή περιεχομένου αποδείχθηκε και η εντολή του Ράλλη, τις παραμονές της αποχώρησης της Βέρμαχτ, για εσπευσμένο σχηματισμό τέτοιων μονάδων από τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, Αθανάσιο Χρυσοχόου, με σκοπό να προωθηθούν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Αντί γι’ αυτό, η γερμανική διοίκηση προτίμησε να καταφύγει, ήδη από την άνοιξη του 1943, στη συγκρότηση αυτοτελών σχηματισμών υπαγόμενων αποκλειστικά και μόνο στην ίδια. Ο τελικός απολογισμός του εγχειρήματος από τον διοικητή των SS Βάλτερ Σιμάνα κατέγραψε 10 τέτοια «εθελοντικά τάγματα» στην ελληνική Μακεδονία κι άλλα 4 στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ελλάδα. Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν μεταξύ τους μιαν έντονη ανομοιογένεια όσον αφορά το πολιτικοϊδεολογικό τους στίγμα ή την ύπαρξη κάποιας «μαζικής βάσης», έστω και σε τοπικό επίπεδο.
Ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, λ.χ., διακρίνεται τόσο για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο (και την αποστασιοποίηση του από την επίσημη δωσιλογική «Ελληνική Πολιτεία» της Αθήνας, τα στελέχη της οποίας καταγγέλλει δημόσια σαν «όργανα των εβραιοκομμουνιστών και μασόνων επιδιώκοντα την συκοφάντησιν των Γερμανικών Αρχών Κατοχής» 34), όσο και για την απουσία σοβαρών διασυνδέσεων με τον κύριο όγκο της αντιεαμικής εθνικοφροσύνης -απουσία που, μεταξύ άλλων, αντανακλάται στον εντελώς ανεξέλεγκτο και ουσιαστικά «τυφλό» χαρακτήρα των βιαιοτήτων του.
Ανάλογη απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο τους χαρακτήριζε επίσης τον Εθνικό Αγροτικό Σύνδεσμο Αντικομμουνιστικής Δράσεως (ΕΑΣΑΔ) στη Θεσσαλία, καθώς και τα «ελάσσονα» τάγματα ασφαλείας της Θεσσαλονίκης: το «Εθνικό Απόσπασμα Καταδίωξης Κομμουνιστών» του Φριτς Σούμπερτ (που είχε ξεκινήσει τη δράση του στην Κρήτη, για να μεταφερθεί αργότερα στη Μακεδονία), την «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης» του Αντωνίου Δάγκουλα, το αντίστοιχο σώμα του Αντωνίου Βήχου, κλπ.
Αρκετά διαφορετική φαίνεται πως υπήρξε, από την άλλη, η περίπτωση των -ως επί το πλείστον τουρκόφωνων- ποντιακών χωριών της Μακεδονίας που πήραν τα όπλα στο πλευρό της Βέρμαχτ, αρχικά ως τμήματα της ΠΑΟ κι εν συνεχεία ως «Εθνικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ). Η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην επίσημη πολιτικοϊδεολογική επένδυση της κίνησης, ηγετικά στελέχη της οποίας (οι Μιχάλαγας και Κισά Μπατζάκ) ταξίδεψαν το καλοκαίρι του 1944 στη Βιέννη ταυτιζόμενοι δημόσια με τη συνολική πολεμική προσπάθεια του Γ’ Ράιχ, όσο στην υπαρκτή διασύνδεσή της μ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο.
Μια πτυχή αυτής της διασύνδεσης ήταν η διατήρηση των σχέσεων εκπροσώπησης (και διαμεσολάβησης στην εκάστοτε κεντρική κρατική εξουσία) των βαθιά συντηρητικών και κοινωνικοπολιτικά περιχαρακωμένων τουρκόφωνων προσφυγικών κοινοτήτων από την παραδοσιακή τους ηγεσία, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκε με την καθοδήγηση του ΕΕΣ.
Μια άλλη πτυχή της υπήρξε η διατήρηση των δεσμών της ηγεσίας του ΕΕΣ με το βασικό πλέγμα της αντιεαμικής βορειοελλαδικής εθνικοφροσύνης (υπηρεσίες της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, Εκκλησία, τοπικά δίκτυα του ΕΔΕΣ και υπολείμματα της ΠΑΟ) και -μέσω αυτών- με τους Βρετανούς. Οι τελευταίοι δεν θα έχουν έτσι κανένα πρόβλημα να ενσωματώσουν, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, το Τάγμα Ασφαλείας Νιγρίτας του (αποκηρυγμένου από την «επίσημη» ΠΑΟ) ταγματάρχη Σπυρίδη στις δυνάμεις του Συμμαχικού Αρχηγείου Μ. Ανατολής -προνομιακή μεταχείριση που δεν επιφύλαξαν σε κανέναν άλλο ένοπλο δωσιλογικό μηχανισμό.
(ε) Αντιεαμικές πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις μειονοτικών πληθυσμών, συγκροτημένες σε εθνική βάση και με αλυτρωτικό-αποσχιστικό πρόγραμμα. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τους κομιτατζήδες της «Οχράνα» και τους Τσάμηδες παραστρατιωτικούς της «Ξίλια». Οι πρώτοι σχημάτισαν το καλοκαίρι του 1944 τρία «Εθελοντικά Τάγματα Ασφαλείας», από 2.500-3.500 ένοπλους Σλαβομακεδόνες των νομών Πέλλας, Φλώρινας και Καστοριάς, με αρχικούς πυρήνες συγκροτημένους εκτός Ελλάδας από το ΒΜΡΟ και πολιτικό πρόγραμμα (καθαρά ουτοπικό, στη δεδομένη συγκυρία) τη δημιουργία μιας ενιαίας ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια του Γ’ Ράιχ.
Ο απολογισμός του Σιμάνα θεωρεί αυτά τα «τάγματα Βέρνερ» (από το όνομα του Γερμανού καθοδηγητή τους, Βέρνερ Χάϊντε) σαν κανονικά τάγματα ασφαλείας, ενώ παραλείπει να κάνει το ίδιο για τις ένοπλες μονάδες της άτυπης «Εθνικής Αλβανικής Διοίκησης της Τσαμουριάς» (Keshill Kombetar Shqiptar te amerise ή «Ξίλια») που είχε συσταθεί το 1942-44 στη Θεσπρωτία. Η τελευταία διέθετε οργανωμένη πολιτοφυλακή, η οποία συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Βέρμαχτ κατά των ανταρτών και η δύναμή της υπολογιζόταν από τα τοπικά στελέχη του ΕΑΜ μεταξύ 2.500 και 3.200 ενόπλων.
Μολονότι δημιουργημένα από την ιταλική (κι όχι τη γερμανική) στρατιωτική διοίκηση, τα ένοπλα σώματα του «Αξονικού Μακεδονοβουλγαρικού Επαναστατικού Κομιτάτου» της Καστοριάς (κάπου 1.600 άντρες, απ’ τους οποίους το ένα τρίτο ήταν ενταγμένο σε «κινητά αποσπάσματα» καταδίωξης των ανταρτών ενώ οι υπόλοιποι σε στατικές πολιτοφυλακές) και της βλάχικης «Λεγεώνας», θα μπορούσαν επίσης να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κεντρική ιδέα ήταν η αξιοποίηση της δυσαρέσκειας των μειονοτικών πληθυσμών, λόγω της προηγούμενης καταπίεσης τους από το ελληνικό κράτος, για την καταπολέμηση ενός αντιστασιακού κινήματος υπό κομμουνιστική μεν καθοδήγηση, στον πολιτικό όμως λόγο του οποίου αφθονούσαν οι αναφορές στην κοινή παρακαταθήκη του νεοελληνικού εθνικισμού. Πρόκειται για μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε όλη την Ευρώπη από τους φορείς της χιτλερικής «Νέας Τάξης» και της οποίας η εφαρμογή στο βαλκανικό νότο σχεδιάστηκε, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, από τους τοπικούς επικεφαλής της γερμανικής και ιταλικής αντικατασκοπίας στα Τίρανα τον Φεβρουάριο του 1943 48.
Mία δεύτερη διάκριση αφορά την προέλευση και τα χαρακτηριστικά των ομάδων του πληθυσμού που τροφοδότησαν τα Τάγματα με στελέχη και οπλίτες. Αν και τελικά η δυναμική της ένοπλης αναμέτρησης επέβαλε σ’ όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό μια κάποια ομογενοποίηση, τουλάχιστον όσον αφορά τους «κεντρικούς» σχηματισμούς, στην πραγματικότητα οι αφετηρίες των ταγματασφαλιτών παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία.
Όσον αφορά λ.χ. τα στελέχη, είναι γνωστό ότι τα Τάγματα Ασφαλείας πλαισιώθηκαν από δυο διαφορετικές, και σε μεγάλο βαθμό ανταγωνιστικές μεταξύ τους, ομάδες αξιωματικών.
Από τη μια ήταν οι βενιζελικοί απότακτοι του ’35, συσπειρωμένοι γύρω από τους Πάγκαλο και Γονατά, που αποτέλεσαν και τους αρχικούς σπόνσορες των Ταγμάτων -με αποτέλεσμα, βασιλόφρονες συνοδοιπόροι να τους κατηγορούν ότι σχεδίαζαν τη μεσοπρόθεσμη «εκτροπή» τους «εις αντικαθεστωτικούς αγώνας» (παρεμπόδιση, δηλαδή, της επανόδου του βασιλιά).
Από την άλλη οι «νομιμόφρονες», μεταξικοί και μοναρχικοί, που αργούν μεν να προσχωρήσουν στο νέο σώμα, στην πορεία όμως θα το θέσουν ολοκληρωτικά κάτω από τον έλεγχο τους.
Ανάμεσα στις δυο ομάδες διεξάγεται μια αδυσώπητη πάλη για την ηγεμονία, πάλη η οποία συχνά αντανακλά περισσότερο συντεχνιακές συσσωματώσεις του παρελθόντος παρά διαφορετικές στρατηγικές όσον αφορά την τρέχουσα σύρραξη.
Άλλες αντιθέσεις που διαπερνούν τις τάξεις των βαθμοφόρων είναι αυτές μεταξύ αξιωματικών και μόνιμων υπαξιωματικών των ευζωνικών ταγμάτων, μεταξύ αξιωματικών και «πολιτικών αρχηγών» στη Λακωνία ή ανάμεσα σε επαγγελματίες στρατιωτικούς κι αυτοδημιούργητους «καπετάνιους» των ένοπλων σχηματισμών της Β. Ελλάδας. «Έντονο «τοπικιστικόν πνεύμα» επικρατεί, τέλος, στο Τάγμα Γυθείου, όπου μόνο η απειλή συλλήψεων θα κάνει τους ντόπιους αξιωματικούς να δεχθούν έναν μη Μανιάτη ως επικεφαλής τους.
Ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία συναντάμε όσον αφορά την προέλευση και τα κίνητρα των απλών ταγματασφαλιτών. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, η αρχική «μαγιά» προήλθε από τις αντικομμουνιστικές ομάδες που είχαν ήδη συγκροτηθεί σε τοπικό επίπεδο για την καταπολέμηση του ΕΑΜ -όπως οι «εθελοντές χωροφύλακες» της Αχαΐας ή οι «Εθνικές Ομάδες Αντιστάσεως» στη γειτονική Ηλεία. Η στρατολόγηση των υπόλοιπων αρχικά γινόταν σε εθελοντική βάση, γρήγορα όμως οι αρχές άρχισαν να καλούν στα όπλα «εθνικιστές» με ατομικές προσκλήσεις βάσει του Ν. 739/1937. Στις τελευταίες αναγραφόταν η απειλή ότι, όσοι απέφευγαν να παρουσιαστούν, θα αντιμετώπιζαν «τας αυστηράς ποινάς του Νόμου και επί πλέον την δίωξιν των οικογενειών των και καταστροφήν των οικιών των». Στην Καλαμάτα, αξιωματικοί που αρνήθηκαν να καταταγούν στο εκεί Τάγμα Ασφαλείας φυλακίστηκαν «επί αρκετόν χρόνον» από τον Παπαδόγκωνα, μέχρι να ενδώσουν.
Διαφορετική υπήρξε, τέλος, η διαδικασία εξοπλισμού των περισσότερων από τα χωριά που εντάχθηκαν στο όλο σύστημα. Εκεί, τις περισσότερες φορές την πρωτοβουλία παίρνουν τοπικοί παράγοντες, συχνά σε επαφή (και κάτω από την επιρροή) συγχωριανών τους ή άλλων στελεχών της εθνικοφροσύνης που είναι εγκατεστημένα στα αστικά κέντρα-βάσεις των Ταγμάτων.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η σύσταση του αρχικού ένοπλου πυρήνα δημιουργεί ένα προηγούμενο (με την εκκαθάριση ή φυγή των τοπικών στελεχών του ΕAM και την πρόκληση ενός κλίματος πιέσεων και γενικευμένης ανασφάλειας) που οδηγεί αργά ή γρήγορα σε νέες στρατολογίες, διεύρυνση του κύκλου των οπλισμένων κι επέκταση του σε διπλανούς οικισμούς. Με τελικό αποτέλεσμα, το δίκτυο του ένοπλου αντιαντάρτικου μηχανισμού να απλώνεται στην ύπαιθρο, όπως ακριβώς οι κηλίδες του μελανιού πάνω στο στυπόχαρτο.
Μια συμμαχική έκθεση το καλοκαίρι του 1944 κατέτασσε τους ταγματασφαλίτες σε πέντε βασικές κατηγορίες -κατάταξη που επιβεβαιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, και από τις υπόλοιπες πηγές:
(α) Άνθρωποι «πολύ φτωχοί, που κατατάχθηκαν προκειμένου να επιβιώσουν», αναζητώντας μια μόνιμη πηγή εισοδήματος κι ένα πιάτο φαΐ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής τους της επιλογής. Πρόκειται για την κατεξοχήν «μισθοφορική» εκδοχή ταγματασφαλιτών, συνηθέστερη στα ευζωνικά τάγματα.
Η στρατολογία τέτοιων «λούμπεν» στοιχείων φαίνεται πως υπήρξε μαζική ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα κατοικούμενα από εξαθλιωμένες μάζες χωρίς άλλα μέσα βιοπορισμού.
Αναφορές στην πείνα, ως βασικό κίνητρο της κατάταξης στα Τάγματα, έχω ακούσει ωστόσο (ως στοιχείο μιας λίγο πολύ απολογητικής αφήγησης) και σε ορεινά χωριά της Πελοποννήσου 2, ενώ αποκαλυπτική μπορεί να θεωρηθεί και η διαφήμιση των αποδοχών των ταγματασφαλιτών από τον τοπικό Τύπο 3.
Εντυπωσιακή είναι, τέλος, η δημόσια παραδοχή του μισθοφορικού χαρακτήρα των ένοπλων ομάδων της ΠΟΚ από το ίδιο το επίσημο έντυπο της οργάνωσης: «Οι άνθρωποι οι οποίοι επιστρατεύθηκαν και αγωνίζονται εις τα διάφορα σημεία της μεγαλύτερης αντιστάσεως των ΕΛΑΣιτών, ΕΑΜιτών κλπ. και εργάζονται δια να παγιώσουν την απειλουμένην σοβαρώς τάξιν δεν είναι απλώς ιδεολόγοι κινδυνεύοντες δι ’ ένα σκοπόν, [...] αλλ' υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι κακουχούμενοι από τας περιστάσεις ευρίσκουν εις την στράτευσιν και εις τον αγώνα ένα έργον. Διατί να κρύπτωμεν την αλήθειαν;».
(β) «Εγκληματικοί τύποι», που βρήκαν στον ένοπλο αντικομμουνισμό μια χρυσή ευκαιρία είτε για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών είτε -συχνότερα- για ατομικό πλουτισμό 5. Εκτός από το αναμενόμενο πλιάτσικο στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, η συμμετοχή στο εγχείρημα προσέφερε κι άλλες -«νόμιμες»- πηγές εισοδημάτων, τουλάχιστον για τα στελέχη: επιτάξεις κάθε λογής (ακόμη και δημόσιας περιουσίας), επιβολή φορολογίας «δια τας ανάγκας του Τάγματος» 6, δικαίωμα συγκέντρωσης κι εκποίησης της «δεκάτης» 7 ή πολύτιμων αγροτικών προϊόντων (όπως τα γαλακτοκομικά και η ξυλεία, στην περίπτωση της βλάχικης Λεγεώνας 8), ενώ παράλληλα λειτουργούσε προστατευτικά σε σχέση με την ανάμιξή τους στη μαύρη αγορά 9. Ιδιαίτερη υποπερίπτωση αυτής της κατηγορίας συνιστούσε η δυνατότητα χρηματισμού των ταγματασφαλιτών, για την αποφυγή σύλληψης ή για τη διαμεσολάβησή τους ώστε να απολυθεί κάποιος ήδη κρατούμενος.
(γ) «Εθελοντές εμπνεόμενοι από μίσος για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων συγγενείς σκοτώθηκαν απ' αυτούς». Η περίπτωση του γεωπόνου Λεωνίδα Βρεττάκου, ο αδερφός του οποίου (κι επικεφαλής της αντικομμουνιστικής ανταρτοομάδας «Ελληνικός Στρατός») Τηλέμαχος Βρεττάκος είχε σκοτωθεί από τον ΕΛΑΣ, αποτελεί το γνωστότερο -αλλά όχι και το μοναδικό- τέτοιο παράδειγμα.
(δ) «Αξιωματικοί που θεωρούν την καταπολέμηση του "κομμουνισμού" πατριωτικό καθήκον, ή τοποθετήθηκαν στα Τάγματα από τις οργανώσεις τους (ΕΑΕΣ Αθηνών, κλπ)», και
(ε) «Μέλη άλλων οργανώσεων που δέχτηκαν επίθεση από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» όπως τα υπολείμματα του 5/42 της Λωρίδας μετά το φόνο του Ψαρρού ή του πελοποννησιακού ΕΣ μετά την εξόντωση των Βρεττάκου και Καραχάλιου.
Περισσότερο ομοιογενείς εμφανίζονται, αντίθετα, οι τοπικές πολιτοφυλακές των Ταγμάτων στα «οπλισμένα» χωριά. Εκεί, ο ηγετικός πυρήνας τους συγκροτείται συνήθως από την παραδοσιακή ηγεσία και μικροαστική τάξη της κοινότητας (κοινοτάρχης, παπάς κι ενδεχομένως δάσκαλος, συμβολαιογράφος, γιατρός, κλπ), ή τουλάχιστον από ένα μέρος της, η δε στρατολογία των κοινών «οπλιτών» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγγενικά δίκτυα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ανάπτυξη αυτού του φαινομένου σημειώθηκε σε κοινότητες που χαρακτηρίζονται από βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό, όπως διαπιστώνουν όχι μόνο οι εαμικές πηγές ή ξένοι παρατηρητές 12 αλλά και τα ίδια τα στελέχη των Ταγμάτων.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εθνοτικές ή άλλες τοπικές αντιθέσεις, όπως και η νωπή ακόμη αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων.
Η τροφοδότηση των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών από κάθε λογής εθνικιστικά στοιχεία της μιας ή της άλλης «ράτσας» αποτέλεσε τον κανόνα στη Μακεδονία, κι έχει μελετηθεί αρκετά την τελευταία δεκαετία. Λιγότερο έχουν μελετηθεί οι ποικίλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό κάθε εθνοτικής ομάδας και η επίδρασή τους στον προσανατολισμό των επιμέρους υποομάδων· στην Έδεσσα λ.χ., πόλη με πληθυσμό σλαβόφωνο κατά 65-70%, κύρια πηγή στρατολογίας της Οχράνα -σύμφωνα με εαμικές εκθέσεις της εποχής- υπήρξε η (περιορισμένη αριθμητικά κι υποδεέστερη κοινωνικά) κατηγορία των «γυφτομακεδόνων».
Παρόμοια κριτήρια φαίνεται ωστόσο ότι καθόρισαν τις επιλογές κάποιων ανθρώπων και στη Νότια Ελλάδα. Ο πολιτικός λ.χ. καθοδηγητής των ταγματασφαλιτών της Βόρειας Εύβοιας, δικηγόρος Νίκος Αναγνωστόπουλος, φροντίζει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο «προσφυγικόν στοιχείον του νησιού (το οποίο «σχεδόν εν τη ολότητί του εργάσθηκε ανθελληνικώς, ενταχθέν εις τας πολλάς και ποικιλλωνύμους Αριστερές οργανώσεις»), από τη μια, και τους συντηρητικούς «πραγματικούς Έλληνες Ευβοείς» (ελληνόφωνους «γηγενείς» και Αρβανίτες), που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας, από την άλλη.
Ο φόβος των χωρικών για αντίποινα των κατοχικών στρατευμάτων ήταν ένας ακόμη παράγοντας που διευκόλυνε στο έπακρο την ανάπτυξη των Ταγμάτων. Η διαπίστωση του Λίπερ, πως «από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν ότι κτηνώδη αντίποινα θα ακολουθούσαν οποιαδήποτε υποστήριξή τους προς τους αντάρτες, ήταν εύκολη δουλειά για τους Γερμανούς να τους πείσουν πως μια φιλογερμανική πολιτική ανταποκρινόταν στα συμφέροντα της Ελλάδας», διατυπώθηκε μεν για τους τουρκόφωνους Πόντιους της Μακεδονίας, θα μπορούσε όμως να βρει εφαρμογή και σε πολλά άλλα σημεία της χώρας.
Συχνά, άλλωστε, οι πρώτες επαφές ανάμεσα στην ηγεσία μιας κοινότητας και τον δωσιλογικό μηχανισμό των αστικών κέντρων, που καταλήγει στον «εξοπλισμό» του χωριού, ξεκινούν από την προσπάθεια σωτηρίας κάποιων χωρικών που έχουν συλληφθεί, είτε ως όμηροι είτε σαν κομμουνιστές.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, οι κατηγορίες ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών παρουσιάζουν μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν, όλες αυτές οι μονάδες αποτέλεσαν οργανικό τμήμα των κατοχικών στρατευμάτων. Γενικοί διοικητές τους, αρμόδιοι για την έκδοση όχι μόνο των σχετικών αδειών οπλοφορίας αλλά και των «διαταγών κινήσεως» των επιμέρους μονάδων τους, ήταν οι Ανώτεροι Αρχηγοί των SS και της (γερμανικής) Αστυνομίας στην Ελλάδα, Γιούργκεν Στρόοπ και Βάλτερ Σιμάνα.
Όταν τρίτοι παράγοντες, όπως οι Σουηδοί αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, είχαν κάποιο πρόβλημα με το τοπικό Τάγμα Ασφαλείας, για την αυτόματη επίλυσή του αρκούσε έτσι συνήθως η προσφυγή στις προϊστάμενες του γερμανικές αρχές.
Την ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθούσαν ακόμη και ορισμένοι από τους στρατιωτικούς διοικητές των Ταγμάτων, για να αντιμετωπίσουν προστριβές με συναδέλφους τους ή με την «πολιτική ηγεσία» τους.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η καταμέτρηση, στους υπηρεσιακούς στατιστικούς πίνακες της Βέρμαχτ, των απωλειών των ταγματασφαλιτών μαζί με αυτές των καθεαυτό γερμανικών μονάδων. Τα αισθήματα ήταν άλλωστε αμοιβαία, όπως διαπιστώνουμε από τη γνωστή αναφορά του υποδιοικητή του Τάγματος Ασφαλείας Χαλκίδας, συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη, σχετικά με τις απώλειες μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης στην Κεντρική Εύβοια τον Ιούνιο του 1944: «Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός βαρέως τραυματίας».
Εξίσου κοινές σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν και οι δημόσιες διακηρύξεις συστράτευσης στην πολεμική προσπάθεια και πίστης στην πολιτική ηγεσία του Ράιχ.
Εκτός από τα πασίγνωστα δημόσια συγχαρητήρια του Παπαδόγκωνα προς τον Χίτλερ για τη διάσωσή του από τη δολοφονική απόπειρα της 20 Ιουλίου 1944 (τα οποία τελείωναν με την «προσευχή» των υποτιθέμενων απογόνων του Λεωνίδα: «Κύριε, διαφύλασσε τον Φύρερ»), σε ανάλογα διαβήματα με την ίδια ακριβώς ευκαιρία προέβησαν επίσης οι «φιλοβρετανοί» πόντιοι καπεταναίοι του ΕΕΣ -διατρανώνοντας κι αυτοί την αποφασιστικότητά τους να συνδράμουν στον αγώνα «υπέρ της Ευρώπης, εναντίον των άτιμων Εβραιοπλουτοκρατών και των απαίσιων πρακτόρων της Μόσχας». Άλλες πτυχές αυτής της ταύτισης περιλαμβάνουν προκηρύξεις στο ίδιο μήκος κύματος και δημόσιες ομιλίες, από κοινού με τοπικούς παράγοντες κι αξιωματικούς των SS.
Η συμμετοχή όλων ανεξαίρετα των Ταγμάτων Ασφαλείας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, εναντίον του ΕΛΑΣ και -κυρίως- της εαμικής μαζικής του βάσης, συνιστά το τρίτο (και, κατά τη γνώμη μου, το καθοριστικό) κοινό χαρακτηριστικό αυτών των σχηματισμών.
Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στα κυλιόμενα γερμανικά «μπλόκα» του 1944, που αποσκοπούν όχι μόνο στην κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα εργοστάσια της Γερμανίας.
Παρόμοιες επιχειρήσεις πραγματοποιούνται και στη συμπρωτεύουσα, με το μπλόκο π.χ. της Καλαμαριάς (13.8.44) και τη εκτέλεση 15 κατοίκων «βάσει καταλόγου δοθέντος υπό της ελληνικής χωροφυλακής». Αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εγκατάσταση των Ταγμάτων Ασφαλείας σε κάποια πόλη συνοδεύεται συνήθως από ανάλογα μέτρα.
Τυπική περίπτωση, η είσοδος του τάγματος του Βρεττάκου στην Καλαμάτα, τον Ιανουάριο του 1944, για την «απελευθέρωση» της πόλης από την «αφόρητον τρομοκρατίαν του ΕΛΑΣ». Η επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Κότσυφας» της 117ης μεραρχίας καταδρομών της Βέρμαχτ, κατέληξε σε μαζικές συλλήψεις (142 σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, 200 κατά το Βρεττάκο) 14, οι περισσότεροι δε από τους ομήρους αυτούς τουφεκίστηκαν ένα μήνα αργότερα, σε αντίποινα για μια επιτυχημένη επίθεση του ΕΛΑΣ σε γερμανική εφοδιοπομπή.
Μαζικές συλλήψεις πραγματοποιούνται επίσης τον ίδιο μήνα στη Σπάρτη, το Γύθειο και τα περίχωρα τους, συχνά με βάση τους προπολεμικούς φακέλους των υπηρεσιών ασφαλείας· στο επόμενο διάστημα, κάπου 200 «συνειδητοποιημένοι κομμουνισταί βαρυνόμενοι με σοβαράν εγκληματική δράσιν» κλείνονται στις φυλακές κι άλλοι 80 καταδικάζονται σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία. Στην Εύβοια, πάλι, μέσα σε μια μονάχα βδομαδιάτικη εξόρμηση του, τον Απρίλιο του 1944, ο στρατηγός Παπαθανασόπουλος εκτελεί 64 κατοίκους, στέλνει 370 ομήρους σε Αθήνα-Χαϊδάρι και κλείνει στις φυλακές της Χαλκίδας άλλους 565.
Παρόμοιες «μικτές» ελληνογερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διεξάγονται τον ίδιο μήνα στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου: Αχαΐα-Λακωνία (επιχείρηση «Κόνδωρ»), Ηλεία («Σκαντζόχοιρος»), Αρκαδία και Μεσσηνία («Ερωδιός»). Ακολουθούν, τον Ιούνιο, ακόμη μεγαλύτερες κοινές εξορμήσεις στον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Εγχείρημα άκαρπο, διευκρινίζει στα απομνημονεύματά του ο επικεφαλής των ταγματασφαλιτών της Καλαμάτας, «καθ ’ όσον ο ΕΛΑΣ είχεν οργανώσει σχεδόν ολόκληρον την ύπαιθρον (Μεσσηνίας και Λακωνίας) από τον εργάτου μέχρι του ανωτάτου τιτλούχου, ώστε επληροφορήθη εγκαίρως φαίνεται την όλην προπαρασκευήν της επιχειρήσεως τούτης»· ο ίδιος φροντίζει πάντως να σημειώσει, σε μια φαντασιακή αντιστροφή της υφιστάμενης ιεραρχίας, ότι στη διάρκεια της επιχείρησης «η στάσις των Αρχών κατοχής υπήρξε ειλικρινής και φιλική» απέναντι στη μονάδα του.
Αυτό που οι υπηρεσιακές περιγραφές αποκρύπτουν συνήθως, είναι το ανθρώπινο και υλικό κόστος αυτής της συνεργασίας. Μολονότι απουσιάζει μια συνολική καταγραφή του σε πανελλαδική κλίμακα, οι πηγές δεν αφήνουν επ’ αυτού την παραμικρή αμφιβολία.
Γερμανοί και ταγματασφαλίτες καίνε από κοινού σπίτια κι εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι (30.4.44)109, τον Αγιο ΙΙέτρο και τα Βούρβουρα (23.6.44) της Αρκαδίας, στις Λίμνες (26.5.44) , το Γκέρμπεσι (27.5.44), το Χέλι (29.5.44) 7 και τη Φρουσούνα (17-18.7.44) 8 της Αργολίδας, στους Καλλιανούς (8.7.44) της Κορινθίας 9, στον Αγ. Δημήτριο (6.6.44) και τη Ζούπενα της Λακωνίας (11.6.44) 10, στο Αγρίνιο (14.4.04), τα Καλύβια (30.7.44) και τα Θερμά (30.7.44) της Αιτωλοακαρνανίας 11, στους Κουρκουλούς (20.3.44) και το Θεολόγο (4.6 & 17.7.44) της Εύβοιας, για να αναφέρουμε μερικές μόνο περιπτώσεις.
Στην περιοχή της Ολυμπίας, πάλι, Γερμανοί στρατιώτες με πολιτικά και οπλίτες του πρόσφατα συγκροτημένου εκεί «ευζωνικού τάγματος» οργώνουν επί βδομάδες την ύπαιθρο, σκοτώνοντας κάθε άντρα που συναντούσαν στο διάβα τους.
Αλλά και στην Κεφαλλονιά, όπου τον Ιούλιο του 1944 τα ένοπλα τμήματα της ΠΟΚ διεξάγουν κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με το γερμανικό στρατό, υπολογίζεται από τρίτες πηγές πως εξοντώθηκαν «220 Εαμίτες, ως επί το πλείστον άοπλοι».
Ανάλογες -κατά πολύ αγριότερες- σφαγές διαπράττονται και στη Βόρεια Ελλάδα με τη σύμπραξη του Πούλου, του ΕΕΣ, των «παοτζήδων» του Σπυρίδη, των Λεγεωνάριων, των κομιτατζήδων και των υπόλοιπων κατά τόπους Ταγμάτων Ασφαλείας.
«Εθνικιστικές ομάδες» του Πούλου και των οπλισμένων ποντιακών χωριών της Κοζάνης συνοδεύουν λ.χ. τον Απρίλιο του 1944 τη Βέρμαχτ στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Βερμίου, εξολοθρεύοντας εκατοντάδες αμάχους στο Μεσόβουνο, τους Πύργους, το Γραμματικό και τον Άγιο Παύλο.
Τον Ιούλιο, το ίδιο ακριβώς σενάριο θα επαναληφθεί στα χωριά της Βόρειας Πίνδου.
Το τάγμα του Σούμπερτ, πάλι, θα συμμετάσχει στην σφαγή 146 κατοίκων του Χορτιάτη, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού (2.9.44) 22.
Αξίζει τέλος να μνημονευθεί η μαρτυρία του Θρασύβουλου Παπαστρατή για την ειδική μεταχείριση που οι ταγματασφαλίτες της Εύβοιας επιφύλαξαν στην Εβραία δασκάλα του χωριού Στρόπωνες: την «παλούκωσαν όπως οι Τούρκοι το Διάκο, αφού την ατίμασαν και την βασάνιζαν όλη μέρα» 23.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στην σύμπραξη των βορειοελλαδιτών «εθνικιστών» με το βουλγαρικό στρατό, που από τον Ιούλιο του 1943 και μετά έχει αναλάβει τη στρατιωτική (αλλά όχι και την πολιτική) διοίκηση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα κι Αξιού, για να δώσει ένα χέρι στην καταστολή του αντάρτικου.
Ήδη από το φθινόπωρο του 1943, οι βουλγαρικές υπηρεσίες επισημαίνουν ότι οι ένοπλες ομάδες της ΠΑΟ δεν φαίνονται ιδιαίτερα διατεθειμένες να στραφούν κατά του βουλγαρικού στρατού, καθώς προτιμούν να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για την αναμέτρηση με τον ΕΛΑΣ.
Μερικούς μήνες αργότερα, το γερμανικό επιτελείο Θεσσαλονίκης θα επισημάνει με χαρά πως όχι μόνο η «η δυσπιστία των Βουλγάρων έναντι των αντικομμουνιστών» -δηλ. των ταγματασφαλιτων- «εχαλαρώθη», αλλά και ότι η μεταξύ τους «συνεργασία κατά την καταπολέμησιν των κομμουνιστικών συμμοριών δύναται να χαρακτηρισθεί ως ικανοποιητική».
Σύμφωνα με άλλες πηγές, η συνεργασία αυτή περιλάμβανε την συγκατοίκηση βουλγαρικών κι «εθνικιστικών» μονάδων σε κωμοπόλεις και χωριά, την ανταλλαγή πληροφοριών για τις κινήσεις του ΕΛΑΣ, ακόμη και κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βισαλτία, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική και το Λαγκαδά. Η αντίφαση αυτής της πρακτικής με το φόβητρο του «βουλγαρικού κίνδυνου», που όλο αυτό το διάστημα εξακολουθεί ν’ αποτελεί τη βασική πολιτικοϊδεολογική αναφορά του βορειοελλαδικού δωσιλογισμού (κι όχι μόνο αυτού), είναι από κάθε άποψη εντυπωσιακή.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την ταύτιση των ταγματασφαλιτών με την εν γένει βία του στρατού κατοχής υπήρξε η συμμετοχή των τελευταίων στη «διαλογή» των ομήρων που επρόκειτο να εκτελεστούν, καθώς και οι υποδείξεις τους για το ποια ακριβώς χωριά θα ήταν καλό να καούν κατά τα «μέτρα εξιλασμού».
Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε ακόμη κι ο διοικητής του Τάγματος Χανίων, που λόγω τοπικών συνθηκών απέφευγε συνήθως να συνοδεύσει τη Βέρμαχτ σε κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επικεφαλής των ταγμάτων διεκδικούν εκ των υστέρων δάφνες για παρεμβάσεις κι άλλες «κατάλληλες ενέργειες», οι οποίες μείωσαν τον αρχικό αριθμό των ομήρων που προορίζονταν για εκτέλεση κάποιες άλλες φορές, ωστόσο, είναι η ίδια η ηγεσία τους αυτή που αναλαμβάνει να αυξήσει τον φόρο του αίματος, προβαίνοντας με δική της πρωτοβουλία σε πρόσθετες εκτελέσεις.
Ένα τέταρτο κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των Γερμανών συναγωνιστών τους. Στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς (17.8.44), λ.χ., άνδρες των ευζωνικών ταγμάτων επιχείρησαν να ξανασυλλάβουν κατοίκους που οι Γερμανοί μόλις είχαν αφήσει ελεύθερους, απειλώντας ακόμη και τους αστυνομικούς που τους συνόδευαν μακριά από την πλατεία Οσίας Ξένης.
Αποκαλυπτική είναι επίσης η συχνά επαναλαμβανόμενη «κατηγορία» που διατυπώνεται στις αναμνήσεις στελεχών των Ταγμάτων (ή του πολιτικού μηχανισμού τους), σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν στην πραγματικότητα την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
Σε αρκετά απ’ αυτά τα κείμενα ξεκαθαρίζεται άλλωστε, χωρίς πολλές περιστροφές, ότι για «την επιβολήν του Νόμου και την εμπέδωσιν της τάξεως» χρειάστηκε η προσφυγή στην «ωμή βία» και η λήψη «σκληρών μέτρων» κατά της μαζικής βάσης του ΕΑΜ
Ακόμη σαφέστερα είναι τα διασωθέντα έγγραφα του αρχείου των ταγματασφαλιτών της Εύβοιας: «προς εξακρίβωσιν των ανηκόντων εις τον εφεδρικόν ΕΛΑΣ, πρέπει να μεταχειρισθώμεν παν μέσον», γράφει χαρακτηριστικά ο διοικητής του Τάγματος Παπαθανασόπουλος, διατάσσοντας τη σύλληψη κάθε νέου 18-35 ετών σε τρία κεφαλοχώρια της περιοχής· «επιβάλλετε το Κράτος του Νόμου, αδιαφορούντες αν τούτο επιβάλλει την λήψιν των σκληρότερων μέτρων», συμπληρώνει απ’ την πλευρά του ο υποδιοικητής Γερακίνης.
Η εθνικόφρον βιβλιογραφία αισθάνεται έτσι συχνά υποχρεωμένη να παραδεχτεί τη διάπραξη ποικίλων «ασχημιών» ή και «κακουργημάτων» από τους ταγματασφαλίτες (αν και κατά κανόνα «δικαιολογημένων», είτε σαν αποτέλεσμα της κοινωνικής προέλευσης κάποιων απ’ αυτούς, είτε σαν αντεκδίκηση προς την «κόκκινη τρομοκρατία»)
Ακόμη και μια καθαρά απολογητική αφήγηση, όπως αυτή του Βαλτετσιώτη Σαραντόπουλου, δεν μπορεί να παρακάμψει εύκολα δραστηριότητες όπως η διενέργεια αυθαίρετων συλλήψεων και βίαιων ανακρίσεων, οι τρομοκρατικές επιδρομές σε γειτονικά χωριά (με πυροβολισμούς στον αέρα από μεθυσμένους ταγματασφαλίτες) ή μια κάπως περίεργη απόπειρα αξιωματικού των Ταγμάτων «να φλερτάρει», άγνωστο πώς ακριβώς, «με μιαν από τις κρατούμενες» του -απόπειρα η οποία, όπως γράφει, προκάλεσε την αντίδραση των «τρομερά συντηρητικών» ντόπιων συμπολεμιστών του
Αποτέλεσμα όλων αυτών, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας ελληνοαμερικανός πράκτορας του O.S.S., ήταν όχι μόνο «ο λαός [να] μισεί τα Τάγματα Ασφαλείας περισσότερο από τους Γερμανούς», αλλά και η απήχηση του ΕΑΜ να είναι σαφώς ισχυρότερη, ακριβώς στα μέρη εκείνα απ’ όπου είχαν περάσει ταγματασφαλίτες,
Από μια άποψη, βέβαια, αυτή ακριβώς η «υπερβολική» αγριότητα ήταν άρρηκτα δεμένη με όσα συνιστούσαν (για τους κατακτητές) το βασικό προσόν των Ταγμάτων Ασφαλείας: την εντοπιότητα και την, ως εκ τούτου, μεγαλύτερη γνώση ανθρώπων και πραγμάτων
Γι’ αυτό, άλλωστε, η τρομοκρατία που επιβάλλουν οι ταγματασφαλίτες, σε στιγμές «κανονικές», είναι απείρως πιο καθολική από αυτή των Γερμανοϊταλών. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ και αποτέλεσαν, όπως θα δούμε και παρακάτω, ένα νεωτερισμό ανεπίτρεπτο για το σκοταδιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ένοπλος δωσιλογισμός.
Αμέσως μετά την είσοδο των «ευζώνων» στον Πύργο, σημειώνει λ.χ. στις αναμνήσεις του ένα μέλος του τοπικού θεατρικού ομίλου, οι αρχές «διέλυσαν τους συλλόγους» της πόλης και «σταμάτησε κάθε πολιτιστική κίνηση. [...] Η ζωή γενικό, έγινε πλέον πολύ δύσκολη, τα πάντα νεκρώθηκαν. Αρχίζει μια νέα Κατοχή, χειρότερη από τη Γερμανική»
Ιδιαζόντως διαφωτιστικό, γι’ αυτά τα χαρακτηριστικά του σώματος είναι το επανειλημμένο κάψιμο ιδιωτικών βιβλιοθηκών από τους ταγματασφαλήτες της Εύβοιας.
Μέρλιν, Ελπίδος, Γ΄ Σεπτεμβρίου, «Κρυστάλ»:
Τα φοβερά άντρα της Ειδικής Ασφάλειας
Προθάλαμος τον Χαϊδαρίου ήταν τα κρατητήρια της Ελληνικής Ειδικής Ασφάλειας (που, όπως είναι γνωστό, είχε ιδρυθεί από τη δικτατορία του Θ. Πάγκαλου και αποστολή της αποκλειστική ήταν η δίωξη των κομμουνιστών.
Στη δικτατορία του Μεταξά στελέχη της μετεκπαιδεύτηκαν στο Βερολίνο του Χίτλερ και στα χρόνια της κατοχής συνεργάζονταν στενά με τα γερμανικά Ες-Ες και τα Ες-Ντε). Κάθε αγωνιστής που συλλαμβανόταν, πριν κλειστεί στο ελληνικό αυτό Νταχάου, το Χαϊδάρι, οδηγούνταν σ’ ένα από τα τέσσερα άντρα – κρατητήρια της Ειδικής, που ήταν αντίστοιχα στις οδούς Μέρλιν, Ελπίδος, Γ΄ Σεπτεμβρίου και στο «Κρυστάλ».
Επρόκειτο για άντρα του αίματος και του τρόμου. Οποίος έμπαινε εκεί μέσα σπάνια έβγαινε ζωντανός. Τόσο φρικτά ήταν τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν. Ένα μέρος, των όσων έχουν συμβεί εκεί μέσα, αποκαλύφθηκε στη δίκη των δοσίλογων στη Αθήνα, όπου δικάστηκαν οι κτηνάνθρωποι της Ειδικής.
Ο Ζαμαρίας, θυρωρός της πολυκατοικίας της οδού Μέρλιν, όπου είχαν εγκατασταθεί τα Ες-Ες και η Ειδική Ασφάλεια, περιέγραψε σ’ αυτήν τη δίκη που ήταν μάρτυρας κατηγορίας, με τα μελανότερα χρώματα τα όργια που γίνονταν εκεί μέσα από τους Γερμανούς και τους πράχτορές τους Έλληνες.
Στη δικτατορία του Μεταξά στελέχη της μετεκπαιδεύτηκαν στο Βερολίνο του Χίτλερ και στα χρόνια της κατοχής συνεργάζονταν στενά με τα γερμανικά Ες-Ες και τα Ες-Ντε). Κάθε αγωνιστής που συλλαμβανόταν, πριν κλειστεί στο ελληνικό αυτό Νταχάου, το Χαϊδάρι, οδηγούνταν σ’ ένα από τα τέσσερα άντρα – κρατητήρια της Ειδικής, που ήταν αντίστοιχα στις οδούς Μέρλιν, Ελπίδος, Γ΄ Σεπτεμβρίου και στο «Κρυστάλ».
Επρόκειτο για άντρα του αίματος και του τρόμου. Οποίος έμπαινε εκεί μέσα σπάνια έβγαινε ζωντανός. Τόσο φρικτά ήταν τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν. Ένα μέρος, των όσων έχουν συμβεί εκεί μέσα, αποκαλύφθηκε στη δίκη των δοσίλογων στη Αθήνα, όπου δικάστηκαν οι κτηνάνθρωποι της Ειδικής.
Ο Ζαμαρίας, θυρωρός της πολυκατοικίας της οδού Μέρλιν, όπου είχαν εγκατασταθεί τα Ες-Ες και η Ειδική Ασφάλεια, περιέγραψε σ’ αυτήν τη δίκη που ήταν μάρτυρας κατηγορίας, με τα μελανότερα χρώματα τα όργια που γίνονταν εκεί μέσα από τους Γερμανούς και τους πράχτορές τους Έλληνες.
«Τις εκτελέσεις – είπε – τις έκαναν στο γκαράζ. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι τρύπες από ριπές πολυβόλου και κομμάτια από ανθρώπινα κρανία Ότι γινόταν εκεί μέσα είναι αδύνατο να περιγραφτεί, συνέχισε. Από τα υπόγεια έφταναν σπαραχτικές οι κραυγές και τα βογγητά των πατριωτών που βασανίζονταν.
Μια μέρα – είπε – είδα μέσα σ’ ένα γραφείο της πολυκατοικίας έναν καλοντυμένο κύριο. Μαζί του ήταν και ένας Γερμανός που κρατούσε ένα σκοινί. Την άλλη μέρα ο καλοντυμένος αυτός κύριος βρέθηκε νεκρός στη διασταύρωση των οδών Πινδάρου και Σόλωνος, με καθαρά τα ίχνη στραγγαλισμού. Οι εφημερίδες έγραψαν, τότε, ότι τον σκότωσαν οι ΕΑΜίτες».
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν αυτοί που εκτελέστηκαν εκεί μέσα ήταν πολλοί ο Ζαμαρίας απάντησε ότι ήταν πάρα πολλοί και χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, την τελευταία μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί, πήγε ένας ταγματάρχης των ταγμάτων ασφαλείας και πήρε 28 σάκους γεμάτους με ρούχα εκτελεσθέντων.
Μια μέρα – είπε – είδα μέσα σ’ ένα γραφείο της πολυκατοικίας έναν καλοντυμένο κύριο. Μαζί του ήταν και ένας Γερμανός που κρατούσε ένα σκοινί. Την άλλη μέρα ο καλοντυμένος αυτός κύριος βρέθηκε νεκρός στη διασταύρωση των οδών Πινδάρου και Σόλωνος, με καθαρά τα ίχνη στραγγαλισμού. Οι εφημερίδες έγραψαν, τότε, ότι τον σκότωσαν οι ΕΑΜίτες».
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν αυτοί που εκτελέστηκαν εκεί μέσα ήταν πολλοί ο Ζαμαρίας απάντησε ότι ήταν πάρα πολλοί και χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, την τελευταία μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί, πήγε ένας ταγματάρχης των ταγμάτων ασφαλείας και πήρε 28 σάκους γεμάτους με ρούχα εκτελεσθέντων.
Συνεχίζοντας ανέφερε ότι στην υπηρεσία των Ες-Ες υπηρετούσαν 180 Έλληνες οπλοφόροι – καταδότες και 86 διερμηνείς. Στους καταδότες ήταν και ένας παπάς.
«Με τα – Ες-Ες – είπε, πήγαιναν και έκαναν συνεργασίες και πολλοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και τσολιάδες των ταγμάτων ασφαλείας που οδηγούσαν φουρνιές κρατουμένων πατριωτών». Άλλος μάρτυρας κατέθεσε ότι πριν εκτελεστούν στο Χαϊδάρι, βασανίστηκαν εκεί οι: Πασιανίδης Βαγγέλης και Βαρβέρη, και οι δύο τους στελέχη της ΕΠΟΝ.
«Της Βαρβέρη – είπε – της έβαλαν ηλεκτρικό σύρμα στα γεννητικά της όργανα για να μαρτυρήσει. Του Πασιανίδη του είχαν σπάσει από τα βασανιστήρια τα δόντια και το τύμπανο του αυτιού του».
Επίσης στη Μέρλιν πέθανε από τα βασανιστήρια ο πατριώτης ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (;) του Χρήστου. Στο μεταξύ, από τον πατέρα του, πήραν 110 χρυσές λίρες με την υπόσχεσή πως θα αφήσουν ελεύθερο το γιο του.
«Με τα – Ες-Ες – είπε, πήγαιναν και έκαναν συνεργασίες και πολλοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και τσολιάδες των ταγμάτων ασφαλείας που οδηγούσαν φουρνιές κρατουμένων πατριωτών». Άλλος μάρτυρας κατέθεσε ότι πριν εκτελεστούν στο Χαϊδάρι, βασανίστηκαν εκεί οι: Πασιανίδης Βαγγέλης και Βαρβέρη, και οι δύο τους στελέχη της ΕΠΟΝ.
«Της Βαρβέρη – είπε – της έβαλαν ηλεκτρικό σύρμα στα γεννητικά της όργανα για να μαρτυρήσει. Του Πασιανίδη του είχαν σπάσει από τα βασανιστήρια τα δόντια και το τύμπανο του αυτιού του».
Επίσης στη Μέρλιν πέθανε από τα βασανιστήρια ο πατριώτης ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (;) του Χρήστου. Στο μεταξύ, από τον πατέρα του, πήραν 110 χρυσές λίρες με την υπόσχεσή πως θα αφήσουν ελεύθερο το γιο του.
Τα όσα γίνονταν εκεί, σ’ αυτή την κόλαση της οδού Μέρλιν, δεν έγιναν και δυστυχώς ούτε θα γίνουν ποτέ γνωστά. Γιατί στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα κυριάρχησαν, χάρη στους Αγγλοαμερικάνους και πάλι, οι δωσίλογοι και οι συνδωσίλογοι που δεν επέτρεψαν να γίνει σχετική έρευνα.
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, το κίνημα, της Εθνικής Αντίστασης γενικότερα που είχαν κάθε λόγο (γιατί εκεί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν εκατοντάδες και ίσως και χιλιάδες μέλη και στελέχη τους) να φέρουν στο φως το κτηνώδες καθεστώς της Μέρλιν, διώχτηκαν και σύντομα τέθηκαν και πάλι, όπως επί Γερμανών, εκτός νόμου.
Μια εικόνα και μόνο για το τι συνέβαινε στα χρόνια της Κατοχής σε ένα άλλο άντρο της Ειδικής, το «Κρυστάλ», μπορεί να δώσει η ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας και νεκροτομίας που έγινε στο πτώμα της αξέχαστης Ελληνίδας αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, στελέχους του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης(…)*
Όσοι δεν πέθαναν από τα μαρτύρια στους τόπους βασανισμού, παραδίδονταν στους Γερμανούς και μεταφέρονταν στο Χαϊδάρι για εκτέλεση. Πολλές φορές οι κρατούμενοι επέστρεφαν και για δεύτερη φορά στα άντρα αυτά για συμπληρωματική «ανάκριση». Και κανείς δεν γνωρίζει σήμερα πόσοι άνθρωποι, αγωνιστές κομμουνιστές έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στα χέρια των κακούργων της Ειδικής – οργάνων των Ναζί
Η Ελληνική Ειδική Ασφάλεια είχε οργανώσει ειδικές ομάδες που είχε θέσει στη διάθεση των Ες-Ες και της γερμανικής αστυνομίας Ες-Ντε για τη δίωξη των αγωνιστών. Αυτές οι ομάδες έπιαναν και παρέδιδαν στους Γερμανούς ή κατέδιδαν αγωνιστές και μετά τη σύλληψη αυτών που κατέδιδαν ανταμείβονταν με λίρες. Αυτοί πρώτοι υπέβαλαν σε ανάκριση με βασανιστήρια τους συλληφθέντες και μετά τους παρέδιδαν στους Γερμανούς, που τους έστελναν πολλές φορές με φορείο γιατί δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους στο Χαϊδάρι ή στις φυλακές Χατζηκώστα, ένα άλλο κολαστήριο της Κατοχής. Παράλληλα οι κτηνάνθρωποι αυτοί με πρώτο και καλύτερο τον διοικητή της Ειδικής Λάμπου, πίεζαν τους συγγενείς των κρατουμένων να τους δώσουν λύτρα -τόσες χρυσές λίρες- για ν’ αποφυλακίσουν τον άνθρωπό τους. Αλλά και όταν τύχαινε να τον απελευθερώσουν από τη μια πόρτα, από την άλλη τον ξανάπιαναν. Και στη δίκη των δωσιλόγων καταγγέλθηκαν παρόμοιες περιπτώσεις Οι ασυνείδητοι εμπορεύονταν με το χειρότερο τρόπο και χρηματίζονταν προσφέροντας τη χειρότερη υπηρεσία στους καταχτητές παραδίδοντας στα χέρια τους αγωνιστές της λευτεριάς.
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, το κίνημα, της Εθνικής Αντίστασης γενικότερα που είχαν κάθε λόγο (γιατί εκεί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν εκατοντάδες και ίσως και χιλιάδες μέλη και στελέχη τους) να φέρουν στο φως το κτηνώδες καθεστώς της Μέρλιν, διώχτηκαν και σύντομα τέθηκαν και πάλι, όπως επί Γερμανών, εκτός νόμου.
Μια εικόνα και μόνο για το τι συνέβαινε στα χρόνια της Κατοχής σε ένα άλλο άντρο της Ειδικής, το «Κρυστάλ», μπορεί να δώσει η ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας και νεκροτομίας που έγινε στο πτώμα της αξέχαστης Ελληνίδας αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, στελέχους του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης(…)*
Όσοι δεν πέθαναν από τα μαρτύρια στους τόπους βασανισμού, παραδίδονταν στους Γερμανούς και μεταφέρονταν στο Χαϊδάρι για εκτέλεση. Πολλές φορές οι κρατούμενοι επέστρεφαν και για δεύτερη φορά στα άντρα αυτά για συμπληρωματική «ανάκριση». Και κανείς δεν γνωρίζει σήμερα πόσοι άνθρωποι, αγωνιστές κομμουνιστές έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στα χέρια των κακούργων της Ειδικής – οργάνων των Ναζί
Η Ελληνική Ειδική Ασφάλεια είχε οργανώσει ειδικές ομάδες που είχε θέσει στη διάθεση των Ες-Ες και της γερμανικής αστυνομίας Ες-Ντε για τη δίωξη των αγωνιστών. Αυτές οι ομάδες έπιαναν και παρέδιδαν στους Γερμανούς ή κατέδιδαν αγωνιστές και μετά τη σύλληψη αυτών που κατέδιδαν ανταμείβονταν με λίρες. Αυτοί πρώτοι υπέβαλαν σε ανάκριση με βασανιστήρια τους συλληφθέντες και μετά τους παρέδιδαν στους Γερμανούς, που τους έστελναν πολλές φορές με φορείο γιατί δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους στο Χαϊδάρι ή στις φυλακές Χατζηκώστα, ένα άλλο κολαστήριο της Κατοχής. Παράλληλα οι κτηνάνθρωποι αυτοί με πρώτο και καλύτερο τον διοικητή της Ειδικής Λάμπου, πίεζαν τους συγγενείς των κρατουμένων να τους δώσουν λύτρα -τόσες χρυσές λίρες- για ν’ αποφυλακίσουν τον άνθρωπό τους. Αλλά και όταν τύχαινε να τον απελευθερώσουν από τη μια πόρτα, από την άλλη τον ξανάπιαναν. Και στη δίκη των δωσιλόγων καταγγέλθηκαν παρόμοιες περιπτώσεις Οι ασυνείδητοι εμπορεύονταν με το χειρότερο τρόπο και χρηματίζονταν προσφέροντας τη χειρότερη υπηρεσία στους καταχτητές παραδίδοντας στα χέρια τους αγωνιστές της λευτεριάς.
Στα άντρα αυτά εφαρμόζονταν μέθοδες βασανισμού μεσαιωνικές. Στην οδό Μέρλιν είχαν εγκαταστήσει σύνεργα όλων των ειδών βασανισμού. Χοντρά ξύλα, βούρδουλες με λάστιχο, συρματόσχοινο ή από ουρά ψαριού με μυτερούς κόμπους, τροχαλίες για κρέμασμα και αιώρηση τον σώματος κ.ά. Με όλα αυτά χτυπούσαν στο κορμί, καταξέσχιζαν τις σάρκες αφού χτυπούσαν τους κρατούμενους σχεδόν πάπα ολόγυμνους. Οι βασανισμοί ήταν εξαντλητικοί. Στα διαλείμματα υποχρέωναν τους κρατούμενους να στέκονται όρθιοι με τα χέρια ψηλά ή πλάγια και το κεφάλι στραμμένο προς τον τοίχο, (ώστε να μη βλέπουν τι γίνεται γύρω τους.
Άλλους τους υπέβαλαν στο μαρτύριο της φάλαγγας χτυπώντας τους στα γυμνά πέλματα με ξύλα. Άλλους τους κρέμαγαν ανάποδα, τους καψάλιζαν με αναμμένες εφημερίδες ή με καμινέτα στο πρόσωπο, στα χέρια, στα πόδια τους έβαζαν βραστά αυγά στις μασχάλες, τους έδεναν στο καλοριφέρ. Τους έκαιγαν με αναμμένα τσιγάρα κάρβουνα ή πυρακτωμένα σίδερα. Μιας κοπέλας της έχωσαν ένα πυρακτωμένο σίδερο στα γεννητικά της όργανα και μισοπεθαμένη την μετέφεραν και την πέταξαν σ’ ένα ξεροπήγαδο στο Τατόι. Άλλους τους υποχρέωναν να κάθονται πάνω σε πυρακτωμένο ηλεκτρικό μάτι, προξενώντας τους έτσι φοβερά εγκαύματα.
Άλλων ξερίζωναν τα νύχια ή τους έσπαγαν τα δόντια με τις λαβές του πιστολιού τους. Η τροχαλία και η «χελώνα» ήταν επίσης δύο φοβερές μέθοδες βασανισμού. Τους έφερναν τα χέρια πίσω στην πλάτη, τα έδεναν ή τους περνούσαν τις χειροπέδες, τις έδεναν μ’ ένα σχοινί της τροχαλίας και τους κρεμούσαν. Με τον τρόπο αυτό οι αρθρώσεις των ώμων έβγαιναν και τα χέρια παρέλυαν. Άλλοτε έτσι κρεμασμένους τους τραβούσαν από τα πόδια, τους έκαιγαν τους ζεμάτιζαν με νερό στα πόδια τους. Από τους πόνους οι κρατούμενοι λιποθυμούσαν και τότε τους κατέβαζαν από την τροχαλία και για να συνέλθουν τους κατάβρεχαν με βρώμικα νερά. Με τέτοια νερά τους πότιζαν κιόλας. Τα χέρια αυτών που υποβάλλονταν σε τέτοια βασανιστήρια για μήνες έμεναν παράλυτα.
Η «χελώνα» ήταν ένα σιδερένιο στεφάνι με σταυρωτά ελάσματα βίδες και καλώδια. Το φορούσαν στο κεφάλι, έσφιγγαν τις βίδες σε σημείο που να προκαλούνται ανυπόφοροι πόνοι και ύστερα το φόρτιζαν με ηλεκτρικό ρεύμα διαφόρων εντάσεων. Τα βασανιστήρια αυτά διαρκούσαν πολλές ώρες. Ακολουθούσαν κλωτσιές, χτυπήματα, φάλαγγα και μετά επαναλαμβάνονταν όλα και πάλι από την αρχή. Και έτσι, όπως ήταν μισολιπόθυμοι, τους σβαρνούσαν στο κατασκότεινο κελί και εκεί τους άφηναν δύο και τρεις μέρες αβοήθητους για να πεθάνουν χωρίς νερό ή φαγητό.
Άλλους τους υπέβαλαν στο μαρτύριο της φάλαγγας χτυπώντας τους στα γυμνά πέλματα με ξύλα. Άλλους τους κρέμαγαν ανάποδα, τους καψάλιζαν με αναμμένες εφημερίδες ή με καμινέτα στο πρόσωπο, στα χέρια, στα πόδια τους έβαζαν βραστά αυγά στις μασχάλες, τους έδεναν στο καλοριφέρ. Τους έκαιγαν με αναμμένα τσιγάρα κάρβουνα ή πυρακτωμένα σίδερα. Μιας κοπέλας της έχωσαν ένα πυρακτωμένο σίδερο στα γεννητικά της όργανα και μισοπεθαμένη την μετέφεραν και την πέταξαν σ’ ένα ξεροπήγαδο στο Τατόι. Άλλους τους υποχρέωναν να κάθονται πάνω σε πυρακτωμένο ηλεκτρικό μάτι, προξενώντας τους έτσι φοβερά εγκαύματα.
Άλλων ξερίζωναν τα νύχια ή τους έσπαγαν τα δόντια με τις λαβές του πιστολιού τους. Η τροχαλία και η «χελώνα» ήταν επίσης δύο φοβερές μέθοδες βασανισμού. Τους έφερναν τα χέρια πίσω στην πλάτη, τα έδεναν ή τους περνούσαν τις χειροπέδες, τις έδεναν μ’ ένα σχοινί της τροχαλίας και τους κρεμούσαν. Με τον τρόπο αυτό οι αρθρώσεις των ώμων έβγαιναν και τα χέρια παρέλυαν. Άλλοτε έτσι κρεμασμένους τους τραβούσαν από τα πόδια, τους έκαιγαν τους ζεμάτιζαν με νερό στα πόδια τους. Από τους πόνους οι κρατούμενοι λιποθυμούσαν και τότε τους κατέβαζαν από την τροχαλία και για να συνέλθουν τους κατάβρεχαν με βρώμικα νερά. Με τέτοια νερά τους πότιζαν κιόλας. Τα χέρια αυτών που υποβάλλονταν σε τέτοια βασανιστήρια για μήνες έμεναν παράλυτα.
Η «χελώνα» ήταν ένα σιδερένιο στεφάνι με σταυρωτά ελάσματα βίδες και καλώδια. Το φορούσαν στο κεφάλι, έσφιγγαν τις βίδες σε σημείο που να προκαλούνται ανυπόφοροι πόνοι και ύστερα το φόρτιζαν με ηλεκτρικό ρεύμα διαφόρων εντάσεων. Τα βασανιστήρια αυτά διαρκούσαν πολλές ώρες. Ακολουθούσαν κλωτσιές, χτυπήματα, φάλαγγα και μετά επαναλαμβάνονταν όλα και πάλι από την αρχή. Και έτσι, όπως ήταν μισολιπόθυμοι, τους σβαρνούσαν στο κατασκότεινο κελί και εκεί τους άφηναν δύο και τρεις μέρες αβοήθητους για να πεθάνουν χωρίς νερό ή φαγητό.
Οι τοίχοι των θαλάμων των βασανιστηρίου ήταν γεμάτοι αίματα, μυαλά και κομμάτια από ανθρώπινο δέρμα. Εκεί πολλοί είχαν γράψει με τα δάκτυλά τους βουτηγμένα στο αίμα τα ονόματά τους.
Σχετικά με το τι συνέβαινε στο «Κρυστάλ» ο Χαρ. Κυβέλος, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, κατέθεσε τα παρακάτω στη δίκη του Λάμπου, διοικητή της Ειδικής Ασφάλειας:
«Το Μάρτη 1944 η Ειδική επέδραμε στο ξενοδοχείο όπου έμενα με την οικογένειά μου. Η ομάδα Παρθενίου αποτελούμενη από 150 άνδρες εγκαταστάθηκε στο Β΄ πάτωμα, η ομάδα Παναγιωτόπουλου με δύναμη 100 ανδρών στο πρώτο. Βλέπαμε να φέρνουν συνεχώς κρατούμενους, ακούγαμε τις σπαρακτικές κραυγές τους την ώρα των βασανιστηρίων. Είδαμε πατέρες και μανάδες να φωνάζουν απ’ έξω: “Αφήστε μας να φιλήσουμε για τελευταία φορά τα παιδιά μας”. Μια μέρα ανέβηκα για κάποια δουλειά στο δεύτερο πάτωμα και είδα σ’ ένα δωμάτιο δύο γυμνούς νέους εντελώς παραμορφωμένους. Στο αποχωρητήριο αντίκρισα τρία πτώματα γυμνά. Είδα τραυματίες να τους μεταφέρουν οι χωροφύλακες αναίσθητους από το ξύλο. Μια μέρα έφεραν 20 εργάτες και εργάτριες της Εριουργίας. Μεταξύ τους ήταν ένας αδελφός και μια αδελφή. Τους έβαλαν σε χωριστά δωμάτια με τις πόρτες ανοιχτές και άρχισαν να δέρνουν τον αδελφό με συρματόσχοινο και του χάραζαν το σώμα και τα πόδια.
Ο βασανιστής Καθρέφτης έλεγε στο κορίτσι “Ακούς αυτόν που φωνάζει; Είναι ο αδελφός σου. Τα ίδια θα σου κάνουμε και σένα αν δεν μαρτυρήσεις” . Όταν είδε τον αδελφό της να τον μεταφέρουν μισοπεθαμένο, η κοπέλα τρελάθηκε.
Έναν έμπορο και έναν καθηγητή τους έδερναν από το πρωί ως το βράδυ. Μια μέρα ο Σισμανόγλου ζήτησε στο τηλέφωνο τον Παρθενίου. Άκουσα τον τελευταίο να του λέει: "Μπράβο, καλά τους έκανες. Πάρε ότι έχουν, φόρτωσε τους σε ένα καροτσάκι και πήγαινε τους στο νεκροτομείο". Το βράδυ έμαθα ότι είχε σκοτώσει δύο στα Πατήσια. Μια άλλη βραδιά πήραν τρεις νέους και τους εκτέλεσαν στην πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας)".
Σχετικά με το τι συνέβαινε στο «Κρυστάλ» ο Χαρ. Κυβέλος, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, κατέθεσε τα παρακάτω στη δίκη του Λάμπου, διοικητή της Ειδικής Ασφάλειας:
«Το Μάρτη 1944 η Ειδική επέδραμε στο ξενοδοχείο όπου έμενα με την οικογένειά μου. Η ομάδα Παρθενίου αποτελούμενη από 150 άνδρες εγκαταστάθηκε στο Β΄ πάτωμα, η ομάδα Παναγιωτόπουλου με δύναμη 100 ανδρών στο πρώτο. Βλέπαμε να φέρνουν συνεχώς κρατούμενους, ακούγαμε τις σπαρακτικές κραυγές τους την ώρα των βασανιστηρίων. Είδαμε πατέρες και μανάδες να φωνάζουν απ’ έξω: “Αφήστε μας να φιλήσουμε για τελευταία φορά τα παιδιά μας”. Μια μέρα ανέβηκα για κάποια δουλειά στο δεύτερο πάτωμα και είδα σ’ ένα δωμάτιο δύο γυμνούς νέους εντελώς παραμορφωμένους. Στο αποχωρητήριο αντίκρισα τρία πτώματα γυμνά. Είδα τραυματίες να τους μεταφέρουν οι χωροφύλακες αναίσθητους από το ξύλο. Μια μέρα έφεραν 20 εργάτες και εργάτριες της Εριουργίας. Μεταξύ τους ήταν ένας αδελφός και μια αδελφή. Τους έβαλαν σε χωριστά δωμάτια με τις πόρτες ανοιχτές και άρχισαν να δέρνουν τον αδελφό με συρματόσχοινο και του χάραζαν το σώμα και τα πόδια.
Ο βασανιστής Καθρέφτης έλεγε στο κορίτσι “Ακούς αυτόν που φωνάζει; Είναι ο αδελφός σου. Τα ίδια θα σου κάνουμε και σένα αν δεν μαρτυρήσεις” . Όταν είδε τον αδελφό της να τον μεταφέρουν μισοπεθαμένο, η κοπέλα τρελάθηκε.
Έναν έμπορο και έναν καθηγητή τους έδερναν από το πρωί ως το βράδυ. Μια μέρα ο Σισμανόγλου ζήτησε στο τηλέφωνο τον Παρθενίου. Άκουσα τον τελευταίο να του λέει: "Μπράβο, καλά τους έκανες. Πάρε ότι έχουν, φόρτωσε τους σε ένα καροτσάκι και πήγαινε τους στο νεκροτομείο". Το βράδυ έμαθα ότι είχε σκοτώσει δύο στα Πατήσια. Μια άλλη βραδιά πήραν τρεις νέους και τους εκτέλεσαν στην πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας)".
* «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, μεταβάς σήμερον την 26ην Ιουλίου 1944 εις το ενταύθα νεκροτομείον, ενήργησα λεπτομερή αυτοψίαν και νεκροψίαν επί του πτώματος αγνώστου γυναικός ετών 39 περίπου.
Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ’ αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου “Κρυστάλ”.
Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου.
Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού.
Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων. Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ’ αυτά ανημμένων σιγαρέτων.
Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ’ αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.
Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ’ όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.
Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου».
Πηγές
Κείμενο: Έπεσαν για τη ζωή, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ
Φωτογραφίες 1,8: Διαδίκτυο – 2,7: Ελευθεροτυπία – 4: Ριζοσπάστης – 3,5,6: Θανάση Χατζή, Η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1983
Έκθεση νεκροψίας Ηλ. Αποστόλου: Ριζοσπάστης
Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ’ αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου “Κρυστάλ”.
Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου.
Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού.
Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων. Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ’ αυτά ανημμένων σιγαρέτων.
Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ’ αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.
Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ’ όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.
Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου».
Πηγές
Κείμενο: Έπεσαν για τη ζωή, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ
Φωτογραφίες 1,8: Διαδίκτυο – 2,7: Ελευθεροτυπία – 4: Ριζοσπάστης – 3,5,6: Θανάση Χατζή, Η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1983
Έκθεση νεκροψίας Ηλ. Αποστόλου: Ριζοσπάστης
Ναπολέων Ζέρβας. Ο ''μισθοφόρος''
Εδώ πρόκειται για την αναδημοσίευση μέρους του αρχείου του ΕΔΕΣ, που περιήλθε στα χέρια του ΕΛΑΣ στα τέλη του φθινοπώρου 1943 και πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Λευτέρη Αποστόλου στην Ελεύθερη Ελλάδα το 1945. Η παρούσα έκδοση εμπλουτίζεται με στοιχεία από το προσωπικό αρχείο του Αποστόλου, εφημερίδες της περιόδου 1945-1947 και τον αντιστασιακό τύπο του 1942-1944. Τα έγγραφα αυτά επιβεβαιώνουν, αποσαφηνίζουν και τεκμηριώνουν ορισμένες από τις αιτιάσεις σχετικά με τον ρόλο, τον χαρακτήρα, την οργάνωση, τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του ΕΔΕΣ και του αρχηγού του.
Μετά την καθυστερημένη και προβληματική έξοδο του Ζέρβα στο βουνό τον Ιούλιο του 1942, ο ΕΔΕΣ αναπτύχθηκε από τους Βρετανούς ως αντίβαρο στον ΕΛΑΣ από τις αρχές του 1943. Τότε η "Σοσιαλιστική Λαϊκή Δημοκρατία" του καταστατικού του ΕΔΕΣ (σσ. 43-44) αντικαταστάθηκε από τη δήλωση υποταγής του Ζέρβα στους Βρετανούς και στον Γεώργιο Β', και ο αρχηγός του ΕΔΕΣ ανέλαβε διμέτωπο αγώνα εναντίον ξένων κατακτητών και κομμουνιστών. Για τον Ζέρβα, ο αγώνας αυτός ήταν "κατά 90% πολιτικός και 10% στρατιωτικός" (σελ. 48) και διακρινόταν σε τρεις φάσεις:
1.Κατά των κατακτητών
2.Κατά των κομμουνιστών
3. Εν συνεχεία για την "προσαρμογή του Ελληνικού Λαού προς τας μεταπολεμικάς πολιτειακάς αντιλήψεις" (σελ. 49-50).
Η αναντιστοιχία μεταξύ στόχου και μέσων δεν επηρέαζε τον μεταπολεμικό σχεδιασμό των πολιτικών στελεχών του ΕΔΕΣ, τα οποία ήδη από το καλοκαίρι του 1943 μοίραζαν μεταπολεμικά υπουργεία. Μάλιστα, ο αρχηγός στις 2 Ιουλίου 1943 δέχθηκε εισηγήσεις να αποκλείσει από τον κατάλογο υπουργών δωσιλόγους και φαιδρά πρόσωπα (σελ. 58).
Η αλληλογραφία της οργάνωσης αποκαλύπτει πολλά για το ποιόν ορισμένων πολιτικών, κυρίως στελεχών που αλληλοκατηγορούνταν ως "αριβίστες και υστερόβουλοι συμφεροντολόγοι", ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να θησαυρίσουν με διάφορους τρόπους: κάποιος, λ.χ., δεν ζήτησε από τον αρχηγό υπουργεία και "Διευθυντιλίκια Τραπέζης", παρά μόνον "μια ή δυο εκλεκτές αντιπροσωπείες περιωπής λ.χ. ατμόπλοια, αυτοκίνητα, βενζίνες. Αυτό φθάνει" (σελ. 73, 69, 71). Από τα στρατιωτικά στελέχη, κάποιοι κατατάσσονταν από συμφέρον, ιδιοτέλεια και φιλοδοξία (σελ. 85), ορισμένοι αξιωματικοί επιζητούσαν "καλοφαγία" και "καλοπέραση" (σελ. 81), ενώ ένας από αυτούς, ο οποίος απολάμβανε και "λιγάκι κεχρί με τα κοριτσόπουλα", έχανε στην πόκα αρκετά χρήματα και έμενε "άφραγκος και ατσίγαρος". Ο ίδιος αξιωματικός, όταν βρήκε τον χρόνο να σκεφθεί και άλλα πράγματα, αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει κανείς πολεμώντας τους ΕΑΜίτες παρά τους Γερμανούς (σελ. 99-100). Ένας άλλος, ο Θ. Σαράντης, νομάρχης Τρικάλων, περισσότερο πρακτικός, πρότεινε τη βίαιη διάλυση του ΕΛΑΣ και τη δολοφονία στελεχών του ΕΑΜ (σελ. 93).
Πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη ζητούσαν από τον Ζέρβα εκατομμύρια δραχμές και εκατοντάδες λίρες, και ο αρχηγός, βλέποντας "πώς όλων το μυαλό έχει θολώσει από το χρυσάφι", τους προέτρεψε να αφήσουν "την βουλιμίαν την χρηματικήν" (σελ. 107, 106, 103). Αλλού ομάδες ανταρτών του ΕΔΕΣ διαλύονταν επειδή δεν πληρώνονταν (σελ. 156-157, 176-181), ενώ η Βρετανία χρηματοδοτούσε τον ΕΔΕΣ με δύο λίρες για κάθε ένοπλο αντάρτη. Τον Σεπτέμβριο του 1943 Βρετανός αξιωματικός έγραψε στον Ζέρβα ότι "το θέαμα" των ανταρτών του στις επιχειρήσεις του περασμένου Ιουλίου ήταν "πολύ απογοητευτικόν", ιδίως όταν ο ΕΔΕΣ είχε υποβάλει στους Βρετανούς καταστάσεις με μια εξαιρετικά διογκωμένη δύναμη (21.000), με σκοπό να διογκωθεί αναλόγως και το ποσό των προς είσπραξη λιρών (σελ. 183-184). Σημαντικό μέσο επιδίωξης των σκοπών του ΕΔΕΣ ήταν η προπαγάνδα κατά του ΕΑΜ, μετά την επικράτηση του οποίου η ελευθερογαμία, τα αφροδίσια και οι εκτρώσεις θα αποσυνέθεταν την ελληνική κοινωνία (σελ. 189-190)~ πράγμα αναμενόμενο από ένα κίνημα που χειροτονούσε γαϊδούρια σε μητροπολίτες, φορώντας τους άμφια και καλυμμαύκια (σελ. 192).
Κατά τι σοβαρότερη ήταν η κατηγορία ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποσκοπούσε στην κατάληψη της εξουσίας και στην εκχώρηση της Μακεδονίας στους Βουλγάρους (σελ. 218). Απαντώντας, ο Αποστόλου παρουσιάζει έγγραφα που αφορούν τις σχέσεις του ΕΔΕΣ με αντικομμουνιστικές οργανώσεις, τις δωσιλογικές κυβερνήσεις, τα Τάγματα Ασφαλείας και τους κατακτητές. Το 1943 στελέχη του ΕΔΕΣ τοποθετούνταν από τον υπουργό Εσωτερικών Ταβουλάρη "εις θέσεις Δημάρχων προαστίων, εις Υπουργεία και λοιπάς δήθεν εμπιστευτικάς (!) θέσεις με σκοπόν αντιδράσεως κατά Καΐρου ή 'Βουνών'", γεγονός που "υποσκάπτει [...] την εμπιστοσύνην του Λαού και των Άγγλων" στην οργάνωση (σελ. 294). Ίσως αυτές οι πτυχές της σύνθεσης, της δράσης και των στόχων του ΕΔΕΣ να είναι γνωστές. Στο βιβλίο αυτό όχι μόνον επιβεβαιώνονται αλλά παράλληλα αποκαλύπτεται το εύρος των αιτιάσεων κατά του ΕΔΕΣ και του αρχηγού του με βάση την εσωτερική αλληλογραφία της οργάνωσης.
Έτσι ίσως μπορεί να κατανοηθεί το σημείωμα του οπλαρχηγού του ΕΔΕΣ Κωνσταντίνου Βόιδαρου προς το Γερμανικό Φρουραρχείο Άρτας τον Νοέμβριο του 1943:
"εμή η μη κομμουνισταί δεν χτιπάμε τους Γερμανούς δεν έχομε τίποτα με τα Γερμανικά στρατεύματα. Μόνο εμής πολιμάμε τους κομμουνιστάς και αμήτες [...] Εμής η καθάριι φασιστέ δεν σας πηράζομη ποτές. Έχιτε το λόγω της Ελληνικής μας τημής [...] Κύριε Φρούραρχε σας κάνω έκλιση διά τον Ελληνικόν να σκοτόνιτε και να τημορίτε τους κομμουνιστάς και όχη όλους τους Έλλινας διότι δεν ύμαστε όλη εχθρί σας και πάλην σας δίδομε τον λόγον μας ότι δεν πιράζομε Γερμανούς στρατιώτας" (316-317).
Το όνομα του πραγματικού εχθρού αποδίδεται ορθογραφικά όπως πρέπει --δύο μ, το νι με ι. Ο Βόιδαρος εδώ ήξερε τι έλεγε και τι έγραφε.
Μετά την καθυστερημένη και προβληματική έξοδο του Ζέρβα στο βουνό τον Ιούλιο του 1942, ο ΕΔΕΣ αναπτύχθηκε από τους Βρετανούς ως αντίβαρο στον ΕΛΑΣ από τις αρχές του 1943. Τότε η "Σοσιαλιστική Λαϊκή Δημοκρατία" του καταστατικού του ΕΔΕΣ (σσ. 43-44) αντικαταστάθηκε από τη δήλωση υποταγής του Ζέρβα στους Βρετανούς και στον Γεώργιο Β', και ο αρχηγός του ΕΔΕΣ ανέλαβε διμέτωπο αγώνα εναντίον ξένων κατακτητών και κομμουνιστών. Για τον Ζέρβα, ο αγώνας αυτός ήταν "κατά 90% πολιτικός και 10% στρατιωτικός" (σελ. 48) και διακρινόταν σε τρεις φάσεις:
1.Κατά των κατακτητών
2.Κατά των κομμουνιστών
3. Εν συνεχεία για την "προσαρμογή του Ελληνικού Λαού προς τας μεταπολεμικάς πολιτειακάς αντιλήψεις" (σελ. 49-50).
Η αναντιστοιχία μεταξύ στόχου και μέσων δεν επηρέαζε τον μεταπολεμικό σχεδιασμό των πολιτικών στελεχών του ΕΔΕΣ, τα οποία ήδη από το καλοκαίρι του 1943 μοίραζαν μεταπολεμικά υπουργεία. Μάλιστα, ο αρχηγός στις 2 Ιουλίου 1943 δέχθηκε εισηγήσεις να αποκλείσει από τον κατάλογο υπουργών δωσιλόγους και φαιδρά πρόσωπα (σελ. 58).
Η αλληλογραφία της οργάνωσης αποκαλύπτει πολλά για το ποιόν ορισμένων πολιτικών, κυρίως στελεχών που αλληλοκατηγορούνταν ως "αριβίστες και υστερόβουλοι συμφεροντολόγοι", ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να θησαυρίσουν με διάφορους τρόπους: κάποιος, λ.χ., δεν ζήτησε από τον αρχηγό υπουργεία και "Διευθυντιλίκια Τραπέζης", παρά μόνον "μια ή δυο εκλεκτές αντιπροσωπείες περιωπής λ.χ. ατμόπλοια, αυτοκίνητα, βενζίνες. Αυτό φθάνει" (σελ. 73, 69, 71). Από τα στρατιωτικά στελέχη, κάποιοι κατατάσσονταν από συμφέρον, ιδιοτέλεια και φιλοδοξία (σελ. 85), ορισμένοι αξιωματικοί επιζητούσαν "καλοφαγία" και "καλοπέραση" (σελ. 81), ενώ ένας από αυτούς, ο οποίος απολάμβανε και "λιγάκι κεχρί με τα κοριτσόπουλα", έχανε στην πόκα αρκετά χρήματα και έμενε "άφραγκος και ατσίγαρος". Ο ίδιος αξιωματικός, όταν βρήκε τον χρόνο να σκεφθεί και άλλα πράγματα, αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει κανείς πολεμώντας τους ΕΑΜίτες παρά τους Γερμανούς (σελ. 99-100). Ένας άλλος, ο Θ. Σαράντης, νομάρχης Τρικάλων, περισσότερο πρακτικός, πρότεινε τη βίαιη διάλυση του ΕΛΑΣ και τη δολοφονία στελεχών του ΕΑΜ (σελ. 93).
Πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη ζητούσαν από τον Ζέρβα εκατομμύρια δραχμές και εκατοντάδες λίρες, και ο αρχηγός, βλέποντας "πώς όλων το μυαλό έχει θολώσει από το χρυσάφι", τους προέτρεψε να αφήσουν "την βουλιμίαν την χρηματικήν" (σελ. 107, 106, 103). Αλλού ομάδες ανταρτών του ΕΔΕΣ διαλύονταν επειδή δεν πληρώνονταν (σελ. 156-157, 176-181), ενώ η Βρετανία χρηματοδοτούσε τον ΕΔΕΣ με δύο λίρες για κάθε ένοπλο αντάρτη. Τον Σεπτέμβριο του 1943 Βρετανός αξιωματικός έγραψε στον Ζέρβα ότι "το θέαμα" των ανταρτών του στις επιχειρήσεις του περασμένου Ιουλίου ήταν "πολύ απογοητευτικόν", ιδίως όταν ο ΕΔΕΣ είχε υποβάλει στους Βρετανούς καταστάσεις με μια εξαιρετικά διογκωμένη δύναμη (21.000), με σκοπό να διογκωθεί αναλόγως και το ποσό των προς είσπραξη λιρών (σελ. 183-184). Σημαντικό μέσο επιδίωξης των σκοπών του ΕΔΕΣ ήταν η προπαγάνδα κατά του ΕΑΜ, μετά την επικράτηση του οποίου η ελευθερογαμία, τα αφροδίσια και οι εκτρώσεις θα αποσυνέθεταν την ελληνική κοινωνία (σελ. 189-190)~ πράγμα αναμενόμενο από ένα κίνημα που χειροτονούσε γαϊδούρια σε μητροπολίτες, φορώντας τους άμφια και καλυμμαύκια (σελ. 192).
Κατά τι σοβαρότερη ήταν η κατηγορία ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποσκοπούσε στην κατάληψη της εξουσίας και στην εκχώρηση της Μακεδονίας στους Βουλγάρους (σελ. 218). Απαντώντας, ο Αποστόλου παρουσιάζει έγγραφα που αφορούν τις σχέσεις του ΕΔΕΣ με αντικομμουνιστικές οργανώσεις, τις δωσιλογικές κυβερνήσεις, τα Τάγματα Ασφαλείας και τους κατακτητές. Το 1943 στελέχη του ΕΔΕΣ τοποθετούνταν από τον υπουργό Εσωτερικών Ταβουλάρη "εις θέσεις Δημάρχων προαστίων, εις Υπουργεία και λοιπάς δήθεν εμπιστευτικάς (!) θέσεις με σκοπόν αντιδράσεως κατά Καΐρου ή 'Βουνών'", γεγονός που "υποσκάπτει [...] την εμπιστοσύνην του Λαού και των Άγγλων" στην οργάνωση (σελ. 294). Ίσως αυτές οι πτυχές της σύνθεσης, της δράσης και των στόχων του ΕΔΕΣ να είναι γνωστές. Στο βιβλίο αυτό όχι μόνον επιβεβαιώνονται αλλά παράλληλα αποκαλύπτεται το εύρος των αιτιάσεων κατά του ΕΔΕΣ και του αρχηγού του με βάση την εσωτερική αλληλογραφία της οργάνωσης.
Έτσι ίσως μπορεί να κατανοηθεί το σημείωμα του οπλαρχηγού του ΕΔΕΣ Κωνσταντίνου Βόιδαρου προς το Γερμανικό Φρουραρχείο Άρτας τον Νοέμβριο του 1943:
"εμή η μη κομμουνισταί δεν χτιπάμε τους Γερμανούς δεν έχομε τίποτα με τα Γερμανικά στρατεύματα. Μόνο εμής πολιμάμε τους κομμουνιστάς και αμήτες [...] Εμής η καθάριι φασιστέ δεν σας πηράζομη ποτές. Έχιτε το λόγω της Ελληνικής μας τημής [...] Κύριε Φρούραρχε σας κάνω έκλιση διά τον Ελληνικόν να σκοτόνιτε και να τημορίτε τους κομμουνιστάς και όχη όλους τους Έλλινας διότι δεν ύμαστε όλη εχθρί σας και πάλην σας δίδομε τον λόγον μας ότι δεν πιράζομε Γερμανούς στρατιώτας" (316-317).
Το όνομα του πραγματικού εχθρού αποδίδεται ορθογραφικά όπως πρέπει --δύο μ, το νι με ι. Ο Βόιδαρος εδώ ήξερε τι έλεγε και τι έγραφε.
«Ο Ζέρβας έναν ήχο αγαπούσε:
της λίρας, κι ένα βρόντο σκιαζόταν: της κουμπούρας»
ΕΔΕΣ: Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος. Αντικομμουνιστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1941 με στόχο να αποτελέσει αντίβαρο της δράσης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Η ιδέα της ίδρυσης ανήκε στον παλιό βενιζελικό πολιτικό Νικόλαο Πλαστήρα. Αρχηγός του ΕΔΕΣ ήταν ο βενιζελικός συνταγματάρχης και όργανο των Βρετανών Ναπολέων Ζέρβας . Το καταστατικό ίδρυσης του ΕΔΕΣ δεν ανέφερε πουθενά το ζήτημα της πάλης ενάντια στους καταχτητές. Σε όλη τη διάρκεια της δράσης του συντονιζόταν με το βρετανικό επιτελείο με στόχο τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, ενώ δε δίστασε να συνεργαστεί και με τους ναζί. ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ συνεπλάκησαν πολεμικά το 1943 και το 1944 στην Ήπειρο.
Ντοκουμέντα από την Συμφωνία της Πλάκας
Στις 29 Φλεβάρη του 1944, σ’ ένα πετρόκτιστο δωμάτιο που παλιά λειτουργούσε ως τελωνείο, δίπλα στο ξακουστό πετρογέφυρο της Πλάκας, υπογράφτηκε από τις οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑ, τη Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή (Άγγλοι) και την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση Καΐρου, πρωτόκολλο που έμεινε στην ιστορία ως η Συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου.
Η συμφωνία προέβλεπε την μεταξύ τους παύση των εχθροπραξιών και την κοινή δράση κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ είχαν ξεκινήσει μερικές μέρες πριν τη συμφωνία της Πλάκας, στο χωριό Μυρόφυλλο του νομού Τρικάλων και είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, αφού όλες οι προτάσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για δημιουργία ενιαίου στρατού, χαρακτηρίζονταν ως προσπάθειες επιβολής της κυριαρχίας του έναντι των άλλων οργανώσεων και απορρίπτονταν από ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Η συμφωνία της Πλάκας υπογράφτηκε κάτω από την πίεση της αγγλικής διπλωματίας, που ουσιαστικά διέσωζε τον ΕΔΕΣ από τη διαφαινόμενη διάλυσή του από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και περιόριζε, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, τη δράση του Λαϊκού Στρατού που ως ο αυθεντικός εκφραστής της αντίστασης απέναντι στους Γερμανούς καταχτητές, κέρδιζε την εκτίμηση και την αποδοχή από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του Ηπειρώτικου λαού.
Ο Άρης Βελουχιώτης ήταν αντίθετος στη συμφωνία. Θέση και θέληση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ ήταν η διάλυση του ΕΔΕΣ που όχι μόνο αντίσταση δεν πρόβαλε στον καταχτητή, αλλά διευκόλυνε ή και συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Γερμανούς. Ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ ήθελε να αποτινάξει από τις «πλάτες» του αγώνα το βαρίδι του Ζέρβα και του επιτελείου του, που λειτουργούσε διασπαστικά και παρεμπόδιζε την οργανωμένη αντίσταση του λαού, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και άλλες απώλειες.
Με την ευκαιρία των 72 χρόνων από τη συμφωνία της Πλάκας, μεταφέρουμε στο διαδίκτυο δυο ντοκουμέντα. Το πρωτόκολλο που υπογράφτηκε μεταξύ των αντιπροσώπων στην Πλάκα και μαρτυρία του ΕΛΑΣίτη ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα.
Σχετικά με το πρωτόκολλο (δηλαδή την υπογραφόμενη συμφωνία) θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την βρήκαμε ήδη στο διαδίκτυο, όμως με διαφορές και παραλείψεις, χωρίς να αναφέρεται η πηγή προέλευσής της. Τη μεταφέρουμε από το βιβλίο του στρατηγού του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη.
Τα γραφόμενα του Γ. Κοτζιούλα εκτός από την καταγραφή του γεγονότος, μας μεταφέρουν στο κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. Βλέπουμε ότι η βούληση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη «να ξεμπερδεύουμε μια κι έξω με τον Ζέρβα και τον ΕΔΕΣ» ήταν και η κοινή λαχτάρα των ανταρτών. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η στάση (λειτούργησε ως «πυροσβέστης») του πάντα «διαλλακτικού» και διπλωμάτη πάτερ-Ανυπόμονου, που ο Άρης πάντα άκουγε τις συμβουλές του και εμπιστευόταν συχνά την κρίση του. Τέλος, με το περιστατικό της δολοφονίας του νεαρού ΕΛΑΣίτη, ο αναγνώστης παίρνει μια γεύση και του κλίματος που δεν ήταν δυνατό να αποτρέψει η συμφωνία της Πλάκας.
Η υπογραφή της συμφωνίας
(…) Δικοί μας αντιπρόσωποι πέρασαν τότε ο στρατηγός Σαράφης κι απ’ τους πολιτικούς ο Ρούσος, με το ψευδώνυμο τότε Νικόλας.[1] Γραμματέας της αντιπροσωπείας μας ήταν ο Μπάμπης Κλάρας.
― Δεν ξέρω αν σου είπα, μου λέει μια μέρα ο Άρης. Έχω κι εγώ έναν αδερφό κομβολόγιο… πρόσθεσε γελώντας. Εννοούσε το Μπάμπη, που τον γνώρισα στο φιλόξενο σπίτι του κυρ Μιχαλάκη,[2] που μεταβάλλονταν σε χάνι τέτιες περιστάσεις.
(…)Στο ίδιο σπίτι γνωρίστηκα και με τους αντιπροσώπους της ΕΚΚΑ, τον έπειτα υπουργό Καρτάλη,[3] κι έναν ταγματάρχη Δούκα [4] στ’ όνομά του. Οι Αγγλοι φρόντιζαν, ακόμα και σε αντάρτικες συσκέψεις, να εξασφαλίζουν με τον τρόπο τους την πλειοψηφία. Τους ήταν αρκετό για την ώρα, αφού δε μπορούσαν ακόμα να μας διαλύσουν.
Με τη συμφωνία της Πλάκας έμπαινε τέρμα στις εχθροπραξίες (που είχαν σταματήσει άλλωστε από πριν), επιστρέφονταν οι αιχμάλωτοι, οι όμηροι κι από τις δυο μεριές, καθορίζονταν η δικαιοδοσία των αντάρτικων οργανώσεων, επιτρέπονταν να μπαίνει η μια στην περιοχή της άλλης αν εξαναγκάζονταν από ενέργειες του εχθρού κι άλλα τέτια.
Ο καθένας όμως καταλάβαινε πως αυτά ήταν μπαλώματα κι όχι κάτι το οριστικό. Η συμφωνία έγινε με την επέμβαση των Αγγλων για να σωθεί ο Ζέρβας, να διατηρηθεί ο μισθοφόρος τους. Κοντά στις άλλες τους οργανώσεις που ενίσχυαν φανερά ή κρυφά, μες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γι’ αντιπερισπασμό αποκλειστικά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τους χρειάζονταν και οργανώσεις «του βουνού». Γι’ αυτό λοιπόν κουβαλούσαν τον Καρτάλη με τον άλλον από τα βουνά της Δωρίδας στις όχθες του Αράχθου.
Η συνάντηση έγινε σ’ έναν μικρό μαχαλά, δώθε απ’ το γεφύρι, ανατολικά του ποταμού. [5] Ήρθε κει κι ο Ζέρβας με κάμποση φρουρά. (…)
― Μα γιατί δεν ήρθε ο Αρης; ρώτησε με αθωότητα μικρού παιδιού. Εγώ τον περίμενα. «Δε μπορεί, θάρθει», έλεγα μέσα μου. Ομολογώ πως η προ-αίσθησή μου με γέλασε αυτή τη φορά. Εμένα δεν πρέπει να με παρεξηγεί, όπως κι εγώ δεν παρεξηγώ εκείνον. Αν αλλάζουμε λόγια καμιά φορά, ξέρεις τί φταίει; Είναι το σκαρί μας τέτιο. Έχουμε αψύ αίμα, κι εγώ κι εκείνος. Αλλά κατά βάθος συνεννοούμαστε, νιώθουμε ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό έπρεπε νάρθει. Μ’ αυτόν θα τα σιάζαμε μια χαρά, όπως πέρσι εδώ παραπάνω, στ’ Αγναντα, δεν ήσουν εσύ. Ενώ μ’ ετούτους τους δογματικούς σας…» έκαμε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας, προσέχοντας όμως να μην τον καταλάβουν.
Έτσι του γούσταρε του Ζέρβα να μιλήσει. Μήπως θα του ζητούσε κανείς λογαριασμό για σταθερότητα, συνέπεια αρχών; Σήμερα τάλεγε έτσι, αύριο τα γύριζε αλλιώς.
Αλλά η φροντίδα του να μαθαίνει για τον Αρη, να τον ψυχολογεί και να τον κολακεύει μέσω του αδερφού του, δείχνει πάντα την ακοίμητη ανησυχία του, τον αιώνιο του φόβο. [6] Τί σκέφτεται ο Αρης; Μήπως πρόκειται να τον χτυπήσει; Το ποτάμι σε λίγον καιρό θα περνιέται. Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής είναι τόσο μακριά…
Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Πλάκας *
Προς απερίσπαστον καταπολέμησιν των κατακτητών και των οργάνων του, δημιουργίαν όρων διευκολυνόντων την προσπάθειαν ενοποιήσεως του ανταρτικού στρατού της Ελλάδος δια την απελευθέρωσιν της χώρας και την κατοχύρωσιν των λαϊκών ελευθεριών, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι εντεταλμένοι εκπρόσωποι εις τας διαπραγματεύσεις δια την ελληνικήν ενότητα αποφασίζουν:
1) Δέχονται την πρότασιν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ περί τελειωτικής καταπαύσεως των εχθροπραξιών μεταξύ των δυνάμεων ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ.
2) Τα τμήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ θα παραμείνουν εις τας σήμερον κατεχομένας θέσεις των.
3) Αι Οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να δράσουν δι’ όλων των δυνάμεών των εναντίον των κατακτητών και των συνεργαζομένων με αυτούς, είτε αυτοτελώς εκάστη εν τη περιοχή της, είτε από κοινού κατόπιν προηγουμένης συνεννοήσεως.
4) Δια την καλυτέραν αντιμετώπισιν του κατακτητού αι ανώτεραι διοικήσεις των εν Ηπείρω δυνάμεων των δύο οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ θέλουν το ταχύτερον εκπονήσει κοινόν σχέδιον ενεργείας επιθετικής ή αμυντικής, καθορίζον και τον τρόπον ενδεχομένου ελιγμού των μονάδων εκάστης οργανώσεως υφισταμένης πίεσιν του εχθρού εις την περιοχήν της ετέρας, εφ’ όσον τούτο επιβάλλεται υπό λόγων στρατιωτικής ανάγκης.
5) Εάν τμήματα μιας οργανώσεως αποσυρθούν εκ θέσεων τινών λόγω εισβολής των Γερμανών ή των συμπραττόντων με αυτούς, ταύτα θέλουσιν επανέλθη εις τας θέσεις των άμα τη εκδιώξει ή αποχωρήσει τούτων.
6) Μικτή στρατιωτική επιτροπή εξ αντιπροσώπων του ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και ενδεχομένως της ΕΚΚΑ, θέλει εποπτεύει την τήρησιν της παρούσης συμφωνίας και λύει τας τυχόν αναφυομένας διαφοράς.
7) Η Συμμαχική στρατιωτική αποστολή παρακαλείται να μεριμνήση όπως το Στρατηγείον Μέσης Ανατολής εξασφαλίση τον ισότιμον εφοδιασμόν των εν Ηπείρω δυνάμεων των δυο οργανώσεων, αναλόγως των πραγματικών αναγκών του πολέμου.
8) Εκφράζεται η πανελλήνιος ευχή όπως οι παθόντες, τόσον εκ της εισβολής των Γερμανών, όσον και εκ της συγκρούσεως των οργανώσεων, τύχουν της αμερίστου ενισχύσεως όλων των Οργανώσεων. Ιδιαιτέρως παρακαλείται το συμμαχικόν στρατηγείον όπως έλθη εις άμεσον επικουρίαν προς αυτούς.
9) Από της υπογραφής του παρόντος αφίενται ελεύθεροι όλοι οι αμοιβαίως κρατούμενοι ως αιχμάλωτοι ή όμηροι δια λόγους πολιτικών διαφορών, διευκολυνόμενοι να μεταβούν εις τον τόπον της προτιμήσεώς των. Εξαιρούνται οι βαρυνόμενοι με πράξεις εθνικής προδοσίας ή βαρείας πράξεις κοινού δικαίου.
10) Η ισχύς του παρόντος άρχεται αμέσως.
Πλάκα, 29 Φεβρουαρίου 1944
Αντιπροσωπεία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: Σ. Σαράφης, Π. Ρούσος
Αντιπροσωπεία ΕΔΕΣ: Π. Νικολόπουλος, Κ. Πυρομάγλου
Αντιπροσωπεία ΕΚΚΑ: Γ. Καρτάλης
Σ.Σ.Α. (Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή): Κρις, συνταγματάρχης βρετανικού στρατού, Ουάινς, ταγματάρχης Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Αντιπροσωπεία Ελληνικής στρατιωτικής διοικήσεως Καΐρου: Κρις, συνταγματάρχης βρετανικού στρατού
* Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Στ. Σαράφη «Ο ΕΛΑΣ», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1958, σελ. 294-295
«ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, τόμος πρώτος», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
«Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος»
Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος. Η συμφωνία της Πλάκας, κάθε συμφωνία με τον εχθρό, ήταν γι’ αυτόν η χειρότερη λύση. Τέτια ημίμετρα κι αναβολές του έδιναν στα νεύρα. Ο Ζέρβας, τον ήξερε αυτός, έναν ήχο αγαπούσε: της λίρας -κι ένα βρόντο σκιαζόταν: της κουμπούρας. Από διπλωματίες και πρωτόκολλα δεν έπαιρνε χαμπέρι.
Έτσι, έβλεπε την αποστολή των δικών μας σα μια ματαιοπονία. Τώρα τον είχαν παραμερίσει τον ίδιον, αλλά θάρχονταν καιρός να τον χρειαστούν και πάλι. Ο Ζέρβας προσπαθούσε να κερδίσει καιρό. Κι οι δικοί μας χασομερούσαν μαζί του. Αχ, αφέλεια επαναστατών!
Ο Αρης τέτιες ώρες δεν έμοιαζε καθόλου με Οδυσσέα, όπως μου είχε φανεί αρχικά. Ήταν ίδιος ο μηνίων Αχιλλεύς, ο φιλότιμος πολεμιστής, που όταν δεν τον προτίμησαν οι δικοί του αποσύρθηκε στο τσαντήρι του και καθόταν εκεί πεισμωμένος, καρτερώντας να μετανιώσουν οι μεγάλοι για το φέρσιμό τους και να τον ξαναζητήσουν παρακαλεστικά.
Αυτό εννοείται δεν ήταν και τόσο φανερό. Αλλά εμείς που ζούσαμε κοντά του το νιώθαμε. Ακόμα κι οι Μαυροοκούφηδες βρίσκονταν σε αναταραχή.
― Έ, τι γίνεται, θα τα σιάξουμε! λέγαν οι αντάρτες ειρωνικά.
― Να ιδούμε όμως τι θα ειπεί κι ο αρχηγός, μουρμούριζε μουτρωμένος ο πιστός Ντούλας.
Γι’ αυτούς υπέρτατη θέληση ήταν ο λόγος του Αρη. Σ’ αυτόν πίστευαν τυφλά, τον είχαν για θεό τους. Αν η συμφωνία της Πλάκας δεν εγκρίνονταν κι από τον ίδιον, ήταν ένα χαρτί άχρηστο γι’ αυτούς, ας είχε όσες ήθελε υπογραφές.
Η στάση του πάτερ-Ανυπόμονου
Ο πάτερ Ανυπόμονος βρισκόταν κι αυτός σε συγκίνηση εκείνες τις μέρες. Με την ανάγκη που έχει κάθε άνθρωπος να εκφράζεται σ’ έναν άλλον, ερχόταν και μ’ έβρισκε συχνά. Ήθελε να μου εξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει απ’ τα βαριά μυστικά που του εμπιστευόταν ο αρχηγός.
― Δεν του αρέσουν αυτές οι δουλιές, δεν ξέρω κι εγώ πως τα καταφέρνουν. Τη μια χτύπα το Ζέρβα, την άλλη άστον. Τον πάμε ως τον Άραχθο, μας φτάνει ως τον Αχελώο, αυτή η δουλιά γίνεται από πέρσι. Δεν αφήνουν να τελειώσουμε μια για πάντα. Οι αντάρτες μας είχαν ανεβεί στο Ξεροβούνι. Σε δυο τρεις μέρες θα τον είχαν πιάσει ή θα πηδούσε στη θάλασσα. Οι αντάρτες του όλο και ξέκοβαν στο δρόμο. Στο τέλος θάμενε με το επιτελείο…
Τ’ όνειρο του Αρη ήταν πάντα να πιάσει το Ζέρβα. Αυτή η σύγκρουση έπαιρνε πια χαρακτήρα μονομαχίας, προσωπικής διαπάλης.
Και συνέχιζε ο πάτερ Ανυπόμονος:
― Του αρχηγού τούρχονται κάτι ιδέες, που να στα πω! Να, λέει να τα πετάξει, να κάμει πέρα. Όσοι θέλουν, ας τον ακολουθήσουν. Δε μπορεί αυτός νάχει τα χέρια του δεμένα. Αλλά εγώ του ζήτησα συγνώμην, τον παρακάλεσα να μ’ ακούσει. «Θα σ’ ακολουθήσω όπου πας», του λέω, «αλλά δεν είναι σωστό. Πρέπει να πειθαρχήσουμε. Η ανυπακοή θα παρεξηγηθεί. Τότε είναι που θα δώσουμε όπλα σ’ εχθρούς και φίλους. Κοίταξε, θα ειπούν, τέτιος είναι ο Αρης, καπετάν ένας. Θέλει να γίνεται το δικό του, κι άμα δε γίνεται, παίρνει τα βουνά…».
Το συμπέρασμα ήταν το εξής:
― Τον συμβούλεψα να μην κάμει τίποτε στην έξαψή του. Το καλύτερο είναι να πιάσει μια άκρη και να περιμένει. Ας βγάλει το σκούφο του, ας αλλάξει κι όνομα, άμα θέλει. Τον στέλνω και στο μοναστήρι για δόκιμο, του είπα (χωράτευε ο πάτερ Ανυπόμονος). Ας τα κανονίσουν οι άλλοι χωρίς ν’ ανακατευτεί ο ίδιος. Στο τέλος, άμα έχει δίκιο, θα δικαιωθεί. Δεν πρόκειται για την ιστορία, αλλά για τους αντάρτες, για όλους εμάς…
Έτσι απλά, ήρεμα έβανε τα ζητήματα ο αντάρτης καλόγερος, γεννημένος διπλωμάτης. Και φαίνεται πως επηρέασε πάλι τον Αρη καταπραϋντικά. Η ανταρσία του, καταπνιγμένη τότε, θ’ αργούσε να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει φανερά. [7]
«Κατά το τέλος της συνεδρίασης ακούστηκαν κανονιές. Οι Γερμανοί είχαν κινηθεί από την Άρτα με πεζικό, πυροβολικό και άρματα μάχης για να χτυπήσουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ στην περιοχή Κάτω Καλεντίνη. Επισπεύστηκε η σύνταξη των πρακτικών. Το απόγευμα υπογράφηκε το Πρωτόκολλο, που έμεινε γνωστό με το όνομα «Συμφωνία της Πλάκας».
Το κείμενο της Συμφωνίας έχει δημοσιευτεί πολλές φορές. Ο στρατηγός Σαράφης το παραθέτει στο βιβλίο του Ό ΕΛΑΣ, σελ. 294. Αν όμως το ίδιο το κείμενο δεν παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, η σημασία της Συμφωνίας είναι πολύ μεγάλη: Στο Βουνό έμενε μια ανοιχτή πληγή που άνοιγε δρόμο για παγίδες και βραχυκυκλώματα, απαραίτητα για τα αγγλικά σχέδια κυριαρχίας στην Ελλάδα.»
Θανάση Χατζή: «Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ» (μέρος τρίτο), εκδ. ΔΩΡΙΚΟΣ (γ΄ έκδοση), Αθήνα 1983
Η δολοφονία του νεαρού ΕΛΑΣίτη και ο Άρης
Η συμφωνία υπογράφηκε, η αντιπροσωπεία έφυγε. Πέρασαν απ’ το Βουργαρέλι χωρίς να πολυσταματήσουν. Και όλα πήραν τη νέα τους πορεία. Στο μεταξύ δεν έλειπαν και τα επεισόδια με τους χωριάτες.
Μια μέρα κάποιος αντάρτης πήγε να κάμει έρευνα σ’ ένα μικρομαχαλά του Βουργαρελιού, σ’ ένα δυο σπίτια. Είχε καταγγελθεί πως έκρυβαν όπλα. Κι αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Τι τάθελαν τα ντουφέκια οι πολίτες; Την ασφάλεια την είχαν με το παραπάνω απ’ τους αντάρτες – κανένας δεν τολμούσε να τους πειράξει στο παραμικρό. Αμα θέλαν να πολεμήσουν τον εχθρό, μπορούσαν να καταταχτούν στ’ αντάρτικο. Πάντως, αν κρατούσαν όπλα κρυφά, μόνο ζημιά μπορούσαν να κάμουν.
Πραγματικά, ο νοικοκύρης του σπιτιού με τον αδερφό του, μόλις φάνηκε ο αντάρτης να πλησιάζει, παραφύλαξαν οπλισμένοι και του ρίξαν. Έπεσε κάτω νεκρός κι αυτοί κρύφτηκαν στο λόγγο.
Μόλις το έμαθε ο Αρης, πήγε να σκάσει. Να γίνει αυτό στην έδρα του, μπροστά του, δεν το συχωρούσε ποτέ. Ο σκοτωμός του αντάρτη του φάνηκε σαν πλήγμα ατομικό.
Θυμάμαι ακόμα τη φτωχική κηδεία που έγινε στο νεκροταφείο του Βουργαρελιού. Ο αντάρτης ήταν νεαρός, με λιγοστά γενάκια, με μια πράσινη μαντύα, ιταλικιά. Στο κούτελό του είχε μια τρύπα. Κι από κει κατέβαινε στο μάγουλο μια κόκινη αυλακιά. Τον είχαν απάνω σε αμπλάνιστα σανίδια, ούτε κάσα ούτε κορδέλες. Κι έβρεχε για καλά, όπως άλλωστε όλον εκείνον τον καιρό.
Το εκκλησάκι μέσα δε χωρούσε πολλούς. Εκεί ψέλνονταν η νεκρώσιμη ακολουθία. Εμείς οι άλλοι στέκαμε απέξω, ορθοί. Μας έδερνε το γαζέπι αποπάνω, τα ρούχα μας είχαν μουσκέψει, αλλά περιμέναμε να τελειώσει. Το αισθανόμασταν σαν υποχρέωση προς το σκοτωμένο συναγωνιστή. Έπειτα, δεν ήμασταν μόνοι μας. Μαζί μας ήταν κι ο Αρης.
Ναι, ο ίδιος ο Αρης είχε αφήσει εκείνη την ώρα γραφεία και χαρτιά κι όλα του για νάρθει σ’ αυτή την κηδεία. Ήταν άραγε απόλυτη ανάγκη; Μπορούσε βέβαια να λείψει, αφού τόσοι αντάρτες συνόδευαν κι εδώ το νεκρό σύντροφό τους. Μα ήθελε να δώσει το παράδειγμα, να δείξει πόσο συμπάσχει με τον τελευταίο του στρατιώτη. Εκείνος ο φτωχοντυμένος ανταρτάκος με τ’ αξούριστο πρόσωπο και την τρύπα στο κούτελο ήταν ένα σύμβολο, με τον τρόπο κιόλας που έπεσε, θύμα του καθήκοντος. Αν και κηδευόταν μακριά απ’ το σπίτι του, δίχως νεκροστολίσματα μάνας ούτε μοιρολόγια δικών, όμως ένας Αρης ολόκληρος βρεχόταν για χάρη του ορθός.
Τόβλεπαν όλοι αυτό και ζήλευαν, μπορείς να πεις, το σκοτωμένο.
Η δολοφονία του αντάρτη κόντεψε ν’ αφανίσει εκείνον το μαχαλά.
Ο Αρης έβαλε διορία στους δράστες να παρουσιαστούν. Μα επειδή εκείνοι εξακολουθούσαν να κρύβονται, αποφάσισε να λάβει δραστικότερα μέτρα. Έδωσε εντολή να πιάσουν τις οικογένειές τους. Έπειτα σκέφτηκε να κάμει κάτι χειρότερο. Αμα τόμαθα έφριξα κι εγώ.
― Θα τους περνούσε δια στόματος μαχαίρας. Κι όχι μόνο τους δικούς των, μα όλο το συγγενολόι, κάθε σερνικό από δώδεκα χρόνων κι απάνω. Ήταν έτοιμος ο Τζαβέλας να φύγει. Δεν ξέρω πως όμως, το έμαθε ο συνταγματάρχης. Ζήτησε εξηγήσεις, άλλαξαν λόγια, τσακώθηκαν. Στο τέλος ο Παπασταματιάδης απείλησε παραίτηση. Έτσι ο Αρης καλμάρησε και δεν έγινε το κακό…
Δεν ξέρω αν μου το διατύπωσαν υπερβολικά, αλλά η μαρτυρία είναι του κύκλου του. Ούτε ζητάω σήμερα να την εξακριβώσω.
Μα αυτό είναι απάνθρωπο! θα ξεφωνίσουν μερικοί. Αυτός ήταν Ηρώδης, να σφάζει τους ανθρώπους σαν αρνιά. Όχι, κύριοι ανθρωπιστές! Οι αντάρτες μας, τα παιδεμένα παιδιά, δεν ήταν κοτόπουλα να τα σκοτώνει απλήρωτα ο ένας κι ο άλλος. Αν δε φύλαγε ο Άρης το στρατό του με δρακόντεια μέτρα, κάθε πρωί θα βρίσκαμε δίπλα μας σφαγμένους. Όσο κι αν μας αγαπούσε ο λαός στην πλειονότητά του, δεν έλειπαν από πουθενά οι σπιγούνοι κι οι διώχτες μας, οι άνθρωποι του Ζέρβα.(…)
[1] Πέτρος Ρούσος: ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ.
[2] Πρόκειται για τον Μιχαήλ Παπαδόπουλο από το Βουργαρέλι Άρτας.
[3] Ο Γεώργιος Καρτάλης ήταν πολιτικός με σημαντική παρουσία στη μεταπολεμική ζωή της χώρας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΚΚΑ.
[4] Ο Στέφανος Δούκας ήταν στέλεχος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
[5] Πρόκειται φυσικά για το περίφημο μονότοξο γεφύρι της Πλάκας Ραφταναίων, το οποίο για 150 χρόνια περίπου συνέδεε τις δυο όχθες του Αράχθου. Κατέρρευσε κατά τη διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων το Φεβρουάριο του 2015.
[6] Ο φόβος του Ζέρβα για τις προθέσεις του Άρη ήταν έντονος σε όλη αυτή την περίοδο.
[7] Αναφορά στη στάση του Άρη μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
*Ατέχνως - Οικοδόμος*
Ντοκουμέντα από την Συμφωνία της Πλάκας
Στις 29 Φλεβάρη του 1944, σ’ ένα πετρόκτιστο δωμάτιο που παλιά λειτουργούσε ως τελωνείο, δίπλα στο ξακουστό πετρογέφυρο της Πλάκας, υπογράφτηκε από τις οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑ, τη Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή (Άγγλοι) και την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση Καΐρου, πρωτόκολλο που έμεινε στην ιστορία ως η Συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου.
Η συμφωνία προέβλεπε την μεταξύ τους παύση των εχθροπραξιών και την κοινή δράση κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ είχαν ξεκινήσει μερικές μέρες πριν τη συμφωνία της Πλάκας, στο χωριό Μυρόφυλλο του νομού Τρικάλων και είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, αφού όλες οι προτάσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για δημιουργία ενιαίου στρατού, χαρακτηρίζονταν ως προσπάθειες επιβολής της κυριαρχίας του έναντι των άλλων οργανώσεων και απορρίπτονταν από ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Η συμφωνία της Πλάκας υπογράφτηκε κάτω από την πίεση της αγγλικής διπλωματίας, που ουσιαστικά διέσωζε τον ΕΔΕΣ από τη διαφαινόμενη διάλυσή του από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και περιόριζε, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, τη δράση του Λαϊκού Στρατού που ως ο αυθεντικός εκφραστής της αντίστασης απέναντι στους Γερμανούς καταχτητές, κέρδιζε την εκτίμηση και την αποδοχή από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του Ηπειρώτικου λαού.
Ο Άρης Βελουχιώτης ήταν αντίθετος στη συμφωνία. Θέση και θέληση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ ήταν η διάλυση του ΕΔΕΣ που όχι μόνο αντίσταση δεν πρόβαλε στον καταχτητή, αλλά διευκόλυνε ή και συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Γερμανούς. Ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ ήθελε να αποτινάξει από τις «πλάτες» του αγώνα το βαρίδι του Ζέρβα και του επιτελείου του, που λειτουργούσε διασπαστικά και παρεμπόδιζε την οργανωμένη αντίσταση του λαού, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και άλλες απώλειες.
Με την ευκαιρία των 72 χρόνων από τη συμφωνία της Πλάκας, μεταφέρουμε στο διαδίκτυο δυο ντοκουμέντα. Το πρωτόκολλο που υπογράφτηκε μεταξύ των αντιπροσώπων στην Πλάκα και μαρτυρία του ΕΛΑΣίτη ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα.
Σχετικά με το πρωτόκολλο (δηλαδή την υπογραφόμενη συμφωνία) θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την βρήκαμε ήδη στο διαδίκτυο, όμως με διαφορές και παραλείψεις, χωρίς να αναφέρεται η πηγή προέλευσής της. Τη μεταφέρουμε από το βιβλίο του στρατηγού του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη.
Τα γραφόμενα του Γ. Κοτζιούλα εκτός από την καταγραφή του γεγονότος, μας μεταφέρουν στο κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. Βλέπουμε ότι η βούληση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη «να ξεμπερδεύουμε μια κι έξω με τον Ζέρβα και τον ΕΔΕΣ» ήταν και η κοινή λαχτάρα των ανταρτών. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η στάση (λειτούργησε ως «πυροσβέστης») του πάντα «διαλλακτικού» και διπλωμάτη πάτερ-Ανυπόμονου, που ο Άρης πάντα άκουγε τις συμβουλές του και εμπιστευόταν συχνά την κρίση του. Τέλος, με το περιστατικό της δολοφονίας του νεαρού ΕΛΑΣίτη, ο αναγνώστης παίρνει μια γεύση και του κλίματος που δεν ήταν δυνατό να αποτρέψει η συμφωνία της Πλάκας.
Η υπογραφή της συμφωνίας
(…) Δικοί μας αντιπρόσωποι πέρασαν τότε ο στρατηγός Σαράφης κι απ’ τους πολιτικούς ο Ρούσος, με το ψευδώνυμο τότε Νικόλας.[1] Γραμματέας της αντιπροσωπείας μας ήταν ο Μπάμπης Κλάρας.
― Δεν ξέρω αν σου είπα, μου λέει μια μέρα ο Άρης. Έχω κι εγώ έναν αδερφό κομβολόγιο… πρόσθεσε γελώντας. Εννοούσε το Μπάμπη, που τον γνώρισα στο φιλόξενο σπίτι του κυρ Μιχαλάκη,[2] που μεταβάλλονταν σε χάνι τέτιες περιστάσεις.
(…)Στο ίδιο σπίτι γνωρίστηκα και με τους αντιπροσώπους της ΕΚΚΑ, τον έπειτα υπουργό Καρτάλη,[3] κι έναν ταγματάρχη Δούκα [4] στ’ όνομά του. Οι Αγγλοι φρόντιζαν, ακόμα και σε αντάρτικες συσκέψεις, να εξασφαλίζουν με τον τρόπο τους την πλειοψηφία. Τους ήταν αρκετό για την ώρα, αφού δε μπορούσαν ακόμα να μας διαλύσουν.
Με τη συμφωνία της Πλάκας έμπαινε τέρμα στις εχθροπραξίες (που είχαν σταματήσει άλλωστε από πριν), επιστρέφονταν οι αιχμάλωτοι, οι όμηροι κι από τις δυο μεριές, καθορίζονταν η δικαιοδοσία των αντάρτικων οργανώσεων, επιτρέπονταν να μπαίνει η μια στην περιοχή της άλλης αν εξαναγκάζονταν από ενέργειες του εχθρού κι άλλα τέτια.
Ο καθένας όμως καταλάβαινε πως αυτά ήταν μπαλώματα κι όχι κάτι το οριστικό. Η συμφωνία έγινε με την επέμβαση των Αγγλων για να σωθεί ο Ζέρβας, να διατηρηθεί ο μισθοφόρος τους. Κοντά στις άλλες τους οργανώσεις που ενίσχυαν φανερά ή κρυφά, μες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γι’ αντιπερισπασμό αποκλειστικά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τους χρειάζονταν και οργανώσεις «του βουνού». Γι’ αυτό λοιπόν κουβαλούσαν τον Καρτάλη με τον άλλον από τα βουνά της Δωρίδας στις όχθες του Αράχθου.
Η συνάντηση έγινε σ’ έναν μικρό μαχαλά, δώθε απ’ το γεφύρι, ανατολικά του ποταμού. [5] Ήρθε κει κι ο Ζέρβας με κάμποση φρουρά. (…)
― Μα γιατί δεν ήρθε ο Αρης; ρώτησε με αθωότητα μικρού παιδιού. Εγώ τον περίμενα. «Δε μπορεί, θάρθει», έλεγα μέσα μου. Ομολογώ πως η προ-αίσθησή μου με γέλασε αυτή τη φορά. Εμένα δεν πρέπει να με παρεξηγεί, όπως κι εγώ δεν παρεξηγώ εκείνον. Αν αλλάζουμε λόγια καμιά φορά, ξέρεις τί φταίει; Είναι το σκαρί μας τέτιο. Έχουμε αψύ αίμα, κι εγώ κι εκείνος. Αλλά κατά βάθος συνεννοούμαστε, νιώθουμε ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό έπρεπε νάρθει. Μ’ αυτόν θα τα σιάζαμε μια χαρά, όπως πέρσι εδώ παραπάνω, στ’ Αγναντα, δεν ήσουν εσύ. Ενώ μ’ ετούτους τους δογματικούς σας…» έκαμε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας, προσέχοντας όμως να μην τον καταλάβουν.
Έτσι του γούσταρε του Ζέρβα να μιλήσει. Μήπως θα του ζητούσε κανείς λογαριασμό για σταθερότητα, συνέπεια αρχών; Σήμερα τάλεγε έτσι, αύριο τα γύριζε αλλιώς.
Αλλά η φροντίδα του να μαθαίνει για τον Αρη, να τον ψυχολογεί και να τον κολακεύει μέσω του αδερφού του, δείχνει πάντα την ακοίμητη ανησυχία του, τον αιώνιο του φόβο. [6] Τί σκέφτεται ο Αρης; Μήπως πρόκειται να τον χτυπήσει; Το ποτάμι σε λίγον καιρό θα περνιέται. Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής είναι τόσο μακριά…
Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Πλάκας *
Προς απερίσπαστον καταπολέμησιν των κατακτητών και των οργάνων του, δημιουργίαν όρων διευκολυνόντων την προσπάθειαν ενοποιήσεως του ανταρτικού στρατού της Ελλάδος δια την απελευθέρωσιν της χώρας και την κατοχύρωσιν των λαϊκών ελευθεριών, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι εντεταλμένοι εκπρόσωποι εις τας διαπραγματεύσεις δια την ελληνικήν ενότητα αποφασίζουν:
1) Δέχονται την πρότασιν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ περί τελειωτικής καταπαύσεως των εχθροπραξιών μεταξύ των δυνάμεων ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ.
2) Τα τμήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ θα παραμείνουν εις τας σήμερον κατεχομένας θέσεις των.
3) Αι Οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να δράσουν δι’ όλων των δυνάμεών των εναντίον των κατακτητών και των συνεργαζομένων με αυτούς, είτε αυτοτελώς εκάστη εν τη περιοχή της, είτε από κοινού κατόπιν προηγουμένης συνεννοήσεως.
4) Δια την καλυτέραν αντιμετώπισιν του κατακτητού αι ανώτεραι διοικήσεις των εν Ηπείρω δυνάμεων των δύο οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ θέλουν το ταχύτερον εκπονήσει κοινόν σχέδιον ενεργείας επιθετικής ή αμυντικής, καθορίζον και τον τρόπον ενδεχομένου ελιγμού των μονάδων εκάστης οργανώσεως υφισταμένης πίεσιν του εχθρού εις την περιοχήν της ετέρας, εφ’ όσον τούτο επιβάλλεται υπό λόγων στρατιωτικής ανάγκης.
5) Εάν τμήματα μιας οργανώσεως αποσυρθούν εκ θέσεων τινών λόγω εισβολής των Γερμανών ή των συμπραττόντων με αυτούς, ταύτα θέλουσιν επανέλθη εις τας θέσεις των άμα τη εκδιώξει ή αποχωρήσει τούτων.
6) Μικτή στρατιωτική επιτροπή εξ αντιπροσώπων του ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και ενδεχομένως της ΕΚΚΑ, θέλει εποπτεύει την τήρησιν της παρούσης συμφωνίας και λύει τας τυχόν αναφυομένας διαφοράς.
7) Η Συμμαχική στρατιωτική αποστολή παρακαλείται να μεριμνήση όπως το Στρατηγείον Μέσης Ανατολής εξασφαλίση τον ισότιμον εφοδιασμόν των εν Ηπείρω δυνάμεων των δυο οργανώσεων, αναλόγως των πραγματικών αναγκών του πολέμου.
8) Εκφράζεται η πανελλήνιος ευχή όπως οι παθόντες, τόσον εκ της εισβολής των Γερμανών, όσον και εκ της συγκρούσεως των οργανώσεων, τύχουν της αμερίστου ενισχύσεως όλων των Οργανώσεων. Ιδιαιτέρως παρακαλείται το συμμαχικόν στρατηγείον όπως έλθη εις άμεσον επικουρίαν προς αυτούς.
9) Από της υπογραφής του παρόντος αφίενται ελεύθεροι όλοι οι αμοιβαίως κρατούμενοι ως αιχμάλωτοι ή όμηροι δια λόγους πολιτικών διαφορών, διευκολυνόμενοι να μεταβούν εις τον τόπον της προτιμήσεώς των. Εξαιρούνται οι βαρυνόμενοι με πράξεις εθνικής προδοσίας ή βαρείας πράξεις κοινού δικαίου.
10) Η ισχύς του παρόντος άρχεται αμέσως.
Πλάκα, 29 Φεβρουαρίου 1944
Αντιπροσωπεία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: Σ. Σαράφης, Π. Ρούσος
Αντιπροσωπεία ΕΔΕΣ: Π. Νικολόπουλος, Κ. Πυρομάγλου
Αντιπροσωπεία ΕΚΚΑ: Γ. Καρτάλης
Σ.Σ.Α. (Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή): Κρις, συνταγματάρχης βρετανικού στρατού, Ουάινς, ταγματάρχης Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Αντιπροσωπεία Ελληνικής στρατιωτικής διοικήσεως Καΐρου: Κρις, συνταγματάρχης βρετανικού στρατού
* Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Στ. Σαράφη «Ο ΕΛΑΣ», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1958, σελ. 294-295
«ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, τόμος πρώτος», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
«Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος»
Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος. Η συμφωνία της Πλάκας, κάθε συμφωνία με τον εχθρό, ήταν γι’ αυτόν η χειρότερη λύση. Τέτια ημίμετρα κι αναβολές του έδιναν στα νεύρα. Ο Ζέρβας, τον ήξερε αυτός, έναν ήχο αγαπούσε: της λίρας -κι ένα βρόντο σκιαζόταν: της κουμπούρας. Από διπλωματίες και πρωτόκολλα δεν έπαιρνε χαμπέρι.
Έτσι, έβλεπε την αποστολή των δικών μας σα μια ματαιοπονία. Τώρα τον είχαν παραμερίσει τον ίδιον, αλλά θάρχονταν καιρός να τον χρειαστούν και πάλι. Ο Ζέρβας προσπαθούσε να κερδίσει καιρό. Κι οι δικοί μας χασομερούσαν μαζί του. Αχ, αφέλεια επαναστατών!
Ο Αρης τέτιες ώρες δεν έμοιαζε καθόλου με Οδυσσέα, όπως μου είχε φανεί αρχικά. Ήταν ίδιος ο μηνίων Αχιλλεύς, ο φιλότιμος πολεμιστής, που όταν δεν τον προτίμησαν οι δικοί του αποσύρθηκε στο τσαντήρι του και καθόταν εκεί πεισμωμένος, καρτερώντας να μετανιώσουν οι μεγάλοι για το φέρσιμό τους και να τον ξαναζητήσουν παρακαλεστικά.
Αυτό εννοείται δεν ήταν και τόσο φανερό. Αλλά εμείς που ζούσαμε κοντά του το νιώθαμε. Ακόμα κι οι Μαυροοκούφηδες βρίσκονταν σε αναταραχή.
― Έ, τι γίνεται, θα τα σιάξουμε! λέγαν οι αντάρτες ειρωνικά.
― Να ιδούμε όμως τι θα ειπεί κι ο αρχηγός, μουρμούριζε μουτρωμένος ο πιστός Ντούλας.
Γι’ αυτούς υπέρτατη θέληση ήταν ο λόγος του Αρη. Σ’ αυτόν πίστευαν τυφλά, τον είχαν για θεό τους. Αν η συμφωνία της Πλάκας δεν εγκρίνονταν κι από τον ίδιον, ήταν ένα χαρτί άχρηστο γι’ αυτούς, ας είχε όσες ήθελε υπογραφές.
Η στάση του πάτερ-Ανυπόμονου
Ο πάτερ Ανυπόμονος βρισκόταν κι αυτός σε συγκίνηση εκείνες τις μέρες. Με την ανάγκη που έχει κάθε άνθρωπος να εκφράζεται σ’ έναν άλλον, ερχόταν και μ’ έβρισκε συχνά. Ήθελε να μου εξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει απ’ τα βαριά μυστικά που του εμπιστευόταν ο αρχηγός.
― Δεν του αρέσουν αυτές οι δουλιές, δεν ξέρω κι εγώ πως τα καταφέρνουν. Τη μια χτύπα το Ζέρβα, την άλλη άστον. Τον πάμε ως τον Άραχθο, μας φτάνει ως τον Αχελώο, αυτή η δουλιά γίνεται από πέρσι. Δεν αφήνουν να τελειώσουμε μια για πάντα. Οι αντάρτες μας είχαν ανεβεί στο Ξεροβούνι. Σε δυο τρεις μέρες θα τον είχαν πιάσει ή θα πηδούσε στη θάλασσα. Οι αντάρτες του όλο και ξέκοβαν στο δρόμο. Στο τέλος θάμενε με το επιτελείο…
Τ’ όνειρο του Αρη ήταν πάντα να πιάσει το Ζέρβα. Αυτή η σύγκρουση έπαιρνε πια χαρακτήρα μονομαχίας, προσωπικής διαπάλης.
Και συνέχιζε ο πάτερ Ανυπόμονος:
― Του αρχηγού τούρχονται κάτι ιδέες, που να στα πω! Να, λέει να τα πετάξει, να κάμει πέρα. Όσοι θέλουν, ας τον ακολουθήσουν. Δε μπορεί αυτός νάχει τα χέρια του δεμένα. Αλλά εγώ του ζήτησα συγνώμην, τον παρακάλεσα να μ’ ακούσει. «Θα σ’ ακολουθήσω όπου πας», του λέω, «αλλά δεν είναι σωστό. Πρέπει να πειθαρχήσουμε. Η ανυπακοή θα παρεξηγηθεί. Τότε είναι που θα δώσουμε όπλα σ’ εχθρούς και φίλους. Κοίταξε, θα ειπούν, τέτιος είναι ο Αρης, καπετάν ένας. Θέλει να γίνεται το δικό του, κι άμα δε γίνεται, παίρνει τα βουνά…».
Το συμπέρασμα ήταν το εξής:
― Τον συμβούλεψα να μην κάμει τίποτε στην έξαψή του. Το καλύτερο είναι να πιάσει μια άκρη και να περιμένει. Ας βγάλει το σκούφο του, ας αλλάξει κι όνομα, άμα θέλει. Τον στέλνω και στο μοναστήρι για δόκιμο, του είπα (χωράτευε ο πάτερ Ανυπόμονος). Ας τα κανονίσουν οι άλλοι χωρίς ν’ ανακατευτεί ο ίδιος. Στο τέλος, άμα έχει δίκιο, θα δικαιωθεί. Δεν πρόκειται για την ιστορία, αλλά για τους αντάρτες, για όλους εμάς…
Έτσι απλά, ήρεμα έβανε τα ζητήματα ο αντάρτης καλόγερος, γεννημένος διπλωμάτης. Και φαίνεται πως επηρέασε πάλι τον Αρη καταπραϋντικά. Η ανταρσία του, καταπνιγμένη τότε, θ’ αργούσε να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει φανερά. [7]
«Κατά το τέλος της συνεδρίασης ακούστηκαν κανονιές. Οι Γερμανοί είχαν κινηθεί από την Άρτα με πεζικό, πυροβολικό και άρματα μάχης για να χτυπήσουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ στην περιοχή Κάτω Καλεντίνη. Επισπεύστηκε η σύνταξη των πρακτικών. Το απόγευμα υπογράφηκε το Πρωτόκολλο, που έμεινε γνωστό με το όνομα «Συμφωνία της Πλάκας».
Το κείμενο της Συμφωνίας έχει δημοσιευτεί πολλές φορές. Ο στρατηγός Σαράφης το παραθέτει στο βιβλίο του Ό ΕΛΑΣ, σελ. 294. Αν όμως το ίδιο το κείμενο δεν παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, η σημασία της Συμφωνίας είναι πολύ μεγάλη: Στο Βουνό έμενε μια ανοιχτή πληγή που άνοιγε δρόμο για παγίδες και βραχυκυκλώματα, απαραίτητα για τα αγγλικά σχέδια κυριαρχίας στην Ελλάδα.»
Θανάση Χατζή: «Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ» (μέρος τρίτο), εκδ. ΔΩΡΙΚΟΣ (γ΄ έκδοση), Αθήνα 1983
Η δολοφονία του νεαρού ΕΛΑΣίτη και ο Άρης
Η συμφωνία υπογράφηκε, η αντιπροσωπεία έφυγε. Πέρασαν απ’ το Βουργαρέλι χωρίς να πολυσταματήσουν. Και όλα πήραν τη νέα τους πορεία. Στο μεταξύ δεν έλειπαν και τα επεισόδια με τους χωριάτες.
Μια μέρα κάποιος αντάρτης πήγε να κάμει έρευνα σ’ ένα μικρομαχαλά του Βουργαρελιού, σ’ ένα δυο σπίτια. Είχε καταγγελθεί πως έκρυβαν όπλα. Κι αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Τι τάθελαν τα ντουφέκια οι πολίτες; Την ασφάλεια την είχαν με το παραπάνω απ’ τους αντάρτες – κανένας δεν τολμούσε να τους πειράξει στο παραμικρό. Αμα θέλαν να πολεμήσουν τον εχθρό, μπορούσαν να καταταχτούν στ’ αντάρτικο. Πάντως, αν κρατούσαν όπλα κρυφά, μόνο ζημιά μπορούσαν να κάμουν.
Πραγματικά, ο νοικοκύρης του σπιτιού με τον αδερφό του, μόλις φάνηκε ο αντάρτης να πλησιάζει, παραφύλαξαν οπλισμένοι και του ρίξαν. Έπεσε κάτω νεκρός κι αυτοί κρύφτηκαν στο λόγγο.
Μόλις το έμαθε ο Αρης, πήγε να σκάσει. Να γίνει αυτό στην έδρα του, μπροστά του, δεν το συχωρούσε ποτέ. Ο σκοτωμός του αντάρτη του φάνηκε σαν πλήγμα ατομικό.
Θυμάμαι ακόμα τη φτωχική κηδεία που έγινε στο νεκροταφείο του Βουργαρελιού. Ο αντάρτης ήταν νεαρός, με λιγοστά γενάκια, με μια πράσινη μαντύα, ιταλικιά. Στο κούτελό του είχε μια τρύπα. Κι από κει κατέβαινε στο μάγουλο μια κόκινη αυλακιά. Τον είχαν απάνω σε αμπλάνιστα σανίδια, ούτε κάσα ούτε κορδέλες. Κι έβρεχε για καλά, όπως άλλωστε όλον εκείνον τον καιρό.
Το εκκλησάκι μέσα δε χωρούσε πολλούς. Εκεί ψέλνονταν η νεκρώσιμη ακολουθία. Εμείς οι άλλοι στέκαμε απέξω, ορθοί. Μας έδερνε το γαζέπι αποπάνω, τα ρούχα μας είχαν μουσκέψει, αλλά περιμέναμε να τελειώσει. Το αισθανόμασταν σαν υποχρέωση προς το σκοτωμένο συναγωνιστή. Έπειτα, δεν ήμασταν μόνοι μας. Μαζί μας ήταν κι ο Αρης.
Ναι, ο ίδιος ο Αρης είχε αφήσει εκείνη την ώρα γραφεία και χαρτιά κι όλα του για νάρθει σ’ αυτή την κηδεία. Ήταν άραγε απόλυτη ανάγκη; Μπορούσε βέβαια να λείψει, αφού τόσοι αντάρτες συνόδευαν κι εδώ το νεκρό σύντροφό τους. Μα ήθελε να δώσει το παράδειγμα, να δείξει πόσο συμπάσχει με τον τελευταίο του στρατιώτη. Εκείνος ο φτωχοντυμένος ανταρτάκος με τ’ αξούριστο πρόσωπο και την τρύπα στο κούτελο ήταν ένα σύμβολο, με τον τρόπο κιόλας που έπεσε, θύμα του καθήκοντος. Αν και κηδευόταν μακριά απ’ το σπίτι του, δίχως νεκροστολίσματα μάνας ούτε μοιρολόγια δικών, όμως ένας Αρης ολόκληρος βρεχόταν για χάρη του ορθός.
Τόβλεπαν όλοι αυτό και ζήλευαν, μπορείς να πεις, το σκοτωμένο.
Η δολοφονία του αντάρτη κόντεψε ν’ αφανίσει εκείνον το μαχαλά.
Ο Αρης έβαλε διορία στους δράστες να παρουσιαστούν. Μα επειδή εκείνοι εξακολουθούσαν να κρύβονται, αποφάσισε να λάβει δραστικότερα μέτρα. Έδωσε εντολή να πιάσουν τις οικογένειές τους. Έπειτα σκέφτηκε να κάμει κάτι χειρότερο. Αμα τόμαθα έφριξα κι εγώ.
― Θα τους περνούσε δια στόματος μαχαίρας. Κι όχι μόνο τους δικούς των, μα όλο το συγγενολόι, κάθε σερνικό από δώδεκα χρόνων κι απάνω. Ήταν έτοιμος ο Τζαβέλας να φύγει. Δεν ξέρω πως όμως, το έμαθε ο συνταγματάρχης. Ζήτησε εξηγήσεις, άλλαξαν λόγια, τσακώθηκαν. Στο τέλος ο Παπασταματιάδης απείλησε παραίτηση. Έτσι ο Αρης καλμάρησε και δεν έγινε το κακό…
Δεν ξέρω αν μου το διατύπωσαν υπερβολικά, αλλά η μαρτυρία είναι του κύκλου του. Ούτε ζητάω σήμερα να την εξακριβώσω.
Μα αυτό είναι απάνθρωπο! θα ξεφωνίσουν μερικοί. Αυτός ήταν Ηρώδης, να σφάζει τους ανθρώπους σαν αρνιά. Όχι, κύριοι ανθρωπιστές! Οι αντάρτες μας, τα παιδεμένα παιδιά, δεν ήταν κοτόπουλα να τα σκοτώνει απλήρωτα ο ένας κι ο άλλος. Αν δε φύλαγε ο Άρης το στρατό του με δρακόντεια μέτρα, κάθε πρωί θα βρίσκαμε δίπλα μας σφαγμένους. Όσο κι αν μας αγαπούσε ο λαός στην πλειονότητά του, δεν έλειπαν από πουθενά οι σπιγούνοι κι οι διώχτες μας, οι άνθρωποι του Ζέρβα.(…)
[1] Πέτρος Ρούσος: ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ.
[2] Πρόκειται για τον Μιχαήλ Παπαδόπουλο από το Βουργαρέλι Άρτας.
[3] Ο Γεώργιος Καρτάλης ήταν πολιτικός με σημαντική παρουσία στη μεταπολεμική ζωή της χώρας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΚΚΑ.
[4] Ο Στέφανος Δούκας ήταν στέλεχος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
[5] Πρόκειται φυσικά για το περίφημο μονότοξο γεφύρι της Πλάκας Ραφταναίων, το οποίο για 150 χρόνια περίπου συνέδεε τις δυο όχθες του Αράχθου. Κατέρρευσε κατά τη διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων το Φεβρουάριο του 2015.
[6] Ο φόβος του Ζέρβα για τις προθέσεις του Άρη ήταν έντονος σε όλη αυτή την περίοδο.
[7] Αναφορά στη στάση του Άρη μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
*Ατέχνως - Οικοδόμος*
H εκτόπιση του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο (1944)
*Από τον Κόκκινο Φάκελο*
Η στρατιωτική επιχείρηση εκτόπισης του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ μετά την Απελευθέρωση. Η επιχείρηση εκτόπισης του ΕΔΕΣ μαζί με αυτή της εκτόπισης του δωσίλογου Αντών Τσαούς από τη Μακεδονία, έλαβαν χώρα κατά την έκρηξη των Δεκεμβριανών στην Αθήνα και θεωρείται ότι σε ότι αφορά το στρατιωτικό τους υπόβαθρο, αποτέλεσαν μεγάλο στρατηγικό ατόπημα, αφού απέσπασαν μεγάλες και αξιόμαχες δυνάμεις του ΕΛΑΣ από την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας.
Από το Στέφανο Σαράφη υποστηρίζεται δε η γνώμη ότι και οι δύο επιχειρήσεις βασίστηκαν σε πληροφορίες που επίτηδες η βρετανική στρατιωτική αποστολή άφησε να διαρρεύσουν, προκειμένου να απασχοληθεί το πιο αξιόμαχο μέρος του ΕΛΑΣ εκτός Αθηνών.
Συγκεκριμένα, κατά τον Στέφανο Σαράφη η βρετανική στρατιωτική αποστολή ανάφερε χιλιάδες αντάρτες του ΕΔΕΣ που συγκεντρώνονταν στην Πρέβεζα προκειμένου να ξεκινήσουν επιχειρήσεις σε Άρτα και Γιάννενα.
Για τις 21- 29 Δεκεμβρίου 1944 ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Γεράσιμος Μαλτέζος αναφέρει: «Το Γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ ανέλαβε ως αποστολή το ξεκαθάρισμα του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο και του Αντών Τσιαούς στην Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση αυτή έλαβαν μέρος τρεις Μεραρχίες και δύο Συντάγματα, συνολική δύναμη 14.000 ανδρών, σύμφωνα με τον στρατηγό Σαράφη».
Στις 23- 24 Δεκεμβρίου 1944 ο Ναπολέων Ζέρβας επισκέπτεται την Πρέβεζα προκειμένου να σχεδιάσει την κίνηση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ που δέχονται σφοδρή πίεση από τον ΕΛΑΣ. Συγκεκριμένα ο ΕΛΑΣ έχει εκτοπίσει τον ΕΔΕΣ από την Φιλιππιάδα, την Πάργα και την Παραμυθιά. Η έκβαση των συγκρούσεων οδηγεί τον Ζέρβα στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είναι υπέρτερες και πώς ο ΕΔΕΣ θα πρέπει σύντομα να απεργασθεί σχέδιο υποχώρησης. Μετά την εγκατάλειψη της ιδέας αντίστασης στη Φιλιππιάδα και προετοιμάζοντας την μεταφορά των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Κέρκυρα, βρετανικά σκάφη διατάχθηκαν από τον Σκόμπι και κατέφθασαν στην Πρέβεζα και άρχισε η μεταφορά των τραυματιών του ΕΔΕΣ και 1000 ομήρων που κουβαλούσε από τα Γιάννενα, Άρτα, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα. Πρόκειται για μέλη και στελέχη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ που ο ΕΔΕΣ έχει αιχμαλωτίσει στους χώρους ελέγχου του.
Στις 26 Δεκέμβρη 1944 από την Ηγουμενίτσα μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα η Χ Μεραρχία του ΕΔΕΣ, 230 τραυματίες και 800 όμηροι. Ο Μυριδάκης στο βιβλίο του, επιβεβαιώνει ότι ο Ναπολέων Ζέρβας επιβιβάστηκε στο αντιτορπιλικό Πάνθηρ και στις 31 Δεκέμβρη όλοι βρίσκονταν στην Κέρκυρα. Έτσι ο Ζέρβας κατόρθωσε να διασώσει τον κύριο όγκο των δυνάμεών του.
Παράλληλα με τους ενόπλους του ΕΔΕΣ μεταφέρονται στην Κέρκυρα και οικογένειες πολιτών της Πρέβεζας και της Άρτας που υπήρχαν πληροφορίες ότι «επρόσκειντο φιλικά στον ΕΔΕΣ και κινδύνευαν από αντίποινα του ΕΛΑΣ». Η μεταφορά αυτή αόπλων πολιτών, με λίγα αντικείμενα οικοσκευής, έγινε εσπευσμένα με Ελληνικά και Βρετανικά πλοία. Ειδικότερα στις 23 Δεκεμβρίου 1944 μια ομάδα Πρεβεζάνων πολιτών, και πολιτών από την Άρτα, που εμπεριείχε την οικογένεια του Λάζαρου Συνέσιου, αναχώρησε με Βρετανικό αρματαγωγό για Κέρκυρα. Εκεί οι Πρεβεζάνοι και Αρτινοί παρέμειναν μέχρι τον Απρίλιο – Μάιο 1945 οπότε και επέστρεψαν με Ελληνικά πλοία πίσω στις έδρες τους.
Στις 26- 28 Δεκεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ εισέρχεται και καταλαμβάνει χωρίς μάχη την Πρέβεζα. Άλλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ (24ο Σύνταγμα με επικεφαλής τον Αραχναίο, Γεώργιο Κατεμή) προωθούνται στην Ακαρνανία ενώ το 3/40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Γεράσιμο Μαλτέζο εισέρχεται στην Άρτα. Στην Πρέβεζα, η είσοδος του ΕΛΑΣ συνοδεύεται με τη σύσταση λαϊκών δικαστηρίων, ακριβώς επειδή έχει προηγηθεί μεγάλη σύγκρουση φτου ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και τα τραγικά γεγονότα των σφαγών της Παργινόσκαλας.
Με την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας, η περιοχή της Ηπείρου επιστρέφει σε μια τεταμένη κανονικότητα. Ο ΕΔΕΣ και ο Ζέρβας επιστρέφουν από την Κέρκυρα και ο ΕΛΑΣ αποσύρει τις δυνάμεις του. Παράλληλα ο ΕΔΕΣ απελευθερώνει τους κρατουμένους του, οι οποίοι επιστρέφουν σε άθλια κατάσταση στα σπίτια τους. Σύντομα ,ξεκινούν οι πρώτες διώξεις κομμουνιστών, μαχητών και στελεχών της Εθνικής Αντίστασης και η εποχή της Λευκής Τρομοκρατίας.
Ο Γεράσιμος Μαλτέζος γράφει για την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Πρέβεζα: «Φτάσαμε στα υψώματα βόρεια της αρχαίας Νικόπολης και αργά το βράδυ παρατηρήσαμε τα τμήματα του ΕΔΕΣ που είχαν θέσεις μάχης στο στενό της Σμυρτούλας. Αναφέραμε στο Σύνταγμα και πήραμε διαταγή να καταυλισθούμε για επίθεση το άλλο πρωί. Τη νύχτα ψιλόβρεχε και έκανε κρύο… Σε λίγο δεχθήκαμε βολές από αντιτορπιλικό πλοίο από το Ιόνιο πέλαγος… Πρωί πρωί της 27 Δεκεμβρίου 1944 στήσαμε 4 πυροβόλα και αρχίσαμε βολή εναντίον του αντιτορπιλικού. Μόλις έπεσαν μερικά βλήματα κοντά του, αμέσως άναψε τις μηχανές και τόσκασε στό πέλαγος. Μέσα, όπως βεβαιώνει ο Μυριδάκης βρισκόταν και ο Ναπολέων Ζέρβας».
Από το Στέφανο Σαράφη υποστηρίζεται δε η γνώμη ότι και οι δύο επιχειρήσεις βασίστηκαν σε πληροφορίες που επίτηδες η βρετανική στρατιωτική αποστολή άφησε να διαρρεύσουν, προκειμένου να απασχοληθεί το πιο αξιόμαχο μέρος του ΕΛΑΣ εκτός Αθηνών.
Συγκεκριμένα, κατά τον Στέφανο Σαράφη η βρετανική στρατιωτική αποστολή ανάφερε χιλιάδες αντάρτες του ΕΔΕΣ που συγκεντρώνονταν στην Πρέβεζα προκειμένου να ξεκινήσουν επιχειρήσεις σε Άρτα και Γιάννενα.
Για τις 21- 29 Δεκεμβρίου 1944 ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Γεράσιμος Μαλτέζος αναφέρει: «Το Γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ ανέλαβε ως αποστολή το ξεκαθάρισμα του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο και του Αντών Τσιαούς στην Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση αυτή έλαβαν μέρος τρεις Μεραρχίες και δύο Συντάγματα, συνολική δύναμη 14.000 ανδρών, σύμφωνα με τον στρατηγό Σαράφη».
Στις 23- 24 Δεκεμβρίου 1944 ο Ναπολέων Ζέρβας επισκέπτεται την Πρέβεζα προκειμένου να σχεδιάσει την κίνηση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ που δέχονται σφοδρή πίεση από τον ΕΛΑΣ. Συγκεκριμένα ο ΕΛΑΣ έχει εκτοπίσει τον ΕΔΕΣ από την Φιλιππιάδα, την Πάργα και την Παραμυθιά. Η έκβαση των συγκρούσεων οδηγεί τον Ζέρβα στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είναι υπέρτερες και πώς ο ΕΔΕΣ θα πρέπει σύντομα να απεργασθεί σχέδιο υποχώρησης. Μετά την εγκατάλειψη της ιδέας αντίστασης στη Φιλιππιάδα και προετοιμάζοντας την μεταφορά των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Κέρκυρα, βρετανικά σκάφη διατάχθηκαν από τον Σκόμπι και κατέφθασαν στην Πρέβεζα και άρχισε η μεταφορά των τραυματιών του ΕΔΕΣ και 1000 ομήρων που κουβαλούσε από τα Γιάννενα, Άρτα, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα. Πρόκειται για μέλη και στελέχη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ που ο ΕΔΕΣ έχει αιχμαλωτίσει στους χώρους ελέγχου του.
Στις 26 Δεκέμβρη 1944 από την Ηγουμενίτσα μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα η Χ Μεραρχία του ΕΔΕΣ, 230 τραυματίες και 800 όμηροι. Ο Μυριδάκης στο βιβλίο του, επιβεβαιώνει ότι ο Ναπολέων Ζέρβας επιβιβάστηκε στο αντιτορπιλικό Πάνθηρ και στις 31 Δεκέμβρη όλοι βρίσκονταν στην Κέρκυρα. Έτσι ο Ζέρβας κατόρθωσε να διασώσει τον κύριο όγκο των δυνάμεών του.
Παράλληλα με τους ενόπλους του ΕΔΕΣ μεταφέρονται στην Κέρκυρα και οικογένειες πολιτών της Πρέβεζας και της Άρτας που υπήρχαν πληροφορίες ότι «επρόσκειντο φιλικά στον ΕΔΕΣ και κινδύνευαν από αντίποινα του ΕΛΑΣ». Η μεταφορά αυτή αόπλων πολιτών, με λίγα αντικείμενα οικοσκευής, έγινε εσπευσμένα με Ελληνικά και Βρετανικά πλοία. Ειδικότερα στις 23 Δεκεμβρίου 1944 μια ομάδα Πρεβεζάνων πολιτών, και πολιτών από την Άρτα, που εμπεριείχε την οικογένεια του Λάζαρου Συνέσιου, αναχώρησε με Βρετανικό αρματαγωγό για Κέρκυρα. Εκεί οι Πρεβεζάνοι και Αρτινοί παρέμειναν μέχρι τον Απρίλιο – Μάιο 1945 οπότε και επέστρεψαν με Ελληνικά πλοία πίσω στις έδρες τους.
Στις 26- 28 Δεκεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ εισέρχεται και καταλαμβάνει χωρίς μάχη την Πρέβεζα. Άλλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ (24ο Σύνταγμα με επικεφαλής τον Αραχναίο, Γεώργιο Κατεμή) προωθούνται στην Ακαρνανία ενώ το 3/40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Γεράσιμο Μαλτέζο εισέρχεται στην Άρτα. Στην Πρέβεζα, η είσοδος του ΕΛΑΣ συνοδεύεται με τη σύσταση λαϊκών δικαστηρίων, ακριβώς επειδή έχει προηγηθεί μεγάλη σύγκρουση φτου ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και τα τραγικά γεγονότα των σφαγών της Παργινόσκαλας.
Με την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας, η περιοχή της Ηπείρου επιστρέφει σε μια τεταμένη κανονικότητα. Ο ΕΔΕΣ και ο Ζέρβας επιστρέφουν από την Κέρκυρα και ο ΕΛΑΣ αποσύρει τις δυνάμεις του. Παράλληλα ο ΕΔΕΣ απελευθερώνει τους κρατουμένους του, οι οποίοι επιστρέφουν σε άθλια κατάσταση στα σπίτια τους. Σύντομα ,ξεκινούν οι πρώτες διώξεις κομμουνιστών, μαχητών και στελεχών της Εθνικής Αντίστασης και η εποχή της Λευκής Τρομοκρατίας.
Ο Γεράσιμος Μαλτέζος γράφει για την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Πρέβεζα: «Φτάσαμε στα υψώματα βόρεια της αρχαίας Νικόπολης και αργά το βράδυ παρατηρήσαμε τα τμήματα του ΕΔΕΣ που είχαν θέσεις μάχης στο στενό της Σμυρτούλας. Αναφέραμε στο Σύνταγμα και πήραμε διαταγή να καταυλισθούμε για επίθεση το άλλο πρωί. Τη νύχτα ψιλόβρεχε και έκανε κρύο… Σε λίγο δεχθήκαμε βολές από αντιτορπιλικό πλοίο από το Ιόνιο πέλαγος… Πρωί πρωί της 27 Δεκεμβρίου 1944 στήσαμε 4 πυροβόλα και αρχίσαμε βολή εναντίον του αντιτορπιλικού. Μόλις έπεσαν μερικά βλήματα κοντά του, αμέσως άναψε τις μηχανές και τόσκασε στό πέλαγος. Μέσα, όπως βεβαιώνει ο Μυριδάκης βρισκόταν και ο Ναπολέων Ζέρβας».
Έλληνες δοσίλογοι και φιλοναζιστές
Λίστα ατόμων και οργανώσεων
Παραθέτουμε μια λίστα με Έλληνες δοσίλογους, γερμανόφιλους και φιλοναζιστές που έδρασαν στην περίοδο της κατοχής. Για να μπορέσουμε να τη φτιάξουμε, χρειαστήκαμε αρκετό χρόνο και ψάξαμε σε διάφορα ιστορικά βιβλία, ώστε να διασταυρώσουμε τις πληροφορίες που συγκεντρώσαμε. Η συγκεκριμένη λίστα δωσιλόγων αποτελείται από άτομα και από οργανώσεις. Δεν είναι πλήρης και δεν θα μπορούσε να είναι. Είναι όμως ενδεικτική και είναι η μεγαλύτερη λίστα που θα μπορούσατε να βρείτε. Είναι σχεδόν απίθανο να βρείτε άλλη σε κάποιο βιβλίο ή στο internet, που να περιλαμβάνει τόσα πολλά ονόματα και τόσες πολλές πληροφορίες. Επικεντρώσαμε την προσοχή μας κυρίως σε άτομα που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές σε στρατιωτικό και σε πολιτικό επίπεδο. Δεν δώσαμε μεγάλη έμφαση στους οικονομικούς δοσίλογους.
Στη Μακεδονία έδρασαν οι εξής:
Διονύσιος Αγάθος (1885-1956) - Ναζιστής αξιωματικός που γεννήθηκε στη Κέρκυρα, αλλά ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι του 1944 ανέλαβε την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος Μακεδονίας-Θράκης. Ήταν παντρεμένος με μια Βουλγάρα και είχε αναπτύξει στενές σχέσεις τόσο με τις γερμανικές αρχές κατοχής όσο και με τις βουλγαρικές. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, παρέδιδε με προθυμία σε καθημερινή βάση δελτία πληροφοριών στο Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε ομάδα αντικατασκοπείας των Γερμανών, συνεργαζόμενος με τον Πούλο, τον ταγματάρχη Γεώργιο Ζαρταλούδη και τον Εμμανουήλ Γαρουφαλή. Μάλιστα είχε δικό του γραφείο στο Αρχηγείο της (γερμανικής) Μυστικής Αστυνομίας Στρατού (Geheime Feldpolizei), που βρισκόταν στην οδό Τσιμισκή 72. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στον Αγάθο πιστώθηκε από την Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών ένα γαλακτοπωλείο του Αλμπέρτο Σαρφατή στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου 8, που ο Άγαθος το μετέτρεψε σε πολυτελέστατο γαλακτοπωλείο - ζαχαροπλαστείο και έγινε στέκι των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους. Το κατάστημα αυτό εξοπλίστηκε με αντικείμενα αξίας 4.400.900 δραχμών που αφαιρέθηκαν από το κατάστημα του Μπενρουμπή στην οδό Καποδιστρίου. Το Μάιο του 1945 κατέφυγε στην Ελβετία και παρουσιάστηκε στην ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη, αποκρύπτοντας το αληθινό του όνομα. Συνελήφθη από τις ελβετικές αρχές. Τον Αύγουστο του 1947 καταδικάστηκε από την ελληνική δικαιοσύνη ερήμην σε ισόβια. Το Σεπτέμβριο του 1947 οδηγήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Το Νοέμβριο του 1947 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 ετών (γλυτώνοντας τα ισόβια) και δήμευση της μισής περιουσίας του. Στις 3 Νοεμβρίου 1956 πέθανε στο σπίτι του από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 71 ετών.
Εμμανουήλ Βασιλείου - Μέλος της ΠΑΟ. Γνωστός και ως «καπετάν Μανώλης». Τον Ιούλιο του 1946 καταδικάστηκε σε θάνατο και διατάχτηκε η δήμευση της μισής περιουσίας του. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας. Τον Ιούλιο του 1951 έμαθε για την έκδοση του βασιλικού διατάγματος της 4ης Ιουνίου 1951, σύμφωνα με το οποίο η ποινή του μετατράπηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας.)
Ιωάννης Βελισσαρίδης (μέλος του τάγματος του ναζιστή Πούλου και άτομο της εμπιστοσύνης του). Είχε ποντιακή καταγωγή και ήταν παλιό μέλος της ΕΟΝ και έφεδρος Υπίλαρχος. Τα εγκλήματά του προκάλεσαν την απέχθεια του πληθυσμού της Μακεδονίας. Συμμετείχε ενεργά στην πυρπόληση και λεηλασία του χωριού Λέχοβο Φλώρινας. Το Μάιο του 1944, καθώς επέστρεφε στην Καλαμαριά, βρήκε να τον περιμένουν ορισμένα μέλη της οργάνωσης Ο.Π.Λ.Α., τα οποία τον εκτέλεσαν. Για να εκδικηθούν για το θάνατό του, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 10 άτομα.
Αντώνιος Βήχος - Αρχηγός της δωσιλογικής οργάνωσης ΠΟΕΤ. Ήταν μεταλλλειολόγος και γεννημένος στην Κερατέα Αττικής. Στις 1 Φεβρουαρίου 1944, ο Βήχος ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την οργάνωση ΠΟΕΤ με έμβλημα το δικέφαλο αετό και παρέλαβε οπλισμό από τις γερμανικές αποθήκες. Προηγουμένως είχε εξασφαλίσει την έγκριση του Γερμανού ταγματάρχη Alfred Grun. Τον Οκτώβριο του 1947 παρουσιάστηκε στην Εισαγγελία Αθηνών. Η δίκη του ορίστηκε για τις 6 Απριλίου 1948. Ο ίδιος απουσίασε από αυτήν. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, δήμευση όλης της περιουσίας του και ισόβια στέρηση των δικαιωμάτων του. Ο Ειδικός Επίτροπος ζήτησε από το Τμήμα Γενικής Ασφάλειας Αθηνών να φροντίσει για την εκτέλεση της απόφασης. Τελικά η αστυνομία δεν συνέλαβε ποτέ τον Βήχο. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1948.
Βούζιος Γεώργιος (ταγματάρχης και υπαρχηγός της οργάνωσης ΠΟΕΤ)
Εμμανουήλ Γαρουφαλής - απόστρατος Σμηναγός που δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως μέλος του τάγματος του ναζιστή Πούλου, την περίοδο της κατοχής. Κατέδωσε στους Γερμανούς διάφορους συναδέλφους του αξιωματικούς που προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Οι Γερμανοί τον αντάμειψαν προσφέροντάς του μια θέση στην υπηρεσία της αντικατασκοπίας. Όταν είδε ότι το τέλος του πολέμου πλησίαζε, κατέφυγε στη Γερμανία, μαζί με την ερωμένη του Παγώνα, υπηρέτρια του Γ. Πούλου.
Ξενοφών «Φον» Γιοσμάς - γνωστός βασιλόφρων, γερμανόφιλος και δωσίλογος. Κατά την κατοχή εγκατέλειψε την Πιερία και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατατάχθηκε στην οργάνωση του Πούλου, αναλαμβάνοντας το λόχο προπαγάνδας. Το φθινόπωρο του 1944 ακολούθησε τους Γερμανούς και τον Πούλο κατά την υποχώρησή τους. Συνεργάστηκε με τον ναζιστή Τσιρονίκο στη Βιέννη. Το 1945 η ελληνική δικαιοσύνη τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο. Τον Ιούνιο του 1947 ήρθε στην Ελλάδα. Όχι μόνο δεν εκτελέστηκε, αλλά σύντομα αποφυλακίστηκε χάρη στο βασιλιά Παύλο που του απένειμε χάρη. Το 1952 βγήκε από τη φυλακή και αργότερα έγινε σχολικός έφορος στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης και εκδότης εφημερίδας. Πέθανε το 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο γιος του, Αλέξανδρος Γιοσμάς, ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΛΑ.Ο.Σ. του Καρατζαφέρη.
Γεώργιος Γκαρίπης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Κωνσταντίνος Γούλας (δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη και ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης ΕΕΕ)
Κύρος Γραμματικόπουλος - Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και εγκαταστάθηκε στη Δράμα και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος του Γεωργίου Σπυρίδη και κατατάχθηκε εθελοντής στη Βέρμαχτ. Πολέμησε σε διάφορες μάχες. Το 1943 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό της γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας. Φορούσε γερμανική στολή, συμμετείχε σε εφόδους σε σπίτια, σε συλλήψεις και δολοφονίες. Την ίδια χρονιά, μέσα από ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη ναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» εξέφρασε το θαυμασμό του για τη Γερμανία. Την επόμενη χρονία εντάχθηκε στην ομάδα του Φριτς Σούμπερτ και πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην περιοχή των Γιαννιτσών. Συμμετείχε στη δολοφονία 14 ανθρώπων στο Ελευθεροχώρι και στην καταστροφή πολλών σπιτιών. Στις 14-9-1944 συμμετείχε στη δολοφονία περισσότερων από 100 κατοίκων των Γιαννιτσών. Βλέποντας ότι έρχεται το τέλος της κατοχής, κατέφυγε στη Γερμανία. Το 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε ερήμην 5 φορές σε θάνατο. Ενώ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Σάλτσμπουργκ, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Αφέθηκε ελεύθερος και πήγε να ζήσει στις ΗΠΑ. Πιθανόν ούτε ο ίδιος δεν είχε φανταστεί πόσο εύκολα θα ξέφευγε από την ελληνική δικαιοσύνη.
Αντώνιος Δάγκουλας - Μικρασιάτης πρόσφυγας που κατοικούσε στα Γρεβενά και υποστήριζε τη βενιζελική παράταξη. Στην κατοχή προσχώρησε στον ΕΛΑΣ. Ήρθε σε ρήξη με την οργάνωση, αποχώρησε και εντάχθηκε στο γερμανόφιλο στρατόπεδο. Αυτός και οι άνδρες του τέθηκαν με προθυμία υπό τις διαταγές του Γερμανού διοικητή της SD Γκρυν. Στρατολογήθηκαν περίπου 100 άτομα και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς. Δημιούργησαν την «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης». Οι «Δαγκουλαίοι» εκπαιδεύτηκαν για 15 μέρες στο γήπεδο της ΧΑΝΘ και μετά προχώρησαν σε ένα όργιο εκτελέσεων. Παράλληλα φρόντιζαν και να πλουτίζουν αρπάζοντας διάφορα αντικείμενα από τα σπίτια των θυμάτων τους. Το 1944 κατάλαβε ότι δεν θα γλύτωνε εύκολα από τους αντιστασιακούς. Κρύφτηκε τραυματισμένος σε ένα σπίτι, προσποιούμενος ότι είναι ελασίτης, αλλά συνελήφθη από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μεταφέρθηκε για νοσηλεία σε ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου και απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου 1944.
Βασίλειος Έξαρχος - καθηγητής Θεολογικής του ΑΠΘ. Αθηναίος ναζιστής που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές ως μεταφραστής και ως προπαγανδιστής. Δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στη φιλοναζιστική οργάνωση ΕΕΕ. Τον Αύγουστο του 1944 κατέφυγε στην Αθήνα. Πέθανε το 1973.
Γεώργιος Θεμελής (κατοχικός νομάρχης Πέλλας και μέλος της ΠΑΟ)
Ηλίας Θεοφάνους (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ. Εκτελέστηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ το Δεκέμβριο του 1944.)
Ιωάννης Θεοχαρίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ. Αυτοκτόνησε το Δεκέμβριο του 1944.)
Θεόδωρος Θωμαΐδης (στέλεχος της ΠΑΟ και κατοχικός Νομάρχης Κιλκίς)
Κυριάκος Ιωαννίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Λεωνίδας Ιωαννίδης (στέλεχος του ΕΕΣ)
Πέτρος Ιωαννίδης (υπαρχηγός της ΠΟΕΤ. Το 1948 καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια, αλλά κυκλοφορούσε ελεύθερος μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ! Το Σεπτέμβριο του 1961 οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Πέθανε το Δεκέμβριο του 1962 σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.)
Γεώργιος Καζάνας (γερμανόφιλος διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας. Κατέφυγε αεροπορικώς στη Βιέννη.)
Απόστολος Καρταλάκης (ήταν μέλος της ομάδας του Πούλου και καταγόταν από τον Φιλώτα της Φλώρινας. Διέπραξε πολλές δολοφονίες. Κατέφυγε στην Αυστρία. Το 1947 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και δις σε ισόβια. Το καλοκαίρι του 1948 συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές στο Klagenfurt της Αυστρίας. Άργησε να σταλεί στην Ελλάδα και να οδηγηθεί στη φυλακή του Επταπυργίου. Κατέθεσε αίτηση ανακοπής της απόφασης, αλλά το Δεκέμβριο του 1950 το Ειδικό Δικαστήριο τον καταδίκασε πάλι σε θάνατο και δις σε ισόβια. Το 1953 έστειλε υπόμνημα στη Φρειδερίκη. Ο γιατρός των φυλακών αποφάσισε ότι ο Καρταλάκης θα έπρεπε να σταλεί στο ψυχιατρείο. Τον Απρίλιο του 1953 ο Καρταλάκης στάλθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Το 1956 ο Καρταλάκης μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρικό Παράρτημα των Φυλακών Καλλιθέας και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.
Φραγκίσκος Κολλάρας (στέλεχος του ΕΕΣ)
Κωνσταντίνος Κυλινδρέας - Την περίοδο της κατοχής ήταν πληροφοριοδότης της γερμανικής GFP. Το 1944 έφυγε από την Ελλάδα. Συνελήφθη από τους Ρώσους στη Βιέννη τον Απρίλιο του 1945, αλλά τους είπε ψεύτικο όνομα. Τον Ιούνιο του 1945 οδηγήθηκε στις φυλακές «Παύλου Μελά». Στις 17 Ιουλίου 1945 άρχισε η δίκη του. Καταδικάστηκε σε ισόβια. Ο Ειδικός Επίτροπος άσκησε αίτηση αναθεώρησης της δίκης. Στις 22 Οκτωβρίου 1946 ο Κυλινδρέας βρέθηκε ξανά μπροστά στο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια και ολική δήμευση της περιουσίας του. Με το βασιλικό διάταγμα της 12ης Σεπτεμβρίου 1952 η ποινή των ισοβίων δεσμών μετριάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών. Στάθηκε εξαιρετικά τυχερός. Στις 2 Μαρτίου 1954 αποφυλακίστηκε, μετά την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου της ποινής του.
Νικόλαος Λεονταρίδης (μέλος του ΕΕΣ)
Παναγιώτης Μαλτέζος (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Θεόδωρος Μελεμενλής - αρχικά ήταν μέλος της φασιστικής μεταξικής ΕΟΝ και στη συνέχεια επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο του ναζισμού. Έγινε στενός συνεργάτης του ναζιστή Πούλου και υπασπιστής του. Το καλοκαίρι του 1944 δέχθηκε επίθεση από μέλος της ΟΠΛΑ, η οποία ήταν ένοπλη μυστική οργάνωση του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Γερμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Ιουνίου 1944. Τα δύο του αδέλφια, Παναγιώτης και Ιωάννης, συνεργάστηκαν και αυτά με τον Πούλο.)
Παναγιώτης Μελεμενλής (αρχικά ήταν μέλος της ΕΟΝ και στη συνέχεια εντάχθηκε στην οργάνωση του ναζιστή Πούλου, όπως και τα αδέλφια του. Ωφελήθηκε από τις διώξεις εναντίον των Εβραίων, γιατί οι Γερμανοί χάρισαν διάφορα εβραϊκά καταστήματα στον ίδιο, αλλά και σε άλλους συνεργάτες του Πούλου. Όταν είδε ότι πλησίαζε το τέλος της κατοχής, κατέφυγε στη Γερμανία. Παρά τη δωσιλογική του δράση και τα εγκλήματα που διέπραξε, γλύτωσε τη θανατική καταδίκη. Παρότι καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947, πόνταρε πολλά στην αρμονική σχέση που διατηρούσε με την αστυνομία και με διοικητές διαφόρων Αστυνομικών Τμημάτων που διαβεβαίωναν γραπτώς για τα «πατριωτικά» του αισθήματα. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στην ελληνική δικαιοσύνη πολλά χρόνια μετά το τέλος της κατοχής. Στις 26-6-1952 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Όμως και πάλι τα κατάφερε και δεν χρειάστηκε να μείνει στη φυλακή μέχρι το 1964. Για την ακρίβεια δεν έμεινε ούτε δύο χρόνια ! Πέτυχε την αναστολή του υπολοίπου της ποινής του και αποφυλακίστηκε το Φεβρουάριο του 1954.
Ιωάννης Μελεμενλής - αδελφός του Θεόδωρου και του Παναγιώτη Μενεμενλή. Αρχικά ήταν μέλος της ΕΟΝ και στη συνέχεια εντάχθηκε στην οργάνωση του ναζιστή Πούλου, όπως και τα αδέλφια του. Παρά τη δωσιλογική του δράση και τα εγκλήματα που διέπραξε, γλύτωσε τη θανατική καταδίκη. Παρότι καταδικάστηκε ερήμην σε 3 φορές ισόβια κάθειρξη από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947, πόνταρε πολλά στην αρμονική σχέση που διατηρούσε με την αστυνομία και με διοικητές διαφόρων Αστυνομικών Τμημάτων που διαβεβαίωναν γραπτώς για τα «πατριωτικά» του αισθήματα. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στην ελληνική δικαιοσύνη πολλά χρόνια μετά το τέλος της κατοχής. Στις 26-6-1952 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Όμως και πάλι τα κατάφερε και δεν χρειάστηκε να μείνει στη φυλακή μέχρι το 1964. Για την ακρίβεια δεν έμεινε ούτε δύο χρόνια ! Πέτυχε την αναστολή του υπολοίπου της ποινής του και αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1953.
Γρηγόριος Παζιώνης - Γεννήθηκε στο Μελένικο της Βουλγαρίας το 1887. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Δράμα, έχοντας δυσάρεστες εμπειρίες από τη ζωή του στη Βουλγαρία. Το 1929 εκλέχτηκε Δήμαρχος Δράμας. Το 1935 έγινε Νομάρχης Χαλκιδικής, αλλά το 1936 παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής, χωρίς όμως να καταφέρει να εκλεγεί. Το 1938 διορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά Νομάρχης Έβρου. Τον Αύγουστο του 1940 τέθηκε σε διαθεσιμότητα, με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών. Την περίοδο της κατοχής διορίστηκε Επιθεωρητής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας με μηνιαίο μισθό 10.000 δραχμές (Σεπτέμβριος 1941). Επίσης, εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα του Σπυρίδη και το Μάρτιο του 1942 έγινε υπαρχηγός. Πολλές φορές εκδήλωνε δημόσια τα χιτλερικά του αισθήματα και παράλληλα προέτρεπε τους Έλληνες εργάτες να φύγουν από την Ελλάδα και να πάνε να δουλέψουν στη Γερμανία. Στην πορεία ο Παζιώνης άρχισε να αποκτά και άλλες αρμοδιότητες. Του ανατέθηκε η Γενική Διεύθυνση Στεγάσεως. Σε αυτήν φρόντισε να τοποθετήσει το γιο του και τον αδερφό του. Στη συνέχεια έγινε αρχηγός του ναζιστικού κόμματος Μακεδονίας – Θράκης. Το 1944 κατέφυγε στην Αυστρία. Στη συνέχεια πέρασε στην Ελβετία (Μάιος 1945), ελπίζοντας ότι δεν θα τον αναγνωρίσει κανείς. Προσπάθησε να παραπλανήσει την ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη, δηλώνοντας ψεύτικο όνομα. Ο Έλληνας πρέσβης όμως έδωσε εντολή να συλληφθεί. Το 1946 οδηγήθηκε στις φυλακές «Παύλου Μελά». Καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο τον Αύγουστο του 1947 σε φυλάκιση 2,5 ετών. Αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1948.
Χρήστος Παπαβασιλείου (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Αριστείδης Παπαδόπουλος - Καταγόταν από την Ημαθία και ήταν φίλος του Νικολάου Ζωγράφου. Μετά την απελευθέρωση κατηγορήθηκε για δοσιλογισμό και για διάφορες συλλήψεις και δολοφονίες συμπατριωτών του. Φυλακίστηκε στις 24 Απριλίου 1945. Η δίκη του αναβλήθηκε δύο φορές. Έστειλε επιστολή στον Πρωθυπουργό, το Δαμασκηνό και διάφορους υπουργούς, ζητώντας τους να φροντίσουν για την απελευθέρωσή του. Στις 3 Οκτωβρίου 1946 απέδρασε από το Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου είχε μεταφερθεί για νοσηλεία. Ο διοικητής της φρουράς του νοσοκομείου προτίμησε να ενημερώσει για την απόδραση τον Ειδικό Επίτροπο με 4 μέρες καθυστέρηση. Επέστρεψε ανενόχλητος στην ιδιαίτερη πατρίδα του και έφτιαξε μια παρακρατική ένοπλη ομάδα με έδρα τον Κολυνδρό. Σύντομα έγινε ομαδάρχης σε ένα τμήμα των ΜΑΔ. Το 1947 το Συμβούλιο Εφετών εξέδωσε παραπεμπτικό βούλευμα. Στις 6 Απριλίου 1948 κηρύχθηκε φυγόδικος. Το Νοέμβριο του 1948 σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Μιχάλης Παπαδόπουλος (Μιχάλαγας) - ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης ΠΟΕΤ του Αντωνίου Βήχου. Ήταν ποντιακής καταγωγής και είχε βενιζελικές πολιτικές πεποιθήσεις. Το 1943 εντάχθηκε στην ΠΑΟ. Στη συνέχεια πήγε στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στην ΠΟΕΤ. Επίσης έγινε ηγετικό στέλεχος του ΕΕΣ, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή οικονομικών της οργάνωσης στις 31-8-1944. Συνελήφθη στις 17-12-1944 στη Ζαρκαδόπετρα από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Δεν πέρασε από δίκη και μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1946. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος.
Κυριάκος Παπαδόπουλος («Κισά Μπατζάκ», δηλαδή κοντοπόδαρος) - στέλεχος του ΕΕΣ και της ΠΑΟ. Ήταν Πόντιος και γεννήθηκε το 1884. Τραυματίστηκε το Νοέμβριο του 1944 στη μάχη του Κιλκίς και αυτοκτόνησε για να μην μπορέσουν να τον αιχμαλωτίσουν οι αντάρτες της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Κωνσταντίνος Γ. Παπαδόπουλος - Γεωπόνος ποντιακής καταγωγής και έφεδρος αξιωματικός. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΕΕΣ και αργότερα βουλευτής. Συμμετείχε επίσης στην ΠΑΟ και στην ΠΟΕΤ. Απέφυγε να πολεμήσει στην πολύνεκρη μάχη του Κιλκίς το Νοέμβριο του 1944 εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μετά την απελευθέρωση δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων και υποστήριξε ότι ο αγώνας του ΕΕΣ ήταν «δίκαιος», καταφέρνοντας να γλυτώσει το ενδεχόμενο μιας καταδικαστικής απόφασης. Παράλληλα, προσπάθησε να αυτοπαρουσιαστεί ως «αντιστασιακός». Σύμφωνα με επιστολή που συνέταξε ο ταξίαρχος Αρχιμήδης Αργυρόπουλος το 1949, ο Κ. Παπαδόπουλος ήταν συνεργάτης των Γερμανών με πλούσια εγκληματική δράση, που διαγράφτηκε από την ΠΑΟ Θεσσαλονίκης εξαιτίας της αντεθνικής του δράσης, ενώ η επιστολή περιελάμβανε και αντίγραφο του πρωτοκόλλου συνεργασίας που είχε υπογράψει η ηγεσία του ΕΕΣ με τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής. Το 1945 ο Κ. Παπαδόπουλος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και κατατάχθηκε στο 113ο Τάγμα Εθνοφυλακής. Το 1946 εκλέχτηκε βουλευτής Κοζάνης με το Λαϊκό Κόμμα. Στο επόμενο διάστημα, μέχρι το 1964, εκλεγόταν βουλευτής Κιλκίς με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου και την ΕΡΕ του Καραμανλή. Για το δοσιλογικό του παρελθόν και τη συνεργασία του με τους Γερμανούς αντιμετώπισε σοβαρές κατηγορίες από πολιτικούς του κέντρου και της αριστεράς. Στις 13 Μαρτίου 1963, με την ιδιότητα του βουλευτή της ΕΡΕ, εκτόξευσε απειλές εναντίον της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), αντιμετωπίζοντας την άμεση αντίδραση των αριστερών βουλευτών που τον αποκάλεσαν χιτλερικό και προδότη. Επιτέθηκε και χτύπησε τον Αντώνη Μπριλλάκη της ΕΔΑ και στη συνέχεια δέχθηκε μπουνιά στο πρόσωπο από το Γρηγόρη Λαμπράκη της ΕΔΑ.
Λάσκαρης Παπαναούμ - Καταγόταν από το Μοναστήρι της Σερβίας. Για ένα διάστημα ζούσε και δούλευε στο Αμβούργο, όπου παντρεύτηκε μια Γερμανίδα. Το 1934 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε την αντιπροσωπεία μιας σερβικής εταιρείας ακατέργαστων δερμάτων. Το 1938 έγινε πράκτορας της Ειδικής Ασφάλειας. Τον καιρό που οι δυνάμεις του Άξονα είχαν σαν στόχο τους την κατάληψη της Ελλάδας, ο Παπαναούμ διοχέτευε πληροφορίες στους Γερμανούς για τα σχέδια της Θεσσαλονίκης, κάνοντας ευκολότερη την κατάληψή της από τον εχθρό. Τη μέρα που μπήκε ο γερμανικός στρατός στη Θεσσαλονίκη, αυτός ανέβηκε σε ένα γερμανικό τανκ και πανηγύριζε. Οι Γερμανοί τον τοποθέτησαν στην GFP, στην SD και στη διεύθυνση του μυστικού γραφείου προστασίας των κατοχικών στρατευμάτων. Κατάφερε να αποκτήσει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των κατακτητών, αλλά και μεγάλα χρηματικά ποσά. Όταν δύο αστυνομικοί ανακάλυψαν μέσα στις αποθήκες του 8.000 οκάδες ελαιόλαδου, οι Γερμανοί αρνήθηκαν να του απαγγείλουν κατηγορίες για μαύρη αγορά και να κατασχέσουν το ελαιόλαδο. Σύντομα έδειξα τα ρατσιστικά αισθήματά του για τους Εβραίους, τους οποίους εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο βαθμό. Χάρη στις διώξεις εναντίον των Εβραίων, πέρασαν στα χέρια του διάφορες εβραϊκές επιχειρήσεις από τις οποίες κέρδισε χιλιάδες λίρες. Όταν είδε ότι οι Γερμανοί θα έφευγαν από την Ελλάδα, αποφάσισε να τους ακολουθήσει και αυτός, βρίσκοντας στη χώρα τους φιλόξενο έδαφος και μια νέα υπηκοότητα. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να ξεφύγει από την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία τον καταδίκασε ερήμην το 1945 σε δύο φορές ισόβια. Έζησε στη Γερμανία μέχρι το 1971 που πέθανε και δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Γεώργιος Πούλος (1889 - 1949) - απόστρατος αντιβασιλικός αξιωματικός, φανατικός γερμανόφιλος και χιτλερικός, με πλούσια εγκληματική δράση. Πάνω από τη δεξιά τσέπη του χιτωνίου του υπήρχε ο γερμανικός αετός με τη σβάστικα. Συνελήφθη στο Κίτσμπιχελ της Αυστρίας στις 19-5-1945 από τους Αμερικανούς. Στις 9 Απριλίου 1947 οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Επταπυργίου. Στις 22 Μαΐου 1947 άρχισε στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη του Πούλου και των συνεργατών του. Στις 2-12-1947 άρχισε η δίκη του στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Εκτελέστηκε στις 11 Ιουνίου 1949.)
Νικόλαος Ραγκαβής (αντιστράτηγος και Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Ήταν παντρεμένος με Γερμανίδα και διατηρούσε αρκετά καλές σχέσεις με τις γερμανικές κατοχικές αρχές.
Γεώργιος Σερεμέτης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Φριτς Σούμπερτ (Fritz Schubert) (1897 - 1947) - Αν και δεν ήταν Έλληνας, θεωρήσαμε καλό να αναφέρουμε λίγες πληροφορίες για αυτόν.) (Γερμανός υπαξιωματικός με πλούσια εγκληματική δράση στην Κρήτη και στη Μακεδονία. Το 1934 έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος Γερμανίας (NSDAP). Πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη του καλοκαίρι του 1941. Εκτέλεσε πολλούς Έλληνες σε διάφορα χωριά του νησιού. Το Φεβρουάριο του 1944 στάλθηκε στη Μακεδονία, όπου συνέχισε το δολοφονικό του έργο. Ευθύνεται μεταξύ άλλων και για το Ολοκαύτωμα στο Χορτιάτη, όπου με τη βοήθεια και άλλων Γερμανών και Ελλήνων δωσιλόγων σκότωσε 149 κατοίκους. Ανάμεσά τους 109 γυναίκες και κορίτσια. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1944 έφυγε μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα. Το Φεβρουάριο του 1945 έφθασε στη Βιέννη. Στις 4-5-1945 συνελήφθη από τους Αμερικανούς και τους είπε ψέματα ότι ήταν Έλληνας. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1945 στάλθηκε στην Ελλάδα και αποκαλύφθηκε η πραγματική του ταυτότητα. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στις 5 Αυγούστου 1947 το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο. Εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947.
Γεώργιος Σπυρίδης (1897 - 1950) - φανατικός ναζιστής, γεννημένος στην Κερασούντα και Αρχηγός για ένα διάστημα του Ναζιστικού Κόμματος Μακεδονίας – Θράκης. Με το κόμμα αυτό κατέβηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 και του Ιουνίου του 1935. Τον Απρίλιο του 1934 έστειλε ένα γράμμα στον Χίτλερ, με το οποίο του εξέφρασε τον απεριόριστο θαυμασμό του. Όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία, ο Σπυρίδης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί προχώρησε σε ανασυγκρότηση του κόμματος το οποίο αρχικά στεγάστηκε δωρεάν στο ξενοδοχείο Άτλας στην οδό Εγνατία, κατόπιν εντολής των γερμανικών αρχών κατοχής και λίγο αργότερα σε οίκημα στην οδό Κομνηνών στο κέντρο της πόλης που αποτέλεσε και κατοικία του Σπυρίδη. Ο Σπυρίδης επισκεπτόταν συχνά το Νικόλαο Χερτούρα που ήταν Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας και του ζητούσε διάφορα τρόφιμα (αυγά, μέλι, φασόλια, κρέας, φρούτα, λάδι κ.α.) καθώς και άλλα είδη όπως τσιγάρα, σαπούνι και γραφική ύλη λέγοντας ότι προορίζονταν για άπορα μέλη και οπαδούς του κόμματος του. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα τρόφιμα ο Σπυρίδης τα πούλησε σε διάφορα άτομα κρατώντας για τον εαυτό του τα κέρδη, ενώ ελάχιστα διανεμήθηκαν δωρεάν σε άπορα μέλη του κόμματος. Τα διάφορα είδη πωλούνταν στο ξενοδοχείο Άτλας όπου το λουτρό είχε μετατραπεί σε αποθήκη τροφίμων. Από τα τέλη του χειμώνα του 1942 μέχρι τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Σπυρίδης, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω ανθρώπων του επιτελείου του, έλαβε από τη Γενική Διεύθυνση Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας, διάφορα τρόφιμα και άλλα είδη για τα οποία κατέβαλε μόνο 100.000 δραχμές ενώ από τον έλεγχο που έγινε αργότερα, μετά την αποκάλυψη της δράσης του Σπυρίδη και του Χερτούρα, αποκαλύφτηκε ότι η αξία των πραγμάτων αυτών ξεπερνούσε τα 16.000.000 δραχμές. Έτσι ο Σπυρίδης κατάφερε να θησαυρίσει, αλλά η δράση του αποκαλύφθηκε στα τέλη του 1942 και συντάχθηκε σε βάρος του ποινική δικογραφία από τον αγορανομικό ανακριτή. Στις 14-3-1943 το Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους Σπυρίδη και Χερτούρα. Στο Σπυρίδη επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και χρηματικό πρόστιμο 10.000 δραχμών για παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων και 40 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 60.000 δραχμών για αισχροκέρδεια. Λίγο πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Σπυρίδης αποφυλακίστηκε και διέφυγε στη Γερμανία για να γλυτώσει τη σύλληψη του για δωσιλογισμό. Στις 23 Αυγούστου 1947 καταδικάστηκε ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σε ισόβια. Το 1948 συνελήφθη στο Αμβούργο και παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον αγγλικού δικαστηρίου για παράνομη εισαγωγή εμπορευμάτων και μαύρη αγορά. Αργότερα εκδόθηκε στην Ελλάδα. Προφυλακίστηκε στις Β’ Επανορθωτικές Φυλακές στις 19 Νοεμβρίου 1949. Κατέθεσε αίτηση ανακοπής της καταδικαστικής απόφασης. Τον Ιανουάριο του 1950 το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ανακοπής, εξαφάνισε την απόφαση των ισοβίων και τον καταδίκασε σε μόνο 2,5 χρόνια φυλάκιση. Πέθανε το Μάιο του 1950 από οξύ πνευμονικό οίδημα.
Απόστολος Τσαρουχίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Νικόλαος Χερτούρας - δοσίλογος που καταγόταν από το Μοναστήρι και δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Για ένα διάστημα ήταν διευθυντής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης. Στα τέλη του 1941 έγινε Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας. Μετά από την εμπλοκή του σε σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε στα τέλη του 1942, οδηγήθηκε σε δίκη μαζί με τον Σπυρίδη. Στις 14 Μαρτίου 1943 το δικαστήριο επέβαλε στον Χερτούρα την ποινή του θανάτου για τη διάθεση τροφίμων στον Σπυρίδη και 15 χρόνια φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο 1.000.000 δραχμών για παράβαση καθήκοντος.
Διάφοροι δοσίλογοι που έδρασαν εκτός Μακεδονίας
Αλέξανδρος Αγήνορας - Ο Αγήνωρ ήταν δοσίλογος που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και έγινε αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης Μπουντ. Στο τέλος κατέφυγε στη Βιέννη. Ο αστυνομικός διευθυντής Ν. Αρχιμανδρίτης κατέθεσε στο Ειδικό Δικαστήριο ότι ο Αγήνορας εκτελέστηκε στη Βόρεια Ελλάδα από αντάρτες του ΕΛΑΣ.)
Χαράλαμπος Αϊβαλιώτης (κατέφυγε στη Γερμανία)
Νίκος Αναγνωστόπουλος (ταγματασφαλίτης της Εύβοιας)
Δημήτρης Αναστασίου (μέλος της ΕΣΠΟ)
Αριστείδης Ανδρόνικος (1862 - 1952) (ναζιστής καθηγητής, γόνος αρχοντικής οικογένειας και μέλος της ΕΣΠΟ. Διετέλεσε διευθυντής στο Ελληνικό Προξενείο της Πετρούπολης. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δραστηριοποιήθηκε στις φασιστικές οργανώσεις. Το 1944 κατέφυγε στην Αυστρία. Επέστρεψε στην Αθήνα και πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1952.)
Ελένη Βαρδακοπούλου (καταδικάστηκε από Δικαστήριο Δοσιλόγων σε ισόβια κάθειρξη, διότι έδρασε στην Πελοπόννησο ως πράκτορας των Γερμανών και κατέδωσε διάφορους Έλληνες πατριώτες.)
Ιωσήφ Βαρδινογιάννης (γιατρός, ο οποίος συνεργαζόταν με την Ειδική Ασφάλεια και τους Γερμανούς. Εκτελέστηκε από την οργάνωση ΟΠΛΑ του ΚΚΕ στις 22 Σεπτεμβρίου 1944.)
Νικόλαος Βελισσαρόπουλος (Αρχικά ήταν μέλος της μεταξικής ΕΟΝ και στη συνέχεια μέλος
της ΕΣΠΟ. Κατέφυγε στη Γερμανία. Λίγο μετά την ήττα της Γερμανίας (1945), συνελήφθη από τους Αμερικανούς.)
Αλέξανδρος Βερνίκος (1916 - 1991) (Δικηγόρος, εφοπλιστής, βουλευτής και υπουργός. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη κατηγορούμενος για δωσιλογισμό. Στα μεταπολεμικά χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής με την ΕΠΕΚ. Το 1964 έγινε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου. Το 1965 έγινε υπουργός εμπορίου στην κυβέρνηση των αποστατών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα, ο Βερνίκος ήταν οικονομικός δωσίλογος. Γιος του Αλέξανδρου Βερνίκου είναι ο εφοπλιστής και μέλος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Βερνίκος, ο οποίος έγινε υφυπουργός ναυτιλίας τον Ιούνιο του 2012, στην κυβέρνηση Σαμαρά.)
Γεώργιος Βλαβιανός (το Μάιο του 1941 ίδρυσε τη ναζιστική-δωσιλογική οργάνωση ΕΣΠΟ και έγινε αρχηγός της. Το Φεβρουάριο του 1942 παραιτήθηκε από την ηγεσία της οργάνωσης. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου διόρισε το Βλαβιανό Πρόεδρο της κοινότητας Κηφισιάς.)
Ιωάννης Βουλπιώτης (1902 - 1999) (επιχειρηματίας, διευθυντικό στέλεχος της SIEMENS, θαυμαστής του Χίτλερ και συνεργάτης των Γερμανών στην κατοχή. Παντρεύτηκε την κόρη του Ζήμενς και ήταν αντιπρόσωπος του συγκροτήματος Siemens-AEG-Τελεφούνκεν στην Ελλάδα. Μετά την κατάληψη της Ελλάδα από τους Γερμανούς, ανέλαβε την ελληνική ραδιοφωνία (ΑΕΡΕ) και την ελληνική τηλεφωνία. Το 1944 οι εταιρείες του επιτάχθηκαν και ο ίδιος παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων το 1946. Φυσικά κατάφερε να απαλλαγεί, αλλά ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Και πάλι κατάφερε να γλυτώσει, χαρούμενος που το δικαστήριο τον αθώωσε, «λόγω αμφιβολιών». Στην μεταπολεμική περίοδο το όνομά του ενεπλάκη σε σκάνδαλο που σχετιζόταν με το πολιτικό κόμμα του Παπάγου. Τον Οκτώβριο του 1955 καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημελειοδικείο Αθηνών σε φυλάκιση 18 μηνών, αλλά έμεινε στη φυλακή μόνο ένα έτος.)
Λεωνίδας Βρεττάκος (ιδρυτής του Τάγματος Ασφαλείας «Λεωνίδας» στη Λακωνία και βουλευτής)
Χρήστος Γερακίνης (υποδιοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Εύβοιας. Στα μεταπολεμική περίοδο πολιτεύτηκε με τη δεξιά παράταξη. Διετέλεσε υφυπουργός συγκοινωνιών της κυβέρνησης Παπάγου.)
Αλέξανδρος Γιάνναρος (είχε δική του φασιστική οργάνωση, αλλά μετά τη διάλυσή της προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα του Μερκούρη. Εξέδιδε δύο εφημερίδες.)
Κυριάκος Γραμματικόπουλος (κατέφυγε στη Γερμανία)
Παναγιώτης Δεμέστιχας (1885 - 1960) (αξιωματικός του στρατού, γεννημένος στη Λακωνία. Διετέλεσε υπουργός εσωτερικών στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου. Καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Απεβίωσε στις 14 Νοεμβρίου 1960.)
Αλκιβιάδης Διαμαντής (1894 - 1948) (Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα της Μακεδονίας. Ήταν ο δημιουργός της «Λεγεώνας των Βλάχων» και υποκινητής αυτονομιστικής κίνησης που αποσκοπούσε στη δημιουργία βλάχικου κράτους με την ονομασία «Πριγκιπάτο της Πίνδου» μέσα στο έδαφος της κατεχόμενης Ελλάδας. Έδρα της κυβέρνησής του σκόπευε να κάνει τη Λάρισα. Επινόησε για τον εαυτό του τον τίτλο του «Αρχηγού και εκπρόσωπου των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής». Στη μεταπολεμική Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τον Ιούνιο του 1942 επέστρεψε στη Ρουμανία, βλέποντας την οριστική διάψευση των προσδοκιών του. Στη χώρα αυτή, συνελήφθη το 1948 από το κομμουνιστικό καθεστώς και εκτελέστηκε.)
Αρίστος Καμπάνης (1883 - 1956) (συγγραφέας που δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της γερμανικής προπαγάνδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με την ΑΕΡΕ, πρόδρομο της ΕΡΤ. Καταδικάστηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων και το 1955 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο.)
Αθανάσιος Καπνόπουλος (κατέφυγε στη Γερμανία)
Σίτσα Καραϊσκάκη (ναζίστρια συγγραφέας. Εκφωνούσε ομιλίες στο κατοχικό ραδιόφωνο υπέρ της ναζιστικής Γερμανίας. Το 1933 διορίστηκε σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου προπαγάνδας. Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, διορίστηκε στη γερμανική πρεσβεία της Αθήνας. Το 1944 εγκατέλειψε την Ελλάδα και διέφυγε στην Αυστρία. Καταδικάστηκε ερήμην δύο φορές σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, αλλά αργότερα αμνηστεύτηκε. Εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία και παντρεύτηκε το βιομήχανο Μπάχμαν. Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα. Πέθανε στο Παλαιό Φάληρο στις 30 Απριλίου 1987.)
Νικόλαος Καράμπελας (βουλευτής Λακωνίας, δικηγόρος και μέλος του Τάγματος Ασφαλείας Λακωνίας)
Γεώργιος Κεφαλάς (ναζιστής από τον Πειραιά που κατέφυγε στη Γερμανία το 1944. Πέρασε πολλά βράδια σε μια μπιραρία της Στουτγάρδης. Η φίλη του ήταν μια 18χρονη Γερμανίδα, μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας. Έχοντας ένα ποδήλατο και μια ψεύτικη ταυτότητα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Κατάφερε να περάσει από έλεγχο των Αμερικανών προσποιούμενος ότι ήταν όμηρος των Γερμανών. Τον Ιούλιο του 1945 έφθασε στον Πειραιά και άρχισε να φοράει ένα περιβραχιόνιο του ΕΔΕΣ για να ξεγελάσει τους διώκτες του. Συνάντησε μια παλιά του γνώριμη που ήταν ερωμένη ενός πιλότου της Λουφτβάφε και εκείνη τον κατέδωσε στην Αστυνομία. Συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε το 1951 και συνεργάστηκε επαγγελματικά με έναν ομοϊδεάτη του, τον Ναπολέοντα Αντωνάδο. Μέχρι τα βαθιά γεράματά του το 2006 δήλωνε ναζιστής.)
Εγκον Κοντουμάς (Ελληνοκροάτης χημικός μηχανικός, ναζιστής, επιχειρηματίας, φίλος του Χίτλερ και ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης Μπουντ. Του είχε παραχωρηθεί με βασιλικό διάταγμα ένα μεταλλείο χαλκού στη Λακωνία. Πέρα από μέλος της Μπουντ, ο Κοντουμάς στην κατοχή ήταν και προμηθευτής του γερμανικού στρατού με ιματισμό και οικιακά είδη.)
Κώστας Κοτζιάς (1892 – 1951) (Διετέλεσε Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Πρόεδρος της ΕΠΟ, Πρόεδρος της ομάδας του Παναθηναϊκού (ΠΑΟ), υπουργός, βουλευτής και δήμαρχος Αθηναίων. Ήταν θαυμαστής του Χίτλερ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έζησε στις ΗΠΑ. Το 1950 και το 1951 εκλέχτηκε βουλευτής.)
Νικόλαος Κουρκουλάκος (διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πάτρα. Το 1969 τοποθετήθηκε διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας, με απόφαση της χούντας.)
Ευάγγελος Κυριάκης (χιτλερικός δημοσιογράφος που ίδρυσε στην Αθήνα το φασιστικό εκδοτικό οίκο «Νέα Γενεά». Διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Γκαίμπελς. Το 1944 κατέφυγε στη Γερμανία. Σκοτώθηκε το 1945 στους δρόμους του Βερολίνου από συμμαχικό βομβαρδισμό.)
Αλέξανδρος Λάμπου (αξιωματικός της χωροφυλακής και διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων καταδίκασε τον Λάμπου τρεις φορές σε θάνατο για συνειδητή συνεργασία με τους κατακτητές και για κατάδοση διαφόρων Ελλήνων. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946, ο Λάμπου βρισκόμενος στις φυλακές Καλλιθέας, επιτέθηκε στους δεσμοφύλακες με ένα σιδερολοστό. Μετά από την πράξη του αυτή, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας.)
Φίλιππος Λεσχόπουλος (μέλος της δοσιλογικής οργάνωσης ΕΣΠΟ. Φυλακίστηκε στην Καλλιθέα.)
Τάκης Μακεδών (αρχηγός της δοσιλογικής οργάνωσης ΕΑΣΑΔ που έδρασε στη Θεσσαλία και πρώην υπαξιωματικός της Χωροφυλακής. Εκτελέστηκε από αντιστασιακούς της οργάνωσης του ΕΛΑΣ το χειμώνα του 1944.)
Μανώλης Μανωλέας (1900 - 1944) (Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεσσηνία. Υπήρξε μέλος και βουλευτής του ΚΚΕ, αλλά σταδιακά απαρνήθηκε την κομμουνιστική ιδεολογία και υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Συνελήφθη από τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά λίγο καιρό αργότερα μετατράπηκε οικειοθελώς σε πράκτορα της Ασφάλειας της δικτατορίας. Η δικτατορία τον αποφυλάκισε το 1938. Στη συνέχεια ο Μανωλέας εντάχθηκε στην ΕΟΝ και αργότερα στη ναζιστική οργάνωση ΕΣΠΟ. Από το 1943 και μετά συνεργάστηκε με τις γερμανικές αρχές στο κατοχικό ραδιόφωνο και το Γραφείο Τύπου της γερμανικής πρεσβείας. Η δοσιλογική του δράση δεν έμεινε ατιμώρητη. Τον εκτέλεσε η οργάνωση ΟΠΛΑ του ΚΚΕ τον Ιανουάριο του 1944 στην Καλλιθέα. Δύο μέλη της ΟΠΛΑ έχοντας υποπολυβόλα Sten κρυμμένα μέσα στις καμπαρντίνες τους, ανέβηκαν σε ένα τραμ στην οδό Θησέως στην Καλλιθέα. Εντόπισαν και αιφνιδίασαν τον Μανωλέα, οδηγώντας τον έξω και πυροβολώντας τον.)
Νικόλαος Ματούσης (1899 - 1991) (βλαχόφωνος δικηγόρος που συνεργάστηκε με τον αυτονομιστή Αλκιβιάδη Διαμαντή στη «Λεγεώνα των Βλάχων». Σπούδασε στη Νομική και έγινε μέλος του ΚΚΕ, αλλά στην πορεία διαγράφτηκε από το κόμμα. Αργότερα εντάχθηκε στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, αλλά διαγράφτηκε και από αυτό. Το 1941 συνάντησε στη Λάρισα τον Αλκιβιάδη Διαμαντή που επιδίωκε να ιδρύσει βλαχικό κράτος μέσα στο έδαφος της κατεχόμενης Ελλάδας. Φορούσε στολή Ιταλού αξιωματικού και εκδήλωνε το θαυμασμό του για το Γ’ Ράιχ. Το 1943 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στη ναζιστική οργάνωση «Πρωτοπόροι Νέας Ευρώπης». Έπειτα κατέφυγε στη Ρουμανία, όπου συνελήφθη το 1948 από το κομμουνιστικό καθεστώς και φυλακίστηκε. Παραδόθηκε από τη Ρουμανία που ήταν φυλακισμένος στις ελληνικές αρχές στις 13 Μαΐου 1964. Έμεινε στις φυλακές Αβέρωφ μέχρι τις 25 Ιουνίου 1964, οπότε αποφυλακίστηκε. Για το θέμα του δοσιλογισμού παραπέμφθηκε σε δίκη. Τα πράγματα εξελίχθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκά για αυτόν. Το δικαστήριο αποφάσισε παύση της ποινικής του δίωξης λόγω παραγραφής στις δύο κατηγορίες συνεργασίας με τον εχθρό, διατήρηση των αποφάσεων δήμευσης της περιουσίας του και αθώωση στις κατηγορίες ότι παρείχε πληροφορίες στον εχθρό. Αφέθηκε ελεύθερος. Αργότερα υποστήριξε τη χούντα. Πέθανε στη Λάρισα στις 11 Μαρτίου 1991.)
Μελέτιος (Ήταν Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως και τον Απρίλιο του 1941 έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Χίτλερ για να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του.)
Γεώργιος Μιχαλολιάκος (ταγματασφαλίτης στη Λακωνία και πατέρας του ηγέτη της Χρυσής Αυγής Νίκου Μιχαλολιάκου)
Χρήστος Μπαρδόπουλος (ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης «Ένωσις Φίλων Χίτλερ» και συνεργάτης της γερμανικής SD. Το 1944 κατέφυγε στη Γερμανία. Καταδικάστηκε από την ελληνική δικαιοσύνη σε ισόβια, αλλά έμεινε στη φυλακή μόνο 3 χρόνια. Πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Αθήνα.)
Νικόλαος Μπουραντάς (διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας και συνεργάτης των κατοχικών αρχών)
Θωμάς Μπουρτζάλας (πρώην χωροφύλακας και σωματοφύλακας ενός υπουργού του Λαϊκού Κόμματος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήγε εθελοντικά στη μάχη του Στάλινγκραντ και πολέμησε στο πλευρό των Γερμανών. Γλύτωσε το θάνατο και απέφυγε την αιχμαλωσία. Επέστρεψε στην κατεχόμενη Ελλάδα και έγινε ανθυπομοίραρχος στη γερμανική αστυνομία GFP. Αργότερα καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή.)
Πολύκαρπος Νταλιάνης (χωροφύλακας που κατέδωσε μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ στους Γερμανούς. Η προδοσία δεν έμεινε ατιμώρητη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1942 ο Νταλιάνης βρέθηκε σε ένα υπόγειο όπου συνάντησε διάφορα μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης «Όμηρος». Αφού ομολόγησε ότι είναι καταδότης, οι αντιστασιακοί τον σκότωσαν χτυπώντας το κεφάλι του με ένα σφυρί.)
Βασίλειος Ντερτιλής (υποστράτηγος και διοικητής των ταγματασφαλιτών της Αθήνας.)
Ξηροτύρης (δικηγόρος από τη Λαμία και μέλος της ναζιστικής οργάνωσης ΟΕΔΕ. Όταν είδε ότι πλησίαζε η ήττα της Γερμανίας, αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο για να σώσει το τομάρι του. Εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Σ' ένα χωριό συναντήθηκε τυχαία με τον αρχικαπετάνιο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη. Ο Άρης Βελουχιώτης γνωρίζοντας την προδοτική του δράση, άρχισε νευριασμένος να τον ρωτάει πώς έφθασε εκεί. Κλότσησε τον Ξηροτύρη στην κοιλιά, τράβηξε το περίστροφο και τον σκότωσε με δύο σφαίρες στο κεφάλι.)
Παντελόγλου (αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης ΟΕΔΕ. Δολοφονήθηκε στα Δεκεμβριανά του 1944.)
Απόστολος Παπαγεωργίου (συνταγματάρχης , ο οποίος αρχικά ήταν μέλος του ΕΔΕΣ, αλλά στην πορεία έγινε συνεργάτης των Γερμανών. Στην κατοχή διορίστηκε αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος.)
Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος (συνταγματάρχης , ο οποίος αρχικά ήταν μέλος του ΕΔΕΣ, αλλά στην πορεία έγινε συνεργάτης των Γερμανών. Συγκεκριμένα έγινε διοικητής ενός Τάγματος Ασφαλείας στην Εύβοια.)
Ταγματάρχης Δημήτριος Παπαγιαννάκης (στην Κρήτη)
Διονύσιος Παπαδόγκωνας (1888-1944) (βασιλόφρων συνταγματάρχης, γεννημένος στο Πεταλίδι Μεσσηνίας. Ήταν διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά του 1944. Γιος του είναι ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαδόγκωνας, που διετέλεσε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας το 1974-1977 και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.)
Παπαθανασόπουλος (διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Εύβοιας)
Μιχαήλ Παπαστρατηγάκης (εκδότης της «Νέας Ευρώπης»)
Σταύρος Πέτροβας (συνεργάτης των Γερμανών στην Πελοπόννησο. Στις εκλογές του 1956 ήταν υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με το κόμμα του Μαρκεζίνη, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί γιατί συγκέντρωσε 92 ψήφους.)
Ιωάννης Πλυτζανόπουλος (Συνταγματάρχης. Γνωστός ταγματασφαλίτης και διοικητής του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών.)
Βασίλης Σκανδάλης (ηγετικό στέλεχος της ρατσιστικής οργάνωσης ΕΕΕ. Ο 29χρονος ακροδεξιός δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1944 από μέλη της Ο.Π.Λ.Α. στην περιοχή του Ρέντη. Η εντυπωσιακή αυτή ενέργεια της Ο.Π.Λ.Α. κατατρόμαξε τα υπόλοιπα στελέχη της ΕΕΕ, γιατί έγινε μέσα στα τοπικά γραφεία της ΕΕΕ που φυλάσσονταν από πέντε ένοπλους χίτες.)
Κώστας Σκανδάλης (έκανε ναζιστική προπαγάνδα μέσα από ραδιοφωνικές εκπομπές. Σκοτώθηκε στο Βερολίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1945 από αεροπορικό βομβαρδισμό.)
Νικόλαος Στεργιάδης (δοσίλογος που διέφυγε στο εξωτερικό. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1949.)
Σπύρος Στεροδήμος (Το Φεβρουάριο του 1942 έγινε αρχηγός της ΕΣΠΟ. Σκοτώθηκε το Σεπτέμβριο του 1942 όταν η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε το κτίριο της ΕΣΠΟ.)
Παναγιώτης Στούπας (διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας του Μελιγαλά. Αυτοκτόνησε κατά της πολιορκίας της Πύλου από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.)
Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (βουλευτής Αρκαδίας. Στην κατοχή διορίστηκε από τη δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος)
Γεώργιος Τριαντόπουλος (μέλος της ΕΣΠΟ)
Κωνσταντίνος Τσίμπας (καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έμενε στην Αθήνα. Υπηρέτησε στο Βρετανικό Στρατό και έκανε πολλά ταξίδια. Παντρεύτηκε την ηθοποιό Αγγελική Κοτσάλη. Την περίοδο της κατοχής είχε μια θέση στη γερμανική GFP και ήταν συνεργάτης του υπολοχαγού Σμιτ. Εκπαιδεύτηκε από μια γερμανική υπηρεσία στη ρωσική γλώσσα και σε τακτικές ανορθόδοξου πολέμου. Το 1944 αναχώρησε για τη Γερμανία. Τον Απρίλιο του 1945 συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες, οι οποίοι αποφάσισαν να του κατασχέσουν τα 145.000 δολάρια που είχε μαζί του. Το Μάρτιο του 1946 μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Στάλθηκε στις φυλακές της Καλλιθέας, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 απελευθερώθηκε. )
Μιχάλης Τυρίμος (1908 - 1945) (Γεννήθηκε στη Λέσβο. Το 1926 εντάχθηκε στο ΚΚΕ και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής του ΚΚΕ. Όμως το 1939 υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και μετατράπηκε οικειοθελώς σε πράκτορα της μεταξικής δικτατορίας και συνεργάτη του Μανιαδάκη. Το καλοκαίρι του 1941 έγινε υπαρχηγός στο ναζιστικό κόμμα του Γεωργίου Μερκούρη. Την τελευταία περίοδο της κατοχής, ο Τυρίμος κατηγορήθηκε μαζί με τον Γιάνναρο για την «απογύμνωσιν» της Εφορίας Υλικού Πολέμου και για ύποπτες συναλλαγές με μαυραγορίτες. Το 1944 συμμετείχε στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Αμέσως μετά την απελευθέρωση συνελήφθη από αντιστασιακούς του ΕΛΑΣ. Τον Ιανουάριο του 1945 εκτελέστηκε από την οργάνωση ΟΠΛΑ ως δοσίλογος.)
Σεβαστιανός Φουλίδης (Έλληνας ποντιακής καταγωγής, στέλεχος της γερμανικής μεραρχίας Brandenburg και πράκτορας της γερμανικής αντικατασκοπείας από το 1938. Τον Αύγουστο του 1941 αναχώρησε για τη Ρωσία, για να συλλέξει πληροφορίες για τα ρωσικά στρατεύματα και να τις δώσει στους Γερμανούς. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τι απέγινε τελικά. Κάποιοι αναφέρουν ότι εντοπίστηκε από μια ρωσική περίπολο το Δεκέμβριο του 1943 και σκοτώθηκε. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρει ο ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας στη σελ. 113 του βιβλίου του με τίτλο «Ιστορία της κατοχής (Τόμος 5)», ο Φουλίδης δεν είχε κάποιο ηρωικό θάνατο, αλλά ήταν εγκατεστημένος στο Βέλγιο μετά το τέλος του πολέμου.)
Ρεγγίνα ή Χριστίνα Χρηστάκη (Καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Δοσίλογων Πειραιά σε θάνατο διότι κατέδιδε συμπατριώτες της στους Γερμανούς.)
Στη Μακεδονία έδρασαν οι εξής:
Διονύσιος Αγάθος (1885-1956) - Ναζιστής αξιωματικός που γεννήθηκε στη Κέρκυρα, αλλά ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι του 1944 ανέλαβε την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος Μακεδονίας-Θράκης. Ήταν παντρεμένος με μια Βουλγάρα και είχε αναπτύξει στενές σχέσεις τόσο με τις γερμανικές αρχές κατοχής όσο και με τις βουλγαρικές. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, παρέδιδε με προθυμία σε καθημερινή βάση δελτία πληροφοριών στο Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε ομάδα αντικατασκοπείας των Γερμανών, συνεργαζόμενος με τον Πούλο, τον ταγματάρχη Γεώργιο Ζαρταλούδη και τον Εμμανουήλ Γαρουφαλή. Μάλιστα είχε δικό του γραφείο στο Αρχηγείο της (γερμανικής) Μυστικής Αστυνομίας Στρατού (Geheime Feldpolizei), που βρισκόταν στην οδό Τσιμισκή 72. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στον Αγάθο πιστώθηκε από την Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών ένα γαλακτοπωλείο του Αλμπέρτο Σαρφατή στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου 8, που ο Άγαθος το μετέτρεψε σε πολυτελέστατο γαλακτοπωλείο - ζαχαροπλαστείο και έγινε στέκι των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους. Το κατάστημα αυτό εξοπλίστηκε με αντικείμενα αξίας 4.400.900 δραχμών που αφαιρέθηκαν από το κατάστημα του Μπενρουμπή στην οδό Καποδιστρίου. Το Μάιο του 1945 κατέφυγε στην Ελβετία και παρουσιάστηκε στην ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη, αποκρύπτοντας το αληθινό του όνομα. Συνελήφθη από τις ελβετικές αρχές. Τον Αύγουστο του 1947 καταδικάστηκε από την ελληνική δικαιοσύνη ερήμην σε ισόβια. Το Σεπτέμβριο του 1947 οδηγήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Το Νοέμβριο του 1947 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 ετών (γλυτώνοντας τα ισόβια) και δήμευση της μισής περιουσίας του. Στις 3 Νοεμβρίου 1956 πέθανε στο σπίτι του από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 71 ετών.
Εμμανουήλ Βασιλείου - Μέλος της ΠΑΟ. Γνωστός και ως «καπετάν Μανώλης». Τον Ιούλιο του 1946 καταδικάστηκε σε θάνατο και διατάχτηκε η δήμευση της μισής περιουσίας του. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας. Τον Ιούλιο του 1951 έμαθε για την έκδοση του βασιλικού διατάγματος της 4ης Ιουνίου 1951, σύμφωνα με το οποίο η ποινή του μετατράπηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας.)
Ιωάννης Βελισσαρίδης (μέλος του τάγματος του ναζιστή Πούλου και άτομο της εμπιστοσύνης του). Είχε ποντιακή καταγωγή και ήταν παλιό μέλος της ΕΟΝ και έφεδρος Υπίλαρχος. Τα εγκλήματά του προκάλεσαν την απέχθεια του πληθυσμού της Μακεδονίας. Συμμετείχε ενεργά στην πυρπόληση και λεηλασία του χωριού Λέχοβο Φλώρινας. Το Μάιο του 1944, καθώς επέστρεφε στην Καλαμαριά, βρήκε να τον περιμένουν ορισμένα μέλη της οργάνωσης Ο.Π.Λ.Α., τα οποία τον εκτέλεσαν. Για να εκδικηθούν για το θάνατό του, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 10 άτομα.
Αντώνιος Βήχος - Αρχηγός της δωσιλογικής οργάνωσης ΠΟΕΤ. Ήταν μεταλλλειολόγος και γεννημένος στην Κερατέα Αττικής. Στις 1 Φεβρουαρίου 1944, ο Βήχος ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την οργάνωση ΠΟΕΤ με έμβλημα το δικέφαλο αετό και παρέλαβε οπλισμό από τις γερμανικές αποθήκες. Προηγουμένως είχε εξασφαλίσει την έγκριση του Γερμανού ταγματάρχη Alfred Grun. Τον Οκτώβριο του 1947 παρουσιάστηκε στην Εισαγγελία Αθηνών. Η δίκη του ορίστηκε για τις 6 Απριλίου 1948. Ο ίδιος απουσίασε από αυτήν. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, δήμευση όλης της περιουσίας του και ισόβια στέρηση των δικαιωμάτων του. Ο Ειδικός Επίτροπος ζήτησε από το Τμήμα Γενικής Ασφάλειας Αθηνών να φροντίσει για την εκτέλεση της απόφασης. Τελικά η αστυνομία δεν συνέλαβε ποτέ τον Βήχο. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1948.
Βούζιος Γεώργιος (ταγματάρχης και υπαρχηγός της οργάνωσης ΠΟΕΤ)
Εμμανουήλ Γαρουφαλής - απόστρατος Σμηναγός που δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως μέλος του τάγματος του ναζιστή Πούλου, την περίοδο της κατοχής. Κατέδωσε στους Γερμανούς διάφορους συναδέλφους του αξιωματικούς που προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Οι Γερμανοί τον αντάμειψαν προσφέροντάς του μια θέση στην υπηρεσία της αντικατασκοπίας. Όταν είδε ότι το τέλος του πολέμου πλησίαζε, κατέφυγε στη Γερμανία, μαζί με την ερωμένη του Παγώνα, υπηρέτρια του Γ. Πούλου.
Ξενοφών «Φον» Γιοσμάς - γνωστός βασιλόφρων, γερμανόφιλος και δωσίλογος. Κατά την κατοχή εγκατέλειψε την Πιερία και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατατάχθηκε στην οργάνωση του Πούλου, αναλαμβάνοντας το λόχο προπαγάνδας. Το φθινόπωρο του 1944 ακολούθησε τους Γερμανούς και τον Πούλο κατά την υποχώρησή τους. Συνεργάστηκε με τον ναζιστή Τσιρονίκο στη Βιέννη. Το 1945 η ελληνική δικαιοσύνη τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο. Τον Ιούνιο του 1947 ήρθε στην Ελλάδα. Όχι μόνο δεν εκτελέστηκε, αλλά σύντομα αποφυλακίστηκε χάρη στο βασιλιά Παύλο που του απένειμε χάρη. Το 1952 βγήκε από τη φυλακή και αργότερα έγινε σχολικός έφορος στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης και εκδότης εφημερίδας. Πέθανε το 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο γιος του, Αλέξανδρος Γιοσμάς, ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΛΑ.Ο.Σ. του Καρατζαφέρη.
Γεώργιος Γκαρίπης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Κωνσταντίνος Γούλας (δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη και ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης ΕΕΕ)
Κύρος Γραμματικόπουλος - Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και εγκαταστάθηκε στη Δράμα και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος του Γεωργίου Σπυρίδη και κατατάχθηκε εθελοντής στη Βέρμαχτ. Πολέμησε σε διάφορες μάχες. Το 1943 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό της γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας. Φορούσε γερμανική στολή, συμμετείχε σε εφόδους σε σπίτια, σε συλλήψεις και δολοφονίες. Την ίδια χρονιά, μέσα από ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη ναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» εξέφρασε το θαυμασμό του για τη Γερμανία. Την επόμενη χρονία εντάχθηκε στην ομάδα του Φριτς Σούμπερτ και πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην περιοχή των Γιαννιτσών. Συμμετείχε στη δολοφονία 14 ανθρώπων στο Ελευθεροχώρι και στην καταστροφή πολλών σπιτιών. Στις 14-9-1944 συμμετείχε στη δολοφονία περισσότερων από 100 κατοίκων των Γιαννιτσών. Βλέποντας ότι έρχεται το τέλος της κατοχής, κατέφυγε στη Γερμανία. Το 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε ερήμην 5 φορές σε θάνατο. Ενώ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Σάλτσμπουργκ, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Αφέθηκε ελεύθερος και πήγε να ζήσει στις ΗΠΑ. Πιθανόν ούτε ο ίδιος δεν είχε φανταστεί πόσο εύκολα θα ξέφευγε από την ελληνική δικαιοσύνη.
Αντώνιος Δάγκουλας - Μικρασιάτης πρόσφυγας που κατοικούσε στα Γρεβενά και υποστήριζε τη βενιζελική παράταξη. Στην κατοχή προσχώρησε στον ΕΛΑΣ. Ήρθε σε ρήξη με την οργάνωση, αποχώρησε και εντάχθηκε στο γερμανόφιλο στρατόπεδο. Αυτός και οι άνδρες του τέθηκαν με προθυμία υπό τις διαταγές του Γερμανού διοικητή της SD Γκρυν. Στρατολογήθηκαν περίπου 100 άτομα και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς. Δημιούργησαν την «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης». Οι «Δαγκουλαίοι» εκπαιδεύτηκαν για 15 μέρες στο γήπεδο της ΧΑΝΘ και μετά προχώρησαν σε ένα όργιο εκτελέσεων. Παράλληλα φρόντιζαν και να πλουτίζουν αρπάζοντας διάφορα αντικείμενα από τα σπίτια των θυμάτων τους. Το 1944 κατάλαβε ότι δεν θα γλύτωνε εύκολα από τους αντιστασιακούς. Κρύφτηκε τραυματισμένος σε ένα σπίτι, προσποιούμενος ότι είναι ελασίτης, αλλά συνελήφθη από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μεταφέρθηκε για νοσηλεία σε ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου και απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου 1944.
Βασίλειος Έξαρχος - καθηγητής Θεολογικής του ΑΠΘ. Αθηναίος ναζιστής που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές ως μεταφραστής και ως προπαγανδιστής. Δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στη φιλοναζιστική οργάνωση ΕΕΕ. Τον Αύγουστο του 1944 κατέφυγε στην Αθήνα. Πέθανε το 1973.
Γεώργιος Θεμελής (κατοχικός νομάρχης Πέλλας και μέλος της ΠΑΟ)
Ηλίας Θεοφάνους (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ. Εκτελέστηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ το Δεκέμβριο του 1944.)
Ιωάννης Θεοχαρίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ. Αυτοκτόνησε το Δεκέμβριο του 1944.)
Θεόδωρος Θωμαΐδης (στέλεχος της ΠΑΟ και κατοχικός Νομάρχης Κιλκίς)
Κυριάκος Ιωαννίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Λεωνίδας Ιωαννίδης (στέλεχος του ΕΕΣ)
Πέτρος Ιωαννίδης (υπαρχηγός της ΠΟΕΤ. Το 1948 καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια, αλλά κυκλοφορούσε ελεύθερος μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ! Το Σεπτέμβριο του 1961 οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Πέθανε το Δεκέμβριο του 1962 σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.)
Γεώργιος Καζάνας (γερμανόφιλος διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας. Κατέφυγε αεροπορικώς στη Βιέννη.)
Απόστολος Καρταλάκης (ήταν μέλος της ομάδας του Πούλου και καταγόταν από τον Φιλώτα της Φλώρινας. Διέπραξε πολλές δολοφονίες. Κατέφυγε στην Αυστρία. Το 1947 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και δις σε ισόβια. Το καλοκαίρι του 1948 συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές στο Klagenfurt της Αυστρίας. Άργησε να σταλεί στην Ελλάδα και να οδηγηθεί στη φυλακή του Επταπυργίου. Κατέθεσε αίτηση ανακοπής της απόφασης, αλλά το Δεκέμβριο του 1950 το Ειδικό Δικαστήριο τον καταδίκασε πάλι σε θάνατο και δις σε ισόβια. Το 1953 έστειλε υπόμνημα στη Φρειδερίκη. Ο γιατρός των φυλακών αποφάσισε ότι ο Καρταλάκης θα έπρεπε να σταλεί στο ψυχιατρείο. Τον Απρίλιο του 1953 ο Καρταλάκης στάλθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Το 1956 ο Καρταλάκης μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρικό Παράρτημα των Φυλακών Καλλιθέας και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.
Φραγκίσκος Κολλάρας (στέλεχος του ΕΕΣ)
Κωνσταντίνος Κυλινδρέας - Την περίοδο της κατοχής ήταν πληροφοριοδότης της γερμανικής GFP. Το 1944 έφυγε από την Ελλάδα. Συνελήφθη από τους Ρώσους στη Βιέννη τον Απρίλιο του 1945, αλλά τους είπε ψεύτικο όνομα. Τον Ιούνιο του 1945 οδηγήθηκε στις φυλακές «Παύλου Μελά». Στις 17 Ιουλίου 1945 άρχισε η δίκη του. Καταδικάστηκε σε ισόβια. Ο Ειδικός Επίτροπος άσκησε αίτηση αναθεώρησης της δίκης. Στις 22 Οκτωβρίου 1946 ο Κυλινδρέας βρέθηκε ξανά μπροστά στο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια και ολική δήμευση της περιουσίας του. Με το βασιλικό διάταγμα της 12ης Σεπτεμβρίου 1952 η ποινή των ισοβίων δεσμών μετριάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών. Στάθηκε εξαιρετικά τυχερός. Στις 2 Μαρτίου 1954 αποφυλακίστηκε, μετά την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου της ποινής του.
Νικόλαος Λεονταρίδης (μέλος του ΕΕΣ)
Παναγιώτης Μαλτέζος (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Θεόδωρος Μελεμενλής - αρχικά ήταν μέλος της φασιστικής μεταξικής ΕΟΝ και στη συνέχεια επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο του ναζισμού. Έγινε στενός συνεργάτης του ναζιστή Πούλου και υπασπιστής του. Το καλοκαίρι του 1944 δέχθηκε επίθεση από μέλος της ΟΠΛΑ, η οποία ήταν ένοπλη μυστική οργάνωση του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Γερμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Ιουνίου 1944. Τα δύο του αδέλφια, Παναγιώτης και Ιωάννης, συνεργάστηκαν και αυτά με τον Πούλο.)
Παναγιώτης Μελεμενλής (αρχικά ήταν μέλος της ΕΟΝ και στη συνέχεια εντάχθηκε στην οργάνωση του ναζιστή Πούλου, όπως και τα αδέλφια του. Ωφελήθηκε από τις διώξεις εναντίον των Εβραίων, γιατί οι Γερμανοί χάρισαν διάφορα εβραϊκά καταστήματα στον ίδιο, αλλά και σε άλλους συνεργάτες του Πούλου. Όταν είδε ότι πλησίαζε το τέλος της κατοχής, κατέφυγε στη Γερμανία. Παρά τη δωσιλογική του δράση και τα εγκλήματα που διέπραξε, γλύτωσε τη θανατική καταδίκη. Παρότι καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947, πόνταρε πολλά στην αρμονική σχέση που διατηρούσε με την αστυνομία και με διοικητές διαφόρων Αστυνομικών Τμημάτων που διαβεβαίωναν γραπτώς για τα «πατριωτικά» του αισθήματα. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στην ελληνική δικαιοσύνη πολλά χρόνια μετά το τέλος της κατοχής. Στις 26-6-1952 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Όμως και πάλι τα κατάφερε και δεν χρειάστηκε να μείνει στη φυλακή μέχρι το 1964. Για την ακρίβεια δεν έμεινε ούτε δύο χρόνια ! Πέτυχε την αναστολή του υπολοίπου της ποινής του και αποφυλακίστηκε το Φεβρουάριο του 1954.
Ιωάννης Μελεμενλής - αδελφός του Θεόδωρου και του Παναγιώτη Μενεμενλή. Αρχικά ήταν μέλος της ΕΟΝ και στη συνέχεια εντάχθηκε στην οργάνωση του ναζιστή Πούλου, όπως και τα αδέλφια του. Παρά τη δωσιλογική του δράση και τα εγκλήματα που διέπραξε, γλύτωσε τη θανατική καταδίκη. Παρότι καταδικάστηκε ερήμην σε 3 φορές ισόβια κάθειρξη από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947, πόνταρε πολλά στην αρμονική σχέση που διατηρούσε με την αστυνομία και με διοικητές διαφόρων Αστυνομικών Τμημάτων που διαβεβαίωναν γραπτώς για τα «πατριωτικά» του αισθήματα. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στην ελληνική δικαιοσύνη πολλά χρόνια μετά το τέλος της κατοχής. Στις 26-6-1952 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών. Όμως και πάλι τα κατάφερε και δεν χρειάστηκε να μείνει στη φυλακή μέχρι το 1964. Για την ακρίβεια δεν έμεινε ούτε δύο χρόνια ! Πέτυχε την αναστολή του υπολοίπου της ποινής του και αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1953.
Γρηγόριος Παζιώνης - Γεννήθηκε στο Μελένικο της Βουλγαρίας το 1887. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Δράμα, έχοντας δυσάρεστες εμπειρίες από τη ζωή του στη Βουλγαρία. Το 1929 εκλέχτηκε Δήμαρχος Δράμας. Το 1935 έγινε Νομάρχης Χαλκιδικής, αλλά το 1936 παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής, χωρίς όμως να καταφέρει να εκλεγεί. Το 1938 διορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά Νομάρχης Έβρου. Τον Αύγουστο του 1940 τέθηκε σε διαθεσιμότητα, με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών. Την περίοδο της κατοχής διορίστηκε Επιθεωρητής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας με μηνιαίο μισθό 10.000 δραχμές (Σεπτέμβριος 1941). Επίσης, εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα του Σπυρίδη και το Μάρτιο του 1942 έγινε υπαρχηγός. Πολλές φορές εκδήλωνε δημόσια τα χιτλερικά του αισθήματα και παράλληλα προέτρεπε τους Έλληνες εργάτες να φύγουν από την Ελλάδα και να πάνε να δουλέψουν στη Γερμανία. Στην πορεία ο Παζιώνης άρχισε να αποκτά και άλλες αρμοδιότητες. Του ανατέθηκε η Γενική Διεύθυνση Στεγάσεως. Σε αυτήν φρόντισε να τοποθετήσει το γιο του και τον αδερφό του. Στη συνέχεια έγινε αρχηγός του ναζιστικού κόμματος Μακεδονίας – Θράκης. Το 1944 κατέφυγε στην Αυστρία. Στη συνέχεια πέρασε στην Ελβετία (Μάιος 1945), ελπίζοντας ότι δεν θα τον αναγνωρίσει κανείς. Προσπάθησε να παραπλανήσει την ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη, δηλώνοντας ψεύτικο όνομα. Ο Έλληνας πρέσβης όμως έδωσε εντολή να συλληφθεί. Το 1946 οδηγήθηκε στις φυλακές «Παύλου Μελά». Καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο τον Αύγουστο του 1947 σε φυλάκιση 2,5 ετών. Αποφυλακίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1948.
Χρήστος Παπαβασιλείου (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Αριστείδης Παπαδόπουλος - Καταγόταν από την Ημαθία και ήταν φίλος του Νικολάου Ζωγράφου. Μετά την απελευθέρωση κατηγορήθηκε για δοσιλογισμό και για διάφορες συλλήψεις και δολοφονίες συμπατριωτών του. Φυλακίστηκε στις 24 Απριλίου 1945. Η δίκη του αναβλήθηκε δύο φορές. Έστειλε επιστολή στον Πρωθυπουργό, το Δαμασκηνό και διάφορους υπουργούς, ζητώντας τους να φροντίσουν για την απελευθέρωσή του. Στις 3 Οκτωβρίου 1946 απέδρασε από το Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου είχε μεταφερθεί για νοσηλεία. Ο διοικητής της φρουράς του νοσοκομείου προτίμησε να ενημερώσει για την απόδραση τον Ειδικό Επίτροπο με 4 μέρες καθυστέρηση. Επέστρεψε ανενόχλητος στην ιδιαίτερη πατρίδα του και έφτιαξε μια παρακρατική ένοπλη ομάδα με έδρα τον Κολυνδρό. Σύντομα έγινε ομαδάρχης σε ένα τμήμα των ΜΑΔ. Το 1947 το Συμβούλιο Εφετών εξέδωσε παραπεμπτικό βούλευμα. Στις 6 Απριλίου 1948 κηρύχθηκε φυγόδικος. Το Νοέμβριο του 1948 σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Μιχάλης Παπαδόπουλος (Μιχάλαγας) - ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης ΠΟΕΤ του Αντωνίου Βήχου. Ήταν ποντιακής καταγωγής και είχε βενιζελικές πολιτικές πεποιθήσεις. Το 1943 εντάχθηκε στην ΠΑΟ. Στη συνέχεια πήγε στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στην ΠΟΕΤ. Επίσης έγινε ηγετικό στέλεχος του ΕΕΣ, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή οικονομικών της οργάνωσης στις 31-8-1944. Συνελήφθη στις 17-12-1944 στη Ζαρκαδόπετρα από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Δεν πέρασε από δίκη και μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1946. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος.
Κυριάκος Παπαδόπουλος («Κισά Μπατζάκ», δηλαδή κοντοπόδαρος) - στέλεχος του ΕΕΣ και της ΠΑΟ. Ήταν Πόντιος και γεννήθηκε το 1884. Τραυματίστηκε το Νοέμβριο του 1944 στη μάχη του Κιλκίς και αυτοκτόνησε για να μην μπορέσουν να τον αιχμαλωτίσουν οι αντάρτες της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Κωνσταντίνος Γ. Παπαδόπουλος - Γεωπόνος ποντιακής καταγωγής και έφεδρος αξιωματικός. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΕΕΣ και αργότερα βουλευτής. Συμμετείχε επίσης στην ΠΑΟ και στην ΠΟΕΤ. Απέφυγε να πολεμήσει στην πολύνεκρη μάχη του Κιλκίς το Νοέμβριο του 1944 εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μετά την απελευθέρωση δικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων και υποστήριξε ότι ο αγώνας του ΕΕΣ ήταν «δίκαιος», καταφέρνοντας να γλυτώσει το ενδεχόμενο μιας καταδικαστικής απόφασης. Παράλληλα, προσπάθησε να αυτοπαρουσιαστεί ως «αντιστασιακός». Σύμφωνα με επιστολή που συνέταξε ο ταξίαρχος Αρχιμήδης Αργυρόπουλος το 1949, ο Κ. Παπαδόπουλος ήταν συνεργάτης των Γερμανών με πλούσια εγκληματική δράση, που διαγράφτηκε από την ΠΑΟ Θεσσαλονίκης εξαιτίας της αντεθνικής του δράσης, ενώ η επιστολή περιελάμβανε και αντίγραφο του πρωτοκόλλου συνεργασίας που είχε υπογράψει η ηγεσία του ΕΕΣ με τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής. Το 1945 ο Κ. Παπαδόπουλος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και κατατάχθηκε στο 113ο Τάγμα Εθνοφυλακής. Το 1946 εκλέχτηκε βουλευτής Κοζάνης με το Λαϊκό Κόμμα. Στο επόμενο διάστημα, μέχρι το 1964, εκλεγόταν βουλευτής Κιλκίς με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου και την ΕΡΕ του Καραμανλή. Για το δοσιλογικό του παρελθόν και τη συνεργασία του με τους Γερμανούς αντιμετώπισε σοβαρές κατηγορίες από πολιτικούς του κέντρου και της αριστεράς. Στις 13 Μαρτίου 1963, με την ιδιότητα του βουλευτή της ΕΡΕ, εκτόξευσε απειλές εναντίον της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), αντιμετωπίζοντας την άμεση αντίδραση των αριστερών βουλευτών που τον αποκάλεσαν χιτλερικό και προδότη. Επιτέθηκε και χτύπησε τον Αντώνη Μπριλλάκη της ΕΔΑ και στη συνέχεια δέχθηκε μπουνιά στο πρόσωπο από το Γρηγόρη Λαμπράκη της ΕΔΑ.
Λάσκαρης Παπαναούμ - Καταγόταν από το Μοναστήρι της Σερβίας. Για ένα διάστημα ζούσε και δούλευε στο Αμβούργο, όπου παντρεύτηκε μια Γερμανίδα. Το 1934 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε την αντιπροσωπεία μιας σερβικής εταιρείας ακατέργαστων δερμάτων. Το 1938 έγινε πράκτορας της Ειδικής Ασφάλειας. Τον καιρό που οι δυνάμεις του Άξονα είχαν σαν στόχο τους την κατάληψη της Ελλάδας, ο Παπαναούμ διοχέτευε πληροφορίες στους Γερμανούς για τα σχέδια της Θεσσαλονίκης, κάνοντας ευκολότερη την κατάληψή της από τον εχθρό. Τη μέρα που μπήκε ο γερμανικός στρατός στη Θεσσαλονίκη, αυτός ανέβηκε σε ένα γερμανικό τανκ και πανηγύριζε. Οι Γερμανοί τον τοποθέτησαν στην GFP, στην SD και στη διεύθυνση του μυστικού γραφείου προστασίας των κατοχικών στρατευμάτων. Κατάφερε να αποκτήσει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των κατακτητών, αλλά και μεγάλα χρηματικά ποσά. Όταν δύο αστυνομικοί ανακάλυψαν μέσα στις αποθήκες του 8.000 οκάδες ελαιόλαδου, οι Γερμανοί αρνήθηκαν να του απαγγείλουν κατηγορίες για μαύρη αγορά και να κατασχέσουν το ελαιόλαδο. Σύντομα έδειξα τα ρατσιστικά αισθήματά του για τους Εβραίους, τους οποίους εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο βαθμό. Χάρη στις διώξεις εναντίον των Εβραίων, πέρασαν στα χέρια του διάφορες εβραϊκές επιχειρήσεις από τις οποίες κέρδισε χιλιάδες λίρες. Όταν είδε ότι οι Γερμανοί θα έφευγαν από την Ελλάδα, αποφάσισε να τους ακολουθήσει και αυτός, βρίσκοντας στη χώρα τους φιλόξενο έδαφος και μια νέα υπηκοότητα. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να ξεφύγει από την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία τον καταδίκασε ερήμην το 1945 σε δύο φορές ισόβια. Έζησε στη Γερμανία μέχρι το 1971 που πέθανε και δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Γεώργιος Πούλος (1889 - 1949) - απόστρατος αντιβασιλικός αξιωματικός, φανατικός γερμανόφιλος και χιτλερικός, με πλούσια εγκληματική δράση. Πάνω από τη δεξιά τσέπη του χιτωνίου του υπήρχε ο γερμανικός αετός με τη σβάστικα. Συνελήφθη στο Κίτσμπιχελ της Αυστρίας στις 19-5-1945 από τους Αμερικανούς. Στις 9 Απριλίου 1947 οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Επταπυργίου. Στις 22 Μαΐου 1947 άρχισε στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη του Πούλου και των συνεργατών του. Στις 2-12-1947 άρχισε η δίκη του στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Εκτελέστηκε στις 11 Ιουνίου 1949.)
Νικόλαος Ραγκαβής (αντιστράτηγος και Γενικός Διοικητής Μακεδονίας. Ήταν παντρεμένος με Γερμανίδα και διατηρούσε αρκετά καλές σχέσεις με τις γερμανικές κατοχικές αρχές.
Γεώργιος Σερεμέτης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Φριτς Σούμπερτ (Fritz Schubert) (1897 - 1947) - Αν και δεν ήταν Έλληνας, θεωρήσαμε καλό να αναφέρουμε λίγες πληροφορίες για αυτόν.) (Γερμανός υπαξιωματικός με πλούσια εγκληματική δράση στην Κρήτη και στη Μακεδονία. Το 1934 έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος Γερμανίας (NSDAP). Πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη του καλοκαίρι του 1941. Εκτέλεσε πολλούς Έλληνες σε διάφορα χωριά του νησιού. Το Φεβρουάριο του 1944 στάλθηκε στη Μακεδονία, όπου συνέχισε το δολοφονικό του έργο. Ευθύνεται μεταξύ άλλων και για το Ολοκαύτωμα στο Χορτιάτη, όπου με τη βοήθεια και άλλων Γερμανών και Ελλήνων δωσιλόγων σκότωσε 149 κατοίκους. Ανάμεσά τους 109 γυναίκες και κορίτσια. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1944 έφυγε μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα. Το Φεβρουάριο του 1945 έφθασε στη Βιέννη. Στις 4-5-1945 συνελήφθη από τους Αμερικανούς και τους είπε ψέματα ότι ήταν Έλληνας. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1945 στάλθηκε στην Ελλάδα και αποκαλύφθηκε η πραγματική του ταυτότητα. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στις 5 Αυγούστου 1947 το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο. Εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947.
Γεώργιος Σπυρίδης (1897 - 1950) - φανατικός ναζιστής, γεννημένος στην Κερασούντα και Αρχηγός για ένα διάστημα του Ναζιστικού Κόμματος Μακεδονίας – Θράκης. Με το κόμμα αυτό κατέβηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 και του Ιουνίου του 1935. Τον Απρίλιο του 1934 έστειλε ένα γράμμα στον Χίτλερ, με το οποίο του εξέφρασε τον απεριόριστο θαυμασμό του. Όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία, ο Σπυρίδης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί προχώρησε σε ανασυγκρότηση του κόμματος το οποίο αρχικά στεγάστηκε δωρεάν στο ξενοδοχείο Άτλας στην οδό Εγνατία, κατόπιν εντολής των γερμανικών αρχών κατοχής και λίγο αργότερα σε οίκημα στην οδό Κομνηνών στο κέντρο της πόλης που αποτέλεσε και κατοικία του Σπυρίδη. Ο Σπυρίδης επισκεπτόταν συχνά το Νικόλαο Χερτούρα που ήταν Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας και του ζητούσε διάφορα τρόφιμα (αυγά, μέλι, φασόλια, κρέας, φρούτα, λάδι κ.α.) καθώς και άλλα είδη όπως τσιγάρα, σαπούνι και γραφική ύλη λέγοντας ότι προορίζονταν για άπορα μέλη και οπαδούς του κόμματος του. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα τρόφιμα ο Σπυρίδης τα πούλησε σε διάφορα άτομα κρατώντας για τον εαυτό του τα κέρδη, ενώ ελάχιστα διανεμήθηκαν δωρεάν σε άπορα μέλη του κόμματος. Τα διάφορα είδη πωλούνταν στο ξενοδοχείο Άτλας όπου το λουτρό είχε μετατραπεί σε αποθήκη τροφίμων. Από τα τέλη του χειμώνα του 1942 μέχρι τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Σπυρίδης, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω ανθρώπων του επιτελείου του, έλαβε από τη Γενική Διεύθυνση Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας, διάφορα τρόφιμα και άλλα είδη για τα οποία κατέβαλε μόνο 100.000 δραχμές ενώ από τον έλεγχο που έγινε αργότερα, μετά την αποκάλυψη της δράσης του Σπυρίδη και του Χερτούρα, αποκαλύφτηκε ότι η αξία των πραγμάτων αυτών ξεπερνούσε τα 16.000.000 δραχμές. Έτσι ο Σπυρίδης κατάφερε να θησαυρίσει, αλλά η δράση του αποκαλύφθηκε στα τέλη του 1942 και συντάχθηκε σε βάρος του ποινική δικογραφία από τον αγορανομικό ανακριτή. Στις 14-3-1943 το Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους Σπυρίδη και Χερτούρα. Στο Σπυρίδη επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και χρηματικό πρόστιμο 10.000 δραχμών για παράβαση του νόμου περί μεσαζόντων και 40 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 60.000 δραχμών για αισχροκέρδεια. Λίγο πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Σπυρίδης αποφυλακίστηκε και διέφυγε στη Γερμανία για να γλυτώσει τη σύλληψη του για δωσιλογισμό. Στις 23 Αυγούστου 1947 καταδικάστηκε ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σε ισόβια. Το 1948 συνελήφθη στο Αμβούργο και παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον αγγλικού δικαστηρίου για παράνομη εισαγωγή εμπορευμάτων και μαύρη αγορά. Αργότερα εκδόθηκε στην Ελλάδα. Προφυλακίστηκε στις Β’ Επανορθωτικές Φυλακές στις 19 Νοεμβρίου 1949. Κατέθεσε αίτηση ανακοπής της καταδικαστικής απόφασης. Τον Ιανουάριο του 1950 το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ανακοπής, εξαφάνισε την απόφαση των ισοβίων και τον καταδίκασε σε μόνο 2,5 χρόνια φυλάκιση. Πέθανε το Μάιο του 1950 από οξύ πνευμονικό οίδημα.
Απόστολος Τσαρουχίδης (ιδρυτικό μέλος της ΠΟΕΤ)
Νικόλαος Χερτούρας - δοσίλογος που καταγόταν από το Μοναστήρι και δραστηριοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Για ένα διάστημα ήταν διευθυντής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης. Στα τέλη του 1941 έγινε Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας. Μετά από την εμπλοκή του σε σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε στα τέλη του 1942, οδηγήθηκε σε δίκη μαζί με τον Σπυρίδη. Στις 14 Μαρτίου 1943 το δικαστήριο επέβαλε στον Χερτούρα την ποινή του θανάτου για τη διάθεση τροφίμων στον Σπυρίδη και 15 χρόνια φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο 1.000.000 δραχμών για παράβαση καθήκοντος.
Διάφοροι δοσίλογοι που έδρασαν εκτός Μακεδονίας
Αλέξανδρος Αγήνορας - Ο Αγήνωρ ήταν δοσίλογος που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και έγινε αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης Μπουντ. Στο τέλος κατέφυγε στη Βιέννη. Ο αστυνομικός διευθυντής Ν. Αρχιμανδρίτης κατέθεσε στο Ειδικό Δικαστήριο ότι ο Αγήνορας εκτελέστηκε στη Βόρεια Ελλάδα από αντάρτες του ΕΛΑΣ.)
Χαράλαμπος Αϊβαλιώτης (κατέφυγε στη Γερμανία)
Νίκος Αναγνωστόπουλος (ταγματασφαλίτης της Εύβοιας)
Δημήτρης Αναστασίου (μέλος της ΕΣΠΟ)
Αριστείδης Ανδρόνικος (1862 - 1952) (ναζιστής καθηγητής, γόνος αρχοντικής οικογένειας και μέλος της ΕΣΠΟ. Διετέλεσε διευθυντής στο Ελληνικό Προξενείο της Πετρούπολης. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δραστηριοποιήθηκε στις φασιστικές οργανώσεις. Το 1944 κατέφυγε στην Αυστρία. Επέστρεψε στην Αθήνα και πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1952.)
Ελένη Βαρδακοπούλου (καταδικάστηκε από Δικαστήριο Δοσιλόγων σε ισόβια κάθειρξη, διότι έδρασε στην Πελοπόννησο ως πράκτορας των Γερμανών και κατέδωσε διάφορους Έλληνες πατριώτες.)
Ιωσήφ Βαρδινογιάννης (γιατρός, ο οποίος συνεργαζόταν με την Ειδική Ασφάλεια και τους Γερμανούς. Εκτελέστηκε από την οργάνωση ΟΠΛΑ του ΚΚΕ στις 22 Σεπτεμβρίου 1944.)
Νικόλαος Βελισσαρόπουλος (Αρχικά ήταν μέλος της μεταξικής ΕΟΝ και στη συνέχεια μέλος
της ΕΣΠΟ. Κατέφυγε στη Γερμανία. Λίγο μετά την ήττα της Γερμανίας (1945), συνελήφθη από τους Αμερικανούς.)
Αλέξανδρος Βερνίκος (1916 - 1991) (Δικηγόρος, εφοπλιστής, βουλευτής και υπουργός. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη κατηγορούμενος για δωσιλογισμό. Στα μεταπολεμικά χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής με την ΕΠΕΚ. Το 1964 έγινε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου. Το 1965 έγινε υπουργός εμπορίου στην κυβέρνηση των αποστατών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα, ο Βερνίκος ήταν οικονομικός δωσίλογος. Γιος του Αλέξανδρου Βερνίκου είναι ο εφοπλιστής και μέλος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Βερνίκος, ο οποίος έγινε υφυπουργός ναυτιλίας τον Ιούνιο του 2012, στην κυβέρνηση Σαμαρά.)
Γεώργιος Βλαβιανός (το Μάιο του 1941 ίδρυσε τη ναζιστική-δωσιλογική οργάνωση ΕΣΠΟ και έγινε αρχηγός της. Το Φεβρουάριο του 1942 παραιτήθηκε από την ηγεσία της οργάνωσης. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου διόρισε το Βλαβιανό Πρόεδρο της κοινότητας Κηφισιάς.)
Ιωάννης Βουλπιώτης (1902 - 1999) (επιχειρηματίας, διευθυντικό στέλεχος της SIEMENS, θαυμαστής του Χίτλερ και συνεργάτης των Γερμανών στην κατοχή. Παντρεύτηκε την κόρη του Ζήμενς και ήταν αντιπρόσωπος του συγκροτήματος Siemens-AEG-Τελεφούνκεν στην Ελλάδα. Μετά την κατάληψη της Ελλάδα από τους Γερμανούς, ανέλαβε την ελληνική ραδιοφωνία (ΑΕΡΕ) και την ελληνική τηλεφωνία. Το 1944 οι εταιρείες του επιτάχθηκαν και ο ίδιος παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων το 1946. Φυσικά κατάφερε να απαλλαγεί, αλλά ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Και πάλι κατάφερε να γλυτώσει, χαρούμενος που το δικαστήριο τον αθώωσε, «λόγω αμφιβολιών». Στην μεταπολεμική περίοδο το όνομά του ενεπλάκη σε σκάνδαλο που σχετιζόταν με το πολιτικό κόμμα του Παπάγου. Τον Οκτώβριο του 1955 καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημελειοδικείο Αθηνών σε φυλάκιση 18 μηνών, αλλά έμεινε στη φυλακή μόνο ένα έτος.)
Λεωνίδας Βρεττάκος (ιδρυτής του Τάγματος Ασφαλείας «Λεωνίδας» στη Λακωνία και βουλευτής)
Χρήστος Γερακίνης (υποδιοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Εύβοιας. Στα μεταπολεμική περίοδο πολιτεύτηκε με τη δεξιά παράταξη. Διετέλεσε υφυπουργός συγκοινωνιών της κυβέρνησης Παπάγου.)
Αλέξανδρος Γιάνναρος (είχε δική του φασιστική οργάνωση, αλλά μετά τη διάλυσή της προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα του Μερκούρη. Εξέδιδε δύο εφημερίδες.)
Κυριάκος Γραμματικόπουλος (κατέφυγε στη Γερμανία)
Παναγιώτης Δεμέστιχας (1885 - 1960) (αξιωματικός του στρατού, γεννημένος στη Λακωνία. Διετέλεσε υπουργός εσωτερικών στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου. Καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Απεβίωσε στις 14 Νοεμβρίου 1960.)
Αλκιβιάδης Διαμαντής (1894 - 1948) (Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα της Μακεδονίας. Ήταν ο δημιουργός της «Λεγεώνας των Βλάχων» και υποκινητής αυτονομιστικής κίνησης που αποσκοπούσε στη δημιουργία βλάχικου κράτους με την ονομασία «Πριγκιπάτο της Πίνδου» μέσα στο έδαφος της κατεχόμενης Ελλάδας. Έδρα της κυβέρνησής του σκόπευε να κάνει τη Λάρισα. Επινόησε για τον εαυτό του τον τίτλο του «Αρχηγού και εκπρόσωπου των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής». Στη μεταπολεμική Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τον Ιούνιο του 1942 επέστρεψε στη Ρουμανία, βλέποντας την οριστική διάψευση των προσδοκιών του. Στη χώρα αυτή, συνελήφθη το 1948 από το κομμουνιστικό καθεστώς και εκτελέστηκε.)
Αρίστος Καμπάνης (1883 - 1956) (συγγραφέας που δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της γερμανικής προπαγάνδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με την ΑΕΡΕ, πρόδρομο της ΕΡΤ. Καταδικάστηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων και το 1955 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο.)
Αθανάσιος Καπνόπουλος (κατέφυγε στη Γερμανία)
Σίτσα Καραϊσκάκη (ναζίστρια συγγραφέας. Εκφωνούσε ομιλίες στο κατοχικό ραδιόφωνο υπέρ της ναζιστικής Γερμανίας. Το 1933 διορίστηκε σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου προπαγάνδας. Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, διορίστηκε στη γερμανική πρεσβεία της Αθήνας. Το 1944 εγκατέλειψε την Ελλάδα και διέφυγε στην Αυστρία. Καταδικάστηκε ερήμην δύο φορές σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, αλλά αργότερα αμνηστεύτηκε. Εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία και παντρεύτηκε το βιομήχανο Μπάχμαν. Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα. Πέθανε στο Παλαιό Φάληρο στις 30 Απριλίου 1987.)
Νικόλαος Καράμπελας (βουλευτής Λακωνίας, δικηγόρος και μέλος του Τάγματος Ασφαλείας Λακωνίας)
Γεώργιος Κεφαλάς (ναζιστής από τον Πειραιά που κατέφυγε στη Γερμανία το 1944. Πέρασε πολλά βράδια σε μια μπιραρία της Στουτγάρδης. Η φίλη του ήταν μια 18χρονη Γερμανίδα, μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας. Έχοντας ένα ποδήλατο και μια ψεύτικη ταυτότητα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Κατάφερε να περάσει από έλεγχο των Αμερικανών προσποιούμενος ότι ήταν όμηρος των Γερμανών. Τον Ιούλιο του 1945 έφθασε στον Πειραιά και άρχισε να φοράει ένα περιβραχιόνιο του ΕΔΕΣ για να ξεγελάσει τους διώκτες του. Συνάντησε μια παλιά του γνώριμη που ήταν ερωμένη ενός πιλότου της Λουφτβάφε και εκείνη τον κατέδωσε στην Αστυνομία. Συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε το 1951 και συνεργάστηκε επαγγελματικά με έναν ομοϊδεάτη του, τον Ναπολέοντα Αντωνάδο. Μέχρι τα βαθιά γεράματά του το 2006 δήλωνε ναζιστής.)
Εγκον Κοντουμάς (Ελληνοκροάτης χημικός μηχανικός, ναζιστής, επιχειρηματίας, φίλος του Χίτλερ και ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης Μπουντ. Του είχε παραχωρηθεί με βασιλικό διάταγμα ένα μεταλλείο χαλκού στη Λακωνία. Πέρα από μέλος της Μπουντ, ο Κοντουμάς στην κατοχή ήταν και προμηθευτής του γερμανικού στρατού με ιματισμό και οικιακά είδη.)
Κώστας Κοτζιάς (1892 – 1951) (Διετέλεσε Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Πρόεδρος της ΕΠΟ, Πρόεδρος της ομάδας του Παναθηναϊκού (ΠΑΟ), υπουργός, βουλευτής και δήμαρχος Αθηναίων. Ήταν θαυμαστής του Χίτλερ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έζησε στις ΗΠΑ. Το 1950 και το 1951 εκλέχτηκε βουλευτής.)
Νικόλαος Κουρκουλάκος (διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πάτρα. Το 1969 τοποθετήθηκε διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας, με απόφαση της χούντας.)
Ευάγγελος Κυριάκης (χιτλερικός δημοσιογράφος που ίδρυσε στην Αθήνα το φασιστικό εκδοτικό οίκο «Νέα Γενεά». Διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Γκαίμπελς. Το 1944 κατέφυγε στη Γερμανία. Σκοτώθηκε το 1945 στους δρόμους του Βερολίνου από συμμαχικό βομβαρδισμό.)
Αλέξανδρος Λάμπου (αξιωματικός της χωροφυλακής και διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων καταδίκασε τον Λάμπου τρεις φορές σε θάνατο για συνειδητή συνεργασία με τους κατακτητές και για κατάδοση διαφόρων Ελλήνων. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946, ο Λάμπου βρισκόμενος στις φυλακές Καλλιθέας, επιτέθηκε στους δεσμοφύλακες με ένα σιδερολοστό. Μετά από την πράξη του αυτή, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας.)
Φίλιππος Λεσχόπουλος (μέλος της δοσιλογικής οργάνωσης ΕΣΠΟ. Φυλακίστηκε στην Καλλιθέα.)
Τάκης Μακεδών (αρχηγός της δοσιλογικής οργάνωσης ΕΑΣΑΔ που έδρασε στη Θεσσαλία και πρώην υπαξιωματικός της Χωροφυλακής. Εκτελέστηκε από αντιστασιακούς της οργάνωσης του ΕΛΑΣ το χειμώνα του 1944.)
Μανώλης Μανωλέας (1900 - 1944) (Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεσσηνία. Υπήρξε μέλος και βουλευτής του ΚΚΕ, αλλά σταδιακά απαρνήθηκε την κομμουνιστική ιδεολογία και υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Συνελήφθη από τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά λίγο καιρό αργότερα μετατράπηκε οικειοθελώς σε πράκτορα της Ασφάλειας της δικτατορίας. Η δικτατορία τον αποφυλάκισε το 1938. Στη συνέχεια ο Μανωλέας εντάχθηκε στην ΕΟΝ και αργότερα στη ναζιστική οργάνωση ΕΣΠΟ. Από το 1943 και μετά συνεργάστηκε με τις γερμανικές αρχές στο κατοχικό ραδιόφωνο και το Γραφείο Τύπου της γερμανικής πρεσβείας. Η δοσιλογική του δράση δεν έμεινε ατιμώρητη. Τον εκτέλεσε η οργάνωση ΟΠΛΑ του ΚΚΕ τον Ιανουάριο του 1944 στην Καλλιθέα. Δύο μέλη της ΟΠΛΑ έχοντας υποπολυβόλα Sten κρυμμένα μέσα στις καμπαρντίνες τους, ανέβηκαν σε ένα τραμ στην οδό Θησέως στην Καλλιθέα. Εντόπισαν και αιφνιδίασαν τον Μανωλέα, οδηγώντας τον έξω και πυροβολώντας τον.)
Νικόλαος Ματούσης (1899 - 1991) (βλαχόφωνος δικηγόρος που συνεργάστηκε με τον αυτονομιστή Αλκιβιάδη Διαμαντή στη «Λεγεώνα των Βλάχων». Σπούδασε στη Νομική και έγινε μέλος του ΚΚΕ, αλλά στην πορεία διαγράφτηκε από το κόμμα. Αργότερα εντάχθηκε στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, αλλά διαγράφτηκε και από αυτό. Το 1941 συνάντησε στη Λάρισα τον Αλκιβιάδη Διαμαντή που επιδίωκε να ιδρύσει βλαχικό κράτος μέσα στο έδαφος της κατεχόμενης Ελλάδας. Φορούσε στολή Ιταλού αξιωματικού και εκδήλωνε το θαυμασμό του για το Γ’ Ράιχ. Το 1943 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στη ναζιστική οργάνωση «Πρωτοπόροι Νέας Ευρώπης». Έπειτα κατέφυγε στη Ρουμανία, όπου συνελήφθη το 1948 από το κομμουνιστικό καθεστώς και φυλακίστηκε. Παραδόθηκε από τη Ρουμανία που ήταν φυλακισμένος στις ελληνικές αρχές στις 13 Μαΐου 1964. Έμεινε στις φυλακές Αβέρωφ μέχρι τις 25 Ιουνίου 1964, οπότε αποφυλακίστηκε. Για το θέμα του δοσιλογισμού παραπέμφθηκε σε δίκη. Τα πράγματα εξελίχθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκά για αυτόν. Το δικαστήριο αποφάσισε παύση της ποινικής του δίωξης λόγω παραγραφής στις δύο κατηγορίες συνεργασίας με τον εχθρό, διατήρηση των αποφάσεων δήμευσης της περιουσίας του και αθώωση στις κατηγορίες ότι παρείχε πληροφορίες στον εχθρό. Αφέθηκε ελεύθερος. Αργότερα υποστήριξε τη χούντα. Πέθανε στη Λάρισα στις 11 Μαρτίου 1991.)
Μελέτιος (Ήταν Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως και τον Απρίλιο του 1941 έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Χίτλερ για να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του.)
Γεώργιος Μιχαλολιάκος (ταγματασφαλίτης στη Λακωνία και πατέρας του ηγέτη της Χρυσής Αυγής Νίκου Μιχαλολιάκου)
Χρήστος Μπαρδόπουλος (ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης «Ένωσις Φίλων Χίτλερ» και συνεργάτης της γερμανικής SD. Το 1944 κατέφυγε στη Γερμανία. Καταδικάστηκε από την ελληνική δικαιοσύνη σε ισόβια, αλλά έμεινε στη φυλακή μόνο 3 χρόνια. Πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Αθήνα.)
Νικόλαος Μπουραντάς (διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας και συνεργάτης των κατοχικών αρχών)
Θωμάς Μπουρτζάλας (πρώην χωροφύλακας και σωματοφύλακας ενός υπουργού του Λαϊκού Κόμματος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήγε εθελοντικά στη μάχη του Στάλινγκραντ και πολέμησε στο πλευρό των Γερμανών. Γλύτωσε το θάνατο και απέφυγε την αιχμαλωσία. Επέστρεψε στην κατεχόμενη Ελλάδα και έγινε ανθυπομοίραρχος στη γερμανική αστυνομία GFP. Αργότερα καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή.)
Πολύκαρπος Νταλιάνης (χωροφύλακας που κατέδωσε μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ στους Γερμανούς. Η προδοσία δεν έμεινε ατιμώρητη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1942 ο Νταλιάνης βρέθηκε σε ένα υπόγειο όπου συνάντησε διάφορα μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης «Όμηρος». Αφού ομολόγησε ότι είναι καταδότης, οι αντιστασιακοί τον σκότωσαν χτυπώντας το κεφάλι του με ένα σφυρί.)
Βασίλειος Ντερτιλής (υποστράτηγος και διοικητής των ταγματασφαλιτών της Αθήνας.)
Ξηροτύρης (δικηγόρος από τη Λαμία και μέλος της ναζιστικής οργάνωσης ΟΕΔΕ. Όταν είδε ότι πλησίαζε η ήττα της Γερμανίας, αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο για να σώσει το τομάρι του. Εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Σ' ένα χωριό συναντήθηκε τυχαία με τον αρχικαπετάνιο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη. Ο Άρης Βελουχιώτης γνωρίζοντας την προδοτική του δράση, άρχισε νευριασμένος να τον ρωτάει πώς έφθασε εκεί. Κλότσησε τον Ξηροτύρη στην κοιλιά, τράβηξε το περίστροφο και τον σκότωσε με δύο σφαίρες στο κεφάλι.)
Παντελόγλου (αρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης ΟΕΔΕ. Δολοφονήθηκε στα Δεκεμβριανά του 1944.)
Απόστολος Παπαγεωργίου (συνταγματάρχης , ο οποίος αρχικά ήταν μέλος του ΕΔΕΣ, αλλά στην πορεία έγινε συνεργάτης των Γερμανών. Στην κατοχή διορίστηκε αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος.)
Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος (συνταγματάρχης , ο οποίος αρχικά ήταν μέλος του ΕΔΕΣ, αλλά στην πορεία έγινε συνεργάτης των Γερμανών. Συγκεκριμένα έγινε διοικητής ενός Τάγματος Ασφαλείας στην Εύβοια.)
Ταγματάρχης Δημήτριος Παπαγιαννάκης (στην Κρήτη)
Διονύσιος Παπαδόγκωνας (1888-1944) (βασιλόφρων συνταγματάρχης, γεννημένος στο Πεταλίδι Μεσσηνίας. Ήταν διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά του 1944. Γιος του είναι ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαδόγκωνας, που διετέλεσε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας το 1974-1977 και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.)
Παπαθανασόπουλος (διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Εύβοιας)
Μιχαήλ Παπαστρατηγάκης (εκδότης της «Νέας Ευρώπης»)
Σταύρος Πέτροβας (συνεργάτης των Γερμανών στην Πελοπόννησο. Στις εκλογές του 1956 ήταν υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με το κόμμα του Μαρκεζίνη, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί γιατί συγκέντρωσε 92 ψήφους.)
Ιωάννης Πλυτζανόπουλος (Συνταγματάρχης. Γνωστός ταγματασφαλίτης και διοικητής του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών.)
Βασίλης Σκανδάλης (ηγετικό στέλεχος της ρατσιστικής οργάνωσης ΕΕΕ. Ο 29χρονος ακροδεξιός δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1944 από μέλη της Ο.Π.Λ.Α. στην περιοχή του Ρέντη. Η εντυπωσιακή αυτή ενέργεια της Ο.Π.Λ.Α. κατατρόμαξε τα υπόλοιπα στελέχη της ΕΕΕ, γιατί έγινε μέσα στα τοπικά γραφεία της ΕΕΕ που φυλάσσονταν από πέντε ένοπλους χίτες.)
Κώστας Σκανδάλης (έκανε ναζιστική προπαγάνδα μέσα από ραδιοφωνικές εκπομπές. Σκοτώθηκε στο Βερολίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1945 από αεροπορικό βομβαρδισμό.)
Νικόλαος Στεργιάδης (δοσίλογος που διέφυγε στο εξωτερικό. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1949.)
Σπύρος Στεροδήμος (Το Φεβρουάριο του 1942 έγινε αρχηγός της ΕΣΠΟ. Σκοτώθηκε το Σεπτέμβριο του 1942 όταν η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε το κτίριο της ΕΣΠΟ.)
Παναγιώτης Στούπας (διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας του Μελιγαλά. Αυτοκτόνησε κατά της πολιορκίας της Πύλου από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.)
Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (βουλευτής Αρκαδίας. Στην κατοχή διορίστηκε από τη δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος)
Γεώργιος Τριαντόπουλος (μέλος της ΕΣΠΟ)
Κωνσταντίνος Τσίμπας (καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έμενε στην Αθήνα. Υπηρέτησε στο Βρετανικό Στρατό και έκανε πολλά ταξίδια. Παντρεύτηκε την ηθοποιό Αγγελική Κοτσάλη. Την περίοδο της κατοχής είχε μια θέση στη γερμανική GFP και ήταν συνεργάτης του υπολοχαγού Σμιτ. Εκπαιδεύτηκε από μια γερμανική υπηρεσία στη ρωσική γλώσσα και σε τακτικές ανορθόδοξου πολέμου. Το 1944 αναχώρησε για τη Γερμανία. Τον Απρίλιο του 1945 συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες, οι οποίοι αποφάσισαν να του κατασχέσουν τα 145.000 δολάρια που είχε μαζί του. Το Μάρτιο του 1946 μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Στάλθηκε στις φυλακές της Καλλιθέας, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 απελευθερώθηκε. )
Μιχάλης Τυρίμος (1908 - 1945) (Γεννήθηκε στη Λέσβο. Το 1926 εντάχθηκε στο ΚΚΕ και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής του ΚΚΕ. Όμως το 1939 υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και μετατράπηκε οικειοθελώς σε πράκτορα της μεταξικής δικτατορίας και συνεργάτη του Μανιαδάκη. Το καλοκαίρι του 1941 έγινε υπαρχηγός στο ναζιστικό κόμμα του Γεωργίου Μερκούρη. Την τελευταία περίοδο της κατοχής, ο Τυρίμος κατηγορήθηκε μαζί με τον Γιάνναρο για την «απογύμνωσιν» της Εφορίας Υλικού Πολέμου και για ύποπτες συναλλαγές με μαυραγορίτες. Το 1944 συμμετείχε στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Αμέσως μετά την απελευθέρωση συνελήφθη από αντιστασιακούς του ΕΛΑΣ. Τον Ιανουάριο του 1945 εκτελέστηκε από την οργάνωση ΟΠΛΑ ως δοσίλογος.)
Σεβαστιανός Φουλίδης (Έλληνας ποντιακής καταγωγής, στέλεχος της γερμανικής μεραρχίας Brandenburg και πράκτορας της γερμανικής αντικατασκοπείας από το 1938. Τον Αύγουστο του 1941 αναχώρησε για τη Ρωσία, για να συλλέξει πληροφορίες για τα ρωσικά στρατεύματα και να τις δώσει στους Γερμανούς. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τι απέγινε τελικά. Κάποιοι αναφέρουν ότι εντοπίστηκε από μια ρωσική περίπολο το Δεκέμβριο του 1943 και σκοτώθηκε. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρει ο ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας στη σελ. 113 του βιβλίου του με τίτλο «Ιστορία της κατοχής (Τόμος 5)», ο Φουλίδης δεν είχε κάποιο ηρωικό θάνατο, αλλά ήταν εγκατεστημένος στο Βέλγιο μετά το τέλος του πολέμου.)
Ρεγγίνα ή Χριστίνα Χρηστάκη (Καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Δοσίλογων Πειραιά σε θάνατο διότι κατέδιδε συμπατριώτες της στους Γερμανούς.)
Οι δολοφονίες στην Στερεά Ελλάδα
(Μέρος 1ο)
Ο Κόκκινος Φάκελος παρουσιάζει μια σειρά άρθρων που θα σκιαγραφήσουν τις σφαγές και τις διώξεις της λευκής τρομοκρατίας 1945-1949 στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και της ευρύτερης Στερεάς. Τα περιστατικά θα δίνονται με ονόματα και επίθετα καθώς και τις πηγές για να μπορεί κανείς να ανατρέξει.
Το 1945, αμέσως μετά την Βάρκιζα, ο Γ.Π. Μαυρομάτης, με στήριξη της εθνοφυλακής και της χωροφυλακής ανακηρύσσεται αρχηγός και οργανώνει ομάδα χιτοσυμμοριτών, αποτελούμενη από τους Σωτήρη Μαυρομάτη, Δημήτρη Στραβοκέφαλο, Νάσιο Κολίδα, Σπύρο Βάση, Τόλια Τζούρο, Σπύρο Κεφρίτσα, Σάκα, Μύτακα και Πάνο Λούτζη.
Τον Απρίλη του 1945, δολοφονούν τον ανταρτοεπονίτη του ΕΛΑΣ Θεόφιλο Καρύδα πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Το παιδί ήταν δεν ήταν 20 ετών. Την ίδια τύχη έχει ο Βασίλης Κοκορόμπας (Λαμπέτης), ΕΛΑΣίτης και μαχητής του αλβανικού. Ήταν από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ και είχε χάσει τον αδερφό του στους 120 του Αγρινίου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Στο κρατητήριο της Κατούνας, η ομάδα των κτηνανθρώπων δολοφονεί με φρικτά βασανιστήρια τους αγωνιστές Θ. Μπουμπούλη, Γιάννη Παπακωνσταντίνου και Τίτο Γιάννη. Επίσης δολοφόνησαν ένα μικρό παιδάκι που βοηθούσε στις δουλειές τις αδελφές του κομμουνιστή Σπύρου Λιαπάκη. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. Συνέντευξη Αγγελική Κουφάκη)
Το 1946, την Μεγάλη Πέμπτη, η παραπάνω συμμορία δολοφόνησε με χειροβομβίδα μέσα στο σπίτι τους Αρ. Μπουμπούλη, Ελένη Μπουμπούλη, Κωνσταντίνα Μπουμπούλη, και την Αθανασία Μπουμπούλη. Η οικογένεια κάθονταν τότε στο γιορτινό τραπέζι...(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. Συνέντευξη Αγγελική Κουφάκη)
Στην Μαχαιρά Ξηρομέρου, επικεφαλής των δεξιών τρομοκρατών είναι ο Αθανάσιος Καπελάρης, από τη Σταμνά. Ο Καπελάρης είναι σταθμάρχης της τοπικής χωροφυλακής και επικεφαλής αποσπάσματος χιτών. Στο κρατητήριο οι τραμπούκοι του με μαέστρο τον ίδιο βασάνισαν φρικτά δύο φορές τον Σταύρο Τσίντζο που τελικά δολοφονήθηκε από τους ίδιους στον Λάκκο του Μαλιάρη. Δολοφονήθηκε επίσης ο Μανδηλάς τον Ιούνιο του 1946. Η ίδια ομάδα συνέλαβε στην Μακρυνία τους Δημήτρη Μαυρογιώργο και τον Γιώργο Πλιάτσικα. Τους μετέφεραν στο γνωστό κρατητήριο και τους έκαψαν ζωντανούς. Από τους ίδιους τραμπούκους μαρτύρησε ο Γιώργης Κορδέλης από το Πεντάλοφο. Έφεραν επίσης από το Αγρίνιο τον παλαίμαχο κομμουνιστή Στέφανο Κομπλίτση τον οποίο βασάνισαν μέχρι αναισθησίας. Τέλος οι ίδιοι τρομοκράτες κούρεψαν τις αγωνίστριες Ειρήνη Μακρυπίδη, Μαριγώ Μακρυπίδη, Μαρία Γεροθόδωρου και Ειρήνη Κουτρουμάνου. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Πρόδρομος υπήρχε επίσης ομάδα χιτοσυμμοριτών. Στις 22-23 Νοέμβρη του 1945, οι τρομοκράτες εισέβαλλαν στο σπίτι του Γιάννη Κωστόπουλου (Ακαρνάν) προπολεμικού κομμουνιστή, γραμματέα υπαχτίδας του ΚΚΕ στο Αγρίνιο και πτυχιούχου της Παντείου. Εκεί προσπάθησαν να βιάσουν την αδελφή του Χρυσούλα που επειδή αντιστάθηκε πετάχτηκε στο πηγάδι με αποτέλεσμα να μείνει για πάντα ανάπηρη. Οι ίδιοι φρικτοί κτηνάνθρωποι λεηλάτησαν τα σπίτια των Σπύρου και Βαγγέλη Παπαφώτη και Χρ. Βλάχου τα οποία καίνε. Επίσης κούρεψαν τις αγωνίστριες Ανθούλα Κουζέλη και Κωστούλα Σταύρου. Αργότερα το ίδιο έτος δολοφονούν με κανιβαλικό τρόπο τους Γιάννη Παπαφώτη και τον Σωκράτη Τσελεπή του οποίου του έκοψαν με φαλτσέτα τα γεννητικά όργανα. Επίσης εκτέλεσαν στο Αργοστόλι τον κομμουνιστή Αριστοτέλη Βλάχο.
Τα ονόματα των τρομοκρατών είναι: Μιχάλης Λαινάς, Γιώργος Ζώης, Λάμπρος Κατσαρομήτσος, Νίκος Σταματάκης και ο Παπαδήμος από το Ριζοβούνι Πρέβεζας, φίλος του ταγματάρχη του ΕΔΕΣ Μπούρου.
(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Χρυσοβίτσα που κάηκε από τους Ιταλούς το 1943, οι Γιάννης Κώτσης και Γιάννης Χρυσιώτης κούρεψαν τις αδελφές Χάιδω και Αναστασία Τσόμπου πρώτες ξαδέρφες του καπετάνιου Λεωνίδα Τσόμπου και αντάρτισσες του ΕΛΑΣ. Στο ίδιο χωριό ο τρομοκράτης Οδυσσέας Παπαδημητρίου με ομάδα τραμπούκων σκότωσαν στην θέση Γουρνοκαλύβα τον ΕΛΑΣίτη Γεράσιμο Κατσιγιάννη. Το έγκλημα έλαβε χώρα στις 7 Ιούλη 1945.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κάμπο της Χρυσοβίτσας οι ΕΠΟΝίτες του χωριού με επικεφαλής τον δικηγόρο Θανάση Σώλο εξόρμησαν και μετέτρεψαν με κέντρωμα τις εκατοντάδες αγριαπιδιές σε αχλαδιές. Το περιστατικό έγινε το 1943 μεσούσης της κατοχής για να έχει το χωριό να τρώει από τα δέντρα. Οι λεχρίτες σκοταδιστές που προαναφέραμε κατέστρεψαν τα δέντρα το 1945 για να μην θυμάται κανείς το έργο αυτό της ΕΠΟΝ. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Βρακά Αστακού στις 16 Απρίλη του 1946, σκοτώνεται με πέτρες και ρόπαλο, ο αγωνιστής του ΕΛΑΣ Νίκος Στάθης Καραιμπέρης. Ο τρομοκράτης που έπραξε τον κανιβαλισμό είναι ο Γιάννης Α. Κοράκης. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Αγράμπελο Νταγιάντα τρομοκράτες και χιτομοναρχικά κτήνη βίασαν τη γυναίκα του αγωνιστή Νικόλα Κωτσέλη και το επανέλαβαν όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Ζαπάντι Αγρινίου. Φυσικοί αυτουργοί οι Μπούσης, Νταγιάντας, Μ. Λαινάς, Γιώργος Κατσαρός. Αυτοί σκότωσαν και τον αγωνιστή Κώστα Νασίκα με φρικτά βασανιστήρια. Τέλος στο χωριό δολοφονήθηκε από τραμπούκους του ΕΔΕΣ υπό τον Μπούρο ο Σπύρος Σταμούλης. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Κανδήλα Ξηρομέρου ταγματασφαλίτικα όργανα του Βέρη σκότωσαν στο ξύλο τον Λαμπράκη Λήλα τον Αύγουστο του 1946. Αργότερα, με τον ίδιο τρόπο σκότωσαν στην Αθήνα τον Θεόδωρο Πάτρα από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην Στερεά. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Κατοχή, ο παρακρατικός δολοφόνος Δημ. Λουκάς ή Μαλιάρης δολοφόνησε σε καρτέρι στην θέση Τρίκαρδο τον αγωνιστή Γεράσιμο Βινιεράτο (Μιαούλη). Επίσης καταδικάζεται σε θάνατο ο αγωνιστής Αντώνης Κατσαραίος με ψεύτικες κατηγορίες του Στράτου Μπιρέρη από το Αιτωλικό.(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Γουριά, ο Κόντης Γιώργος από την Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου έσφαξε νύχτα 5 Μάη 1945 στον ύπνο του, τον καπετάνιο του ΕΛΑΝ Γιάννη Χριστοδούλου (Φρίξο). (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Νεοχώρι, οι χιτοσυμμορίτες κούρεψαν τις αγωνίστριες Βάγια Τσώτα και Θεώνη Μαρκαντώνη. Βασάνισαν την Ελένη Τσώτα, τον Στάθη Κούτρα, τον Δημήτρη Μουλαρά και δολοφόνησαν τον Δ. Μπαρμπάτη που άφησε πίσω 5 μικρά παιδιά. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Καινούργιο γνωστοί παρακρατικοί και χίτες κατακρεούργησαν με μαχαίρι τον αγωνιστή Αποστόλη Φώτη Σπυρόπουλο. Στις 28 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς (1946), πέθανε από φρικτά βασανιστηρια στο κελί του τμήματος Χωροφυλακής, ο αγωνιστής Λαμπροκωστόπουλος. Νωρίτερα, στις 22 Ιούνη 1946, την ίδια τύχη έιχε ο δάσκαλος αγωνιστής Κώστας Τσόλκας από το Παναιτώλιο.(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.) *Κόκκινος Φάκελος*
Το 1945, αμέσως μετά την Βάρκιζα, ο Γ.Π. Μαυρομάτης, με στήριξη της εθνοφυλακής και της χωροφυλακής ανακηρύσσεται αρχηγός και οργανώνει ομάδα χιτοσυμμοριτών, αποτελούμενη από τους Σωτήρη Μαυρομάτη, Δημήτρη Στραβοκέφαλο, Νάσιο Κολίδα, Σπύρο Βάση, Τόλια Τζούρο, Σπύρο Κεφρίτσα, Σάκα, Μύτακα και Πάνο Λούτζη.
Τον Απρίλη του 1945, δολοφονούν τον ανταρτοεπονίτη του ΕΛΑΣ Θεόφιλο Καρύδα πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Το παιδί ήταν δεν ήταν 20 ετών. Την ίδια τύχη έχει ο Βασίλης Κοκορόμπας (Λαμπέτης), ΕΛΑΣίτης και μαχητής του αλβανικού. Ήταν από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ και είχε χάσει τον αδερφό του στους 120 του Αγρινίου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Στο κρατητήριο της Κατούνας, η ομάδα των κτηνανθρώπων δολοφονεί με φρικτά βασανιστήρια τους αγωνιστές Θ. Μπουμπούλη, Γιάννη Παπακωνσταντίνου και Τίτο Γιάννη. Επίσης δολοφόνησαν ένα μικρό παιδάκι που βοηθούσε στις δουλειές τις αδελφές του κομμουνιστή Σπύρου Λιαπάκη. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. Συνέντευξη Αγγελική Κουφάκη)
Το 1946, την Μεγάλη Πέμπτη, η παραπάνω συμμορία δολοφόνησε με χειροβομβίδα μέσα στο σπίτι τους Αρ. Μπουμπούλη, Ελένη Μπουμπούλη, Κωνσταντίνα Μπουμπούλη, και την Αθανασία Μπουμπούλη. Η οικογένεια κάθονταν τότε στο γιορτινό τραπέζι...(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. Συνέντευξη Αγγελική Κουφάκη)
Στην Μαχαιρά Ξηρομέρου, επικεφαλής των δεξιών τρομοκρατών είναι ο Αθανάσιος Καπελάρης, από τη Σταμνά. Ο Καπελάρης είναι σταθμάρχης της τοπικής χωροφυλακής και επικεφαλής αποσπάσματος χιτών. Στο κρατητήριο οι τραμπούκοι του με μαέστρο τον ίδιο βασάνισαν φρικτά δύο φορές τον Σταύρο Τσίντζο που τελικά δολοφονήθηκε από τους ίδιους στον Λάκκο του Μαλιάρη. Δολοφονήθηκε επίσης ο Μανδηλάς τον Ιούνιο του 1946. Η ίδια ομάδα συνέλαβε στην Μακρυνία τους Δημήτρη Μαυρογιώργο και τον Γιώργο Πλιάτσικα. Τους μετέφεραν στο γνωστό κρατητήριο και τους έκαψαν ζωντανούς. Από τους ίδιους τραμπούκους μαρτύρησε ο Γιώργης Κορδέλης από το Πεντάλοφο. Έφεραν επίσης από το Αγρίνιο τον παλαίμαχο κομμουνιστή Στέφανο Κομπλίτση τον οποίο βασάνισαν μέχρι αναισθησίας. Τέλος οι ίδιοι τρομοκράτες κούρεψαν τις αγωνίστριες Ειρήνη Μακρυπίδη, Μαριγώ Μακρυπίδη, Μαρία Γεροθόδωρου και Ειρήνη Κουτρουμάνου. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Πρόδρομος υπήρχε επίσης ομάδα χιτοσυμμοριτών. Στις 22-23 Νοέμβρη του 1945, οι τρομοκράτες εισέβαλλαν στο σπίτι του Γιάννη Κωστόπουλου (Ακαρνάν) προπολεμικού κομμουνιστή, γραμματέα υπαχτίδας του ΚΚΕ στο Αγρίνιο και πτυχιούχου της Παντείου. Εκεί προσπάθησαν να βιάσουν την αδελφή του Χρυσούλα που επειδή αντιστάθηκε πετάχτηκε στο πηγάδι με αποτέλεσμα να μείνει για πάντα ανάπηρη. Οι ίδιοι φρικτοί κτηνάνθρωποι λεηλάτησαν τα σπίτια των Σπύρου και Βαγγέλη Παπαφώτη και Χρ. Βλάχου τα οποία καίνε. Επίσης κούρεψαν τις αγωνίστριες Ανθούλα Κουζέλη και Κωστούλα Σταύρου. Αργότερα το ίδιο έτος δολοφονούν με κανιβαλικό τρόπο τους Γιάννη Παπαφώτη και τον Σωκράτη Τσελεπή του οποίου του έκοψαν με φαλτσέτα τα γεννητικά όργανα. Επίσης εκτέλεσαν στο Αργοστόλι τον κομμουνιστή Αριστοτέλη Βλάχο.
Τα ονόματα των τρομοκρατών είναι: Μιχάλης Λαινάς, Γιώργος Ζώης, Λάμπρος Κατσαρομήτσος, Νίκος Σταματάκης και ο Παπαδήμος από το Ριζοβούνι Πρέβεζας, φίλος του ταγματάρχη του ΕΔΕΣ Μπούρου.
(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Χρυσοβίτσα που κάηκε από τους Ιταλούς το 1943, οι Γιάννης Κώτσης και Γιάννης Χρυσιώτης κούρεψαν τις αδελφές Χάιδω και Αναστασία Τσόμπου πρώτες ξαδέρφες του καπετάνιου Λεωνίδα Τσόμπου και αντάρτισσες του ΕΛΑΣ. Στο ίδιο χωριό ο τρομοκράτης Οδυσσέας Παπαδημητρίου με ομάδα τραμπούκων σκότωσαν στην θέση Γουρνοκαλύβα τον ΕΛΑΣίτη Γεράσιμο Κατσιγιάννη. Το έγκλημα έλαβε χώρα στις 7 Ιούλη 1945.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κάμπο της Χρυσοβίτσας οι ΕΠΟΝίτες του χωριού με επικεφαλής τον δικηγόρο Θανάση Σώλο εξόρμησαν και μετέτρεψαν με κέντρωμα τις εκατοντάδες αγριαπιδιές σε αχλαδιές. Το περιστατικό έγινε το 1943 μεσούσης της κατοχής για να έχει το χωριό να τρώει από τα δέντρα. Οι λεχρίτες σκοταδιστές που προαναφέραμε κατέστρεψαν τα δέντρα το 1945 για να μην θυμάται κανείς το έργο αυτό της ΕΠΟΝ. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Βρακά Αστακού στις 16 Απρίλη του 1946, σκοτώνεται με πέτρες και ρόπαλο, ο αγωνιστής του ΕΛΑΣ Νίκος Στάθης Καραιμπέρης. Ο τρομοκράτης που έπραξε τον κανιβαλισμό είναι ο Γιάννης Α. Κοράκης. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Αγράμπελο Νταγιάντα τρομοκράτες και χιτομοναρχικά κτήνη βίασαν τη γυναίκα του αγωνιστή Νικόλα Κωτσέλη και το επανέλαβαν όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Ζαπάντι Αγρινίου. Φυσικοί αυτουργοί οι Μπούσης, Νταγιάντας, Μ. Λαινάς, Γιώργος Κατσαρός. Αυτοί σκότωσαν και τον αγωνιστή Κώστα Νασίκα με φρικτά βασανιστήρια. Τέλος στο χωριό δολοφονήθηκε από τραμπούκους του ΕΔΕΣ υπό τον Μπούρο ο Σπύρος Σταμούλης. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Κανδήλα Ξηρομέρου ταγματασφαλίτικα όργανα του Βέρη σκότωσαν στο ξύλο τον Λαμπράκη Λήλα τον Αύγουστο του 1946. Αργότερα, με τον ίδιο τρόπο σκότωσαν στην Αθήνα τον Θεόδωρο Πάτρα από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην Στερεά. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Κατοχή, ο παρακρατικός δολοφόνος Δημ. Λουκάς ή Μαλιάρης δολοφόνησε σε καρτέρι στην θέση Τρίκαρδο τον αγωνιστή Γεράσιμο Βινιεράτο (Μιαούλη). Επίσης καταδικάζεται σε θάνατο ο αγωνιστής Αντώνης Κατσαραίος με ψεύτικες κατηγορίες του Στράτου Μπιρέρη από το Αιτωλικό.(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Γουριά, ο Κόντης Γιώργος από την Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου έσφαξε νύχτα 5 Μάη 1945 στον ύπνο του, τον καπετάνιο του ΕΛΑΝ Γιάννη Χριστοδούλου (Φρίξο). (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.)
Στο χωριό Νεοχώρι, οι χιτοσυμμορίτες κούρεψαν τις αγωνίστριες Βάγια Τσώτα και Θεώνη Μαρκαντώνη. Βασάνισαν την Ελένη Τσώτα, τον Στάθη Κούτρα, τον Δημήτρη Μουλαρά και δολοφόνησαν τον Δ. Μπαρμπάτη που άφησε πίσω 5 μικρά παιδιά. (Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946. )
Στο χωριό Καινούργιο γνωστοί παρακρατικοί και χίτες κατακρεούργησαν με μαχαίρι τον αγωνιστή Αποστόλη Φώτη Σπυρόπουλο. Στις 28 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς (1946), πέθανε από φρικτά βασανιστηρια στο κελί του τμήματος Χωροφυλακής, ο αγωνιστής Λαμπροκωστόπουλος. Νωρίτερα, στις 22 Ιούνη 1946, την ίδια τύχη έιχε ο δάσκαλος αγωνιστής Κώστας Τσόλκας από το Παναιτώλιο.(Πηγή Αριστείδης Θεοχάρης, Στην Στερεά Ελλάδα με το ΔΣΕ 1945-1946.) *Κόκκινος Φάκελος*
Oι δολοφονίες στην Στερεά Ελλάδα
(μέρος 2ο)
Στο χωριό Πεντάλοφος
Στις 25 Σεπτέμβρη 1945, οι κτηνάνθρωποι της Χ, Μίχας Πιτσινέλης, Γιώργος Τσούκας, Χρήστος Πετρονικολός, Γεράσιμος Μπίκας, βασάνισαν άγρια τον Γιώργο Παν. Κορδόση. Πατούσαν συνεχώς τα γεννητικά του όργανα μέχρι να ξεψυχήσει. Από το ξύλο έκανε αιμόπτυση ο Χρήστος Καραπάνος. Ξυλοκόπησαν ανελέητα τον άλλοτε δικό τους Γιώργο Πετρονικολό επειδή προστάτεψε μέλος του ΕΑΜ. Μερικές ημέρες αργότερα κούρεψαν τις αγωνίστριες του ΕΑΜ όλγα Κατωπόδη, Ελένη Καπώνη. Την Ελένη την έδεσαν σε έναν γαίδαρο και την πότιζαν ούζο και την εξευτέλιζαν στα γύρω χωριά. Επίσης κούρεψαν τη Μαρία Καλαμάτα και βίασαν την 20 χρονη Βασιλική Μίρα. Επίσης βίασαν την 15χρονη Παρασκευή Αλεξοπούλου και την γυναίκα του Ξενοφώντα Μωραίτη. Ένας από τους βιαστές ήταν ο Γιώργος Καραίσκος (Κάπρος). (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στην Αμφιλοχία
Η επίσημη παρακρατική εξουσία της Αμφιλοχίας έχει ως κεντρική της φυσιογνωμία τον διοικητή της εθνοφυλακής, ταγματάρχη του ΕΔΕΣ Μαγγίνα από τον Αστακό Ξηρομέρου. Στο επιτελείο του των τραμπούκων "υπηρετούν" ο γιός του ταγματάρχη Αριστείδη Αρσένη, που κυκλοφορούσε με το μαστίγιο στο χέρι και ο Μάρκος Χατζάρας μικροοπλαρχηγός του Χούτα. Ο εν λόγω κανιβαλος καυχιότανε ότι σκότωσε με το ίδιο του το χέρι τον ιερέα αντάρτη του ΕΛΑΣ Παπακουμπούρα. Τον Παπακουμπούρα τον λιάνισαν με μαχαίρια και ξεψύχησε κατακομματιασμένος έχοντας βασανιστεί περισσότερο κι από τον Χριστό. Το εν λόγω επιτελείο έστειλε στο απόσπασμα με κατηγορίες ψευδείς που τις πιστοποιούσαν πόρνες του Αγρινίου, τον αγωνιστή Νίκο Παπαζέκο και έκλεισαν στην φυλακή τον Βασίλη Τσούνη.
Η επίσημη εξουσία των τραμπούκων και των παρακρατικών του Μαγγίνα δεν σταμάτησε εκεί. Οι τρομοκράτες του Μαγγίνα, Θύμιος και Φώτης Φλώρος με τους ομοιδεάτες τους Καράτσαλο, Χαρδαλιά, Π Σκυλοδήμο και τον Δήμο Σταμούλη σκότωσαν, βασάνισαν, έκλεισαν στις φυλακές , έστειλαν σε εξορίες και λεηλάτησαν περιουσίες αγωνιστών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο Νεοχώρι Τυμφρηστού
Οι συμμορίτες του Οικονόμου και του Μάκα- Κωστορίζου το 1945, έδειραν τους χωρικούς Πάνο Αγγελόπουλο, την γυναίκα του και τον ανάπηρο μυλωνά Βασίλη Μαργιώτη. Ο Μάκας έβαζε τις κοπέλες να του φιλούν το χέρι για να μην τις κουρέψει. Ο ληστοσυμμορίτης αυτός κατάγονταν από την Φραγκίστα Ευρυτανίας και βγήκε στο κλαρί γιατι είχε σκοτώσει το παιδί του αδερφού του και όχι για πολιτικούς λόγους. Η δολοφονία είχε γίνει για ένα πλάτανο που σταλίζαν τα πρόβατα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο Παλιόκαστρο Φθιώτιδας
Η συμμορία του αρχιτρομοκράτη Βουρλάκη έκανε όργια στο Παλιόκαστρο Φθιώτιδας. Σκότωσε τον 17χρονο ΕΠΟΝίτη Νεοπτόλεμο Βαρλάμη, γιο του Κατσιώτα και εξαφάνισαν και τον πατέρα. Πολλούς κατοίκους του χωριού τους έδεσαν στον στύλο του αλωνιού και τους χτυπούσαν με ξύλα και καδρόνια για να αλωνίσουν σαν ήταν και αυτοί ζώα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο χωριό Λάσπη
Στο χωριό Λάσπη, Αη-Νικόλα, η ίδια συμμορία του Βουρλάκη προέβη σε άγριους ξυλοδαρμούς και βιαιότητες. Σκοτώσαν 2 αντιστασιακούς μόλις 5 χιλιόμετρα μακριά από τις αρχές του Καρπενησίου. Μάλιστα ο κτηνάνθρωπος Βουρλάκης έκατσε πάνω στο νεκρό κορμί του αγωνιστή Πρέντζα για να πιεί τον βαρύ-γλυκό του... (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στην Αγία Τριάδα Ευρυτανίας
Στο χωριό αυτό έγιναν βίαιοι ξυλοδαρμοί στελεχών του ΕΑΜ όπως αυτός του γέρου Ράντζου Γιώργου, απόστρατου αξιωματικού του ιππικού και μέλους του ΕΑΜ. Έκαψαν ζωντανούς τον γέρο ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Ξενοφώντα Σκουρδιανό μαζί με την γυναίκα του. Επίσης βίασαν και εκτέλεσαν μετά τον βιασμό την 18χρονη Παρσήτσα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949, Β Αποστολόπουλος: Το χρονικό μιας Εποποιίας)
Στην Βελίτσα Λοκρίδας
Το Φθηνόπωρο του 1945, οι Χίτες σκότωσαν τον Χαρίση, γραμματέα της εκεί κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Επίσης διαπράχθησαν τα παρακάτω γνωστά εγκλήματα:
Ο Φώτης Τσίγκας, δικηγόρος, πολεμιστής του αλβανικού και κυβερνητικός εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ στην Παρνασσίδα εξοντώθηκε με φρικτά βασανιστήρια σε σχεδιασμένη ενέδρα έξω από την Αράχοβα. Η ομάδα των δημίων του αποτελούνταν από παρακρατικούς και χωροφύλακες.
Δολοφονείται με ρόπαλα το στέλεχος της ΕΠΟΝ Γιάννης Δεδουσόπουλος. Τα φασιστικά κτήνη του πολτοποίησαν όλο του το σώμα.
Δολοφονείται ο δάσκαλος από την Αγια Θυμιά, Θύμιος Καραχάλιος. Οι τραμπούκοι της δεξιάς τον πήραν βράδυ από το σπίτι του και τον δολοφόνησαν στην Ιτέα μπροστά στις αρχές.
(Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949, Γιώργος Κουτρούκης: Εν ψυχρώ ) *Κόκκινος Φάκελος*
Στις 25 Σεπτέμβρη 1945, οι κτηνάνθρωποι της Χ, Μίχας Πιτσινέλης, Γιώργος Τσούκας, Χρήστος Πετρονικολός, Γεράσιμος Μπίκας, βασάνισαν άγρια τον Γιώργο Παν. Κορδόση. Πατούσαν συνεχώς τα γεννητικά του όργανα μέχρι να ξεψυχήσει. Από το ξύλο έκανε αιμόπτυση ο Χρήστος Καραπάνος. Ξυλοκόπησαν ανελέητα τον άλλοτε δικό τους Γιώργο Πετρονικολό επειδή προστάτεψε μέλος του ΕΑΜ. Μερικές ημέρες αργότερα κούρεψαν τις αγωνίστριες του ΕΑΜ όλγα Κατωπόδη, Ελένη Καπώνη. Την Ελένη την έδεσαν σε έναν γαίδαρο και την πότιζαν ούζο και την εξευτέλιζαν στα γύρω χωριά. Επίσης κούρεψαν τη Μαρία Καλαμάτα και βίασαν την 20 χρονη Βασιλική Μίρα. Επίσης βίασαν την 15χρονη Παρασκευή Αλεξοπούλου και την γυναίκα του Ξενοφώντα Μωραίτη. Ένας από τους βιαστές ήταν ο Γιώργος Καραίσκος (Κάπρος). (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στην Αμφιλοχία
Η επίσημη παρακρατική εξουσία της Αμφιλοχίας έχει ως κεντρική της φυσιογνωμία τον διοικητή της εθνοφυλακής, ταγματάρχη του ΕΔΕΣ Μαγγίνα από τον Αστακό Ξηρομέρου. Στο επιτελείο του των τραμπούκων "υπηρετούν" ο γιός του ταγματάρχη Αριστείδη Αρσένη, που κυκλοφορούσε με το μαστίγιο στο χέρι και ο Μάρκος Χατζάρας μικροοπλαρχηγός του Χούτα. Ο εν λόγω κανιβαλος καυχιότανε ότι σκότωσε με το ίδιο του το χέρι τον ιερέα αντάρτη του ΕΛΑΣ Παπακουμπούρα. Τον Παπακουμπούρα τον λιάνισαν με μαχαίρια και ξεψύχησε κατακομματιασμένος έχοντας βασανιστεί περισσότερο κι από τον Χριστό. Το εν λόγω επιτελείο έστειλε στο απόσπασμα με κατηγορίες ψευδείς που τις πιστοποιούσαν πόρνες του Αγρινίου, τον αγωνιστή Νίκο Παπαζέκο και έκλεισαν στην φυλακή τον Βασίλη Τσούνη.
Η επίσημη εξουσία των τραμπούκων και των παρακρατικών του Μαγγίνα δεν σταμάτησε εκεί. Οι τρομοκράτες του Μαγγίνα, Θύμιος και Φώτης Φλώρος με τους ομοιδεάτες τους Καράτσαλο, Χαρδαλιά, Π Σκυλοδήμο και τον Δήμο Σταμούλη σκότωσαν, βασάνισαν, έκλεισαν στις φυλακές , έστειλαν σε εξορίες και λεηλάτησαν περιουσίες αγωνιστών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο Νεοχώρι Τυμφρηστού
Οι συμμορίτες του Οικονόμου και του Μάκα- Κωστορίζου το 1945, έδειραν τους χωρικούς Πάνο Αγγελόπουλο, την γυναίκα του και τον ανάπηρο μυλωνά Βασίλη Μαργιώτη. Ο Μάκας έβαζε τις κοπέλες να του φιλούν το χέρι για να μην τις κουρέψει. Ο ληστοσυμμορίτης αυτός κατάγονταν από την Φραγκίστα Ευρυτανίας και βγήκε στο κλαρί γιατι είχε σκοτώσει το παιδί του αδερφού του και όχι για πολιτικούς λόγους. Η δολοφονία είχε γίνει για ένα πλάτανο που σταλίζαν τα πρόβατα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο Παλιόκαστρο Φθιώτιδας
Η συμμορία του αρχιτρομοκράτη Βουρλάκη έκανε όργια στο Παλιόκαστρο Φθιώτιδας. Σκότωσε τον 17χρονο ΕΠΟΝίτη Νεοπτόλεμο Βαρλάμη, γιο του Κατσιώτα και εξαφάνισαν και τον πατέρα. Πολλούς κατοίκους του χωριού τους έδεσαν στον στύλο του αλωνιού και τους χτυπούσαν με ξύλα και καδρόνια για να αλωνίσουν σαν ήταν και αυτοί ζώα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στο χωριό Λάσπη
Στο χωριό Λάσπη, Αη-Νικόλα, η ίδια συμμορία του Βουρλάκη προέβη σε άγριους ξυλοδαρμούς και βιαιότητες. Σκοτώσαν 2 αντιστασιακούς μόλις 5 χιλιόμετρα μακριά από τις αρχές του Καρπενησίου. Μάλιστα ο κτηνάνθρωπος Βουρλάκης έκατσε πάνω στο νεκρό κορμί του αγωνιστή Πρέντζα για να πιεί τον βαρύ-γλυκό του... (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Στην Αγία Τριάδα Ευρυτανίας
Στο χωριό αυτό έγιναν βίαιοι ξυλοδαρμοί στελεχών του ΕΑΜ όπως αυτός του γέρου Ράντζου Γιώργου, απόστρατου αξιωματικού του ιππικού και μέλους του ΕΑΜ. Έκαψαν ζωντανούς τον γέρο ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Ξενοφώντα Σκουρδιανό μαζί με την γυναίκα του. Επίσης βίασαν και εκτέλεσαν μετά τον βιασμό την 18χρονη Παρσήτσα. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949, Β Αποστολόπουλος: Το χρονικό μιας Εποποιίας)
Στην Βελίτσα Λοκρίδας
Το Φθηνόπωρο του 1945, οι Χίτες σκότωσαν τον Χαρίση, γραμματέα της εκεί κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ. (Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949)
Επίσης διαπράχθησαν τα παρακάτω γνωστά εγκλήματα:
Ο Φώτης Τσίγκας, δικηγόρος, πολεμιστής του αλβανικού και κυβερνητικός εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ στην Παρνασσίδα εξοντώθηκε με φρικτά βασανιστήρια σε σχεδιασμένη ενέδρα έξω από την Αράχοβα. Η ομάδα των δημίων του αποτελούνταν από παρακρατικούς και χωροφύλακες.
Δολοφονείται με ρόπαλα το στέλεχος της ΕΠΟΝ Γιάννης Δεδουσόπουλος. Τα φασιστικά κτήνη του πολτοποίησαν όλο του το σώμα.
Δολοφονείται ο δάσκαλος από την Αγια Θυμιά, Θύμιος Καραχάλιος. Οι τραμπούκοι της δεξιάς τον πήραν βράδυ από το σπίτι του και τον δολοφόνησαν στην Ιτέα μπροστά στις αρχές.
(Πηγή: Αριστείδης Θεοχάρης: Στην Στερεά Ελλάδα με τον ΔΣΕ 1945-1949, Γιώργος Κουτρούκης: Εν ψυχρώ ) *Κόκκινος Φάκελος*
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 και το οργανωμένο παιδομάζωμα του Μεταξά
(Πολλοί φοβούνται την αλήθεια...)
Στις 4 Αυγούστου 1936 επιβλήθηκε στην Ελλάδα δικτατορία. Δημιούργημα της καπιταλιστικής κρίσης, στηρίχτηκε από τους Άγγλους, σε μια εποχή που η εκμετάλλευση των εργατών από τους μεγαλοαστούς εργοδότες τους οξυνόταν και η φτώχεια μάστιζε τα λαϊκά στρώματα στην πόλη και τους αγρότες στα χωριά. Κάθε κινητοποίηση αντιμετωπιζόταν με δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας και του στρατού.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι παλιές κοινοβουλευτικές μέθοδοι δεν προστάτευαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης όσο αυτή ήθελε. Μπροστά στο φόβο της οργάνωσης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και γενικότερα του δημοκρατικού η κυρίαρχη τάξη και οι ξένες δυνάμεις κατέφυγαν στην επιβολή της δικτατορίας.
Η αρχή έγινε όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά ως Υπουργό Στρατιωτικών, η ορκωμοσία του οποίου έγινε στις 5 Μαρτίου 1936. Παράλληλα διάφοροι μοναρχικοί κύκλοι προσπαθούσαν να ματαιώσουν το σχηματισμό κυβέρνησης από το Κόμμα των Φιλελευθέρων επειδή είχε την ανοχή του Παλλαϊκού Μετώπου που είχε συγκροτηθεί με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το ΚΚΕ είχε θέσει συγκεκριμένους όρους στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, που αποτελούσαν τη συνισταμένη των διεκδικητικών αγώνων των ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις 13 Απριλίου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διορίσθηκε από το παλάτι Πρωθυπουργός διατηρώντας και τη θέση του Υπουργού Στρατιωτικών. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και τη Γενική Αρχηγία του Αθλητισμού.
Στο μεταξύ το Κόμμα των Φιλελευθέρων αθέτησε την υπογραφή του και αρνήθηκε να εφαρμόσει το Σύμφωνο με το Παλλαϊκό Μέτωπο ( Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα).
Το παλάτι παράλληλα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει το θεσμό της βασιλείας και γι’ αυτό η δικτατορία είχε βασικό στήριγμά της τον αγγλόφιλο Γεώργιο Β’ και την ίδια την Αγγλία που υπεράσπιζε τα συμφέροντά της στην περιοχή. Έτσι ο Ιωάννης Μεταξάς, παρά τον θαυμασμό του για τη χιτλερική Γερμανία και την επιθυμία προσέγγισης του Γ’ Ράιχ, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την αγγλική εξάρτηση και κηδεμονία. Ακολούθησε την αγγλική πολιτική γιατί έτσι του υπαγόρευαν τα συμφέροντα του παλατιού και η αστική τάξη της Ελλάδας.
Η δικαιολογία για την επιβολή της δικτατορίας ήταν ο κομμουνιστικός κίνδυνος.
Η δικτατορία προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβληθεί στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Ο εκφασισμός, κυρίως της νεολαίας, ήταν από τις πιο σημαντικές επιδιώξεις της. Ήθελε να μετατρέψει τους νέους σε οργανωμένους φασίστες, χωρίς προσωπικότητα και σκέψη, πειθήνια όργανα του καθεστώτος καλλιεργώντας τον εθνικισμό και το φασισμό στην καθημερινότητά τους και στις σχέσεις τους, ακόμα και τις οικογενειακές.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού ιδρύθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1936 με τον ΑΝ 334/7/10 η Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ) . Ο στόχος της ήταν να οργανώσει την ελληνική νεολαία με τα πρότυπα των νέων της Αρχαίας Σπάρτης για τη δημιουργία του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού Η νεολαιίστικη οργάνωση του Μουσολίνι «BALLILA» και η αντίστοιχη του Χίτλερ «HITLERJUGEND» ήταν τα πρότυπα της ΕΟΝ.
Η ένταξη στην ΕΟΝ ήταν αρχικά εθελοντική. Το 1937 η δύναμή της αριθμούσε 300 μέλη. Στις αρχές του 1938, πανελλαδικά έφθανε τις 15.000, απ’ τα οποία το 90% ήταν «επιστρατευμένοι» με συγκαλυμμένη βία.
Εκτός από την προβολή του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού και της Μεγάλης Ιδέας που θα έφερνε ξανά στο προσκήνιο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καλλιεργούσε και την άποψη ότι ο λαός δεν είναι πηγή των εξουσιών, αλλά «αριθμητικό απλώς σύνολο» και ότι «Αρχηγός», «Πατέρας» και «Θεόπνευστος» είναι ο «Ένας».
Επειδή η προσέλευση μελών δεν ήταν ικανοποιητική, η ένταξη στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική για όλους τους νέους και τις νέες σε όποια ομάδα ή κατηγορία ανήκαν.
Στις Ανώτερες Σχολές και στα Γυμνάσια συγκροτήθηκαν οι πρώτες φασιστικές φάλαγγες. Οι νέοι από 12 μέχρι 25 χρονών υποχρεώνονταν να υπογράψουν ομαδικά και «αυθόρμητα» την αίτηση εγγραφής στην ΕΟΝ δίνοντας συγχρόνως και όρκο:
«Εν ονόματι της Αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, ορκίζομαι ότι θα διαφυλάττω πίστιν εις τον Θεόν, εις τον Βασιλέα και εις την Πατρίδα, ότι θα διαφυλάττω πίστιν εις τον Αρχηγόν Α.Β.Υ. Διάδοχον του Θρόνου και Εθνικόν Κυβερνήτην και Γενικόν Επιθεωρητήν, θα πειθαρχώ απολύτως εις πάσαν αυτού διαταγήν, ότι θα αγωνιστώ παντού και πάντοτε δια πασών των δυνάμεων μου υπέρ των Εθνικών Ιδανικών, υπέρ των ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών και ηθικών αρχών της 4ης Αυγούστου. Να υπερασπίζομαι τας Σημαίας και να υπακούω εις πάντα ανώτερόν μου, εις τους Νόμους και Διατάξεις του Κράτους και της Οργανώσεως και ότι τον όρκον μου αυτό θα τηρήσω επί θυσία και της ζωής μου ακόμη.»
Ο Μεταξάς ως Υπουργός Παιδείας, με αυστηρές διαταγές υποχρέωνε την εγγραφή όλων των μαθητών και φοιτητών στην ΕΟΝ. Τον Αύγουστο του 1940 η ΕΟΝ αριθμούσε 1.000.000 μέλη από τα οποία οι 600.000 ήταν μαθητές, φοιτητές και σπουδαστές. Το σχολείο και γενικά η εκπαίδευση αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί η φασιστική προπαγάνδα. Τα ποσοστά δαπανών για την Παιδεία έπεσαν δραματικά και η παρεχόμενη εκπαίδευση φτώχυνε σε ποιότητα. Ο αριθμός των μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μειώθηκε σημαντικά και ακόμη περισσότερο δυσκόλεψε η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια. Σκοπός ήταν να μορφωθούν όσο γίνεται λιγότερα παιδιά από τις λαϊκές τάξεις και να εξαρτώνται όσο γίνεται περισσότερο από τη συμμετοχή τους στην ΕΟΝ για την εξεύρεση εργασίας..
Στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο συνέβαλε και η εκπαιδευτική πολιτική του Μεταξά ως Υπουργού Παιδείας. Καθιέρωσε το 8τάξιο Γυμνάσιο υποχρεώνοντας τα παιδιά να δίνουν εξετάσεις από το Δημοτικό στο Ημιγυμνάσιο και στη συνέχεια άλλες εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Κατάργησε τα μικτά σχολεία προτρέποντας συγχρόνως τα κορίτσια να παντρεύονται και να γίνουν καλές νοικοκυρές και σύζυγοι.
Τα σχολικά κείμενα μεταφράστηκαν στην καθαρεύουσα, αφαιρέθηκε κάθε τι προοδευτικό και προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της δικτατορίας και της σχετικής με αυτήν προπαγάνδας.
Εισήχθηκε για πρώτη φορά το μάθημα της Οικιακής Οικονομίας που θεωρήθηκε σημαντικό στη «διαπαιδαγώγηση» των κοριτσιών προκειμένου να εκπληρώσουν σωστά το ρόλο τους ως σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές.
Μια σειρά διδακτικών βιβλίων απαγορεύτηκαν ακόμη και αν ήταν αρχαιοελληνικά όπως ο Επιτάφιος του Περικλή. Συγχρόνως κυκλοφόρησε κατάλογος απαγορευμένων συγγραφέων και βιβλίων.
Ο νέος έπρεπε να είναι καλός σκαπανέας και καλός φαλαγγίτης, να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις της Τετάρτης και της Κυριακής στις οποίες διδασκόταν ηθική αγωγή «ντυμένη» με αντικομμουνιστικό περίβλημα.
Επιπλέον η πρόοδος στο Γυμνάσιο ή στο Πανεπιστήμιο εξαρτιόταν απ’ τη συμμετοχή στις λαμπαδηφορίες των νέων με χλαμύδες.
Όλα αυτά επιδεινώθηκαν με την επικράτηση στα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανθρώπων του καθεστώτος ή απλά αδιάφορων αφού οι δημοκρατικοί και αριστεροί εκπαιδευτικοί απολύθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Η εκκλησία υπήρξε ο μεγάλος σύμμαχος της δικτατορίας.
Εκείνο που ενδιέφερε το καθεστώς ήταν να απομακρυνθούν οι νέοι από την επιθυμία της μόρφωσης για να μπορεί πολύ εύκολα να ελέγχει τη σκέψη και τη συνείδησή του.
Οι νέοι χωρίζονταν ανάλογα με την ηλικία τους. Οι μεγαλύτεροι εντάσσονταν στα Τάγματα Εργασίας με διαφορετική στολή. Τα Τάγματα Εργασίας ήταν οργανωμένα με πρότυπο τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ. Υπεύθυνος ήταν ο Υπουργός Πρωτευούσης Κ.Κοτζιάς.
Οι μικρότεροι, μαθητές του Δημοτικού και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου χωρίζονταν σε σκαπανείς και σκαπάνισσες, οι μεγαλύτεροι μαθητές και οι φοιτητές σε φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες. Υπεύθυνοι για την αυστηρή τήρηση των διαταγών ορίσθηκαν οι εκπαιδευτικοί ενώ εμμέσως απειλούνταν οι γονείς που διαφωνούσαν με την ένταξη των παιδιών τους στην ΕΟΝ.
Ιδιαίτερα καθήκοντα δόθηκαν στους καθηγητές Σωματικής Αγωγής οι οποίοι ήταν οι φαλαγγάρχες, υπεύθυνοι για την ΕΟΝ. Αυτοί είχαν και προνομιακή μισθολογική μεταχείριση. Η Γυμναστική έγινε το βασικό μάθημα. Αν κάποιος μαθητής αποτύχαινε στη Γυμναστική και σ’ ένα άλλο δευτερεύον μάθημα έχανε τη χρονιά του. Επίσης όποιος είχε 20 απουσίες από τις συγκεντρώσεις της ΕΟΝ έχανε τη χρονιά του.
Για να προσληφθεί σε οποιαδήποτε δουλειά ένας νέος ήταν απαραίτητο να είναι μέλος της ΕΟΝ.
Με τον Αναγκαστικό Νόμο 334 η ΕΟΝ αποκτά νομική υπόσταση. Διοικείται από Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο Ιωάννης Μεταξάς και αναπληρώνεται από τον Κυβερνητικό Επίτροπο Αλεξ. Κανελλόπουλο.
Με τη εγκύκλιο αριθμ 3973/ 21.12.1938 του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων η φασιστική οργάνωση ενσωματώθηκε στον κρατικό μηχανισμό και απέκτησε δικό της ραδιοφωνικό σταθμό καλύπτοντας τα λειτουργικά της έξοδα και τη μισθοδοσία των στελεχών της από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεν την έλεγχε κανείς και δεν απολογιόταν σε κανέναν.
Με Αναγκαστικό Νόμο πάλι, το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών, η ΧΑΝ, η ΧΕΝ, η Φιλική Εταιρία Νέων, λογοτεχνικές ομάδες νέων και πολιτιστικοί σύλλογοι διαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν στην ΕΟΝ. Τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των συλλόγων κατασχέθηκαν και περιήλθαν στα ταμεία της οργάνωσης.
Επιπλέον το φασιστικό καθεστώς είχε καθιερώσει την απονομή στους φαλαγγίτες «Τιμητικών Ευσήμων» προκειμένου να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις και να αναδείξει το «εθνοχριστιανικό έργο» της ΕΟΝ.
Τα πρώτα στελέχη της προέρχονταν κυρίως από την Εθνική Ένωση Ελλάδος (ΕΕΕ), φιλοναζιστική οργάνωση με έντονη αντικομμουνιστική δράση. Στη συνέχεια πλαισιώθηκε από διάφορα εθνικιστικά και τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Το 1939 ο διάδοχος Παύλος έγινε Γενικός Αρχηγός της ΕΟΝ και οι πριγκίπισσες Φρειδερίκη και Ειρήνη τοποθετήθηκαν Γενικές Επιθεωρήτριες των γυναικείων σχηματισμών της ΕΟΝ.
Τον Οκτώβρη του 1938 κυκλοφόρησε το περιοδικό της ΕΟΝ με το όνομα «Νεολαία», που θεωρείται ότι δόθηκε σκόπιμα και με παραπλανητικό σκοπό καθώς με αυτό το όνομα εξέδιδε το περιοδικό της η ΟΚΝΕ από τον Αύγουστο του 1922. Η αγορά του περιοδικού ήταν υποχρεωτική όχι μόνο από τα μέλη αλλά και απ’ όλους τους Οργανισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Η ΕΟΝ ακολουθούσε τη στρατιωτική οργανωτική δομή
Κάθε νέος φορούσε μαύρη στολή, ίδια σε όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την κατασκευή τους το καθεστώς είχε δαπανήσει 250.000.000 δρχ. όταν ο κρατικός προϋπολογισμός του 1935-1936 ήταν 130.200.000 δραχμές.
Για τις στολές μάλιστα γινόταν και ετήσιος πανελλήνιος έρανος παραμονές Χριστουγέννων «Υπέρ της στολής του Φαλαγγίτου». Υπήρχε και το «Φαλαγγόσημο». Έρανοι γίνονταν πολλοί με αναγκαστική μορφή και για τα χρήματα που συγκεντρώνονταν κανείς δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Οι αξιωματούχοι της ΕΟΝ αποσπούσαν χρήματα με εκβιασμούς και η κατάχρηση των χρημάτων δεν είχε τελειωμό.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του «πατριωτικού» έργου της ΕΟΝ είναι η διαχείριση των δεμάτων που έστελναν οι συγγενείς των στρατιωτών στον πόλεμο του 1940. Τα δέματα αυτά είχαν αναλάβει να τα συγκεντρώνουν τα μέλη της ΕΟΝ, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους, γιατί τα μοιράζονταν οι διάφοροι βαθμούχοι. Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν πουλούσαν τα μάλλινα είδη στο Μοναστηράκι και στο Βαρδάρη προς 200 δραχμές. Με την κατάρρευση του Μετώπου ανακαλύφθηκαν ολόκληρες αποθήκες γεμάτες με τα δέματα αυτά.
Η δικτατορία καλλιεργούσε μια λαϊκίστικη φιλοσοφία. Αν και υπερθεμάτιζε το ρόλο της οικογένειας μέσα από το σύνθημα Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια , προωθούσε ένα δικό της πατριαρχικό και απολυταρχικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας είναι ο δυνατός και η γυναίκα είναι η νοικοκυρά του σπιτιού και αυτή που γεννά παιδιά για το Έθνος χωρίς μόρφωση και άλλες ικανότητες.
Τα μέλη της ΕΟΝ χαιρετούσαν με υψωμένο το δεξί χέρι και ενωμένα τα δάκτυλα της παλάμης, όπως οι χιτλερικοί και οι φασίστες του Μουσολίνι.
Ο χαφιεδισμός και η τρομοκρατία κυκλοφορούσαν νόμιμα. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Κ. Μανιαδάκης, έλεγχε τα πάντα.
Μια μορφή πίεσης και εκβιασμού σε όσους δεν είχαν γραφτεί στην ΕΟΝ ήταν η σίτιση και η εργασία «εκ περιτροπής», δηλαδή δεν μπορούσαν να τρώνε και να δουλεύουν καθημερινά όπως τα μέλη της ΕΟΝ.
Στη διάρκεια της Κατοχής η ΕΟΝ εξαφανίστηκε. Αυτό δείχνει ότι δεν ενέπνευσε την πλειονότητα των νέων. Εξαίρεση αποτελούν εκείνοι οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς με την ιδιότητα των αξιωματικών της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγματασφαλιτών.
Σε αυτή τη βίαιη οργάνωση της νεολαίας αντιδρά η ΟΚΝΕ, η οποία έθεσε δύο στόχους:
α) να δημιουργηθεί Αντιδικτατορικό Μέτωπο των οργανώσεων της νεολαίας
β) να παλέψει εναντίον της φασιστικής ΕΟΝ.
«Νέοι κομμουνιστές δώστε το παράδειγμα και σχηματίστε μαζί με όλες τις μη φασιστικές οργανώσεις το Ενιαίο Μέτωπο ενάντια στη φασιστική οργάνωση της νεολαίας. Αυτό είναι το κύριο καθήκον της στιγμής…
…Εμείς θα νικήσουμε κι όχι ο δικτάτορας Μεταξάς. Το μέλλον ανήκει στη νεολαία». (Από το μήνυμα της ΟΚΝΕ στην εφημερίδα «Νεολαία» στις 3 Δεκεμβρίου 1936)
Στις 4 Δεκεμβρίου 1936 η Κομμουνιστική Νεολαία της Αθήνας και η Σοσιαλιστική Πρωτοπορία της Αθήνας αποφάσισαν να δημιουργήσουν ενιαίο μέτωπο πάλης κατά του φασισμού αλλά να αγωνιστούν παράλληλα για τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές ανάγκες της νεολαίας. Στο μέτωπο προσχώρησαν και άλλες οργανώσεις. Αρχικά εξέδιδε την «Ελευθερία» και αργότερα τη «Φλόγα». Η δημιουργία του μετώπου είχε μεγάλη απήχηση στην ελληνική νεολαία και την ξεσήκωσε κατά της δικτατορίας. Μέσα στη μαυρίλα και την καταχνιά οργάνωσαν φοιτητικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την απόλυση των προοδευτικών καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αντιδικτατορικές εκδηλώσεις με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου και της άφιξης του Γάλλου Υπουργού Παιδείας για την 100ετηρίδα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, συγκέντρωση στα Προπύλαια για την αποδοκιμασία του εκπροσώπου της χιτλερικής Γερμανίας και στο Στάδιο κατά τη διάρκεια φοιτητικών αγώνων. Το τίμημα ήταν ακριβό καθώς η Ασφάλεια έκανε επιθέσεις εναντίον τους, χτυπώντας τους, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας πολλούς από αυτούς τους νέους.
Η ΕΟΝ διαλύθηκε στις 2 Μαΐου 1941 με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς
Ο ξεσηκωμός του ελληνικού λαού εναντίον των κατακτητών και η οργάνωση της αντίστασης κυρίως μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ για τη νεολαία δείχνουν ότι τα σχέδια του Μεταξά για τον εκφασισμό της απέτυχαν.
Για τον χαρακτήρα της οργάνωσης αυτής στις 12 Μαρτίου 1939 δημοσιεύτηκε στον παράνομο Ριζοσπάστη κείμενο που περιλαμβάνεται στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για την κατάσταση της νέας γενιάς και τα καθήκοντά της:
«… Απ’ την 4η Αυγούστου 1936, που πραξικοπηματικά κατέλαβε την εξουσία, με τη δημαγωγία, την απάτη και την τρομοκρατική βία, αγωνίζεται να καθυποτάξει τη νέα γενιά στους αντιλαϊκούς και αντεθνικούς σκοπούς της. Με τη συγκατάθεση και ενεργητική υποστήριξη του θρόνου δημιούργησε τη νεογενιτσαρική οργάνωση ΕΟΝ και μέσω αυτής διαφθείρει τη νεολαία εθνικά, τη διαπαιδαγωγεί με τα βαρβαρώδη ιδεώδη του τσεκουριού, του χαφιεδισμού, της κατασκοπείας και εθνικής προδοσίας.
Η δικτατορία με το βίαιο παιδομάζωμα των νέων στην ΕΟΝ επιδιώκει να διαφθείρει τη νέα γενιά, να δημιουργήσει μαχητική φασιστική οργάνωση, ν’ αναδείξει στελέχη για να πλαισιώσει το φασιστικό κράτος της, την αστυνομία και το στρατό, να συγκροτήσει πιστά τυφλά σώματα πραιτωριανών δολοφόνων που τα χρειάζεται για να πνίγει τον αντιδικτατορικό αγώνα του λαού μας. Η πλατειά μάζα των παιδιών του ελληνικού λαού μπαίνοντας στις γενιτσαρικές οργανώσεις της ΕΟΝ χάνουν την προσωπική τους ελευθερία, υποτάσσονται κάτω απ’ την κτηνώδη πειθαρχία των διορισμένων και εμμίσθων αξιωματούχων , δέρνονται, ξευτελίζονται απ’ αυτούς και μεταβάλλονται σε άβουλη μάζα δούλων.
Παρά την αιματηρή τρομοκρατία ο ελληνικός λαός και η νέα γενιά δεν έπαψαν ν’ αντιδρούν στο βίαιο φασιστικό παιδομάζωμα, γι’ αυτό η αντιλαϊκή βασιλομεταξική δικτατορία έβαλε στη διάθεση της ΕΟΝ ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Νόμοι, ασφάλειες, χωροφυλακή, σχολεία, εκκλησία, φασίστες αξιωματικοί, «οίκος του αγρότου» και τα κρατικοποιημένα συνδικάτα χρησιμοποιούνται και τρομοκρατούν τους Έλληνες γονείς με το διώξιμο από τη δουλειά, το ξύλο και την εξορία, αποκλείουν τα παιδιά από τα σχολεία και τα διώχνουν απ’ την δουλειά, μόνο και μόνο για να αναγκαστούν να υποκύψουν και να μπουν στην λεγόμενη “Εθνική Οργάνωση Νεολαίας”».
Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Δημήτρη Σέρβου : Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, 4η έκδοση
*Οικοδόμος*
Σε πολιτικό επίπεδο, οι παλιές κοινοβουλευτικές μέθοδοι δεν προστάτευαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης όσο αυτή ήθελε. Μπροστά στο φόβο της οργάνωσης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και γενικότερα του δημοκρατικού η κυρίαρχη τάξη και οι ξένες δυνάμεις κατέφυγαν στην επιβολή της δικτατορίας.
Η αρχή έγινε όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά ως Υπουργό Στρατιωτικών, η ορκωμοσία του οποίου έγινε στις 5 Μαρτίου 1936. Παράλληλα διάφοροι μοναρχικοί κύκλοι προσπαθούσαν να ματαιώσουν το σχηματισμό κυβέρνησης από το Κόμμα των Φιλελευθέρων επειδή είχε την ανοχή του Παλλαϊκού Μετώπου που είχε συγκροτηθεί με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το ΚΚΕ είχε θέσει συγκεκριμένους όρους στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, που αποτελούσαν τη συνισταμένη των διεκδικητικών αγώνων των ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις 13 Απριλίου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διορίσθηκε από το παλάτι Πρωθυπουργός διατηρώντας και τη θέση του Υπουργού Στρατιωτικών. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και τη Γενική Αρχηγία του Αθλητισμού.
Στο μεταξύ το Κόμμα των Φιλελευθέρων αθέτησε την υπογραφή του και αρνήθηκε να εφαρμόσει το Σύμφωνο με το Παλλαϊκό Μέτωπο ( Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα).
Το παλάτι παράλληλα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει το θεσμό της βασιλείας και γι’ αυτό η δικτατορία είχε βασικό στήριγμά της τον αγγλόφιλο Γεώργιο Β’ και την ίδια την Αγγλία που υπεράσπιζε τα συμφέροντά της στην περιοχή. Έτσι ο Ιωάννης Μεταξάς, παρά τον θαυμασμό του για τη χιτλερική Γερμανία και την επιθυμία προσέγγισης του Γ’ Ράιχ, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την αγγλική εξάρτηση και κηδεμονία. Ακολούθησε την αγγλική πολιτική γιατί έτσι του υπαγόρευαν τα συμφέροντα του παλατιού και η αστική τάξη της Ελλάδας.
Η δικαιολογία για την επιβολή της δικτατορίας ήταν ο κομμουνιστικός κίνδυνος.
Η δικτατορία προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβληθεί στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Ο εκφασισμός, κυρίως της νεολαίας, ήταν από τις πιο σημαντικές επιδιώξεις της. Ήθελε να μετατρέψει τους νέους σε οργανωμένους φασίστες, χωρίς προσωπικότητα και σκέψη, πειθήνια όργανα του καθεστώτος καλλιεργώντας τον εθνικισμό και το φασισμό στην καθημερινότητά τους και στις σχέσεις τους, ακόμα και τις οικογενειακές.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού ιδρύθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1936 με τον ΑΝ 334/7/10 η Εθνική Οργάνωση Νέων (ΕΟΝ) . Ο στόχος της ήταν να οργανώσει την ελληνική νεολαία με τα πρότυπα των νέων της Αρχαίας Σπάρτης για τη δημιουργία του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού Η νεολαιίστικη οργάνωση του Μουσολίνι «BALLILA» και η αντίστοιχη του Χίτλερ «HITLERJUGEND» ήταν τα πρότυπα της ΕΟΝ.
Η ένταξη στην ΕΟΝ ήταν αρχικά εθελοντική. Το 1937 η δύναμή της αριθμούσε 300 μέλη. Στις αρχές του 1938, πανελλαδικά έφθανε τις 15.000, απ’ τα οποία το 90% ήταν «επιστρατευμένοι» με συγκαλυμμένη βία.
Εκτός από την προβολή του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού και της Μεγάλης Ιδέας που θα έφερνε ξανά στο προσκήνιο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καλλιεργούσε και την άποψη ότι ο λαός δεν είναι πηγή των εξουσιών, αλλά «αριθμητικό απλώς σύνολο» και ότι «Αρχηγός», «Πατέρας» και «Θεόπνευστος» είναι ο «Ένας».
Επειδή η προσέλευση μελών δεν ήταν ικανοποιητική, η ένταξη στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική για όλους τους νέους και τις νέες σε όποια ομάδα ή κατηγορία ανήκαν.
Στις Ανώτερες Σχολές και στα Γυμνάσια συγκροτήθηκαν οι πρώτες φασιστικές φάλαγγες. Οι νέοι από 12 μέχρι 25 χρονών υποχρεώνονταν να υπογράψουν ομαδικά και «αυθόρμητα» την αίτηση εγγραφής στην ΕΟΝ δίνοντας συγχρόνως και όρκο:
«Εν ονόματι της Αγίας, ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, ορκίζομαι ότι θα διαφυλάττω πίστιν εις τον Θεόν, εις τον Βασιλέα και εις την Πατρίδα, ότι θα διαφυλάττω πίστιν εις τον Αρχηγόν Α.Β.Υ. Διάδοχον του Θρόνου και Εθνικόν Κυβερνήτην και Γενικόν Επιθεωρητήν, θα πειθαρχώ απολύτως εις πάσαν αυτού διαταγήν, ότι θα αγωνιστώ παντού και πάντοτε δια πασών των δυνάμεων μου υπέρ των Εθνικών Ιδανικών, υπέρ των ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών και ηθικών αρχών της 4ης Αυγούστου. Να υπερασπίζομαι τας Σημαίας και να υπακούω εις πάντα ανώτερόν μου, εις τους Νόμους και Διατάξεις του Κράτους και της Οργανώσεως και ότι τον όρκον μου αυτό θα τηρήσω επί θυσία και της ζωής μου ακόμη.»
Ο Μεταξάς ως Υπουργός Παιδείας, με αυστηρές διαταγές υποχρέωνε την εγγραφή όλων των μαθητών και φοιτητών στην ΕΟΝ. Τον Αύγουστο του 1940 η ΕΟΝ αριθμούσε 1.000.000 μέλη από τα οποία οι 600.000 ήταν μαθητές, φοιτητές και σπουδαστές. Το σχολείο και γενικά η εκπαίδευση αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί η φασιστική προπαγάνδα. Τα ποσοστά δαπανών για την Παιδεία έπεσαν δραματικά και η παρεχόμενη εκπαίδευση φτώχυνε σε ποιότητα. Ο αριθμός των μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μειώθηκε σημαντικά και ακόμη περισσότερο δυσκόλεψε η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια. Σκοπός ήταν να μορφωθούν όσο γίνεται λιγότερα παιδιά από τις λαϊκές τάξεις και να εξαρτώνται όσο γίνεται περισσότερο από τη συμμετοχή τους στην ΕΟΝ για την εξεύρεση εργασίας..
Στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο συνέβαλε και η εκπαιδευτική πολιτική του Μεταξά ως Υπουργού Παιδείας. Καθιέρωσε το 8τάξιο Γυμνάσιο υποχρεώνοντας τα παιδιά να δίνουν εξετάσεις από το Δημοτικό στο Ημιγυμνάσιο και στη συνέχεια άλλες εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Κατάργησε τα μικτά σχολεία προτρέποντας συγχρόνως τα κορίτσια να παντρεύονται και να γίνουν καλές νοικοκυρές και σύζυγοι.
Τα σχολικά κείμενα μεταφράστηκαν στην καθαρεύουσα, αφαιρέθηκε κάθε τι προοδευτικό και προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της δικτατορίας και της σχετικής με αυτήν προπαγάνδας.
Εισήχθηκε για πρώτη φορά το μάθημα της Οικιακής Οικονομίας που θεωρήθηκε σημαντικό στη «διαπαιδαγώγηση» των κοριτσιών προκειμένου να εκπληρώσουν σωστά το ρόλο τους ως σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές.
Μια σειρά διδακτικών βιβλίων απαγορεύτηκαν ακόμη και αν ήταν αρχαιοελληνικά όπως ο Επιτάφιος του Περικλή. Συγχρόνως κυκλοφόρησε κατάλογος απαγορευμένων συγγραφέων και βιβλίων.
Ο νέος έπρεπε να είναι καλός σκαπανέας και καλός φαλαγγίτης, να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις της Τετάρτης και της Κυριακής στις οποίες διδασκόταν ηθική αγωγή «ντυμένη» με αντικομμουνιστικό περίβλημα.
Επιπλέον η πρόοδος στο Γυμνάσιο ή στο Πανεπιστήμιο εξαρτιόταν απ’ τη συμμετοχή στις λαμπαδηφορίες των νέων με χλαμύδες.
Όλα αυτά επιδεινώθηκαν με την επικράτηση στα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανθρώπων του καθεστώτος ή απλά αδιάφορων αφού οι δημοκρατικοί και αριστεροί εκπαιδευτικοί απολύθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Η εκκλησία υπήρξε ο μεγάλος σύμμαχος της δικτατορίας.
Εκείνο που ενδιέφερε το καθεστώς ήταν να απομακρυνθούν οι νέοι από την επιθυμία της μόρφωσης για να μπορεί πολύ εύκολα να ελέγχει τη σκέψη και τη συνείδησή του.
Οι νέοι χωρίζονταν ανάλογα με την ηλικία τους. Οι μεγαλύτεροι εντάσσονταν στα Τάγματα Εργασίας με διαφορετική στολή. Τα Τάγματα Εργασίας ήταν οργανωμένα με πρότυπο τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ. Υπεύθυνος ήταν ο Υπουργός Πρωτευούσης Κ.Κοτζιάς.
Οι μικρότεροι, μαθητές του Δημοτικού και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου χωρίζονταν σε σκαπανείς και σκαπάνισσες, οι μεγαλύτεροι μαθητές και οι φοιτητές σε φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες. Υπεύθυνοι για την αυστηρή τήρηση των διαταγών ορίσθηκαν οι εκπαιδευτικοί ενώ εμμέσως απειλούνταν οι γονείς που διαφωνούσαν με την ένταξη των παιδιών τους στην ΕΟΝ.
Ιδιαίτερα καθήκοντα δόθηκαν στους καθηγητές Σωματικής Αγωγής οι οποίοι ήταν οι φαλαγγάρχες, υπεύθυνοι για την ΕΟΝ. Αυτοί είχαν και προνομιακή μισθολογική μεταχείριση. Η Γυμναστική έγινε το βασικό μάθημα. Αν κάποιος μαθητής αποτύχαινε στη Γυμναστική και σ’ ένα άλλο δευτερεύον μάθημα έχανε τη χρονιά του. Επίσης όποιος είχε 20 απουσίες από τις συγκεντρώσεις της ΕΟΝ έχανε τη χρονιά του.
Για να προσληφθεί σε οποιαδήποτε δουλειά ένας νέος ήταν απαραίτητο να είναι μέλος της ΕΟΝ.
Με τον Αναγκαστικό Νόμο 334 η ΕΟΝ αποκτά νομική υπόσταση. Διοικείται από Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο Ιωάννης Μεταξάς και αναπληρώνεται από τον Κυβερνητικό Επίτροπο Αλεξ. Κανελλόπουλο.
Με τη εγκύκλιο αριθμ 3973/ 21.12.1938 του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων η φασιστική οργάνωση ενσωματώθηκε στον κρατικό μηχανισμό και απέκτησε δικό της ραδιοφωνικό σταθμό καλύπτοντας τα λειτουργικά της έξοδα και τη μισθοδοσία των στελεχών της από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεν την έλεγχε κανείς και δεν απολογιόταν σε κανέναν.
Με Αναγκαστικό Νόμο πάλι, το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών, η ΧΑΝ, η ΧΕΝ, η Φιλική Εταιρία Νέων, λογοτεχνικές ομάδες νέων και πολιτιστικοί σύλλογοι διαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν στην ΕΟΝ. Τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των συλλόγων κατασχέθηκαν και περιήλθαν στα ταμεία της οργάνωσης.
Επιπλέον το φασιστικό καθεστώς είχε καθιερώσει την απονομή στους φαλαγγίτες «Τιμητικών Ευσήμων» προκειμένου να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις και να αναδείξει το «εθνοχριστιανικό έργο» της ΕΟΝ.
Τα πρώτα στελέχη της προέρχονταν κυρίως από την Εθνική Ένωση Ελλάδος (ΕΕΕ), φιλοναζιστική οργάνωση με έντονη αντικομμουνιστική δράση. Στη συνέχεια πλαισιώθηκε από διάφορα εθνικιστικά και τυχοδιωκτικά στοιχεία.
Το 1939 ο διάδοχος Παύλος έγινε Γενικός Αρχηγός της ΕΟΝ και οι πριγκίπισσες Φρειδερίκη και Ειρήνη τοποθετήθηκαν Γενικές Επιθεωρήτριες των γυναικείων σχηματισμών της ΕΟΝ.
Τον Οκτώβρη του 1938 κυκλοφόρησε το περιοδικό της ΕΟΝ με το όνομα «Νεολαία», που θεωρείται ότι δόθηκε σκόπιμα και με παραπλανητικό σκοπό καθώς με αυτό το όνομα εξέδιδε το περιοδικό της η ΟΚΝΕ από τον Αύγουστο του 1922. Η αγορά του περιοδικού ήταν υποχρεωτική όχι μόνο από τα μέλη αλλά και απ’ όλους τους Οργανισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Η ΕΟΝ ακολουθούσε τη στρατιωτική οργανωτική δομή
Κάθε νέος φορούσε μαύρη στολή, ίδια σε όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την κατασκευή τους το καθεστώς είχε δαπανήσει 250.000.000 δρχ. όταν ο κρατικός προϋπολογισμός του 1935-1936 ήταν 130.200.000 δραχμές.
Για τις στολές μάλιστα γινόταν και ετήσιος πανελλήνιος έρανος παραμονές Χριστουγέννων «Υπέρ της στολής του Φαλαγγίτου». Υπήρχε και το «Φαλαγγόσημο». Έρανοι γίνονταν πολλοί με αναγκαστική μορφή και για τα χρήματα που συγκεντρώνονταν κανείς δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Οι αξιωματούχοι της ΕΟΝ αποσπούσαν χρήματα με εκβιασμούς και η κατάχρηση των χρημάτων δεν είχε τελειωμό.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του «πατριωτικού» έργου της ΕΟΝ είναι η διαχείριση των δεμάτων που έστελναν οι συγγενείς των στρατιωτών στον πόλεμο του 1940. Τα δέματα αυτά είχαν αναλάβει να τα συγκεντρώνουν τα μέλη της ΕΟΝ, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους, γιατί τα μοιράζονταν οι διάφοροι βαθμούχοι. Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν πουλούσαν τα μάλλινα είδη στο Μοναστηράκι και στο Βαρδάρη προς 200 δραχμές. Με την κατάρρευση του Μετώπου ανακαλύφθηκαν ολόκληρες αποθήκες γεμάτες με τα δέματα αυτά.
Η δικτατορία καλλιεργούσε μια λαϊκίστικη φιλοσοφία. Αν και υπερθεμάτιζε το ρόλο της οικογένειας μέσα από το σύνθημα Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια , προωθούσε ένα δικό της πατριαρχικό και απολυταρχικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας είναι ο δυνατός και η γυναίκα είναι η νοικοκυρά του σπιτιού και αυτή που γεννά παιδιά για το Έθνος χωρίς μόρφωση και άλλες ικανότητες.
Τα μέλη της ΕΟΝ χαιρετούσαν με υψωμένο το δεξί χέρι και ενωμένα τα δάκτυλα της παλάμης, όπως οι χιτλερικοί και οι φασίστες του Μουσολίνι.
Ο χαφιεδισμός και η τρομοκρατία κυκλοφορούσαν νόμιμα. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Κ. Μανιαδάκης, έλεγχε τα πάντα.
Μια μορφή πίεσης και εκβιασμού σε όσους δεν είχαν γραφτεί στην ΕΟΝ ήταν η σίτιση και η εργασία «εκ περιτροπής», δηλαδή δεν μπορούσαν να τρώνε και να δουλεύουν καθημερινά όπως τα μέλη της ΕΟΝ.
Στη διάρκεια της Κατοχής η ΕΟΝ εξαφανίστηκε. Αυτό δείχνει ότι δεν ενέπνευσε την πλειονότητα των νέων. Εξαίρεση αποτελούν εκείνοι οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς με την ιδιότητα των αξιωματικών της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγματασφαλιτών.
Σε αυτή τη βίαιη οργάνωση της νεολαίας αντιδρά η ΟΚΝΕ, η οποία έθεσε δύο στόχους:
α) να δημιουργηθεί Αντιδικτατορικό Μέτωπο των οργανώσεων της νεολαίας
β) να παλέψει εναντίον της φασιστικής ΕΟΝ.
«Νέοι κομμουνιστές δώστε το παράδειγμα και σχηματίστε μαζί με όλες τις μη φασιστικές οργανώσεις το Ενιαίο Μέτωπο ενάντια στη φασιστική οργάνωση της νεολαίας. Αυτό είναι το κύριο καθήκον της στιγμής…
…Εμείς θα νικήσουμε κι όχι ο δικτάτορας Μεταξάς. Το μέλλον ανήκει στη νεολαία». (Από το μήνυμα της ΟΚΝΕ στην εφημερίδα «Νεολαία» στις 3 Δεκεμβρίου 1936)
Στις 4 Δεκεμβρίου 1936 η Κομμουνιστική Νεολαία της Αθήνας και η Σοσιαλιστική Πρωτοπορία της Αθήνας αποφάσισαν να δημιουργήσουν ενιαίο μέτωπο πάλης κατά του φασισμού αλλά να αγωνιστούν παράλληλα για τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές ανάγκες της νεολαίας. Στο μέτωπο προσχώρησαν και άλλες οργανώσεις. Αρχικά εξέδιδε την «Ελευθερία» και αργότερα τη «Φλόγα». Η δημιουργία του μετώπου είχε μεγάλη απήχηση στην ελληνική νεολαία και την ξεσήκωσε κατά της δικτατορίας. Μέσα στη μαυρίλα και την καταχνιά οργάνωσαν φοιτητικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την απόλυση των προοδευτικών καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αντιδικτατορικές εκδηλώσεις με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου και της άφιξης του Γάλλου Υπουργού Παιδείας για την 100ετηρίδα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, συγκέντρωση στα Προπύλαια για την αποδοκιμασία του εκπροσώπου της χιτλερικής Γερμανίας και στο Στάδιο κατά τη διάρκεια φοιτητικών αγώνων. Το τίμημα ήταν ακριβό καθώς η Ασφάλεια έκανε επιθέσεις εναντίον τους, χτυπώντας τους, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας πολλούς από αυτούς τους νέους.
Η ΕΟΝ διαλύθηκε στις 2 Μαΐου 1941 με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς
Ο ξεσηκωμός του ελληνικού λαού εναντίον των κατακτητών και η οργάνωση της αντίστασης κυρίως μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ για τη νεολαία δείχνουν ότι τα σχέδια του Μεταξά για τον εκφασισμό της απέτυχαν.
Για τον χαρακτήρα της οργάνωσης αυτής στις 12 Μαρτίου 1939 δημοσιεύτηκε στον παράνομο Ριζοσπάστη κείμενο που περιλαμβάνεται στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για την κατάσταση της νέας γενιάς και τα καθήκοντά της:
«… Απ’ την 4η Αυγούστου 1936, που πραξικοπηματικά κατέλαβε την εξουσία, με τη δημαγωγία, την απάτη και την τρομοκρατική βία, αγωνίζεται να καθυποτάξει τη νέα γενιά στους αντιλαϊκούς και αντεθνικούς σκοπούς της. Με τη συγκατάθεση και ενεργητική υποστήριξη του θρόνου δημιούργησε τη νεογενιτσαρική οργάνωση ΕΟΝ και μέσω αυτής διαφθείρει τη νεολαία εθνικά, τη διαπαιδαγωγεί με τα βαρβαρώδη ιδεώδη του τσεκουριού, του χαφιεδισμού, της κατασκοπείας και εθνικής προδοσίας.
Η δικτατορία με το βίαιο παιδομάζωμα των νέων στην ΕΟΝ επιδιώκει να διαφθείρει τη νέα γενιά, να δημιουργήσει μαχητική φασιστική οργάνωση, ν’ αναδείξει στελέχη για να πλαισιώσει το φασιστικό κράτος της, την αστυνομία και το στρατό, να συγκροτήσει πιστά τυφλά σώματα πραιτωριανών δολοφόνων που τα χρειάζεται για να πνίγει τον αντιδικτατορικό αγώνα του λαού μας. Η πλατειά μάζα των παιδιών του ελληνικού λαού μπαίνοντας στις γενιτσαρικές οργανώσεις της ΕΟΝ χάνουν την προσωπική τους ελευθερία, υποτάσσονται κάτω απ’ την κτηνώδη πειθαρχία των διορισμένων και εμμίσθων αξιωματούχων , δέρνονται, ξευτελίζονται απ’ αυτούς και μεταβάλλονται σε άβουλη μάζα δούλων.
Παρά την αιματηρή τρομοκρατία ο ελληνικός λαός και η νέα γενιά δεν έπαψαν ν’ αντιδρούν στο βίαιο φασιστικό παιδομάζωμα, γι’ αυτό η αντιλαϊκή βασιλομεταξική δικτατορία έβαλε στη διάθεση της ΕΟΝ ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Νόμοι, ασφάλειες, χωροφυλακή, σχολεία, εκκλησία, φασίστες αξιωματικοί, «οίκος του αγρότου» και τα κρατικοποιημένα συνδικάτα χρησιμοποιούνται και τρομοκρατούν τους Έλληνες γονείς με το διώξιμο από τη δουλειά, το ξύλο και την εξορία, αποκλείουν τα παιδιά από τα σχολεία και τα διώχνουν απ’ την δουλειά, μόνο και μόνο για να αναγκαστούν να υποκύψουν και να μπουν στην λεγόμενη “Εθνική Οργάνωση Νεολαίας”».
Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Δημήτρη Σέρβου : Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, 4η έκδοση
*Οικοδόμος*
Τάγματα Ασφαλείας
Ο όρκος του ταγματασφαλίτη
"ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον
ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού
του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ.
Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων
εις διαταγάς των ανωτέρων μου.
Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου,
τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω,
θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών."
Η κυβέρνηση, που σχημάτισε στις 7 του Απρίλη 1943 ο Ιωάννης Δ. Ράλλης, ήταν η τρίτη στη σειρά κατοχική κυβέρνηση που αναλάμβανε τη «διακυβέρνηση» της χώρας με γερμανική εντολή. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου (29 του Απρίλη 1941 - 2 του Δεκέμβρη 1942) και του καθηγητή της Ιατρικής Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (2 του Δεκέμβρη 1942 - 6 του Απρίλη 1943), τον οποίο όρισε πρωθυπουργό ο Τσολάκογλου.
Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.
Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης. Ετσι, οι γερμανικές αρχές Κατοχής επανήλθαν στον Ι. Δ. Ράλλη, γιο πρωθυπουργού και επί χρόνια βουλευτή και υπουργό του «Λαϊκού Κόμματος» (Δ. Γούναρη, Π. Τσαλδάρη).
Βρισκόμαστε στο 1943, που οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ουσιαστικά.
Διεθνώς, συντελούνταν ριζική στροφή στην πορεία του Β- Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Από την άλλη, διαφαινόταν ότι από μήνα σε μήνα η Ιταλία θα κατέρρεε, όπως και έγινε. Στις 8 του Σεπτέμβρη, η Ιταλία συνθηκολόγησε.
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν.
Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας. Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων». Τα τάγματα ασφαλείας έφεραν την αμφίεση του μακεδονομάχου ενώ εξοπλίζονταν εξολοκλήρου σχεδόν από τους Γερμανούς.
Ως προς την αιτία της δημιουργίας τους και τους σκοπούς τους, ο ιστορικός Παπαρήγας την τοποθετεί σε δύο άξονες.
Πρώτον, στην ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να δημιουργήσει έναν στρατό ικανό να την διατηρήσει στην εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών (η οποία διαφαίνονταν ήδη από το 1943) και
δεύτερον, στην ανάγκη υπεράσπισης των συμφερόντων της και κατά την διάρκεια της κατοχής, από το ταξικοαπελευθερωτικό ΕΑΜικό κίνημα.
Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!
Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ηταν - άμεσα ή έμμεσα - έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.
Εγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:
«...η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...)».
«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».
Ο ίδιος:
«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:
δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ...(...)
ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:
«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:
«...στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο "προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής - Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου".
Σ' αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη "δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως" (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι "εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ' ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα". Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».
Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα.
Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας:
«Τα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (...) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».
Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:
«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην».
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, συνδικαλιστής και σοσιαλιστής.
(Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).
Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Αγγελος Εβερτ, ήταν και ο Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.
Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:
«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (...) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του - θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του - σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Ετσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».
Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:
«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:
"Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε, όχι φυσικά από αυτά... Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός.
Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«...διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».
Και σε άλλο σημείο:
«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».
Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.
Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:
«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».
Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν... Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.
Μα και πίσω από την τότε δημιουργία, υπάρχει η ίδια άποψη, για τα Τάγματα Ασφαλείας, που υπάρχει και σήμερα από διάφορους αντιδραστικούς και αναθεωρητίστικους κύκλους. Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης τότε, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!!
Εγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-'44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ενα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».
Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:
«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».
Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν ...ήπιοι!
Γράφει ο Καλύβας:
«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!
Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Από την άλλη, διάφοροι ιστοριογράφοι παρεμφερούς ή και όμοιας μεθοδολογίας, εμφανίζουν ως πρωτότυπη την ερμηνεία τους, ότι η αστική τάξη επιδίωξε τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους της, παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς υποστήριξε ο Ι. Ράλλης, όπως και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο πρώτος για τις συνθήκες της Κατοχικής Ελλάδας και ο δεύτερος στις συνθήκες της Μέσης Ανατολής, αναφερόμενος ωστόσο στην Ελλάδα.
Είπε ο Ράλλης:
«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (...) Εχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».
Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«...πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».
Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως:
«... εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού».
Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».
Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».
Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.
Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι - τραγική ειρωνεία - ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Οχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.
Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα;
Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα.
Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός.
Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.
Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.
Γι' αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη. Και οι μεν και οι δε, ταξικοί.
Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):
«...Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρη. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»...
Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.
Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης. Ετσι, οι γερμανικές αρχές Κατοχής επανήλθαν στον Ι. Δ. Ράλλη, γιο πρωθυπουργού και επί χρόνια βουλευτή και υπουργό του «Λαϊκού Κόμματος» (Δ. Γούναρη, Π. Τσαλδάρη).
Βρισκόμαστε στο 1943, που οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ουσιαστικά.
Διεθνώς, συντελούνταν ριζική στροφή στην πορεία του Β- Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Από την άλλη, διαφαινόταν ότι από μήνα σε μήνα η Ιταλία θα κατέρρεε, όπως και έγινε. Στις 8 του Σεπτέμβρη, η Ιταλία συνθηκολόγησε.
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν.
Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας. Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων». Τα τάγματα ασφαλείας έφεραν την αμφίεση του μακεδονομάχου ενώ εξοπλίζονταν εξολοκλήρου σχεδόν από τους Γερμανούς.
Ως προς την αιτία της δημιουργίας τους και τους σκοπούς τους, ο ιστορικός Παπαρήγας την τοποθετεί σε δύο άξονες.
Πρώτον, στην ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να δημιουργήσει έναν στρατό ικανό να την διατηρήσει στην εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών (η οποία διαφαίνονταν ήδη από το 1943) και
δεύτερον, στην ανάγκη υπεράσπισης των συμφερόντων της και κατά την διάρκεια της κατοχής, από το ταξικοαπελευθερωτικό ΕΑΜικό κίνημα.
Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!
Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ηταν - άμεσα ή έμμεσα - έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.
Εγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:
«...η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...)».
«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».
Ο ίδιος:
«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:
δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ...(...)
ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:
«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:
«...στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο "προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής - Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου".
Σ' αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη "δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως" (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι "εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ' ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα". Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».
Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα.
Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας:
«Τα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (...) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».
Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:
«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην».
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, συνδικαλιστής και σοσιαλιστής.
(Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).
Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Αγγελος Εβερτ, ήταν και ο Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.
Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:
«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (...) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του - θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του - σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Ετσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».
Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:
«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:
"Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε, όχι φυσικά από αυτά... Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός.
Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«...διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».
Και σε άλλο σημείο:
«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».
Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.
Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:
«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».
Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν... Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.
Μα και πίσω από την τότε δημιουργία, υπάρχει η ίδια άποψη, για τα Τάγματα Ασφαλείας, που υπάρχει και σήμερα από διάφορους αντιδραστικούς και αναθεωρητίστικους κύκλους. Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης τότε, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!!
Εγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-'44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ενα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».
Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:
«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».
Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν ...ήπιοι!
Γράφει ο Καλύβας:
«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!
Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Από την άλλη, διάφοροι ιστοριογράφοι παρεμφερούς ή και όμοιας μεθοδολογίας, εμφανίζουν ως πρωτότυπη την ερμηνεία τους, ότι η αστική τάξη επιδίωξε τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους της, παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς υποστήριξε ο Ι. Ράλλης, όπως και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο πρώτος για τις συνθήκες της Κατοχικής Ελλάδας και ο δεύτερος στις συνθήκες της Μέσης Ανατολής, αναφερόμενος ωστόσο στην Ελλάδα.
Είπε ο Ράλλης:
«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (...) Εχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».
Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«...πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».
Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως:
«... εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού».
Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».
Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».
Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.
Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι - τραγική ειρωνεία - ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Οχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.
Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα;
Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα.
Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός.
Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.
Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.
Γι' αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη. Και οι μεν και οι δε, ταξικοί.
Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):
«...Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρη. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»...
Η Οργάνωση Χ
Συγκροτήθηκε το 1942 απο φιλοβασιλικούς αξιωματικούς με αρχηγό τον τότε αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα (Διγενή), ο οποίος ήταν μεταξύ αυτών που επέλεξαν να συνεχίσουν την στρατιωτική τους υπηρεσία πειθαρχώντας, και συνεργαζόμενοι στην κυβέρνηση των ανδρείκελων (που είχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί. Ο προσανατολισμός της Χ ήταν σαφέστατα φιλοβασιλικός, φιλοναζιστικός και δοσιλογικός. Τακτικοί συνεργάτες τους ήταν οι Ράλληδες (Τάγματα Ασφαλείας), η χωροφυλακή και τα SS.
Το 1943 η οργάνωση Χ ζητά απο τους Γερμανούς να της παραχωρήσουν όπλα για να πολεμήσει τον ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί αρνούνται αλλά όχι απο φόβο όπως πολλοί νοσταλγοί του δοσιλογισμού υπαινίσσονται αλλά κυρίως γιατί η οργάνωση Χ ήταν αριθμητικά και πρακτικά ασήμαντη για αυτούς. Ως τα τότε η οργάνωση είχε στρατολογήσει και μερικά ακόμα μέλη κυρίως προαγωγούς, τραμπούκους και άλλους "μπουραντάδες" της εποχής.
Απο τον Οκτώβριο του 1943 ξεκινά να αλλάζει το κλίμα για την Χ. Ο ΕΛΑΣ έχει επικρατήσει σε τεράστιο τμήμα της υπαίθρου, οι Γερμανοί αρχίζουν να έχουν σημαντικές απώλειες σε όλη την Ευρώπη και την Αφρική και οι Άγγλοι ξεκινούν να ανησυχούν για την σοσιαλιστική προοπτική της Ελλάδας εάν το ΕΑΜ επικρατήσει . Έτσι στέλνουν στην Ελλάδα σε μυστική αποστολή τον νεοζηλανδό Ντόναλντ Ντον σε μυστική αποστολή συνένωσης των φιλοναζιστικών οργανώσεων για να δημιουργηθεί το αντίβαρο του ΕΛΑΣ.
Συναντιόνται λοιπόν στην Αθήνα και σε συνωμοτικό κλίμα οι οργανώσειες : ΕΔΕΣ Αθηνών, ΡΑΝ, ΕΔΕΜ, ΕΚΟ, ΠΑΟ,Εθνική Δράσις, Tρίαινα και η ομάδα Χ. Εκεί αποφασίζεται η ένοπλη δράση των οργανώσεων κατά του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΚΚΕ. Σε αυτή την συνάντηση αποφασίζεται και η εξακολούθηση της συνεργασίας των οργανώσεων αυτών με τους Γερμανούς. Οι Άγγλοι όμως εξακολουθούν να μην στέλνουν όπλα για τον εξοπλισμό των οργανωσεων αυτών. Η οργάνωση Χ επιχειρεί να πείσει ξανά τους Γερμανούς να τους παρέχουν όπλα κάτι που πάλι δεν πραγματοποιείται. Έτσι ο Γρίβας στρέφεται στην Χωροφυλακή και τα Τάγματα Ασφαλείας για οπλισμό. Εκεί εξηγεί οτι δεν προτίθεται να χτυπήσει με αυτά τους Γερμανούς αλλά μόνο τον ΕΛΑΣ. Αργότερα η οργάνωση επιχειρεί σποραδικές μικρής κλίμακας επιθέσεις στον ΕΛΑΣ της Αθήνας με μεγάλες απώλειες σε βάρος της. Χαρακτηριστική η σύγκρουση του εφεδρικού ΕΛΑΣ σε ολιγόλεπτη μάχη με την Χ στο Θησείο.
Αγγλοκρατία και Χ
Ο ρόλος της Οργάνωσης Χ όμως αλλάζει με τον ερχομό των Άγγλων. Εδώ η Χ δρα ώς καταφύγιο του δοσιλογισμού που με την επικράτηση του ΕΛΑΣ τρέχουν να ξεφύγουν απο τα λαικά δικαστήρια. Η οργάνωση Χ τους οργανώνει στους κύκλους της και τους βαφτίζει αντιστασιακούς. Οι Άγγλοι τους οπλίζουν και τους χρησιμοποιούν στο πλευρό της χωροφυλακής στις επιχειρήσεις τρομοκρατίας ενάντια στα στελέχη του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και στις μαζικές πορείες του ΕΑΜ. Η οργάνωση Χ περνά απο τον γερμανικό δοσιλογισμό στον αγγλικό! Μέλη της Χ στάλθηκαν και στην ύπαιθρο για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο σχετικά με το δημοψήφισμα επιστροφής του Βασιλιά. Περιοχές δράσης τους ήταν κυρίως η Θεσσαλία και η Βοιωτία. Εκεί η Χ, όπως και άλλες παρόμοιες οργανώσεις επιδίδονται σε όργια βιασμών, εκτελέσεων και βασανισμών του τοπικού πληθυσμού. (βλ. Αλεξ. Θεοδωράκης, "Υπερ βωμών και αστείων"). Τελικά η οργάνωση Χ δίνει την τελευταία της μάχη στην γραμμή του Θησείου στο πλευρό των χωροφυλάκων και των Άγγλων αφεντάδων τους απωθώντας δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Στη μάχη του Θησείου ο Γρίβας ίσα – ίσα σώθηκε, χάρη στην επέμβαση των Αγγλων που ανάγκασαν τους ΕΛΑΣίτες να αποχωρήσουν. Με το τέλος των Δεκεμβριανών οι Αγγλοι δημιούργησαν 22 τάγματα εθνοφυλακής για να διατηρήσουν τον έλεγχο της Αθήνας, στα οποία εντάχθηκαν πολλοί Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες, οι οποίοι από την απελευθέρωση μέχρι τότε ήταν φυλακισμένοι.
Οι μεγάλες στιγμές, πάντως, της Χ ήρθε μετά τη Βάρκιζα. Οι Αγγλοι υπέθαλπαν την τρομοκρατία, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη τα όσα κέρδισαν στη μάχη της Αθήνας και στη συμφωνία της Βάρκιζας για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Και η ομάδα Χ ήταν το πιο κατάλληλο εργαλείο για να αναλάβει αυτό το ρόλο. Από μια μικρή και ασήμαντη οργάνωση την περίοδο της κατοχής η ομάδα Χ έγινε ένας ιδιωτικός στρατός με την μαζική είσοδο βασιλικών, μεταξικών, δοσίλογων και ταγματασφαλιτών . Ετσι έφτασε πανελλαδικά να έχει περίπου 50.000 μέλη, ο ίδιος ο Γρίβας ισχυριζότανε 200.000 αλλά ήταν πάντοτε υπερβολικός. Ταυτόχρονα, όμως, με την είσοδο των μελών που είχαν συνεργαστεί ανοικτά με τους Γερμανούς, το Χίτης έγινε συνώνυμο του Ταγματασφαλίτης.
Η λευκή τρομοκρατία από τον Φεβρουάριο του 1944 μέχρι τις εκλογές του 1946 είχε αποτέλεσμα 1289 δολοφονίες, 509 απόπειρες δολοφονίας, 165 βιασμοί, 6671 τραυματισμοί, 31632 βασανισμοί, 84931 συλλήψεις, 677 επιθέσεις και καταστροφές σε γραφεία του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ και σε περιουσίες 18.767 ατόμων. Τον Φλεβάρη του 1944 έγινε και το μπλόκο της Χ στην ιστορική Καισαριανή, το οποίο ο λαός το ταύτισε με αυτό των Γερμανών, ενώ μπλόκα έγιναν ακόμη στην Κοκκινιά, στο Περιστέρι, στη Νέα Ιωνία, στα οποία σημειώθηκαν δολοφονίες και βασανισμοί αριστερών ή ατόμων που υποπτεύονταν ως αριστερούς οι εθνικόφρονες. Ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο έγιναν και οι μεγαλύτερες ωμότητες από αυτούς τους αγνούς πατριώτες της Χ.
Το τέλος της Χ ήρθε με την αυτοδιάλυσή της με την ένταξη της Χ στον Ε.Σ., την Χωροφυλακή και τα ΜΑΥ. Η διάλυση αυτή έγινε τόσο γιατί η Χ δεν χρειάζονταν στους νέους αφέντες της ελληνικής αστικής τάξης, τους Αμερικάνους, αλλά και γιατί η μαχητική της ικανότητα ήταν μηδαμινή απέναντι στον ΔΣΕ που την αφόπλιζε, την κατάστρεφε και αποκτούσε πολύτιμο πολεμικό υλικό.
Απόσπασμα από την εξέταση από το δικαστήριο για τους δοσιλόγους του επιτελάρχη της Χ, Κώστα Πολύζου στη δίκη που είχε κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας για τους επικεφαλείς της Ειδικής Ασφάλειας Λάμπου και Παρθενίου.
Αμάλγαμα ευφυΐας!!!!
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Πως οι Γερμανοί τους απέλυσαν απο το κρατητήριο, αφού είχαν όπλα; Γιατί οι Γερμανοί καταδίκαζαν σε θάνατο όσους οπλοφορούσαν.
ΠΟΛΥΖΟΣ: Μα ήξεραν ότι ήταν εθνικιστές. Και εμάς τους εθνικόφρονας δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Μπορείται να μας πείτε ποιες εθνικές ή πατριωτικές πράξεις εκτέλεσαν τα μέλη της οργάνωσης σας την περίοδο της κατοχής;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Πολλές, αλλά δεν έχω τα στοιχεία μαζί μου.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Οι Γερμανοί εκτέλεσαν ποτέ κανέναν δικό σας;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ναι. Σκότωσαν έναν δικό μας στο Κολωνάκι τον Οκτώβριον. Δεν ενθυμούμαι όμως το όνομα του.
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Είχε η οργάνωσή σας συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ναι
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Την συνεργασία την γνώριζαν οι Γερμανοί;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Οχι, γιατί θα μας συλλαμβάνανε και εμάς και αυτούς.
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Και όμως κ. μάρτυς υπάρχει έγγραφο της Ειδ. Ασφάλειας της 24/4/44 υπ. Αριθμόν 4/83 που αποδεικνύει πως την συνεργασία σας με την Ειδική όπως και την ύπαρξη αυτού του εγγράφου την γνώριζαν οι Γερμανοί. Πως εξηγείται αυτό;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ηταν εθνικιστική οργάνωσις η Χ.
Το 1943 η οργάνωση Χ ζητά απο τους Γερμανούς να της παραχωρήσουν όπλα για να πολεμήσει τον ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί αρνούνται αλλά όχι απο φόβο όπως πολλοί νοσταλγοί του δοσιλογισμού υπαινίσσονται αλλά κυρίως γιατί η οργάνωση Χ ήταν αριθμητικά και πρακτικά ασήμαντη για αυτούς. Ως τα τότε η οργάνωση είχε στρατολογήσει και μερικά ακόμα μέλη κυρίως προαγωγούς, τραμπούκους και άλλους "μπουραντάδες" της εποχής.
Απο τον Οκτώβριο του 1943 ξεκινά να αλλάζει το κλίμα για την Χ. Ο ΕΛΑΣ έχει επικρατήσει σε τεράστιο τμήμα της υπαίθρου, οι Γερμανοί αρχίζουν να έχουν σημαντικές απώλειες σε όλη την Ευρώπη και την Αφρική και οι Άγγλοι ξεκινούν να ανησυχούν για την σοσιαλιστική προοπτική της Ελλάδας εάν το ΕΑΜ επικρατήσει . Έτσι στέλνουν στην Ελλάδα σε μυστική αποστολή τον νεοζηλανδό Ντόναλντ Ντον σε μυστική αποστολή συνένωσης των φιλοναζιστικών οργανώσεων για να δημιουργηθεί το αντίβαρο του ΕΛΑΣ.
Συναντιόνται λοιπόν στην Αθήνα και σε συνωμοτικό κλίμα οι οργανώσειες : ΕΔΕΣ Αθηνών, ΡΑΝ, ΕΔΕΜ, ΕΚΟ, ΠΑΟ,Εθνική Δράσις, Tρίαινα και η ομάδα Χ. Εκεί αποφασίζεται η ένοπλη δράση των οργανώσεων κατά του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΚΚΕ. Σε αυτή την συνάντηση αποφασίζεται και η εξακολούθηση της συνεργασίας των οργανώσεων αυτών με τους Γερμανούς. Οι Άγγλοι όμως εξακολουθούν να μην στέλνουν όπλα για τον εξοπλισμό των οργανωσεων αυτών. Η οργάνωση Χ επιχειρεί να πείσει ξανά τους Γερμανούς να τους παρέχουν όπλα κάτι που πάλι δεν πραγματοποιείται. Έτσι ο Γρίβας στρέφεται στην Χωροφυλακή και τα Τάγματα Ασφαλείας για οπλισμό. Εκεί εξηγεί οτι δεν προτίθεται να χτυπήσει με αυτά τους Γερμανούς αλλά μόνο τον ΕΛΑΣ. Αργότερα η οργάνωση επιχειρεί σποραδικές μικρής κλίμακας επιθέσεις στον ΕΛΑΣ της Αθήνας με μεγάλες απώλειες σε βάρος της. Χαρακτηριστική η σύγκρουση του εφεδρικού ΕΛΑΣ σε ολιγόλεπτη μάχη με την Χ στο Θησείο.
Αγγλοκρατία και Χ
Ο ρόλος της Οργάνωσης Χ όμως αλλάζει με τον ερχομό των Άγγλων. Εδώ η Χ δρα ώς καταφύγιο του δοσιλογισμού που με την επικράτηση του ΕΛΑΣ τρέχουν να ξεφύγουν απο τα λαικά δικαστήρια. Η οργάνωση Χ τους οργανώνει στους κύκλους της και τους βαφτίζει αντιστασιακούς. Οι Άγγλοι τους οπλίζουν και τους χρησιμοποιούν στο πλευρό της χωροφυλακής στις επιχειρήσεις τρομοκρατίας ενάντια στα στελέχη του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και στις μαζικές πορείες του ΕΑΜ. Η οργάνωση Χ περνά απο τον γερμανικό δοσιλογισμό στον αγγλικό! Μέλη της Χ στάλθηκαν και στην ύπαιθρο για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο σχετικά με το δημοψήφισμα επιστροφής του Βασιλιά. Περιοχές δράσης τους ήταν κυρίως η Θεσσαλία και η Βοιωτία. Εκεί η Χ, όπως και άλλες παρόμοιες οργανώσεις επιδίδονται σε όργια βιασμών, εκτελέσεων και βασανισμών του τοπικού πληθυσμού. (βλ. Αλεξ. Θεοδωράκης, "Υπερ βωμών και αστείων"). Τελικά η οργάνωση Χ δίνει την τελευταία της μάχη στην γραμμή του Θησείου στο πλευρό των χωροφυλάκων και των Άγγλων αφεντάδων τους απωθώντας δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Στη μάχη του Θησείου ο Γρίβας ίσα – ίσα σώθηκε, χάρη στην επέμβαση των Αγγλων που ανάγκασαν τους ΕΛΑΣίτες να αποχωρήσουν. Με το τέλος των Δεκεμβριανών οι Αγγλοι δημιούργησαν 22 τάγματα εθνοφυλακής για να διατηρήσουν τον έλεγχο της Αθήνας, στα οποία εντάχθηκαν πολλοί Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες, οι οποίοι από την απελευθέρωση μέχρι τότε ήταν φυλακισμένοι.
Οι μεγάλες στιγμές, πάντως, της Χ ήρθε μετά τη Βάρκιζα. Οι Αγγλοι υπέθαλπαν την τρομοκρατία, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη τα όσα κέρδισαν στη μάχη της Αθήνας και στη συμφωνία της Βάρκιζας για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Και η ομάδα Χ ήταν το πιο κατάλληλο εργαλείο για να αναλάβει αυτό το ρόλο. Από μια μικρή και ασήμαντη οργάνωση την περίοδο της κατοχής η ομάδα Χ έγινε ένας ιδιωτικός στρατός με την μαζική είσοδο βασιλικών, μεταξικών, δοσίλογων και ταγματασφαλιτών . Ετσι έφτασε πανελλαδικά να έχει περίπου 50.000 μέλη, ο ίδιος ο Γρίβας ισχυριζότανε 200.000 αλλά ήταν πάντοτε υπερβολικός. Ταυτόχρονα, όμως, με την είσοδο των μελών που είχαν συνεργαστεί ανοικτά με τους Γερμανούς, το Χίτης έγινε συνώνυμο του Ταγματασφαλίτης.
Η λευκή τρομοκρατία από τον Φεβρουάριο του 1944 μέχρι τις εκλογές του 1946 είχε αποτέλεσμα 1289 δολοφονίες, 509 απόπειρες δολοφονίας, 165 βιασμοί, 6671 τραυματισμοί, 31632 βασανισμοί, 84931 συλλήψεις, 677 επιθέσεις και καταστροφές σε γραφεία του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ και σε περιουσίες 18.767 ατόμων. Τον Φλεβάρη του 1944 έγινε και το μπλόκο της Χ στην ιστορική Καισαριανή, το οποίο ο λαός το ταύτισε με αυτό των Γερμανών, ενώ μπλόκα έγιναν ακόμη στην Κοκκινιά, στο Περιστέρι, στη Νέα Ιωνία, στα οποία σημειώθηκαν δολοφονίες και βασανισμοί αριστερών ή ατόμων που υποπτεύονταν ως αριστερούς οι εθνικόφρονες. Ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο έγιναν και οι μεγαλύτερες ωμότητες από αυτούς τους αγνούς πατριώτες της Χ.
Το τέλος της Χ ήρθε με την αυτοδιάλυσή της με την ένταξη της Χ στον Ε.Σ., την Χωροφυλακή και τα ΜΑΥ. Η διάλυση αυτή έγινε τόσο γιατί η Χ δεν χρειάζονταν στους νέους αφέντες της ελληνικής αστικής τάξης, τους Αμερικάνους, αλλά και γιατί η μαχητική της ικανότητα ήταν μηδαμινή απέναντι στον ΔΣΕ που την αφόπλιζε, την κατάστρεφε και αποκτούσε πολύτιμο πολεμικό υλικό.
Απόσπασμα από την εξέταση από το δικαστήριο για τους δοσιλόγους του επιτελάρχη της Χ, Κώστα Πολύζου στη δίκη που είχε κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας για τους επικεφαλείς της Ειδικής Ασφάλειας Λάμπου και Παρθενίου.
Αμάλγαμα ευφυΐας!!!!
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Πως οι Γερμανοί τους απέλυσαν απο το κρατητήριο, αφού είχαν όπλα; Γιατί οι Γερμανοί καταδίκαζαν σε θάνατο όσους οπλοφορούσαν.
ΠΟΛΥΖΟΣ: Μα ήξεραν ότι ήταν εθνικιστές. Και εμάς τους εθνικόφρονας δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Μπορείται να μας πείτε ποιες εθνικές ή πατριωτικές πράξεις εκτέλεσαν τα μέλη της οργάνωσης σας την περίοδο της κατοχής;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Πολλές, αλλά δεν έχω τα στοιχεία μαζί μου.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Οι Γερμανοί εκτέλεσαν ποτέ κανέναν δικό σας;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ναι. Σκότωσαν έναν δικό μας στο Κολωνάκι τον Οκτώβριον. Δεν ενθυμούμαι όμως το όνομα του.
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Είχε η οργάνωσή σας συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ναι
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Την συνεργασία την γνώριζαν οι Γερμανοί;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Οχι, γιατί θα μας συλλαμβάνανε και εμάς και αυτούς.
ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Και όμως κ. μάρτυς υπάρχει έγγραφο της Ειδ. Ασφάλειας της 24/4/44 υπ. Αριθμόν 4/83 που αποδεικνύει πως την συνεργασία σας με την Ειδική όπως και την ύπαρξη αυτού του εγγράφου την γνώριζαν οι Γερμανοί. Πως εξηγείται αυτό;
ΠΟΛΥΖΟΣ: Ηταν εθνικιστική οργάνωσις η Χ.
Η συμμορία του Σούρλα
Η συμμορία του Σούρλα συστάθηκε τον Μάρτιο του 1944 από τους Γερμανούς, στα πλαίσια μιας οργάνωσης που έφερε το όνομα ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης) με κύριο στόχο της την εξάπλωση του τρόμου στα χωριά του Βόλου και την σύγκρουση με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Απο την οργάνωση αυτή ξεπήδησε και η αισχρή προσωπικότητα του Γρηγόρη Σούρλα το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί στους ανθρώπους της περιοχής με την έννοια του κλέφτη, του αλήτη και του τραμπούκου.
Έδρα της συμμορίας του Σούρλα ήταν το χωριό Δεμερλή κοντά στις γραμμές του ΣΕΚ στο σημείο που αυτές ενώνονταν με τις γραμμές του σιδηρόδρομου Βόλου- Καρδίτσας. Αρχηγοί της συμμορίας ήταν ο Γρηγόρης Σούρλας και ο λοχαγός Ψύλλας. Η συμμορία είχε αδειάσει κυριολεκτικά, το χωριό απο τους κατοίκους του, καθώς πλιατσικολόγησε τις σοδειές, τα ζώα και τις αποθήκες του. Οι κάτοικοί του το εγκατάλειψαν φοβούμενοι για τις ζωές τους. Η συμμορία του Σούρλα στρατολογούσε δια της βίας φτωχούς αγρότες, που ακολουθούσαν με την βία ή τοπικούς εγκληματίες και ληστές και στις 2 Σεπτέμβρη του 1944 αριθμούσε 250 περίπου άνδρες.
Για την ενίσχυση των θέσεων τους στην Δεμερλή, οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει και άλλα δύο τμήματα στρατού τους στην περιοχή κοντά στα λημέρια του Σούρλα. Ένα τμήμα είχε τοποθετηθεί σε ένα χτιστό πυργίσκο, ένα κοντά στον σιδηρόδρομο του ΣΕΚ και ένα ακόμη κοντά στον θεσσαλικό σιδηρόδρομο.
Στις 2 Σεπτέμβρη ο ΕΛΑΣ αποφάσισε να χτυπήσει τους Γερμανούς και την συμμορία του Σούρλα. Μετά απο λεπτομερή μελέτη των θέσεων του εχθρού το Γενικό Αρχηγείο αποφάσισε τα παρακάτω:
- Μία ύλη ιππικού του ΕΛΑΣ αποφασίσθηκε να επιχειρήσει με σαρωτική έφοδο ενάντια στο χωριό Δεμερλή
- Ένας λόχος του 54ου Συνταγματος (ο 2ος λόχος) να εγκατασταθεί στα υψώματα του δρόμου προς Λαμία για να καθυστερήσει πιθανή ενίσχυση των Γερμανών απο Λαμία.
- Ο 1ος λόχος του 54ου Συντάγματος θα διενεργούσε πολλαπλό σαμποτάζ στις γραμμές του τρένου για να παρεμποδίσει την διέλευση θορακισμένων συρμών που χρησιμοποιούσαν για ενίσχυσή τους απο την Λαμία οι Γερμανοί.
- Ο 3ος λόχος του 54ου Συντάγματος θα πλησίαζε τα τσιμεντένια φυλάκια, πολυβολεία και πόστο μπλόκο των Γερμανών ήσυχα στο σκοτάδι και θα τα ανατίνασσε με χρήση ενός βαρέος όλμου και αρκετών ελαφρών.
Στιγμιότυπα της μάχης στο Δεμερλή
Οι επιχειρήσεις έγιναν όλες με τον προκαθορισμένο τρόπο. Οι Γερμανοί του φυλάκιου δίπλα στις γραμμές πιάσθηκαν απροετοίμαστοι καθώς οι αντάρτες ανατίναξαν μέσα στο σκοτάδι τα φυλάκιά τους. Κατά τις 2:30 το βράδυ κάθε αντίσταση απο το φυλάκιο είχε καμφθεί, παρόλο που οι άνδρες του ΕΛΑΣ αναγκάσθηκαν να περάσουν μέσα απο ναρκοπέδιο και τριπλές σειρές συρματόπλεγμα. Οι Γερμανοί έχασαν 170 περίπου άνδρες ενώ ο ΕΛΑΣ 25 αντάρτες του. Την ίδια ώρα η ίλη του ιππικού έκανε έφοδο στο χωριό Δεμερλή. Η ίλη κινήθηκε κυκλωτικά και οι άνδρες του Σούρλα έδειξαν την πολεμική τους αξία σπάζοντας κάθε άμυνα και χανόμενοι στα δάση ένα γύρω. Ο ΕΛΑΣ, χωρίς καμία απώλεια αιχμαλώτισε 150 απο τους κατσαπλιάδες του Σούρλα ενώ 20 δικοί του κείτονταν νεκροί. Ο ίδιος ο Σούρλας και ο Ψύλλας γλίτωσαν την τελευταία στιγμή στα σκοτάδια του δάσους. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στα κεντρικά του ΕΛΑΣ για να δικασθούν. Παράλληλαμε την επιχείρηση του 3ου Τάγματος στο φυλάκιο του σιδηρόδρομου, ο 1ος λόχος και αφού είχε διαλύσει την γραμμή με σαμποτάζ σε 4 σημεία πηρε θέσεις άμυνας καθώς απο τον Δομοκό έρχονταν μια ομάδα Γερμανών σε φορτηγά έχοντας ειδοποιηθεί απο τους συναδέλφούς της στο φυλάκιο. Μπροστά είχαν γεμίσει ένα φορτηγό άοπλους Ιταλούς αιχμάλωτους για να δεχθούν πρώτοι την επίθεση. Το φορτηγό ανατινάχθηκε απο νάρκη, ενώ όσοι Ιταλοί τραυματίες κατάφεραν να συρθούν έξω απο το φλεγόμενο τάφο τους κατάφεραν να περάσουν στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Εκεί βρήκαν περίθαλψη και φυγαδεύτικαν στα Φάρσαλα. Δύο ώρες κράτησε η μάχη σε αυτό το σημείο. Τελικά οι Γερμανοί αποσύρθηκαν σε ότι αμάξι μπόρεσαν να πάρουν και γύρισαν στον Δομοκό. Οι απώλειές τους ήταν 15 νεκροί (χωρίς να μετράμε τους Ιταλούς) και 2 καμμένα φορτηγά. Εκείνο το βράδυ 2 αμαξοστοιχίες με βαριά πολυβόλα κινήθηκαν στην γραμμή και οι δύο όμως ανατινάχθηκαν πάνω στις ράγες απο τους σαμποτέρ του ΕΛΑΣ. Οι εκρηκτικές ύλες όμως ήταν ανεπαρκείς στο να προκαλέσουν ολοκληρωτική καταστροφή του συρμού. Παρ'όλα αυτά το δίκτυο σε εκείνο το σημείο έμεινε μπλοκαρισμένο για μία ημέρα. Επίσης 5 Γερμανοί χάθηκαν στην έκρηξη. Τα αγαθά που ο ΕΛΑΣ κατέλαβε στην Δεμερλή επιστράφηκαν μέχρι τον τελευταίο κόκκο σταριού στους νόμιμους κατόχους τους στα γύρω χωριά. Απο εκείνη την εποχή και ως σήμερα το όνομα Σούρλας έχει ταυτισθεί με τις έννοιες που προανάφερα και αυτό το έμαθα ρωτώντας τους κατοίκους της περιοχής.
Σχετικά με την ΕΑΣΑΔ
Σχετικά με την ΕΑΣΑΔ στην οποία τουλάχιστον τυπικά υπάγονταν και ο Σούρλας, λίγα πράγματα έιναι γνωστά. Μια μικρή λίστα με συστατικά της μέλη είναι γνωστή:
Δημήτρης Μακεδόνας, απο το Γλιστέρι στην Σκόπελο, μέλος και αξιωματικός της Χωροφυλακής
Γρηγόρης Σούρλας
Γεώργιος Ψύλλας
Αλέκος Καραμέτος, χωροφύλακας
Αντώνης Μπάιλας, αγρότης
Το σώμα της ΕΑΣΑΔ προβλέπονταν να φοράει την στολή των Ράλληδων (τα ρούχα του μακεδονομάχου) κάτι το οποίο δεν εφαρμόσθηκε. Υπάγονταν απευθείας στην διακιοδοσία του διοικητή των SS, Σιμάνα και την Γκεστάπο. Με ειδικό προεδρικό διάταγμα του Πρακτικού Ειδκού Δικαστηρίου Αθηνών οι άνδρες της ΕΑΣΑΔ είχαν το δικαίωμα νε αποφασίζουν μόνοι τους για τις τύχες των αιχμαλώτων τους. Στην οργάνωση αργότερα εντάχθηκαν και ποινικοί κρατούμενοι, προαγωγοί και μορφινομανείς απο τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το έδυμα δεν υιοθετήθηκε αλλά οι άνδρες της ΕΑΣΑΔ φορούσαν ένα πράσινο περιβραχιόνιο με λευκά γράμματα που έγραφαν το όνομα της οργάνωσης.
Τα γεγονότα του Αμπελώνα
- Στις 5 Μαίου του 1944 η ΕΑΣΑΔ μπαίνει και πυρπολεί το χωριό Φαλάνη
- Στις 17 Μαίου 1944, μια μεγάλη φάλαγγα φορτηγών μπαίνουν στο χωριό Αμπελώνας, είναι Γερμανοί μαζί με έναν τοπικό συνεργάτη τους. Οι Γερμανοί σκορπάνε τον τρόμο στο χωριό και δολοφωνούν άγρια τον Κώστα Σβώλο.
- Στις 4 Ιούνη επιδράμουν για δεύτερη φορά στον Αμπελώνα και σκοτώνουν 14 κατοίκους ανάμεσα στους οποίους και δύο παιδιά 15 και 16 ετών.
Απο την δράση της ΕΑΣΑΔ
Σχετικά με την δράση της ΕΑΣΑΔ επί Κατοχής αναφέρεται και το Ειδκό Δικαστήριο Αθηνών σχετικά με μία συνεργασία των οργανώσεων ΕΑΣΑΔ, ΕΑΟ και ΕΔΕΣ ενάντια στον ΕΛΑΣ Βόλου. Στην ανάλογη έκθεση αναφέρονται και οι παρκάτω δολοφονίες απο τον Σούρλα:
- 5/1/1944 : Δολοφονία του Κ. Ζιώτα, πρόεδρου του εργατικού κέντρου Λάρισας
- 30/4/1944 : Δολοφονία στην Νίκαια -Λάρισας των Κ. Ψαρούλη, Β. Ζντιάβα και Δ. Τσιπλακούλη
- 1/5/1944 :Δολοφονία του Α. Τούλα στην κεντρική πλατεία της Λάρισας, τραυματισμός του Κ. Σαλμά
- 1/5/1944 : Δολοφονία του Β. Φιλίνδρα, Ε. Σταμουλάκη, Θ. Ζέρβα σε χωριό έξω απο την Λάρισα
- 5/5/1944 : Δολοφονία τριών στελεχών του τοπικού ΕΑΜ (δεν γνωρίζω ονόματα)
- 13/5/1944 : Δολοφονία 6 ακόμα ανδρών και 3 γυναικών απο τον Σούρλα στην πόλη της Λάρισας
Ο Σούρλας στον Εμφύλιο
Αφού η κυβέρνηση του βουνού είχε θεσπιστεί, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας κάλεσε όλες τις προδοτικές οργανώσεις απο το Κάιρο να παραδώσουν τα όπλα και να φύγουν απο το πλευρό των Γερμανών. Ο ίδιος ο βρετανός σύνδεσμος του ΕΛΑΣ στην Θεσσαλία κάλεσε τους "Σούρληδες" να παραδοθούν άμεσα ενώ σχετικά με την επιχείρηση του ΕΛΑΣ στην Δεμερλή δεν είχε καμία αντίρρηση. Με τον ερχομό τους στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο, οι Άγγλοι γρήγορα βρήκαν "δουλειά" στους δοσίλογους και ταγματαλήτες της Κατοχής. Η "δουλειά" τους αυτή ήταν η τρομοκρατία του λαού της υπαίθρου, η δημιουργία εμφυλιακού κλίματος και η δίωξη με κάθε τρόπο των στελεχών του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ -ΚΚΕ. Στον Γρηγόρη Σούρλα δόθηκαν όπλα και η εντολή να περιτρέχει την περιοχή της Θεσσαλίας και των Φαρσάλων αγρυπνώντας για τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Οι Σούρληδες αφού στρατολόγησαν με απειλές και βασανιστήρια πολλούς νέους απο διάφορα χωριά διάλεξαν για λημέρι τους το χωριό Μέλια καθώς διέθετε σταθμό του σιδηρόδρομου κοντά στον Πλατύκαμπο "άνευ γραφείου". Κάθε φορά που πήγαιναν στο χωριό βίαζαν, έκλεβαν και επίτασσαν σπίτια, οχήματα και αγαθά τόσο πολύ που οι κάτοικοι όταν τους έβλεπαν έτρεχαν να κοιμηθούν στα χωράφια. Σκοπός των Άγγλων ήταν η παλιννόστηση της βασιλικής εξουσίας η οποία δεν θα έρχονταν (με το δημοψήφισμα), αν πρώτα όλη η ελληνική ύπαιθρος δεν έμπαινε κάτω απο τον ζυγό. Οι σούρληδες στην περιοχή δολοφονούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, βασάνισαν και δολοφόνισαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθώς και τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις όπως αυτή του Θανάση Δρίβα που "βάφτιζαν" κάποιον κομμουνιστή για προσωπικούς τους λόγους, και μετά ξεκλήριζαν την οικογένεια και το βιός του. Αυτά φυσικά υπο την σφραγίδα του Μόλγκαν, του βρετανού συνδέσμου των σούρληδων και της κυβέρνησης-λαγωνικού των Αθηνών.
Η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση)
Μετά τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε ο ΕΛΑΣ στην Βόρεια Μακεδονία κατά των Γερμανών και των Βουλγάρων την άνοιξη του 1944, στην περιοχή κάνει την εμφάνισή της και μια δοσιλογική οργάνωση, γνωστή ήδη από το 1942, με το όνομα ΠΑΟ (Πανελλήνια Άπελευθερωτική Οργάνωση). Οι ανταρτομάδες της ΠΑΟ δεν υποκινούνταν ασφαλώς από φιλοπατριωτικά αισθήματα, υποβοηθούσαν την Γκεστάπο και τις δυνάμεις των κατακτητών στην περιοχή. Στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσουμε συνοπτικά την δράση της φασιστικής ΠΑΟ μέσα από πηγές του περιοδικού Εθνική Αντίσταση αλλά και μαρτυρίες του Προέδρου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Αργυρούπολης Ιορδάνη Μασμανίδη.
Οι ομάδες της ΠΑΟ έκαναν την εμφάνισή τους τον Μάρτη του 1944. Αρχικά χωρισμένοι σε μικρά τμήματα εμφανίζονταν στα χωριά και έκαναν πλιάτσικο. Στο χωριό Κρούσια μάζεψαν όλα τα υπάρχοντα από τους φτωχούς κατοίκους και κυνήγησαν ανηλεώς τις τουρκόφωνες οικογένειες. Οι ΠΑΟτζήδες έπιασαν τον Παύλο Τσαλουχίδη και τον βασάνισαν για να τους πει ποιοι είναι οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Αυτός άρχισε να μαρτυράει μερικά ονόματα μέχρι που εμφανίστηκε ο κουμπάρος του και είπε στους ΠΑΟτζήδες ότι αυτός είναι τρελός και δεν ξέρει τι λέει. Έτσι γλίτωσε και ο ίδιος και τα στελέχη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Στην περιοχή γνωστός αρχηγός της ΠΑΟ ήταν ο Κώστας Παπαδόπουλος που έμπαινε με το έτσι θέλω σε σπίτια χωρικών και αφού τους ξυλοκοπούσε ρώταγε να μάθει πληροφορίες για τον ΕΛΑΣ. Ο Παπαδόπουλος σε ένα περιστατικό συνέλαβε τον αριστερό αγρότη Λαμπριανίδη Κώστα. Οι ΠΑΟτζήδες τον βασάνισαν φρικτά και αφού του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη τον λιάνισαν και τον πέταξαν σε παρακείμενο ρέμα. Μετά το περιστατικό κατευθύνθηκαν στο χωριό Ροδάνα και το λεηλάτησαν. Παράλληλα, άλλες ομάδες τις ΠΑΟ έκαιγαν και λεηλατούσαν το χωριό Κεντρικό. Εκεί οι ΠΑΟτζήδες μάζεψαν τις γυναίκες του χωριού και αφού τις βίασαν και τις έδειραν τις κούρεψαν γιατί όπως είπαν ήταν όλες του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ.
Φυσικά, αργότερα οι δυνάμεις των Γερμανών απαίτησαν μεγαλύτερη δράση ενάντια στον ΕΛΑΣ. Έτσι η ΠΑΟ οργανώθηκε καλύτερα. Σε πολλά χωριά του Κιλκίς δημιούργησαν τα λεγόμενα φρουραρχεία και όπλιζαν χωρικούς με το ζόρι. Έδρα της ΠΑΟ ορίστηκε το Κιλκίς και αρχηγός της ο Κώστας Παπαδόπουλος. Ανοιχτά, πια οι ΠΑΟτζήδες οπλίζονταν από τον γερμανικό στρατό και τους Βούλγαρους. Με τις επιχειρήσεις του γερμανικού στρατού και των Βούλγαρων, οι αντάρτες της ΠΑΟ βγαίνουν και αυτές στο πλευρό τους και ενάντια στους αντάρτες. Λεηλατούνται πολλά χωριά όπως οι Μουριές και το Βαθύ. Επίσης η ΠΑΟ διενεργεί συλλήψεις και εκτελεί πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Σε χωριά όπως το Κεντρικό δολοφονούνται μέχρι και γυναίκες. Τα χωριά παίρνουν φωτιά και οπλίζονται στο πλευρό του ΕΛΑΣ. Τα μόνα χωριά που δεν σηκώνουν τουφέκι ενάντια στην ΠΑΟ και τους Ναζί είναι οι Πετράδες και η Γαύρα. Τα χωριά αυτά βέβαια είχαν κοντά τους ισχυρό φρουραρχείο με φρούραρχο τον φρικτό Σάββα που σκότωνε και έκαιγε ανηλεώς.
Στο χωριό Μονολίθι ο φρούραρχος Στάθης συλλαμβάνει τον εφεδροελασίτη Σάββα Μασμανίδη και τον βασανίζουν μέχρι να υποδείξει μερικά παλιά κρησφύγετα με μερικά σπασμένα όπλα. Στα Κρούσια οι ΠΑΟτζήδες με τους Γερμανούς ορίζουν μια τριμελή επιτροπή που όποτε χρειάζονται τρόφιμα τους τα μαζεύει σε βάρος των ντόπιων χωρικών που πεινούν. Την Μεγάλη Πέμπτη του Πάσχα οι ΠΑΟτζήδες επιδράμουν στο χωριό Αντιγόνια και πλιατσικολογούν. Στα χωράφια γύρω από το χωριό συλλαμβάνουν τους κομμουνιστές Γρηγόρη και Κυριάκο Μασμανίδη και τους δολοφονούν άγρια. Από τότε και μετά οι ΠΑΟτζήδες κατεβαίνουν κάθε Κυριακή στο χωριό και μαζεύουν με το έτσι θέλω τον κόπο όλης τους βδομάδας από τα χωράφια. Το ίδιο γίνεται και στα χωριά Κεντρικό και Μαυροπλαγιά.
Στο χωριό Κεντρικό τον δεκαπενταύγουστο του χωρίο γιόρταζε στην εκκλησία της Παναγίας. Κατά την λειτουργία, έφθασαν και οι ΠΑΟτζήδες και άρχισαν να πυροβολούν και να σπρώχνουν τον κόσμο. Αργότερα τον μάζεψαν στην πλατεία και εκεί έκανε την εμφάνισή του ο Παπαδόπουλος και μερικοί Γερμανοί επιτελείς. Εκεί ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε "Μόλις διαλύσαμε με τους Γερμανούς το 131 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μόλις διαλύσουμε και τα άλλα τους τμήματα οι Γερμανοί θα μας αφήσουν μόνους μας να κυβερνάμε εδώ.
Στα τέλη Ιούνη του 1944, στο πλευρό του ΕΛΑΣ έσπευσαν και μερικοί Σέρβοι παρτιζάνοι του Τίτο που πολέμαγαν στα σύνορα με την Βουλγαρία. Οι ΠΑΟτζήδες νόμιζαν πως ήταν Βούλγαροι και όταν τους είδαν στα υψώματα της Μαυροπλαγιάς έσπευσαν να χαιρετίσουν. Οι Σέρβοι τους άφησαν να πάνε κοντά και μετά τους θέρισαν με τα όπλα τους. Αργότερα στο χωριό Χέρσο μαζεύτηκαν ισχυρές δυνάμεις της ΠΑΟ με αρχηγό κάποιον Γεωργαντά. Είχαν μαζευτεί για να χτυπήσουν τους ΕΛΑΣίτες και τους παρτιζάνους. Σε σύγκρουση που έγινε με τον ΕΛΑΣ στην Μαυροπλαγιά, οι ΠΑΟτζήδες ηττήθηκαν κατά κράτος και υποχώρησαν άτακτα. Την επόμενη οι ΕΛΑΣίτες και οι Σέρβοι μπήκαν στο χωριό Κεντρικό. Το βράδυ πιάσαν τα υψώματα. Ο κόσμος τους φίλαγε και τους χαιρετούσε καθώς πέρναγαν. Το πρωί της επόμενης κινήθηκαν οι Γερμανοί για να χτυπήσουν το Κεντρικό. Το ίδιο απόγευμα έφθασε και το 13ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στην περιοχή. Οι Γερμανοί καλούν σε βοήθειά τους και τους Βούλγαρους και ξεκινά μια αιματηρή μάχη στα χωριά Κεντρικό και Μουριές. Οι Γερμανοί, οι ΠΑΟτζήδες και οι Βούλγαροι θερίζονται παντού. Μάχες δίνονται και στα χωριά Βάθη, Θεοδωρέικα και στα Κρούσια. Παντού η ίδια κατάσταση: Νίκη για τον ΕΛΑΣ. Το 13ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ χτυπιέται παντού. Δίνει μάχες στα χωριά Ευκαρπία, Τέρπυλο, Ανάβρυτο και στην Νέα Σάντα. Οι Γερμανοί αποδεκατίζονται στο χωριό Άγιο Παντελεήμονα.
***Με την υποχώρηση των Γερμανών τον Νοέμβρη του 1944, πολλοί ΠΑΟτζήδες ακολουθούν τα στρατεύματα των Ναζί πίσω στην Γερμανία. Αρκετοί ΠΑΟτζήδες μαζεύτηκαν και στην Κατερίνη για να παραδοθούν στους Άγγλους. Στις 4 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ κυκλώνει το Κιλκίς. Ζητάνε από τους ΠΑΟτζήδες να παραδοθούν. Εκείνοι επιτίθενται μαζικά και καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό των ανταρτών και να διαφύγουν προς τα έξω. 'Όμως ο ΕΛΑΣ έχει μαζί του και ιππικό από την Λάρισα. Δεν γλιτώνει ούτε ένας ΠΑΟτζης. Στην μέσα πόλη του Κιλκίς, οι ΠΑΟτζήδες έχουν οχυρωθεί στο ύψωμα Άγιος Γεώργιος. Ο ΕΛΑΣ το εκπορθεί με το πυροβολικό του. Χάνονται πολλά παλικάρια του ΕΛΑΣ. Οι κάτοικοι του Κιλκίς πανηγυρίζουν την απελευθέρωση***.
Στη περιοχή της Δράμας το 13ο Σύνταγμα χτυπιέται με ΠΑΟτζήδες και Βούλγαρους με αρχηγό τον Αντόν Τσαούς Φωστερίδη. Ο ΕΛΑΣ τους διαλύει και επιστρέφει στο Κιλκίς. Οι κάτοικοι ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Αργότερα το ΕΑΜ οργανώνει λαϊκά δικαστήρια στο Κιλκίς. Εκτελούνται μερικοί συνεργάτες και αρκετοί ΠΑΟτζήδες. Στο δικαστήριο παραδίνεται και ο υπαρχηγός της ΠΑΟ Αγάπιος Μαυροπλαγιάς. Στην δίκη του παρευρίσκεται η μάνα δύο ΕΑΜιτών που ο Μαυροπλαγιάς πέταξε από το παράθυρο του σπιτιού τους μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο Μαυροπλαγιάς θα εκτελεστεί όμως το πλήθος δεν θα επιτρέψει να ταφεί σε νεκροταφείο της πόλης. Τελικά το σώμα θα ταφεί από τους Άγγλους στο στρατόπεδο τους. Εν το μεταξύ στην Κατερίνη βρίσκεται κρυφά και ο αρχηγός της ΠΑΟ Παπαδόπουλος που περιμένει να παραδοθεί στους Άγγλους.
Η φρικτή ΠΑΟ θα ξαναπιάσει "δουλειά" το 1945 στο πλευρό των μοναρχοφασιστών και του παρακράτους. Όσα μέλη της είχαν απομείνει μαζεύτηκαν το 1945 στο Κιλκίς και έστησαν μπλόκο έξω από την πόλη. Έπιαναν τους αριστερούς και τους αντιστασιακούς και του βασάνιζαν φρικτά. Πολλοί εκτελέστηκαν ή πέθαναν από το ξύλο. Το ίδιο γίνεται με την ευλογία του αστικού κράτους και σε πολλά χωριά του Κιλκίς όπως η Ευκαρπία. Το όργιο συνεχίζεται μέχρι το 1946. Τραμπούκοι της ΠΑΟ και των άλλων οργανώσεων του δοσιλογισμού βασανίζουν, εκτελούν και καταστρέφουν σε όλο το Κιλκίς. Τον Μάη του 46 δολοφονούν τον Βασίλη Τσιμαλίδη στο χωράφι του. Κρεμούν το κεφάλι του σε δέντρο. Σύντομα στο Μπέλες θα δημιουργηθεί το αρχηγείο του ΔΣΕ. Πολλά καθάρματα της ΠΑΟ θα βρουν την Δαμόκλειο σπάθη από τους αντάρτες, ακόμα περισσότερα όμως θα διαφύγουν και θα "κοσμήσουν" αργότερα τις τάξεις της χωροφυλακής και του ΕΣ...
Οι ομάδες της ΠΑΟ έκαναν την εμφάνισή τους τον Μάρτη του 1944. Αρχικά χωρισμένοι σε μικρά τμήματα εμφανίζονταν στα χωριά και έκαναν πλιάτσικο. Στο χωριό Κρούσια μάζεψαν όλα τα υπάρχοντα από τους φτωχούς κατοίκους και κυνήγησαν ανηλεώς τις τουρκόφωνες οικογένειες. Οι ΠΑΟτζήδες έπιασαν τον Παύλο Τσαλουχίδη και τον βασάνισαν για να τους πει ποιοι είναι οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Αυτός άρχισε να μαρτυράει μερικά ονόματα μέχρι που εμφανίστηκε ο κουμπάρος του και είπε στους ΠΑΟτζήδες ότι αυτός είναι τρελός και δεν ξέρει τι λέει. Έτσι γλίτωσε και ο ίδιος και τα στελέχη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Στην περιοχή γνωστός αρχηγός της ΠΑΟ ήταν ο Κώστας Παπαδόπουλος που έμπαινε με το έτσι θέλω σε σπίτια χωρικών και αφού τους ξυλοκοπούσε ρώταγε να μάθει πληροφορίες για τον ΕΛΑΣ. Ο Παπαδόπουλος σε ένα περιστατικό συνέλαβε τον αριστερό αγρότη Λαμπριανίδη Κώστα. Οι ΠΑΟτζήδες τον βασάνισαν φρικτά και αφού του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη τον λιάνισαν και τον πέταξαν σε παρακείμενο ρέμα. Μετά το περιστατικό κατευθύνθηκαν στο χωριό Ροδάνα και το λεηλάτησαν. Παράλληλα, άλλες ομάδες τις ΠΑΟ έκαιγαν και λεηλατούσαν το χωριό Κεντρικό. Εκεί οι ΠΑΟτζήδες μάζεψαν τις γυναίκες του χωριού και αφού τις βίασαν και τις έδειραν τις κούρεψαν γιατί όπως είπαν ήταν όλες του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ.
Φυσικά, αργότερα οι δυνάμεις των Γερμανών απαίτησαν μεγαλύτερη δράση ενάντια στον ΕΛΑΣ. Έτσι η ΠΑΟ οργανώθηκε καλύτερα. Σε πολλά χωριά του Κιλκίς δημιούργησαν τα λεγόμενα φρουραρχεία και όπλιζαν χωρικούς με το ζόρι. Έδρα της ΠΑΟ ορίστηκε το Κιλκίς και αρχηγός της ο Κώστας Παπαδόπουλος. Ανοιχτά, πια οι ΠΑΟτζήδες οπλίζονταν από τον γερμανικό στρατό και τους Βούλγαρους. Με τις επιχειρήσεις του γερμανικού στρατού και των Βούλγαρων, οι αντάρτες της ΠΑΟ βγαίνουν και αυτές στο πλευρό τους και ενάντια στους αντάρτες. Λεηλατούνται πολλά χωριά όπως οι Μουριές και το Βαθύ. Επίσης η ΠΑΟ διενεργεί συλλήψεις και εκτελεί πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Σε χωριά όπως το Κεντρικό δολοφονούνται μέχρι και γυναίκες. Τα χωριά παίρνουν φωτιά και οπλίζονται στο πλευρό του ΕΛΑΣ. Τα μόνα χωριά που δεν σηκώνουν τουφέκι ενάντια στην ΠΑΟ και τους Ναζί είναι οι Πετράδες και η Γαύρα. Τα χωριά αυτά βέβαια είχαν κοντά τους ισχυρό φρουραρχείο με φρούραρχο τον φρικτό Σάββα που σκότωνε και έκαιγε ανηλεώς.
Στο χωριό Μονολίθι ο φρούραρχος Στάθης συλλαμβάνει τον εφεδροελασίτη Σάββα Μασμανίδη και τον βασανίζουν μέχρι να υποδείξει μερικά παλιά κρησφύγετα με μερικά σπασμένα όπλα. Στα Κρούσια οι ΠΑΟτζήδες με τους Γερμανούς ορίζουν μια τριμελή επιτροπή που όποτε χρειάζονται τρόφιμα τους τα μαζεύει σε βάρος των ντόπιων χωρικών που πεινούν. Την Μεγάλη Πέμπτη του Πάσχα οι ΠΑΟτζήδες επιδράμουν στο χωριό Αντιγόνια και πλιατσικολογούν. Στα χωράφια γύρω από το χωριό συλλαμβάνουν τους κομμουνιστές Γρηγόρη και Κυριάκο Μασμανίδη και τους δολοφονούν άγρια. Από τότε και μετά οι ΠΑΟτζήδες κατεβαίνουν κάθε Κυριακή στο χωριό και μαζεύουν με το έτσι θέλω τον κόπο όλης τους βδομάδας από τα χωράφια. Το ίδιο γίνεται και στα χωριά Κεντρικό και Μαυροπλαγιά.
Στο χωριό Κεντρικό τον δεκαπενταύγουστο του χωρίο γιόρταζε στην εκκλησία της Παναγίας. Κατά την λειτουργία, έφθασαν και οι ΠΑΟτζήδες και άρχισαν να πυροβολούν και να σπρώχνουν τον κόσμο. Αργότερα τον μάζεψαν στην πλατεία και εκεί έκανε την εμφάνισή του ο Παπαδόπουλος και μερικοί Γερμανοί επιτελείς. Εκεί ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε "Μόλις διαλύσαμε με τους Γερμανούς το 131 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μόλις διαλύσουμε και τα άλλα τους τμήματα οι Γερμανοί θα μας αφήσουν μόνους μας να κυβερνάμε εδώ.
Στα τέλη Ιούνη του 1944, στο πλευρό του ΕΛΑΣ έσπευσαν και μερικοί Σέρβοι παρτιζάνοι του Τίτο που πολέμαγαν στα σύνορα με την Βουλγαρία. Οι ΠΑΟτζήδες νόμιζαν πως ήταν Βούλγαροι και όταν τους είδαν στα υψώματα της Μαυροπλαγιάς έσπευσαν να χαιρετίσουν. Οι Σέρβοι τους άφησαν να πάνε κοντά και μετά τους θέρισαν με τα όπλα τους. Αργότερα στο χωριό Χέρσο μαζεύτηκαν ισχυρές δυνάμεις της ΠΑΟ με αρχηγό κάποιον Γεωργαντά. Είχαν μαζευτεί για να χτυπήσουν τους ΕΛΑΣίτες και τους παρτιζάνους. Σε σύγκρουση που έγινε με τον ΕΛΑΣ στην Μαυροπλαγιά, οι ΠΑΟτζήδες ηττήθηκαν κατά κράτος και υποχώρησαν άτακτα. Την επόμενη οι ΕΛΑΣίτες και οι Σέρβοι μπήκαν στο χωριό Κεντρικό. Το βράδυ πιάσαν τα υψώματα. Ο κόσμος τους φίλαγε και τους χαιρετούσε καθώς πέρναγαν. Το πρωί της επόμενης κινήθηκαν οι Γερμανοί για να χτυπήσουν το Κεντρικό. Το ίδιο απόγευμα έφθασε και το 13ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στην περιοχή. Οι Γερμανοί καλούν σε βοήθειά τους και τους Βούλγαρους και ξεκινά μια αιματηρή μάχη στα χωριά Κεντρικό και Μουριές. Οι Γερμανοί, οι ΠΑΟτζήδες και οι Βούλγαροι θερίζονται παντού. Μάχες δίνονται και στα χωριά Βάθη, Θεοδωρέικα και στα Κρούσια. Παντού η ίδια κατάσταση: Νίκη για τον ΕΛΑΣ. Το 13ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ χτυπιέται παντού. Δίνει μάχες στα χωριά Ευκαρπία, Τέρπυλο, Ανάβρυτο και στην Νέα Σάντα. Οι Γερμανοί αποδεκατίζονται στο χωριό Άγιο Παντελεήμονα.
***Με την υποχώρηση των Γερμανών τον Νοέμβρη του 1944, πολλοί ΠΑΟτζήδες ακολουθούν τα στρατεύματα των Ναζί πίσω στην Γερμανία. Αρκετοί ΠΑΟτζήδες μαζεύτηκαν και στην Κατερίνη για να παραδοθούν στους Άγγλους. Στις 4 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ κυκλώνει το Κιλκίς. Ζητάνε από τους ΠΑΟτζήδες να παραδοθούν. Εκείνοι επιτίθενται μαζικά και καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό των ανταρτών και να διαφύγουν προς τα έξω. 'Όμως ο ΕΛΑΣ έχει μαζί του και ιππικό από την Λάρισα. Δεν γλιτώνει ούτε ένας ΠΑΟτζης. Στην μέσα πόλη του Κιλκίς, οι ΠΑΟτζήδες έχουν οχυρωθεί στο ύψωμα Άγιος Γεώργιος. Ο ΕΛΑΣ το εκπορθεί με το πυροβολικό του. Χάνονται πολλά παλικάρια του ΕΛΑΣ. Οι κάτοικοι του Κιλκίς πανηγυρίζουν την απελευθέρωση***.
Στη περιοχή της Δράμας το 13ο Σύνταγμα χτυπιέται με ΠΑΟτζήδες και Βούλγαρους με αρχηγό τον Αντόν Τσαούς Φωστερίδη. Ο ΕΛΑΣ τους διαλύει και επιστρέφει στο Κιλκίς. Οι κάτοικοι ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Αργότερα το ΕΑΜ οργανώνει λαϊκά δικαστήρια στο Κιλκίς. Εκτελούνται μερικοί συνεργάτες και αρκετοί ΠΑΟτζήδες. Στο δικαστήριο παραδίνεται και ο υπαρχηγός της ΠΑΟ Αγάπιος Μαυροπλαγιάς. Στην δίκη του παρευρίσκεται η μάνα δύο ΕΑΜιτών που ο Μαυροπλαγιάς πέταξε από το παράθυρο του σπιτιού τους μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο Μαυροπλαγιάς θα εκτελεστεί όμως το πλήθος δεν θα επιτρέψει να ταφεί σε νεκροταφείο της πόλης. Τελικά το σώμα θα ταφεί από τους Άγγλους στο στρατόπεδο τους. Εν το μεταξύ στην Κατερίνη βρίσκεται κρυφά και ο αρχηγός της ΠΑΟ Παπαδόπουλος που περιμένει να παραδοθεί στους Άγγλους.
Η φρικτή ΠΑΟ θα ξαναπιάσει "δουλειά" το 1945 στο πλευρό των μοναρχοφασιστών και του παρακράτους. Όσα μέλη της είχαν απομείνει μαζεύτηκαν το 1945 στο Κιλκίς και έστησαν μπλόκο έξω από την πόλη. Έπιαναν τους αριστερούς και τους αντιστασιακούς και του βασάνιζαν φρικτά. Πολλοί εκτελέστηκαν ή πέθαναν από το ξύλο. Το ίδιο γίνεται με την ευλογία του αστικού κράτους και σε πολλά χωριά του Κιλκίς όπως η Ευκαρπία. Το όργιο συνεχίζεται μέχρι το 1946. Τραμπούκοι της ΠΑΟ και των άλλων οργανώσεων του δοσιλογισμού βασανίζουν, εκτελούν και καταστρέφουν σε όλο το Κιλκίς. Τον Μάη του 46 δολοφονούν τον Βασίλη Τσιμαλίδη στο χωράφι του. Κρεμούν το κεφάλι του σε δέντρο. Σύντομα στο Μπέλες θα δημιουργηθεί το αρχηγείο του ΔΣΕ. Πολλά καθάρματα της ΠΑΟ θα βρουν την Δαμόκλειο σπάθη από τους αντάρτες, ακόμα περισσότερα όμως θα διαφύγουν και θα "κοσμήσουν" αργότερα τις τάξεις της χωροφυλακής και του ΕΣ...
Ένα ντοκουμέντο για την «ΠΑΟ»
Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν και έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», μεταξύ αυτών και η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση). Γύρω από τη δράση τους τα τελευταία χρόνια υπάρχει πλούσια αρθρογραφία που προσπαθεί να τις απενοχοποιήσει και να τις παρουσιάσει ως οργανώσεις (και μάλιστα πολυπληθείς) που απλά ήταν «πατριώτες-αντικομμουνιστές» , ενώ προσπαθεί να κρύψει και τις πολύμορφες σχέσεις που είχαν με τον κατακτητή.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, βέβαια οι οργανώσεις αυτές , επικέντρωσαν τις ενέργειές τους εναντίον του ΕΑΜ διατηρούσαν ταυτόχρονα διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου (ιδίως όταν είδαν προς τα πού «έγερνε η πλάστιγγα»…)
Μία από αυτές ήταν και η ΠΑΟ (υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά ''υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου'', η οργάνωση που απείχε από οποιαδήποτε αντιγερμανική ενέργεια, ενώ αποκλειστικός στόχος των ανταρτοομάδων της ήταν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην περιοχή δράσης της η λέξη «ΠΑΟτζής» είναι ακόμη και σήμερα βρισιά και συνώνυμο της συνεργασίας με τον κατακτητή.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η ΠΑΟ -παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του επιτελείου της- ουδέποτε αναγνωρίστηκε επίσημα ως συμμαχική δύναμη από το Συμμαχικό Στρατηγείο . Απόρρητη Έκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου. Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς»
Με τη λήξη δε του πολέμου, οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές» παρόμοιες οργανώσεις, ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό. Πάντως αποκαλυπτική είναι η συνειδητή απάλειψη της ΠΑΟ από τη λίστα των επίσημα αναγνωρισμένων αντιστασιακών οργανώσεων του άρθρου 8 του Ν.1285/1982 (που ισχύει μέχρι σήμερα). Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, ακόμη κι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα παραδεχθεί ότι «η ΠΑΟ παρουσιάζει προβλήματα» όσον αφορά τον αντιστασιακό της χαρακτήρα, υποστηρίζοντας ότι παρόλα αυτά «υπήρξαν και εκεί γνήσιοι αγωνιστές», μαζί με «εκείνους οι οποίοι αποκλείονται από το άρθρο 1» -τουτέστιν, «συνεργάσθηκαν με τους κατακτητές».
Το ντοκουμέντο
Πρόκειται για πρωτοσέλιδο (ουσιαστικά ως προκήρυξη) της εφημερίδας ΣΠΙΘΑ (ΑΣΚΙ, ΓΑΚ Ν. Ημαθίας) που ήταν «ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦ. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΒΕΡΡΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤ. ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (ΒΕΡΡΟΙΑ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1943, ΧΡΟΝΟΣ Α’, ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 2, ΔΡΑΧ. 1000) όπως αναγράφει.
Στο σχετικό άρθρο αναφέρεται η ανάγλυφη κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα της κατοχής και στη περιοχή, αλλά και με συγκεκριμένα στοιχεία η δράση της ΠΑΟ σ’ αυτή σε συνεργασία με τον Γερμανό κατακτητή. Ο τίτλος της εφημερίδας χαρακτηριστικός (οι υπογραμμίσεις δικές μας): «ΚΑΤΑΧΤΗΤΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΠΡΟΔΟΤΕΣ (ΠΑΟ & ΣΙΑ)».
Ολόκληρο το άρθρο:
«Ο Χιτλερικός Φασισμός, μέσα στη μεγάλη κρίση που περνά σήμερα ύστερα απ’ τα συγκλονιστικά χτυπήματα που δέχεται στο Ανατολικό Μέτωπο απ’ τον δοξασμένο Κόκκινο Στρατό, στην Ιταλία από τους Συμμάχους με τους καθημερινούς καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς, στα βιομηχανικά και συγκοινωνιακά του κέντρα από την Συμμαχική αεροπορία και την ηρωική δράση των ανταρτών που παραλύει τα μετόπισθεν, γίνεται ακόμα πιο άγριος και λυσσασμένος. Οι καθημερινές τεράστιες απώλειες του στα μέτωπα του δημιουργούν πολύ μεγάλα κενά που δεν μπορεί να καλύψει με τις δικές του δυνάμεις.
Για να μπορέσει να ξεπεράσει τις αδυναμίες του και να συμπληρώσει κάπως τα κενά του δια τη συνέχιση του πολέμου ρίχνεται ακράτητος από λύσσα στην άγρια λήστεψη του πλούτου μας και ιδιαίτερα των γεωργικών μας προϊόντων μας. Ο αγροτικός κόσμος της επαρχίας μας που μ’ αίμα και ιδρώτα έβγαλε λίγο σιτάρι, βλέπει τώρα τον καταχτητή να του αρπάζει απ’ τα’ αμπάρι του.
Τα λίγα ζώα που απόμεναν για τη διατροφή του πληθυσμού και τη καλλιέργεια της γης επιτάσσει για το στρατό του, σα «λεία πολέμου». Εφαρμόζει τις αγγαρίες για στρατιωτικά έργα (αεροδρόμια κλπ) κι ‘ αφαιρεί μ’ αυτό τον τρόπο και το ένα μεροκάματο που μπορούσε να βγάλει ο εργάτης για το ψωμί της οικογένειας του. Η ακρίβεια της ζωής αυξάνεται με την συνεργασία των μεγαλομαυρογοριτών και ο λαός καταδικάζεται στην πείνα και στο θάνατο απ’ τις στερήσεις.
Ο κατακτητής για να πνίξει την πάλη κι’ αντίσταση του Λαού πάνω στα εξοντωτικά του μέτρα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα άγρια τρομοκρατικά μέσα. Συλλήψεις, εκτελέσεις, κάψιμο σπιτιών είναι τα «νέα του όπλα».
Μα στα εγκλήματα αυτά κατά του Λαού συμμετέχουν ενεργά κι’ ανοιχτά οι προδότες του Λαού , του Έθνους. Τα υπολείμματα της Τεταρτοαυγουστιανής τυραννίας που βλέπουν πως ο Λαός δεν θα τους ανεχτεί πια να τον έχουν σκλάβο και πως έτσι σβήνουν τα όνειρά τους, δίνουν όλες τους τις δυνάμεις και βοηθούν το Καταχτητή για να πνίξουν στο αίμα τον τίμιο αγώνα του Λαού.
Η ΠΑΟ η γκεσταπίτικη φασιστική κλίκα που για τη περιφέρειαν μας κατάντησεν εφιάλτης, άνοιξε επίσημα τον εμφύλιο πόλεμο συμμαχώντας στα φανερά με τον Καταχτητή. Οι εκτελέσεις των πατριωτών στο Νησέλι, το κάψιμο εφτά σπιτιών στο Βρυσάκι και δύο στο Μικροβούζι, οι ομαδικές συλλήψεις στο Μικροβούζι είναι έργο των καθαρμάτων της ΠΑΟ με την υποστήριξη των γερμανικών όπλων.
Ο Καταχτητής που σ’αυτήν την δύσκολη στιγμή γι’αυτόν δε θα μπορούσε να βρη καλύτερους συμμάχους από τους προδότες αυτούς, τους δίνη όλα τα μέσα για το εθνοπροδοτικό τους έργο.
Οι Γερμανοί ξεσκίζονται μέσα από την κουρελλοφυλάδα «Νέα Ευρώπη» ενάντια στο ΚΚΕ , στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ για τη διάσωση του Έθνους και τη ενότητα του Λαού.
Μα κι’ οι Παουτζήδες ούτε χιλιοστό δεν ξεφεύγουν από την γραμμήν της Γκεσταμπίτικης προπαγάνδας.
Προδότες αποκαλεί η Γκεσταπό τους Εθνοπροδότες (τον αδελ. Αριστ. Παπαδόπουλο, τον Παπαμπαϊράμη του Νησελίου κλπ) ήρωες τους αποκαλούν και σαν τέτοιους τους τίμησαν και τους τιμούν η ΠΑΟ και η παρέα της, πλέκοντας εγκώμια γι’αυτούς στον δήθεν παράνομο τόπο τους.
Κάθε αγώνα των εργατών και του ΛΑΟΥ για το ψωμί και τη ζωή που χτυπάει ο καταχτητής, τον χτυπάνε κι’ αυτή, προδίδοντας στους Γερμανούς τους αγωνιστές και ηγέτες του Λαού. Τίνων τα σπίτια κάψανε στο Βρυσάκι και Μικροβούζι; Των Κομουνιστών και Εαμιτών, των αγωνιστών του Λαού για τη ζωή και τη λευτεριά. Τους Κομμουνιστάς και Εαμίτας συλλαμβάνουν και καταδιώκουν οι Καταχτητές, αυτούς δολοφονούν και προδίδουν οι Παουτζήδες. Τους εχθρούς των καταχτητών, εχθρούς τους έχουν η ΠΑΟ και συντροφιά. Ποιο σπίτι Παουτζή κάηκε από τους Γερμανούς; Ποιος Παουζτής πιάστηκε και στάλθηκε σε στρατόπεδο, εκτελέσθηκε και καταδιώχτηκε από τους Γερμανούς; Κανένας Παουτζής δεν πειράχτηκε από τους καταχτητές. Ποιοι συνεμάχησαν με τους προδότες ΕΔΕΣ (Ζέρβα); Οι Καταχτητές και η ΠΑΟ.
Σύμφωνο κάνανε οι Γερμανοί με τον Ζέρβα να χτυπήσουν το ΕΑΜ και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, σύμφωνο υπόγραψε και η ΠΑΟ με τον ΕΔΕΣ. Και σαν αντιπρόσωπος της επιτροπής ΠΑΟ Βερροίας ήταν ο πολύς Ταγματάρχης Χοντρόπουλος. Οι Γερμανοί δώσανε αμνηστεία στους αξιωματικούς της ΠΑΟ, για να μένουν στις πόλεις και να καταδίδουν τους Έλληνες πατριώτες στην Γκεσταπό.
*Ατέχνως*
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, βέβαια οι οργανώσεις αυτές , επικέντρωσαν τις ενέργειές τους εναντίον του ΕΑΜ διατηρούσαν ταυτόχρονα διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου (ιδίως όταν είδαν προς τα πού «έγερνε η πλάστιγγα»…)
Μία από αυτές ήταν και η ΠΑΟ (υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά ''υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου'', η οργάνωση που απείχε από οποιαδήποτε αντιγερμανική ενέργεια, ενώ αποκλειστικός στόχος των ανταρτοομάδων της ήταν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην περιοχή δράσης της η λέξη «ΠΑΟτζής» είναι ακόμη και σήμερα βρισιά και συνώνυμο της συνεργασίας με τον κατακτητή.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η ΠΑΟ -παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του επιτελείου της- ουδέποτε αναγνωρίστηκε επίσημα ως συμμαχική δύναμη από το Συμμαχικό Στρατηγείο . Απόρρητη Έκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου. Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς»
Με τη λήξη δε του πολέμου, οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές» παρόμοιες οργανώσεις, ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό. Πάντως αποκαλυπτική είναι η συνειδητή απάλειψη της ΠΑΟ από τη λίστα των επίσημα αναγνωρισμένων αντιστασιακών οργανώσεων του άρθρου 8 του Ν.1285/1982 (που ισχύει μέχρι σήμερα). Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, ακόμη κι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα παραδεχθεί ότι «η ΠΑΟ παρουσιάζει προβλήματα» όσον αφορά τον αντιστασιακό της χαρακτήρα, υποστηρίζοντας ότι παρόλα αυτά «υπήρξαν και εκεί γνήσιοι αγωνιστές», μαζί με «εκείνους οι οποίοι αποκλείονται από το άρθρο 1» -τουτέστιν, «συνεργάσθηκαν με τους κατακτητές».
Το ντοκουμέντο
Πρόκειται για πρωτοσέλιδο (ουσιαστικά ως προκήρυξη) της εφημερίδας ΣΠΙΘΑ (ΑΣΚΙ, ΓΑΚ Ν. Ημαθίας) που ήταν «ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦ. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΒΕΡΡΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤ. ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (ΒΕΡΡΟΙΑ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1943, ΧΡΟΝΟΣ Α’, ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 2, ΔΡΑΧ. 1000) όπως αναγράφει.
Στο σχετικό άρθρο αναφέρεται η ανάγλυφη κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα της κατοχής και στη περιοχή, αλλά και με συγκεκριμένα στοιχεία η δράση της ΠΑΟ σ’ αυτή σε συνεργασία με τον Γερμανό κατακτητή. Ο τίτλος της εφημερίδας χαρακτηριστικός (οι υπογραμμίσεις δικές μας): «ΚΑΤΑΧΤΗΤΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΠΡΟΔΟΤΕΣ (ΠΑΟ & ΣΙΑ)».
Ολόκληρο το άρθρο:
«Ο Χιτλερικός Φασισμός, μέσα στη μεγάλη κρίση που περνά σήμερα ύστερα απ’ τα συγκλονιστικά χτυπήματα που δέχεται στο Ανατολικό Μέτωπο απ’ τον δοξασμένο Κόκκινο Στρατό, στην Ιταλία από τους Συμμάχους με τους καθημερινούς καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς, στα βιομηχανικά και συγκοινωνιακά του κέντρα από την Συμμαχική αεροπορία και την ηρωική δράση των ανταρτών που παραλύει τα μετόπισθεν, γίνεται ακόμα πιο άγριος και λυσσασμένος. Οι καθημερινές τεράστιες απώλειες του στα μέτωπα του δημιουργούν πολύ μεγάλα κενά που δεν μπορεί να καλύψει με τις δικές του δυνάμεις.
Για να μπορέσει να ξεπεράσει τις αδυναμίες του και να συμπληρώσει κάπως τα κενά του δια τη συνέχιση του πολέμου ρίχνεται ακράτητος από λύσσα στην άγρια λήστεψη του πλούτου μας και ιδιαίτερα των γεωργικών μας προϊόντων μας. Ο αγροτικός κόσμος της επαρχίας μας που μ’ αίμα και ιδρώτα έβγαλε λίγο σιτάρι, βλέπει τώρα τον καταχτητή να του αρπάζει απ’ τα’ αμπάρι του.
Τα λίγα ζώα που απόμεναν για τη διατροφή του πληθυσμού και τη καλλιέργεια της γης επιτάσσει για το στρατό του, σα «λεία πολέμου». Εφαρμόζει τις αγγαρίες για στρατιωτικά έργα (αεροδρόμια κλπ) κι ‘ αφαιρεί μ’ αυτό τον τρόπο και το ένα μεροκάματο που μπορούσε να βγάλει ο εργάτης για το ψωμί της οικογένειας του. Η ακρίβεια της ζωής αυξάνεται με την συνεργασία των μεγαλομαυρογοριτών και ο λαός καταδικάζεται στην πείνα και στο θάνατο απ’ τις στερήσεις.
Ο κατακτητής για να πνίξει την πάλη κι’ αντίσταση του Λαού πάνω στα εξοντωτικά του μέτρα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα άγρια τρομοκρατικά μέσα. Συλλήψεις, εκτελέσεις, κάψιμο σπιτιών είναι τα «νέα του όπλα».
Μα στα εγκλήματα αυτά κατά του Λαού συμμετέχουν ενεργά κι’ ανοιχτά οι προδότες του Λαού , του Έθνους. Τα υπολείμματα της Τεταρτοαυγουστιανής τυραννίας που βλέπουν πως ο Λαός δεν θα τους ανεχτεί πια να τον έχουν σκλάβο και πως έτσι σβήνουν τα όνειρά τους, δίνουν όλες τους τις δυνάμεις και βοηθούν το Καταχτητή για να πνίξουν στο αίμα τον τίμιο αγώνα του Λαού.
Η ΠΑΟ η γκεσταπίτικη φασιστική κλίκα που για τη περιφέρειαν μας κατάντησεν εφιάλτης, άνοιξε επίσημα τον εμφύλιο πόλεμο συμμαχώντας στα φανερά με τον Καταχτητή. Οι εκτελέσεις των πατριωτών στο Νησέλι, το κάψιμο εφτά σπιτιών στο Βρυσάκι και δύο στο Μικροβούζι, οι ομαδικές συλλήψεις στο Μικροβούζι είναι έργο των καθαρμάτων της ΠΑΟ με την υποστήριξη των γερμανικών όπλων.
Ο Καταχτητής που σ’αυτήν την δύσκολη στιγμή γι’αυτόν δε θα μπορούσε να βρη καλύτερους συμμάχους από τους προδότες αυτούς, τους δίνη όλα τα μέσα για το εθνοπροδοτικό τους έργο.
Οι Γερμανοί ξεσκίζονται μέσα από την κουρελλοφυλάδα «Νέα Ευρώπη» ενάντια στο ΚΚΕ , στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ για τη διάσωση του Έθνους και τη ενότητα του Λαού.
Μα κι’ οι Παουτζήδες ούτε χιλιοστό δεν ξεφεύγουν από την γραμμήν της Γκεσταμπίτικης προπαγάνδας.
Προδότες αποκαλεί η Γκεσταπό τους Εθνοπροδότες (τον αδελ. Αριστ. Παπαδόπουλο, τον Παπαμπαϊράμη του Νησελίου κλπ) ήρωες τους αποκαλούν και σαν τέτοιους τους τίμησαν και τους τιμούν η ΠΑΟ και η παρέα της, πλέκοντας εγκώμια γι’αυτούς στον δήθεν παράνομο τόπο τους.
Κάθε αγώνα των εργατών και του ΛΑΟΥ για το ψωμί και τη ζωή που χτυπάει ο καταχτητής, τον χτυπάνε κι’ αυτή, προδίδοντας στους Γερμανούς τους αγωνιστές και ηγέτες του Λαού. Τίνων τα σπίτια κάψανε στο Βρυσάκι και Μικροβούζι; Των Κομουνιστών και Εαμιτών, των αγωνιστών του Λαού για τη ζωή και τη λευτεριά. Τους Κομμουνιστάς και Εαμίτας συλλαμβάνουν και καταδιώκουν οι Καταχτητές, αυτούς δολοφονούν και προδίδουν οι Παουτζήδες. Τους εχθρούς των καταχτητών, εχθρούς τους έχουν η ΠΑΟ και συντροφιά. Ποιο σπίτι Παουτζή κάηκε από τους Γερμανούς; Ποιος Παουζτής πιάστηκε και στάλθηκε σε στρατόπεδο, εκτελέσθηκε και καταδιώχτηκε από τους Γερμανούς; Κανένας Παουτζής δεν πειράχτηκε από τους καταχτητές. Ποιοι συνεμάχησαν με τους προδότες ΕΔΕΣ (Ζέρβα); Οι Καταχτητές και η ΠΑΟ.
Σύμφωνο κάνανε οι Γερμανοί με τον Ζέρβα να χτυπήσουν το ΕΑΜ και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, σύμφωνο υπόγραψε και η ΠΑΟ με τον ΕΔΕΣ. Και σαν αντιπρόσωπος της επιτροπής ΠΑΟ Βερροίας ήταν ο πολύς Ταγματάρχης Χοντρόπουλος. Οι Γερμανοί δώσανε αμνηστεία στους αξιωματικούς της ΠΑΟ, για να μένουν στις πόλεις και να καταδίδουν τους Έλληνες πατριώτες στην Γκεσταπό.
*Ατέχνως*
Τσαούς-Αντών, ΠΑΟ και η επαίσχυντη προδοσία των Άγγλων
Στο δρόμο της γενικευμένης προσπάθειας παραχάραξης της ιστορίας με γνώμονα την εξομοίωση των κατοχικών εγκλημάτων του ΕΔΕΣ, των Ταγμάτων Ασφαλείας και των όσων υποτίθεται διενέργησε ο ΕΛΑΣ, γίνεται συχνά αναφορά στην επιθετική δράση του ΕΛΑΣ Μακεδονίας-Θράκης απέναντι στην οργάνωση ΠΑΟ. Εκτός από την πολλαπλή αναφορά που έχει γίνει από τον Κόκκινο Φάκελο για το πως η ΠΑΟ έδρασε στο πλευρό των Βουλγάρων κατακτητών, το σημερινό μας άρθρο έρχεται να φωτίσει μια διαφορετική πτυχή των οργανώσεων που έδρασαν στη Μακεδονία στο πλευρό του κατακτητή και ενάντια στον ΕΛΑΣ.
Στα μέσα του 1943, στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης φθάνει με μυστική αποστολή ο ταγματάρχης Μίλερ, αξιωματικός-σύνδεσμος της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής. Στόχος του, μετά και από την συνολική εικόνα που οι Βρετανοί έχουν συγκεντρώσει, να θέσει στο περιθώριο τον ΕΛΑΣ και να ενισχύσει στρατιωτικά και πολιτικά τις ανεξάρτητες ομάδες δεξιών ανταρτών που δρούσαν απέναντι στον ΕΛΑΣ και στις παρυφές του βουλγαρικού και γερμανικού στρατού. Προτείνει έτσι την λεγόμενη "Αμυντική Διάταξη" με βάση την οποία, ο ΕΛΑΣ σκοπό του θα είχε μονάχα την άμυνα θέσεων και όχι τις επιθετικές ενέργειες ενάντια στον κατακτητή. Η "Αμυντική Διάταξη" υποβίβαζε τον αγώνα του ΕΛΑΣ σε ένα παθητικό αντάρτικο που στο τέλος θα εκφύλιζε και θα διέλυε τον αγώνα. Ο ΕΛΑΣ στις αρχές του 1944 "έσπασε" την "Αμυντική Διάταξη"με νέες συνδυασμένες και ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις.
Στις αρχές του 1944, ομάδες δεξιών ανταρτών δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να συζητήσουν την προσχώρησή τους στον ΕΛΑΣ. Πρόκειται για τις μικρές ομάδες του Τσαούς Αντών, Μποζ-Νταγ και Σισμανίδη της ΠΑΟ. Όταν η πρόθεση αυτή έγινε γνωστή στον Μίλερ, εκείνος μετέβη στην ομάδα του Αντών με σκοπό να "μελετήσει τη δράση τους και να τους γνωρίσει" αλλά στην πραγματικότητα για να υποδαυλίσει τα πάθη και τις ανομοιότητες. Την πρώτη του Γενάρη, μετά από πρόσκληση να γιορτάσουν μαζί την πρωτοχρονιά, ο Δήμος Πεπέκης (Σπάρτακος) με μια εικοσαμελή ομάδα πηγαίνει στα λημέρια του Αντών Τσαούς, που έδρευε στο Τσαλ-Νταγ. Οι ΕΛΑΣίτες δέχονται πυκνά πυρά, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οι περισσότεροι. Όσοι πιάστηκαν τραυματισμένοι ή ζώντες μαζί και με τον Πεπέκη, εκτελέστηκαν επί τόπου παρουσία και του Μίλερ. Οι τσέτες του Αντών τους κόβουν τα κεφάλια και τα μεταφέρουν στον Βούλγαρο πρόεδρο του χωριού Πλατανιά για να εισπράξουν 700.000 λέβα.
Ο καπετάνιος της ομάδας του ΕΛΑΣ, που έδρευε στο Μποζ-Νταγ Άγης, επισκέφθηκε τον Μίλερ στο αρχηγείο του Αναστάς- Αγά, μετά από διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά του. Η μετάβαση έγινε με κλιμάκιο ακόμα 9 ατόμων του αρχηγείου του ΕΛΑΣ. Στη συνάντηση, ο Μίλερ προσπάθησε να τους πείσει να συνεργαστούν κάτω από τον Τσαούς Αντών και όταν εκείνοι αρνήθηκαν, οι άνδρες του Τσαούς και του Αναστάς τους βασάνισαν άγρια, με εξαίρεση δύο λοχίες που κατάφεραν να διαφύγουν. Τα κεφάλια τους έφθασαν κι αυτά στις Βουλγαρικές αρχές της περιοχής.
Μερικές εβδομάδες μετά, ο ΕΛΑΣ διενέργησε επιχείρηση εκκαθάρισης του Τσαούς, του Αναστάς- Αγά και του Μακρόπουλου της ΠΑΟ, που βρίσκονταν κι εκείνος παρών στο βασανισμό και την εκτέλεση, οι αντάρτες διέλυσαν τα αρχηγεία τους ψάχνοντας το Μίλερ και τους αρχηγούς που φυσικά είχαν σπεύσει να διαφύγουν. Στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ έπεσε το αρχείο του Μακρόπουλου που περιείχε το Σύμφωνο Τσαούς-Συράκωφ. Με την απελευθέρωση, η κυβέρνηση Αθηνών αναγκάστηκε να συλλάβει τους Αντών-Τσαους με 5 ακόμα στελέχη του, τον Σπυρίδη Κουτρίδη αλλά και τον συνταγματάρχη της ΠΑΟ Σφέτσο, όταν το ΕΑΜ παρουσίασε το εν λόγω σύμφωνο. Οι παραπάνω κλήθηκαν να λογοδοτήσουν σε στρατοδικείο. Παρόλα αυτά τα Δεκεμβριανά τους βρήκαν εκτός της φυλακής και με όπλα στα χέρια να διώκουν αγωνιστές του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μετά τη Βάρκιζα ο Αντών-Τσαούς χαρακτηρίστηκε ως "εθνικός ήρωας" και με το τέλος του Εμφυλίου στον οποίο έδρασε ως παρακρατικός έλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Στα μέσα του 1943, στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης φθάνει με μυστική αποστολή ο ταγματάρχης Μίλερ, αξιωματικός-σύνδεσμος της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής. Στόχος του, μετά και από την συνολική εικόνα που οι Βρετανοί έχουν συγκεντρώσει, να θέσει στο περιθώριο τον ΕΛΑΣ και να ενισχύσει στρατιωτικά και πολιτικά τις ανεξάρτητες ομάδες δεξιών ανταρτών που δρούσαν απέναντι στον ΕΛΑΣ και στις παρυφές του βουλγαρικού και γερμανικού στρατού. Προτείνει έτσι την λεγόμενη "Αμυντική Διάταξη" με βάση την οποία, ο ΕΛΑΣ σκοπό του θα είχε μονάχα την άμυνα θέσεων και όχι τις επιθετικές ενέργειες ενάντια στον κατακτητή. Η "Αμυντική Διάταξη" υποβίβαζε τον αγώνα του ΕΛΑΣ σε ένα παθητικό αντάρτικο που στο τέλος θα εκφύλιζε και θα διέλυε τον αγώνα. Ο ΕΛΑΣ στις αρχές του 1944 "έσπασε" την "Αμυντική Διάταξη"με νέες συνδυασμένες και ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις.
Στις αρχές του 1944, ομάδες δεξιών ανταρτών δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να συζητήσουν την προσχώρησή τους στον ΕΛΑΣ. Πρόκειται για τις μικρές ομάδες του Τσαούς Αντών, Μποζ-Νταγ και Σισμανίδη της ΠΑΟ. Όταν η πρόθεση αυτή έγινε γνωστή στον Μίλερ, εκείνος μετέβη στην ομάδα του Αντών με σκοπό να "μελετήσει τη δράση τους και να τους γνωρίσει" αλλά στην πραγματικότητα για να υποδαυλίσει τα πάθη και τις ανομοιότητες. Την πρώτη του Γενάρη, μετά από πρόσκληση να γιορτάσουν μαζί την πρωτοχρονιά, ο Δήμος Πεπέκης (Σπάρτακος) με μια εικοσαμελή ομάδα πηγαίνει στα λημέρια του Αντών Τσαούς, που έδρευε στο Τσαλ-Νταγ. Οι ΕΛΑΣίτες δέχονται πυκνά πυρά, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οι περισσότεροι. Όσοι πιάστηκαν τραυματισμένοι ή ζώντες μαζί και με τον Πεπέκη, εκτελέστηκαν επί τόπου παρουσία και του Μίλερ. Οι τσέτες του Αντών τους κόβουν τα κεφάλια και τα μεταφέρουν στον Βούλγαρο πρόεδρο του χωριού Πλατανιά για να εισπράξουν 700.000 λέβα.
Ο καπετάνιος της ομάδας του ΕΛΑΣ, που έδρευε στο Μποζ-Νταγ Άγης, επισκέφθηκε τον Μίλερ στο αρχηγείο του Αναστάς- Αγά, μετά από διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά του. Η μετάβαση έγινε με κλιμάκιο ακόμα 9 ατόμων του αρχηγείου του ΕΛΑΣ. Στη συνάντηση, ο Μίλερ προσπάθησε να τους πείσει να συνεργαστούν κάτω από τον Τσαούς Αντών και όταν εκείνοι αρνήθηκαν, οι άνδρες του Τσαούς και του Αναστάς τους βασάνισαν άγρια, με εξαίρεση δύο λοχίες που κατάφεραν να διαφύγουν. Τα κεφάλια τους έφθασαν κι αυτά στις Βουλγαρικές αρχές της περιοχής.
Μερικές εβδομάδες μετά, ο ΕΛΑΣ διενέργησε επιχείρηση εκκαθάρισης του Τσαούς, του Αναστάς- Αγά και του Μακρόπουλου της ΠΑΟ, που βρίσκονταν κι εκείνος παρών στο βασανισμό και την εκτέλεση, οι αντάρτες διέλυσαν τα αρχηγεία τους ψάχνοντας το Μίλερ και τους αρχηγούς που φυσικά είχαν σπεύσει να διαφύγουν. Στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ έπεσε το αρχείο του Μακρόπουλου που περιείχε το Σύμφωνο Τσαούς-Συράκωφ. Με την απελευθέρωση, η κυβέρνηση Αθηνών αναγκάστηκε να συλλάβει τους Αντών-Τσαους με 5 ακόμα στελέχη του, τον Σπυρίδη Κουτρίδη αλλά και τον συνταγματάρχη της ΠΑΟ Σφέτσο, όταν το ΕΑΜ παρουσίασε το εν λόγω σύμφωνο. Οι παραπάνω κλήθηκαν να λογοδοτήσουν σε στρατοδικείο. Παρόλα αυτά τα Δεκεμβριανά τους βρήκαν εκτός της φυλακής και με όπλα στα χέρια να διώκουν αγωνιστές του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μετά τη Βάρκιζα ο Αντών-Τσαούς χαρακτηρίστηκε ως "εθνικός ήρωας" και με το τέλος του Εμφυλίου στον οποίο έδρασε ως παρακρατικός έλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Ο ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός)
Βρισκόμαστε στο έτος 1943. Ήδη στην Ελλάδα η Γερμανική κατοχή βρίσκεται σε ανησυχία. Ο αγώνας ενάντια στον Κόκκινο Στρατό στο βόρειο μέτωπο έχει λάβει διαστάσεις λερναίας Ύδρας. Μόνο που εδώ ο Ηρακλής φοράει σβάστικα. Οι Γερμανοί ανησυχούν για την διασφάλιση της εξόδου τους από την χώρα και ως εκ τούτου και η κυβέρνηση Ράλλη ανησυχεί για την δική της τύχη όταν η οργή του λαού θα πέσει πάνω της. Η ανησυχία αυτή για την διατήρηση του αστικού καθεστώτος και η πίεση από τους Γερμανούς, οδηγεί την κυβέρνηση να σχηματίζει τις πρώτες αντικομμουνιστικές ομάδες που θα συγκρουστούν με τον ΕΛΑΣ. Μερικές από αυτές είναι οι ΕΕΣ, η ΕΣΟ, η ΥΒΕ και φυσικά τα τάγματα ασφαλείας. Το άρθρο αυτό θα ερευνήσει την υπόθεση της οργάνωσης ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) ή Ομάδας Πούλου.
Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι στα πλαίσια της ιστορικής παραχάραξης της κατοχικής περιόδου από πολλούς ιστορικούς κύκλους, η ΕΕΣ θεωρείται πατριωτική εθνικιστική ομάδα που απλά θέλησε να αντιταχθεί στον κομμουνιστικό ΕΛΑΣ. Εμείς, στο άρθρο αυτό θα καταδείξουμε τον πραγματικό ιστορικό της ρόλο ως δοσίλογου των Γερμανών.
Ο Πούλος υπήρξε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού ήδη από την περίοδο του Βενιζέλου. Υπήρξε συνταγματάρχης του μηχανικού και υποστηρικτής των Βενιζελικών. Παρόλα αυτά ο ίδιος μισούσε τον βασιλιά και τους Άγγλους και τους θεωρούσε υπαίτιους για την μικρασιατική καταστροφή. Η μεταξική δικτατορία τον βρίσκει συνταγματάρχη και του δίνει την ευκαιρία να εκφράσει καταλλήλως και τα αντικομμουνιστικά και αντισημιτικά του συναισθήματα. Ο Πούλος γίνεται μέλος του ΕΕΕ (Εθνική Ένωση Ελλάδας), μιας αντισημιτικής οργάνωσης των μεταξικών χρόνων με έδρα της Θεσσαλονίκη και ταμείο την τσέπη των φιλοβενιζελικών. Με την εισβολή των Γερμανών και την κατάκτηση της χώρας, ο Πούλος προτείνει οικειοθελώς στους Γερμανούς να τους βοηθήσει στην καταπολέμηση των ανταρτών. Έτσι η πορεία του στον δοσιλογισμό ξεκινά.
Ο Πούλος αρχικά λαμβάνει πόστο στην γερμανική υπηρεσία Sonderkommando 2000. H υπηρεσία αυτή είναι ουσιαστικά η γερμανική αντικατασκοπεία στην Ελλάδα και κύρια δράση της έχει την ανάπτυξη χαφιεδίστικων μηχανισμών στα μετόπισθεν του ΕΛΑΣ. Παράλληλα ο Πούλος επιδίδεται και στην φιλοναζιστική προπαγάνδα αναλαμβάνοντας υψηλό πόστο και στην αρτίως αναβιωσθείσα ΕΕΕ στην Θεσσαλονίκη.
Η ΕΕΕ δραστηριοποιείται φυσικά χάρη στην γερμανική SD (Sicherheitsdienst) και τους χαφιέδες Ζωγράφο, Μαρινάκη, Σκανδάλη και Κοσμίδη.
Την Άνοιξη του 1943, οι επιθέσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ πολλαπλασιάζονται. Η σοσιαλιστική προοπτική της χώρας τρομάζει όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά και την ελληνική καθεστηκυία τάξη. Έτσι ο Πούλος εντέλλεται από τους Γερμανούς και τον Ράλλη να στρατολογήσει άνδρες για να υποστηρίξει τις γερμανικές επιχειρήσεις στην Μακεδονία. Με αρχική βάση στην Θεσσαλονίκη ο Πούλος και η ΕΕΕ στρατολογούν, πολλές φορές βίαια, Έλληνες πολίτες για να τους βάλουν να στρέψουν το όπλο τους ενάντια στους αγωνιζόμενους συμπατριώτες τους. Η επιχείρηση όμως δεν πηγαίνει όπως ο Πούλος ελπίζει. Το μεγάλο φιλοΕΑΜικό ρεύμα του ελληνικού λαού και η προπαγανδιστική δουλειά του ΕΑΜ του επιτρέπουν να στρατολογήσει μονάχα 300 άνδρες. Αυτός ήταν και ο ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) ή ομάδα Πούλου. Μια θλιβερή κουστωδία τραμπούκων και χαφιέδων που σέρνονταν στα πόδια των SS κάνοντας τις βρώμικες δουλειές τους. Τον ΕΕΣ εξοπλίζουν οι Ναζί με όπλα και γερμανικές στολές ενώ ο ίδιος ο Πούλος φορώντας την στολή του ελληνικού στρατού και την σβάστικα αποφασίζει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του στην περιοχή της Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών, υποστηρίζοντας έτσι τις γερμανικές επιχειρήσεις εκεί.
Τον Σεπτέμβρη του 1943, η SD διαθέτει στον Πούλο και γραφεία επί της Παύλου Μελά, Γερμανό σύνδεσμο (τέτοιον είχε και ο Ζέρβας) και πεδίο ασκήσεων. Αργότερα τον ίδιο μήνα ο Πούλος εντάσσεται στο δεύτερο σύνταγμα Brandenburg και αναλαμβάνει επιχειρήσεις στην περιοχή Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας. Το 1943 οι πουλικοί καίνε το φιλοΕΑΜικό χωριό Ερμάκια. Αργότερα το σώμα του Πούλου θα ενισχυθεί με 90 ακόμα άνδρες, εθελοντές Κρητικούς του Σούμπερτ και θα ενισχύσει την μαχητική του ικανότητα. Ο Πούλος θα γίνει τώρα πιο ανεξάρτητος και πιο αποφασιστικός.
Την Άνοιξη του 1944, ο Πούλος αναλαμβάνει επιχειρήσεις ενάντια στον τομέα ευθύνης της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Καλαμπαλίκη. Η τρομοκρατία του Πούλου θα βρει σύντομα στον σκόπελο της αντιτρομοκρατίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει παρενοχλητικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας στα ορεινά ώστε να φθείρει τις δυνάμεις του Πούλου. Έχει αποφασιστεί η επιχείρηση ολοκληρωτικής καταστροφής της ομάδας του. Στις 6 Απριλίου του 1944 μονάδα της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ χτυπά την ομάδα του Πούλου στο Βέρμιο σκοτώνοντας 83 άνδρες του. Ο Πούλος γίνεται πιο επιφυλακτικός μέχρι τον Ιούλιο του 1944. Το καλοκαίρι του 1944, η ομάδα του Πούλου θα ενισχυθεί από το 5ο Τάγμα Ασφαλείας του Μαλτέζου και θα επιδοθεί σε ένα ατελείωτο πογκρόμ βίας. Χωριά της Πτολεμαΐδας καίγονται και πληθυσμοί εκτελούνται. Πολλές οικογένειες με μέλη στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ βασανίζονται και εκτελούνται μαζικά.
Το Καλοκαίρι του 1944, ο ΕΛΑΣ αποφασίζει να χτυπήσει ξανά τον Πούλο. Ο ΕΛΑΣ εισχωρεί με 20 άνδρες του στην Βέροια και μια Κυριακή απόγευμα ζώνει προσεκτικά το κτίσμα όπου οι πουλικοί δειπνούν και τους ρίχνει με αυτόματα. Σκοτώνονται περίπου 100 ενώ ο ίδιος ο Πούλος φυγαδεύεται.
Με την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων λόγω της κατάρρευσης του μετώπου της ΕΣΣΔ, ο Πούλος ακολουθεί τα γερμανικά στρατεύματα στον δρόμο του γυρισμού. Κοντά τους θα πολεμήσει τους επαναστατημένους λαούς της Σλοβενίας και των Βαλκανίων μέχρι την σύλληψή του από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Αυστρία. Ο Πούλος αργότερα θα μεταφερθεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Korwesheim με την γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Αργότερα θα μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη και το 1947 θα δικαστούν από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης.
Τον Μάιο του 1947 και αφού ο ίδιος έχει προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να τον στείλει να πολεμήσει τον ΔΣΕ, ο Πούλος δικάζεται και καταδικάζεται μαζί με την γυναίκα του σε εκτέλεση από το απόσπασμα για εσχάτη προδοσία. Στην απολογία του θα δηλώσει ότι προσπάθησε να αποτρέψει με την συνεργασία του με τους Γερμανούς τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Τα λόγια του όμως ακόμα και μέσα στον εμφύλιο πόλεμο δεν θα πείσουν κανέναν....
Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι στα πλαίσια της ιστορικής παραχάραξης της κατοχικής περιόδου από πολλούς ιστορικούς κύκλους, η ΕΕΣ θεωρείται πατριωτική εθνικιστική ομάδα που απλά θέλησε να αντιταχθεί στον κομμουνιστικό ΕΛΑΣ. Εμείς, στο άρθρο αυτό θα καταδείξουμε τον πραγματικό ιστορικό της ρόλο ως δοσίλογου των Γερμανών.
Ο Πούλος υπήρξε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού ήδη από την περίοδο του Βενιζέλου. Υπήρξε συνταγματάρχης του μηχανικού και υποστηρικτής των Βενιζελικών. Παρόλα αυτά ο ίδιος μισούσε τον βασιλιά και τους Άγγλους και τους θεωρούσε υπαίτιους για την μικρασιατική καταστροφή. Η μεταξική δικτατορία τον βρίσκει συνταγματάρχη και του δίνει την ευκαιρία να εκφράσει καταλλήλως και τα αντικομμουνιστικά και αντισημιτικά του συναισθήματα. Ο Πούλος γίνεται μέλος του ΕΕΕ (Εθνική Ένωση Ελλάδας), μιας αντισημιτικής οργάνωσης των μεταξικών χρόνων με έδρα της Θεσσαλονίκη και ταμείο την τσέπη των φιλοβενιζελικών. Με την εισβολή των Γερμανών και την κατάκτηση της χώρας, ο Πούλος προτείνει οικειοθελώς στους Γερμανούς να τους βοηθήσει στην καταπολέμηση των ανταρτών. Έτσι η πορεία του στον δοσιλογισμό ξεκινά.
Ο Πούλος αρχικά λαμβάνει πόστο στην γερμανική υπηρεσία Sonderkommando 2000. H υπηρεσία αυτή είναι ουσιαστικά η γερμανική αντικατασκοπεία στην Ελλάδα και κύρια δράση της έχει την ανάπτυξη χαφιεδίστικων μηχανισμών στα μετόπισθεν του ΕΛΑΣ. Παράλληλα ο Πούλος επιδίδεται και στην φιλοναζιστική προπαγάνδα αναλαμβάνοντας υψηλό πόστο και στην αρτίως αναβιωσθείσα ΕΕΕ στην Θεσσαλονίκη.
Η ΕΕΕ δραστηριοποιείται φυσικά χάρη στην γερμανική SD (Sicherheitsdienst) και τους χαφιέδες Ζωγράφο, Μαρινάκη, Σκανδάλη και Κοσμίδη.
Την Άνοιξη του 1943, οι επιθέσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ πολλαπλασιάζονται. Η σοσιαλιστική προοπτική της χώρας τρομάζει όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά και την ελληνική καθεστηκυία τάξη. Έτσι ο Πούλος εντέλλεται από τους Γερμανούς και τον Ράλλη να στρατολογήσει άνδρες για να υποστηρίξει τις γερμανικές επιχειρήσεις στην Μακεδονία. Με αρχική βάση στην Θεσσαλονίκη ο Πούλος και η ΕΕΕ στρατολογούν, πολλές φορές βίαια, Έλληνες πολίτες για να τους βάλουν να στρέψουν το όπλο τους ενάντια στους αγωνιζόμενους συμπατριώτες τους. Η επιχείρηση όμως δεν πηγαίνει όπως ο Πούλος ελπίζει. Το μεγάλο φιλοΕΑΜικό ρεύμα του ελληνικού λαού και η προπαγανδιστική δουλειά του ΕΑΜ του επιτρέπουν να στρατολογήσει μονάχα 300 άνδρες. Αυτός ήταν και ο ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) ή ομάδα Πούλου. Μια θλιβερή κουστωδία τραμπούκων και χαφιέδων που σέρνονταν στα πόδια των SS κάνοντας τις βρώμικες δουλειές τους. Τον ΕΕΣ εξοπλίζουν οι Ναζί με όπλα και γερμανικές στολές ενώ ο ίδιος ο Πούλος φορώντας την στολή του ελληνικού στρατού και την σβάστικα αποφασίζει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του στην περιοχή της Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών, υποστηρίζοντας έτσι τις γερμανικές επιχειρήσεις εκεί.
Τον Σεπτέμβρη του 1943, η SD διαθέτει στον Πούλο και γραφεία επί της Παύλου Μελά, Γερμανό σύνδεσμο (τέτοιον είχε και ο Ζέρβας) και πεδίο ασκήσεων. Αργότερα τον ίδιο μήνα ο Πούλος εντάσσεται στο δεύτερο σύνταγμα Brandenburg και αναλαμβάνει επιχειρήσεις στην περιοχή Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας. Το 1943 οι πουλικοί καίνε το φιλοΕΑΜικό χωριό Ερμάκια. Αργότερα το σώμα του Πούλου θα ενισχυθεί με 90 ακόμα άνδρες, εθελοντές Κρητικούς του Σούμπερτ και θα ενισχύσει την μαχητική του ικανότητα. Ο Πούλος θα γίνει τώρα πιο ανεξάρτητος και πιο αποφασιστικός.
Την Άνοιξη του 1944, ο Πούλος αναλαμβάνει επιχειρήσεις ενάντια στον τομέα ευθύνης της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Καλαμπαλίκη. Η τρομοκρατία του Πούλου θα βρει σύντομα στον σκόπελο της αντιτρομοκρατίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει παρενοχλητικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας στα ορεινά ώστε να φθείρει τις δυνάμεις του Πούλου. Έχει αποφασιστεί η επιχείρηση ολοκληρωτικής καταστροφής της ομάδας του. Στις 6 Απριλίου του 1944 μονάδα της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ χτυπά την ομάδα του Πούλου στο Βέρμιο σκοτώνοντας 83 άνδρες του. Ο Πούλος γίνεται πιο επιφυλακτικός μέχρι τον Ιούλιο του 1944. Το καλοκαίρι του 1944, η ομάδα του Πούλου θα ενισχυθεί από το 5ο Τάγμα Ασφαλείας του Μαλτέζου και θα επιδοθεί σε ένα ατελείωτο πογκρόμ βίας. Χωριά της Πτολεμαΐδας καίγονται και πληθυσμοί εκτελούνται. Πολλές οικογένειες με μέλη στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ βασανίζονται και εκτελούνται μαζικά.
- Στα Γιαννιτσά η ομάδα του Πούλου εκτελεί 75 πολίτες ως αντίποινα για την δολοφονία ενός Γερμανού στρατιώτη από τον ΕΛΑΣ
- Στον Χορτιάτη η ομάδα του Πούλου με τους συνεργάτες τους των SS, συγκεντρώνει τους χωριάτες σε διάφορα σπίτια τα οποία καίει με εμπρηστική σκόνη. Όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν εκτελέστηκαν από στημένα πυροβόλα.
- Στο χωριό Σκυλίτσι, η ομάδα του Πούλου μπαίνει και εκτελεί αδιακρίτως όποιον βρει στον δρόμο.
- Σε χωριά της Καστοριάς, η ομάδα του Πούλου με αρχηγό τον Κακλαμάνη επιβάλλει κεφαλικό χώρο στους χωριάτες και εκτελεί όποιον δεν έχει να τους δώσει.
Το Καλοκαίρι του 1944, ο ΕΛΑΣ αποφασίζει να χτυπήσει ξανά τον Πούλο. Ο ΕΛΑΣ εισχωρεί με 20 άνδρες του στην Βέροια και μια Κυριακή απόγευμα ζώνει προσεκτικά το κτίσμα όπου οι πουλικοί δειπνούν και τους ρίχνει με αυτόματα. Σκοτώνονται περίπου 100 ενώ ο ίδιος ο Πούλος φυγαδεύεται.
Με την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων λόγω της κατάρρευσης του μετώπου της ΕΣΣΔ, ο Πούλος ακολουθεί τα γερμανικά στρατεύματα στον δρόμο του γυρισμού. Κοντά τους θα πολεμήσει τους επαναστατημένους λαούς της Σλοβενίας και των Βαλκανίων μέχρι την σύλληψή του από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Αυστρία. Ο Πούλος αργότερα θα μεταφερθεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Korwesheim με την γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Αργότερα θα μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη και το 1947 θα δικαστούν από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης.
Τον Μάιο του 1947 και αφού ο ίδιος έχει προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να τον στείλει να πολεμήσει τον ΔΣΕ, ο Πούλος δικάζεται και καταδικάζεται μαζί με την γυναίκα του σε εκτέλεση από το απόσπασμα για εσχάτη προδοσία. Στην απολογία του θα δηλώσει ότι προσπάθησε να αποτρέψει με την συνεργασία του με τους Γερμανούς τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Τα λόγια του όμως ακόμα και μέσα στον εμφύλιο πόλεμο δεν θα πείσουν κανέναν....
Εγκλήματα της συμμορίας Τσαμαδιά
To παρακάτω άρθρο μας έρχεται να συμπληρώσει τις κατά καιρούς αναφορές στη δράση των παρακρατικών συμμοριών της άκρας δεξιάς στα χρόνια του Εμφυλίου. Η συμμορία Τσαμαδιά δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της κεντρικής Στερεάς και τα όρια της Θεσσαλίας. Αποτελούνταν από τον Θύμιο Τσαμαδιά και περίπου ακόμα 40 άτομα. Αρκετά μέλη της ήταν συγγενείς του Τσαμαδιά. Τον Θύμιο Τσαμαδιά κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιχείρησε να τον πλησιάσει το στέλεχος του ΕΑΜ και γνωστός του, Χρήστος Ραχιώτης, με σκοπό να τον εντάξει στη δράση του ΕΛΑΣ της περιοχής. Ο Τσαμαδιάς ήρθε σε συνεννόηση αλλά εν τέλει αρνήθηκε την ένταξή του αφού επιθυμούσε βαθμό εντός των τάξεων του ΕΛΑΣ. Μετά την Κατοχή σε αγαστή σύμπνοια με τους Άγγλους στοιχειοθέτησε καταλόγους με τη συμμορία Βουρλάκη και τον Σούρλα όπου αναγράφονταν προγραμμένοι κομμουνιστές που έχριζαν "καθαρίσματος". Παρακάτω παρουσιάζουμε μερικά περιστατικά από τη δράση του όπως τα περιγράφει το βιβλίο "Λευκή Κατοχή" του Χρήστου Ραχιώτη.
- Στη Φτέρη, χωριό κοντά στη Σπερχειάδα, η συμμορία Τσαμαδιά έπιασε τον Νίκο Μακρή στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η συμμορία τον ξυλοκόπησε με ρόπαλα και του έσπασε το χέρι. Αργότερα τράβηξαν ένα τραπέζι στην πλατεία του χωριού και τον τοποθέτησαν όρθιο επάνω με ένα μήλο στο στόμα. Ο Θύμιος Τσαμαδιάς δήλωσε ότι τότε θα τον έσφαζε σαν γουρούνι. Έπειτα πήρε ένα χασαπομάχαιρο και του έσκισε κατά μήκος την κοιλιά. Το σώμα του το πέταξαν στην πλατεία.
- Στη Λάσπη, χωριό του Καρπενησίου η συμμορία Τσαμαδιά με τον Κώστα Βουρλάκη, άλλον παρακρατικό ταγματασφαλίτη της Κατοχής, συνέλαβε το στέλεχος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Δημοσθένη Πρέντζα. Τον έδεσαν σφιχτά με σχοινί και τον ξυλοκόπησαν μέχρι που πέθανε με ρόπαλα και κοντάκια. Ο Κώστας Βουρλάκης μετά διέταξε να του φέρουν οι υποτακτικοί του ένα μπουκάλι ούζο, έκατσε στην κοιλιά του νεκρού και το ήπιε.
- Στη Σπερχειάδα η συμμορία Τσαμαδιά έπιασε τον θρυλικό Στέφανο Στεφανή, αντάρτη από τους 14 της θρυλικής καλύβας, που ανέβηκε πρώτος κοντά στον Άρη Βελουχιώτη. Αφού τον έδειραν δημόσια στην πλατεία τον έδεσαν πίσω από τα άλογά τους και τον έσερναν στους δρόμους για ώρες. Αργότερα τον κρέμασα από τα πόδια σε ένα δέντρο και του άναψαν φωτιά κάτω από το κεφάλι. Το κορμί του διέταξαν να μείνει έτσι άταφο και κρεμασμένο, μέχρι που μέρες μετά, χωρικοί τον ξεκρέμασαν και τον έθαψαν σε άγνωστο σημείο.
- Ο Θύμιος Τσαμαδιάς συνέλαβε και ξυλοκόπησε κοντά στη Λαμία τον ξηρομερίτη Δημήτριο Μπακόλα. Αργότερα τον έσυραν δεμένο μέχρι τη Χαλκίδα δήθεν για να τον παραδώσουν στις αρχές και αφού τον βασάνισαν φρικτά τον έσφαξαν με μαχαίρια.
Τα εγκλήματα των γερμανοτσολιάδων
Ο Δήμος Σταρένιος στην ταινία “Η Χαραυγή της Νίκης” έχει αποδώσει χαρακτηριστικά το ρόλο του προδότη – συνεργάτη των ναζί με τη γνωστή ατάκα: “Μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Σαν φίλοι μας ήρθαν”. Δεν πρόκειται για καρικατούρα. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, ένας από τους πιο γνωστούς ταγματασφαλίτες, στη δίκη του για την εμπλοκή στην υπόθεση Λαμπράκη δήλωνε: “Και αν συνεργάστηκα με τους Γερμανούς το έκανα για το καλό της πατρίδος… Τους Γερμανούς τους αγαπούσα και αυτοί με θεωρούσαν τον υπ’ αριθμόν ένα τίμιον Έλληνα.” Ο Γιοσμάς που έχει μείνει στην ιστορία με το γερμανικό χαϊδευτικό του, “Φον Γιοσμάς” έχοντας “υπηρετήσει” σε διάφορες ομάδες συνεργατών, όπως στον “Εθνικό Ελληνικό Στρατό” και ως ανθυπολοχαγός στο τάγμα του Γεωργίου Πούλου, έφυγε μαζί με τους Γερμανούς στην απελευθέρωση, έμεινε για ένα διάστημα στη Βιέννη και επέστρεψε στην Ελλάδα το ‘47.
Ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο ως προδότης, πήρε χάρη από τον βασιλιά Παύλο και βγήκε από τη φυλακή μόλις το ’51. Στη δεκαετία του ’60 με τον “Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” τροφοδοτούσε με τραμπούκους τον παρακρατικό μηχανισμό. Η συμμορία στηνόταν στρατολογώντας κοινωνικά απόβλητα και συναντιόταν στην ταβέρνα με το ταιριαστό όνομα: “Τα έξι γουρουνάκια”. Τα μέλη του Συνδέσμου πήγαιναν με περιβραχιόνια σε συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις ενώ το ’63 επιστρατεύτηκαν από τη Χωροφυλακή για να “προστατέψουν” τον ντε Γκολ στη διάρκεια επίσκεψής του.
Ο Γκοτζαμάνης, ένας από τους δύο που έκαναν την δολοφονική επίθεση στον βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη της ίδιας χρονιάς, ήταν μέλος του “Συνδέσμου”. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο το μασκάρεμα που προσπαθούν να κάνουν οι φασίστες σήμερα όταν θέλουν να ψαρέψουν στα θολά νερά παίζοντας τους “αντιμνημονιακούς”, “πατριώτες” με δόσεις “αντίστασης στη γερμανική κατοχή”.
Οι Χρυσαυγίτες δηλώνουν χωρίς ντροπή ότι “Τα τάγματα ασφαλείας ήταν ελληνικά στρατεύματα Εθνικιστών, που πολέμησαν εναντίον των κομμουνιστών. Οι Χίτες επίσης, όντας Εθνικιστές έκαναν αντικομμουνιστικό αγώνα.” Είναι οι πολιτικοί απόγονοι και υπερασπιστές των Γερμανοτσολιάδων, των ταγμάτων ασφαλείας και των υπόλοιπων ανάλογων οργανώσεων που συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους ναζί στη διάρκεια της κατοχής και πρωτοστάτησαν στα εγκλήματά τους.
Οι φασιστικές συμμορίες επιβίωσαν στις επόμενες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο επειδή άλλαξαν αφεντικό, από τους ναζί πουλήθηκαν στους Άγγλους και στη συνέχεια στις κυβερνήσεις που ήθελαν να τσακίσουν το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Τα Τάγματα Ασφαλείας άρχισαν να σχηματίζονται το 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Οι Γερμανοί χρειάζονταν ένοπλα σώματα για να τους βοηθήσουν στην καταστολή της Αντίστασης. Η δύναμη του κινήματος όμως ήταν τέτοια που δεν εμπιστεύονταν ούτε ότι η Χωροφυλακή είναι “καθαρή από κομμουνιστές”. Έτσι ο Ράλλης εξόπλισε τους Εύζωνες, τους τσολιάδες των Ανακτόρων, που μέχρι τότε ήταν άοπλοι και τους παραχώρησε στους ναζί για να αναλάβουν τη βρόμικη δουλειά.
Συμμορίες
Ο χαρακτηρισμός “γερμανοτσολιάδες” είναι λοιπόν απολύτως λογικός. Παράλληλα, σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, είχαν αρχίσει να στήνονται άλλες συμμορίες που χτυπούσαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, κάποιες φορές με πρωτοβουλία των τοπικών κατακτητών, άλλες με πρωτοβουλία Ελλήνων της “καλής κοινωνίας” που χρειάζονταν κάποιους για να προστατέψουν την περιουσία τους και τα χωράφια τους.
Ο Διονύσιος Παπαδόγκονας (πατέρας του μετέπειτα βουλευτή και Υπουργού της Νέας Δημοκρατίας) ανέλαβε να ενοποιήσει αυτά τα σώματα δοσίλογων, κάτι που έγινε την Άνοιξη του ’44. Συνέχισαν να υπάρχουν ομάδες που δεν μπήκαν σε απόλυτο έλεγχο, όπως για παράδειγμα, το τάγμα του συνταγματάρχη Πούλου στη Βόρεια Ελλάδα, που είχε προσχωρήσει ανοιχτά στο ναζισμό, φορώντας αγκυλωτούς σταυρούς και καταγγέλλοντας ακόμη και τις κατοχικές κυβερνήσεις ως όργανα “μασόνων και εβραίων”. Όμως, μικρή απόσταση τους χώριζε από τους Ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκονα. Γερμανικά άρβυλα φορούσαν όλοι, είτε με φουστανέλα, είτε με χιτώνιο του ελληνικού στρατού ή της Βέρμαχτ.
Όταν έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ τον Ιούλη του ’44, ο Παπαδόγκονας τού έστειλε μήνυμα συμπαράστασης που τελείωνε με τη φράση “Κύριε, διαφύλασσε τον Χίτλερ”, ενώ σύμφωνα με την Καθημερινή της εποχής υπήρξε και απάντηση: “Ο Φύρερ εκφράζει τας ευχαριστίας του προς τον κ. Παπαδόγκονα και τους εθελοντάς του”. Οι ταγματασφαλίτες ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στα γερμανικά στρατεύματα. Ο Γιούργκεν Στρόοπ και ο Βάλτερ Σιμάνα, τοπάρχες των SS και της γερμανικής αστυνομίας ήταν αυτοί που έδιναν τις διαταγές κινήσεων και τις άδειες οπλοφορίας.
Στους πίνακες της Βέρμαχτ που μετράνε τους νεκρούς, οι ταγματασφαλίτες αθροίζονται μαζί με τους ναζί. Αντίστοιχα, στις αναφορές τους, οι ταγματασφαλίτες μετρούσαν τους Γερμανούς ως “δικούς τους”.
Τον Ιούνη του ’44, ο συνταγματάρχης Χρήστος Γερακίνης στην Εύβοια αναφέρει: “Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός βαρέως τραυματίας”. Τα “ευζωνικά τάγματα” στην Αθήνα διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στα μπλόκα στις γειτονιές. Στην Κοκκινιά, την Καλογρέζα, τα Λιόσια, το Βύρωνα, τα Παλιά Σφαγεία (Κουκάκι), την Καλλιθέα και σε άλλες περιπτώσεις, ήταν οι ταγματασφαλίτες που διαλέγουν ποιοι θα εκτελεστούν, ποιοι θα σταλούν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και ποιοι θα αφεθούν ελεύθεροι. Πολλές φορές, το προσωπικό μίσος ξεπερνάει ακόμα και τις στοχεύσεις των ναζί. Στην Κοκκινιά οι ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να ξανασυλλάβουν ανθρώπους που οι Γερμανοί είχαν αφήσει ελεύθερους.
Στην ύπαιθρο, τα Τάγματα συμμετείχαν στις σφαγές και στις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών. Στο Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του ’44, δολοφόνησαν 146 ανθρώπους, από τους οποίους 128 γυναίκες και παιδιά. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Φριτς Σούμπερτ, που και στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κρήτη έστησε γύρω του αιμοβόρα τάγματα ασφαλείας. Μια περιγραφή από το Χορτιάτη λέει: “Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν από το καφενείο του Μπαντάτσιου στον φούρνο του Στ. Γκουραμάνη για να καούν ζωντανά''
Οταν το πλήθος έφτασε στο φούρνο, ο Σούμπερτ – κατ’ άλλους ο υπασπιστής του Γ. Καπετανάκης – φώναξε έξαλλος: «Φωτιά, φωτιά. Κλείστε τους και μην αφήνετε κανένα να φύγει. Θα τους κάψουμε όλους!» Απ’ έξω τοποθετήθηκαν φρουροί με την εντολή να σκοτώσουν όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει απ’ τον φούρνο. Επειδή όμως, το οίκημα ήταν κατάμεστο από κόσμο και οι έγκλειστοι συνωστίζονταν πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι Σουμπερτίτες, για να μειώσουν την πίεση, τοποθέτησαν ένα πολυβόλο και απ’ τό μικρό παράθυρο της μπροστινής πόρτας άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλά γυναικόπαιδα. Έπειτα έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών και των τραυματιών και με ένα φλογοβόλο πιστόλι έβαλαν φωτιά.”
Βασανιστήρια
Στα “κατορθώματα” των Σουμπερτιτών στην Κρήτη περιλαμβάνονται αναρίθμητα βασανιστήρια, κακοποιήσεις, εμπρησμοί και εκτελέσεις. Ένα από τα εγκλήματα που καταγράφονται είναι κατά του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη που τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια. Τους Έλληνες που στρατολογούσε ο Σούμπερτ (ντόπιους γερμανόφιλους, δοσίλογους, αλλά και βαρυποινίτες από τις φυλακές της Κρήτης) τους περνούσε από τελετουργικά μύησης, από αυτά που κάνουν ακόμα οι Χρυσαυγίτες.
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ έχει καταγράψει: ''Οι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν στην Νέα Καλλικράτεια και το απόγευμα της ίδιας μέρας φόρεσαν ιταλικές στολές αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να πλυθούν στη θάλασσα. Το βράδυ σε μια νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη επάνω σε κράνος, που ο Σούμπερτ φύλαγε στην περιβόητη βαλίτσα του, έδωσαν τον όρκο του ταγματασφαλίτη που κατέληγε με τη φράση «ελευθερία ή θάνατος ''.
'' Οι ταγματασφαλίτες είχαν μια διαφορά σε σχέση με τους ναζί. Οι γερμανοί διοικητές είχαν να διαχειριστούν μια χώρα υπό κατοχή, ενώ οι συνεργάτες τους σκέφτονταν ήδη την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και ο έλεγχός τους και η καταστολή τους πήγαινε σε μεγαλύτερο βάθος μέσα τις τοπικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ένα μέλος τοπικού θεατρικού ομίλου στον Πύργο, μετά την είσοδο των ταγματασφαλιτών στην πόλη, ''διέλυσαν όλους τους συλλόγους της πόλης και σταμάτησε κάθε πολιτιστική κίνηση… Τα πάντα νεκρώθηκαν. Αρχίζει μια νέα Κατοχή, χειρότερη από τη Γερμανική''.
Ενώ και στην Εύβοια, οι ταγματασφαλίτες προχωρούσαν σε επανειλημμένο κάψιμο ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Από την Εύβοια υπάρχει και η μαρτυρία για την είσοδο των ταγμάτων στο χωριό Στρόπωνες, όπου έπιασαν την εβραία δασκάλα του χωριού “την παλούκωσαν όπως οι Τούρκοι το Διάκο, αφού την ατίμασαν και τη βασάνιζαν όλη μέρα”. Το αποτέλεσμα συνήθως ήταν από όπου περνούσαν οι ταγματασφαλίτες, το ΕΑΜ να καταφέρνει να κερδίζει ακόμη περισσότερο κόσμο που μισούσε τους συνεργάτες των ναζί. Το φθινόπωρο του ’44, ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει πλέον να αφοπλίσει τους Ταγματασφαλίτες και να καθαρίσει τις περιοχές απο την τρομοκρατία τους. Τις περισσότερες φορές αυτό έγινε αναίμακτα. Κάποιες φορές, ο κόσμος αυθόρμητα ήταν που λιντσάρισε τους ταγματασφαλίτες, ακόμα και όταν το τοπικό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα. Αυτό έγινε στις κεντρικές πλατείες της Πύλου και της Καλαμάτας. Αλλού χρειάστηκε ο ΕΛΑΣ να τους συντρίψει στρατιωτικά: στον Πύργο, την Καλαμάτα, το Μελιγαλά, τον Αχλαδόκαμπο, τους Γαργαλιάνους και αλλού. Οι Ταγματασφαλίτες ήταν μια άθλια λεπτομέρεια της ιστορίας.
Οι περισσότεροι, με το στίγμα του προδότη και του εγκληματία, θα αναγκάζονταν να κρυφτούν ή να αυτοκτονήσουν. Όμως, το νέο καθεστώς που στηνόταν στα τέλη του ’44, δεν είχε άλλο ντόπιο ένοπλο σώμα να στηριχτεί πάνω του. Η κυβέρνηση Παπανδρέου βάζει τουλάχιστον χίλιους ταγματασφαλίτες να πολεμήσουν ως συντεταγμένη μονάδα στη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44. Ταγματασφαλίτες επανδρώνουν και τα καινούργια Τάγματα Εθνοφυλακής. Οι γερμανοτσολιάδες γίνανε σε μια νύχτα βρετανοτσολιάδες. Αρκετοί μπήκαν στο στράτευμα, στους Ευέλπιδες και έγιναν αξιωματικοί καριέρας.
Ο υποδιοικητής των ταγματασφαλιτών της Χαλκίδας, Χρήστος Γερακίνης, έγινε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κράτος τούς είχε ανάγκη και τους προστάτεψε, αθωώνοντάς τους στις δίκες των δοσιλόγων που ακολούθησαν. Γιατί, όπως δήλωνε ένας επώνυμος εθνικόφρονας, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, υπερασπιζόμενος έναν ταγματασφαλίτη στο δικαστήριο: “Αν δεν ήταν αυτός κύριε πρόεδρε, ούτε εσείς θα ήσασταν στην έδρα που κατέχετε, ούτε εγώ μάρτυς”.
Οι ταγματασφαλίτες υπηρέτησαν τους ναζί ως γερμανοτσολιάδες και βοήθησαν στη διάσωση όλου του σάπιου παλιού καθεστώτος μετά την Απελευθέρωση. Είναι πρόκληση οι πολιτικοί τους απόγονοι να τολμάνε ακόμη και να εμφανίζονται δημοσίως, πόσο μάλλον να το παίζουν “αντιστασιακοί”.
Ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο ως προδότης, πήρε χάρη από τον βασιλιά Παύλο και βγήκε από τη φυλακή μόλις το ’51. Στη δεκαετία του ’60 με τον “Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος” τροφοδοτούσε με τραμπούκους τον παρακρατικό μηχανισμό. Η συμμορία στηνόταν στρατολογώντας κοινωνικά απόβλητα και συναντιόταν στην ταβέρνα με το ταιριαστό όνομα: “Τα έξι γουρουνάκια”. Τα μέλη του Συνδέσμου πήγαιναν με περιβραχιόνια σε συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις ενώ το ’63 επιστρατεύτηκαν από τη Χωροφυλακή για να “προστατέψουν” τον ντε Γκολ στη διάρκεια επίσκεψής του.
Ο Γκοτζαμάνης, ένας από τους δύο που έκαναν την δολοφονική επίθεση στον βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη της ίδιας χρονιάς, ήταν μέλος του “Συνδέσμου”. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο το μασκάρεμα που προσπαθούν να κάνουν οι φασίστες σήμερα όταν θέλουν να ψαρέψουν στα θολά νερά παίζοντας τους “αντιμνημονιακούς”, “πατριώτες” με δόσεις “αντίστασης στη γερμανική κατοχή”.
Οι Χρυσαυγίτες δηλώνουν χωρίς ντροπή ότι “Τα τάγματα ασφαλείας ήταν ελληνικά στρατεύματα Εθνικιστών, που πολέμησαν εναντίον των κομμουνιστών. Οι Χίτες επίσης, όντας Εθνικιστές έκαναν αντικομμουνιστικό αγώνα.” Είναι οι πολιτικοί απόγονοι και υπερασπιστές των Γερμανοτσολιάδων, των ταγμάτων ασφαλείας και των υπόλοιπων ανάλογων οργανώσεων που συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους ναζί στη διάρκεια της κατοχής και πρωτοστάτησαν στα εγκλήματά τους.
Οι φασιστικές συμμορίες επιβίωσαν στις επόμενες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο επειδή άλλαξαν αφεντικό, από τους ναζί πουλήθηκαν στους Άγγλους και στη συνέχεια στις κυβερνήσεις που ήθελαν να τσακίσουν το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Τα Τάγματα Ασφαλείας άρχισαν να σχηματίζονται το 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Οι Γερμανοί χρειάζονταν ένοπλα σώματα για να τους βοηθήσουν στην καταστολή της Αντίστασης. Η δύναμη του κινήματος όμως ήταν τέτοια που δεν εμπιστεύονταν ούτε ότι η Χωροφυλακή είναι “καθαρή από κομμουνιστές”. Έτσι ο Ράλλης εξόπλισε τους Εύζωνες, τους τσολιάδες των Ανακτόρων, που μέχρι τότε ήταν άοπλοι και τους παραχώρησε στους ναζί για να αναλάβουν τη βρόμικη δουλειά.
Συμμορίες
Ο χαρακτηρισμός “γερμανοτσολιάδες” είναι λοιπόν απολύτως λογικός. Παράλληλα, σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, είχαν αρχίσει να στήνονται άλλες συμμορίες που χτυπούσαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, κάποιες φορές με πρωτοβουλία των τοπικών κατακτητών, άλλες με πρωτοβουλία Ελλήνων της “καλής κοινωνίας” που χρειάζονταν κάποιους για να προστατέψουν την περιουσία τους και τα χωράφια τους.
Ο Διονύσιος Παπαδόγκονας (πατέρας του μετέπειτα βουλευτή και Υπουργού της Νέας Δημοκρατίας) ανέλαβε να ενοποιήσει αυτά τα σώματα δοσίλογων, κάτι που έγινε την Άνοιξη του ’44. Συνέχισαν να υπάρχουν ομάδες που δεν μπήκαν σε απόλυτο έλεγχο, όπως για παράδειγμα, το τάγμα του συνταγματάρχη Πούλου στη Βόρεια Ελλάδα, που είχε προσχωρήσει ανοιχτά στο ναζισμό, φορώντας αγκυλωτούς σταυρούς και καταγγέλλοντας ακόμη και τις κατοχικές κυβερνήσεις ως όργανα “μασόνων και εβραίων”. Όμως, μικρή απόσταση τους χώριζε από τους Ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκονα. Γερμανικά άρβυλα φορούσαν όλοι, είτε με φουστανέλα, είτε με χιτώνιο του ελληνικού στρατού ή της Βέρμαχτ.
Όταν έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ τον Ιούλη του ’44, ο Παπαδόγκονας τού έστειλε μήνυμα συμπαράστασης που τελείωνε με τη φράση “Κύριε, διαφύλασσε τον Χίτλερ”, ενώ σύμφωνα με την Καθημερινή της εποχής υπήρξε και απάντηση: “Ο Φύρερ εκφράζει τας ευχαριστίας του προς τον κ. Παπαδόγκονα και τους εθελοντάς του”. Οι ταγματασφαλίτες ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στα γερμανικά στρατεύματα. Ο Γιούργκεν Στρόοπ και ο Βάλτερ Σιμάνα, τοπάρχες των SS και της γερμανικής αστυνομίας ήταν αυτοί που έδιναν τις διαταγές κινήσεων και τις άδειες οπλοφορίας.
Στους πίνακες της Βέρμαχτ που μετράνε τους νεκρούς, οι ταγματασφαλίτες αθροίζονται μαζί με τους ναζί. Αντίστοιχα, στις αναφορές τους, οι ταγματασφαλίτες μετρούσαν τους Γερμανούς ως “δικούς τους”.
Τον Ιούνη του ’44, ο συνταγματάρχης Χρήστος Γερακίνης στην Εύβοια αναφέρει: “Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός βαρέως τραυματίας”. Τα “ευζωνικά τάγματα” στην Αθήνα διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στα μπλόκα στις γειτονιές. Στην Κοκκινιά, την Καλογρέζα, τα Λιόσια, το Βύρωνα, τα Παλιά Σφαγεία (Κουκάκι), την Καλλιθέα και σε άλλες περιπτώσεις, ήταν οι ταγματασφαλίτες που διαλέγουν ποιοι θα εκτελεστούν, ποιοι θα σταλούν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και ποιοι θα αφεθούν ελεύθεροι. Πολλές φορές, το προσωπικό μίσος ξεπερνάει ακόμα και τις στοχεύσεις των ναζί. Στην Κοκκινιά οι ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να ξανασυλλάβουν ανθρώπους που οι Γερμανοί είχαν αφήσει ελεύθερους.
Στην ύπαιθρο, τα Τάγματα συμμετείχαν στις σφαγές και στις πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών. Στο Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του ’44, δολοφόνησαν 146 ανθρώπους, από τους οποίους 128 γυναίκες και παιδιά. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Φριτς Σούμπερτ, που και στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κρήτη έστησε γύρω του αιμοβόρα τάγματα ασφαλείας. Μια περιγραφή από το Χορτιάτη λέει: “Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν από το καφενείο του Μπαντάτσιου στον φούρνο του Στ. Γκουραμάνη για να καούν ζωντανά''
Οταν το πλήθος έφτασε στο φούρνο, ο Σούμπερτ – κατ’ άλλους ο υπασπιστής του Γ. Καπετανάκης – φώναξε έξαλλος: «Φωτιά, φωτιά. Κλείστε τους και μην αφήνετε κανένα να φύγει. Θα τους κάψουμε όλους!» Απ’ έξω τοποθετήθηκαν φρουροί με την εντολή να σκοτώσουν όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει απ’ τον φούρνο. Επειδή όμως, το οίκημα ήταν κατάμεστο από κόσμο και οι έγκλειστοι συνωστίζονταν πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι Σουμπερτίτες, για να μειώσουν την πίεση, τοποθέτησαν ένα πολυβόλο και απ’ τό μικρό παράθυρο της μπροστινής πόρτας άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλά γυναικόπαιδα. Έπειτα έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών και των τραυματιών και με ένα φλογοβόλο πιστόλι έβαλαν φωτιά.”
Βασανιστήρια
Στα “κατορθώματα” των Σουμπερτιτών στην Κρήτη περιλαμβάνονται αναρίθμητα βασανιστήρια, κακοποιήσεις, εμπρησμοί και εκτελέσεις. Ένα από τα εγκλήματα που καταγράφονται είναι κατά του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη που τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια. Τους Έλληνες που στρατολογούσε ο Σούμπερτ (ντόπιους γερμανόφιλους, δοσίλογους, αλλά και βαρυποινίτες από τις φυλακές της Κρήτης) τους περνούσε από τελετουργικά μύησης, από αυτά που κάνουν ακόμα οι Χρυσαυγίτες.
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ έχει καταγράψει: ''Οι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν στην Νέα Καλλικράτεια και το απόγευμα της ίδιας μέρας φόρεσαν ιταλικές στολές αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να πλυθούν στη θάλασσα. Το βράδυ σε μια νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη επάνω σε κράνος, που ο Σούμπερτ φύλαγε στην περιβόητη βαλίτσα του, έδωσαν τον όρκο του ταγματασφαλίτη που κατέληγε με τη φράση «ελευθερία ή θάνατος ''.
'' Οι ταγματασφαλίτες είχαν μια διαφορά σε σχέση με τους ναζί. Οι γερμανοί διοικητές είχαν να διαχειριστούν μια χώρα υπό κατοχή, ενώ οι συνεργάτες τους σκέφτονταν ήδη την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό και ο έλεγχός τους και η καταστολή τους πήγαινε σε μεγαλύτερο βάθος μέσα τις τοπικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ένα μέλος τοπικού θεατρικού ομίλου στον Πύργο, μετά την είσοδο των ταγματασφαλιτών στην πόλη, ''διέλυσαν όλους τους συλλόγους της πόλης και σταμάτησε κάθε πολιτιστική κίνηση… Τα πάντα νεκρώθηκαν. Αρχίζει μια νέα Κατοχή, χειρότερη από τη Γερμανική''.
Ενώ και στην Εύβοια, οι ταγματασφαλίτες προχωρούσαν σε επανειλημμένο κάψιμο ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Από την Εύβοια υπάρχει και η μαρτυρία για την είσοδο των ταγμάτων στο χωριό Στρόπωνες, όπου έπιασαν την εβραία δασκάλα του χωριού “την παλούκωσαν όπως οι Τούρκοι το Διάκο, αφού την ατίμασαν και τη βασάνιζαν όλη μέρα”. Το αποτέλεσμα συνήθως ήταν από όπου περνούσαν οι ταγματασφαλίτες, το ΕΑΜ να καταφέρνει να κερδίζει ακόμη περισσότερο κόσμο που μισούσε τους συνεργάτες των ναζί. Το φθινόπωρο του ’44, ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει πλέον να αφοπλίσει τους Ταγματασφαλίτες και να καθαρίσει τις περιοχές απο την τρομοκρατία τους. Τις περισσότερες φορές αυτό έγινε αναίμακτα. Κάποιες φορές, ο κόσμος αυθόρμητα ήταν που λιντσάρισε τους ταγματασφαλίτες, ακόμα και όταν το τοπικό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα. Αυτό έγινε στις κεντρικές πλατείες της Πύλου και της Καλαμάτας. Αλλού χρειάστηκε ο ΕΛΑΣ να τους συντρίψει στρατιωτικά: στον Πύργο, την Καλαμάτα, το Μελιγαλά, τον Αχλαδόκαμπο, τους Γαργαλιάνους και αλλού. Οι Ταγματασφαλίτες ήταν μια άθλια λεπτομέρεια της ιστορίας.
Οι περισσότεροι, με το στίγμα του προδότη και του εγκληματία, θα αναγκάζονταν να κρυφτούν ή να αυτοκτονήσουν. Όμως, το νέο καθεστώς που στηνόταν στα τέλη του ’44, δεν είχε άλλο ντόπιο ένοπλο σώμα να στηριχτεί πάνω του. Η κυβέρνηση Παπανδρέου βάζει τουλάχιστον χίλιους ταγματασφαλίτες να πολεμήσουν ως συντεταγμένη μονάδα στη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44. Ταγματασφαλίτες επανδρώνουν και τα καινούργια Τάγματα Εθνοφυλακής. Οι γερμανοτσολιάδες γίνανε σε μια νύχτα βρετανοτσολιάδες. Αρκετοί μπήκαν στο στράτευμα, στους Ευέλπιδες και έγιναν αξιωματικοί καριέρας.
Ο υποδιοικητής των ταγματασφαλιτών της Χαλκίδας, Χρήστος Γερακίνης, έγινε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κράτος τούς είχε ανάγκη και τους προστάτεψε, αθωώνοντάς τους στις δίκες των δοσιλόγων που ακολούθησαν. Γιατί, όπως δήλωνε ένας επώνυμος εθνικόφρονας, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, υπερασπιζόμενος έναν ταγματασφαλίτη στο δικαστήριο: “Αν δεν ήταν αυτός κύριε πρόεδρε, ούτε εσείς θα ήσασταν στην έδρα που κατέχετε, ούτε εγώ μάρτυς”.
Οι ταγματασφαλίτες υπηρέτησαν τους ναζί ως γερμανοτσολιάδες και βοήθησαν στη διάσωση όλου του σάπιου παλιού καθεστώτος μετά την Απελευθέρωση. Είναι πρόκληση οι πολιτικοί τους απόγονοι να τολμάνε ακόμη και να εμφανίζονται δημοσίως, πόσο μάλλον να το παίζουν “αντιστασιακοί”.
Η περίπτωση του "Φον" Γιοσμά
Ποιός όμως ήταν ο κύριος "Φον" Γιοσμάς? Στο πρόσωπο του Φον Γιοσμά μπορεί κανείς να συνθέσει κομμάτι κομμάτι την ιστορική εξέλιξη του δεξιού δοσιλογισμού σε όλα τα μαύρα της στάδια από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι την δολοφονία Λαμπράκη.
Περνώντας απο τα SS της ΕΟΝ του Μεταξά, ο Φον Γιοσμάς, βρέθηκε, το 1943, στις Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας, που δημιουργήθηκαν και οπλίσθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο σκοπός των ομάδων αυτών ήταν ίδιος με αυτό των Ταγμάτων Ασφαλέιας: Κυνηγητό πολιτών, βασανισμοί, χαφιεδισμός, δίωξη αριστερών και δημοκρατικών πολιτών και πάνω από όλα υποταγή στον Φύρερ...
Η δράση του Γιοσμά έγινε δίκην αντάρτικου με το ψευδώνυμο "καπετάν Παρμενίων" και ήταν τέτοια που του εξασφάλισε μιά άξια θέση στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων που υποχωρούσαν στην Γερμανία το 1944. Τρία χρόνια έζησε με πολλούς άλλους δωσίλογους στη Γερμανία, ενώ από το 1945 είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα ερήμην σε θάνατο.
Μεσούντος του εμφυλίου πολέμου ο Γιοσμάς κρίνει οτι το έδαφος είναι πρόσφορο ξανά και το 1947 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκεί ακολουθεί την δοξασμένη πορεία και των άλλων ταγματαλητών του είδους του. Όχι μόνο δεν εκτελείται αλλά και σύντομα αποφυλακίζεται με χάρη του παλατιού και μέσα σε τρία χρόνια στελεχώνεται ως πρόεδρος της σχολικής εφορείας στην Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ιδρύει ομάδα με τραμπουκική παρακρατική δράση που φέρει τον τίτλο " Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης". Το έμβλημα της οργάνωσης είναι ο σιδηρούν σταυρός των ναζί και ο ρόλος τους, όπως μας λέει ο Βασίλης Βασιλικός είναι αυτός των "αγανακτισμένων πολιτών" που δέρνουν τα μέλη της ΕΔΑ στις διαδηλώσεις. Η οργάνωση αυτή ιδρύει αργότερα και συνεταιρισμό οικδομικό, που διεκδικεί μάλιστα και οικόπεδα στην Τούμπα. Στον σύλλογο έχουν προστεθεί πιά και νέα εκλεκτά μέλη όπως ο Γκοτζαμάνης τον οποίο ο Γιοσμάς είχε βοηθήσει να ξεπληρώσει και το τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη. Τα μέλη της οργάνωσης συμμετέχουν σε αυτή είτε μέσα απο εκβιασμούς του Γιοσμά και της Χωροφυλακής έιτε με ένα κάποιο "χαρτζιλίκι". Οι σχέσεις του Γιοσμά με το επίσημο κράτος ήταν τέτοιες που –όπως λέει ο Στράτος Δορδανάς– εκλήθη το 1963 από τον αρχηγό της Χωροφυλακής Μήτσου να βοηθήσει αυτός και οι άντρες του στα μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στρατηγού Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτό συμφωνεί και το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού.
Μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, ο Γιοσμάς συνελήφθη με εντολή του Χρήστου Σαρτζετάκη αλλά στη δίκη δεν στοιχειοθετήθηκε εις βάρος του άλλη κατηγορία πέραν της «διατάραξης της κοινής ειρήνης». Πέθανε το 1975 στο νοσοκομείο Αγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης.
Περνώντας απο τα SS της ΕΟΝ του Μεταξά, ο Φον Γιοσμάς, βρέθηκε, το 1943, στις Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας, που δημιουργήθηκαν και οπλίσθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο σκοπός των ομάδων αυτών ήταν ίδιος με αυτό των Ταγμάτων Ασφαλέιας: Κυνηγητό πολιτών, βασανισμοί, χαφιεδισμός, δίωξη αριστερών και δημοκρατικών πολιτών και πάνω από όλα υποταγή στον Φύρερ...
Η δράση του Γιοσμά έγινε δίκην αντάρτικου με το ψευδώνυμο "καπετάν Παρμενίων" και ήταν τέτοια που του εξασφάλισε μιά άξια θέση στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων που υποχωρούσαν στην Γερμανία το 1944. Τρία χρόνια έζησε με πολλούς άλλους δωσίλογους στη Γερμανία, ενώ από το 1945 είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα ερήμην σε θάνατο.
Μεσούντος του εμφυλίου πολέμου ο Γιοσμάς κρίνει οτι το έδαφος είναι πρόσφορο ξανά και το 1947 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκεί ακολουθεί την δοξασμένη πορεία και των άλλων ταγματαλητών του είδους του. Όχι μόνο δεν εκτελείται αλλά και σύντομα αποφυλακίζεται με χάρη του παλατιού και μέσα σε τρία χρόνια στελεχώνεται ως πρόεδρος της σχολικής εφορείας στην Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ιδρύει ομάδα με τραμπουκική παρακρατική δράση που φέρει τον τίτλο " Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης". Το έμβλημα της οργάνωσης είναι ο σιδηρούν σταυρός των ναζί και ο ρόλος τους, όπως μας λέει ο Βασίλης Βασιλικός είναι αυτός των "αγανακτισμένων πολιτών" που δέρνουν τα μέλη της ΕΔΑ στις διαδηλώσεις. Η οργάνωση αυτή ιδρύει αργότερα και συνεταιρισμό οικδομικό, που διεκδικεί μάλιστα και οικόπεδα στην Τούμπα. Στον σύλλογο έχουν προστεθεί πιά και νέα εκλεκτά μέλη όπως ο Γκοτζαμάνης τον οποίο ο Γιοσμάς είχε βοηθήσει να ξεπληρώσει και το τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη. Τα μέλη της οργάνωσης συμμετέχουν σε αυτή είτε μέσα απο εκβιασμούς του Γιοσμά και της Χωροφυλακής έιτε με ένα κάποιο "χαρτζιλίκι". Οι σχέσεις του Γιοσμά με το επίσημο κράτος ήταν τέτοιες που –όπως λέει ο Στράτος Δορδανάς– εκλήθη το 1963 από τον αρχηγό της Χωροφυλακής Μήτσου να βοηθήσει αυτός και οι άντρες του στα μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στρατηγού Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτό συμφωνεί και το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού.
Μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, ο Γιοσμάς συνελήφθη με εντολή του Χρήστου Σαρτζετάκη αλλά στη δίκη δεν στοιχειοθετήθηκε εις βάρος του άλλη κατηγορία πέραν της «διατάραξης της κοινής ειρήνης». Πέθανε το 1975 στο νοσοκομείο Αγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης.
Η δράση της ΕΑΟΚ
Η ΕΑΟΚ ( Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κυνηγών/Κατσαρέα), ήταν μιά εθνικιστική οργάνωση που γενήθηκε και έδρασε την περίοδο του εμφυλίου. Τόπος δράσης της ήταν η Λακωνία, η Αρκαδία και η Μάνη. Σαν οργάνωση, η ΕΑΟΚ, ιδρύθηκε στις 06/06/1946 απο τον Πάνο Κατσαρέα, λοχαγό του στρατού, ως επέκταση μιάς μικρής ομάδας ενόπλων που ο ίδιος διεύθυνε ενάντια στους ΕΛΑΣίτες ήδη απο το 1945. Η ομάδα επιστράτευε άτομα απο την φτωχή αγροτιά σε μισθοφορική ή εθελοντική βάση.
Η δράση της ΕΑΟΚ ήταν διπλή στην περίοδο του εμφυλίου. Από την μιά μεριά είχε συγκροτήσει ένα αρκετά αξίομαχο τμήμα ενόπλων, που συγκρούνταν περιστασιακά με τον ΔΣΠ, από την άλλη στήριζε στο άθλιο έργο της λευκής τρομοκρατίας τα ΜΑΥ και την χωροφυλακή. Το έργο τους αυτό το πληρώνονταν βέβαια είτε από χαράτσια που είχαν οι ίδιοι επιβάλλει στα χωριά που δρούσαν είτε από το πλιάτσικο και τις επιδρομές που έκαναν αδιακρίτως σε όποιον εκείνοι αποφάσιζαν να κατονομάσουν ως "κομμουνιστή". Όλα αυτά βέβαια με την ανοχή ( που τότε σήμαινε επιβράβευση) της χωροφυλακής και του στρατού.
Σχέσεις ΕΑΟΚ με τον φασισμό
Ο Λεωνίδας Μαλαβάζος, υποστηρίζει πως ο Κατσαρέας ήταν από τους πρώτους Χίτες της Λακωνίας και εμβληματική προσωπικότητα των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιοχής. Οι εντολές των Γερμανών φρόντιζε να εκτελούνται πάντα κατά γράμμα και η σκληρότητά του ήταν χαρακτηριστική ιδιαίτερα απέναντι στους αντιστασιακούς. Σε κάθε περίπτωση πάντως το βιβλίο "Οι αετοί της Μάνης" είναι διαφωτιστικό αφού εξηγεί ακριβώς την δράση του Κατσαρέα απέναντι στον ΕΛΑΣ... Ο παππούς πιά Νίκος Γκότσης τονίζει: "Το ότι ο Κατσαρέας ήταν χαφιές το ξέρουν και οι πέτρες στα μέρη μου" (Λακωνία).
Στιγμές από την "δαφνοσταφανωμένη"δράση της ΕΑΟΚ
Από το χρονικό σημείο αυτό ο ΔΣΠ πιέζεται έντονα από τις δυνάμεις του Ε.Σ. Τα τρόφιμα είναι λίγα και τα πυρομαχικά λιγότερα. Υπάρχουν αντάρτες οπλισμένοι ακόμα και με πέτρες. Οι επιτυχίες της ΕΑΟΚ στο εξής, πρέπει να εξετασθούν υπό αυτό το πρίσμα.
Εάν επιχειρήσουμε μια μικρή εκτίμηση της δράσης της ΕΑΟΚ, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε δύο σημεία.
Πρώτον, η δράση της ήταν σχετικά φτωχή και πάντα σχεδόν αφορούσε συνδυασμένες επιχειρήσεις του Ε.Σ και της χωροφυλακής και δεύτερον, οι απώλειες που προξένησε στον εχθρό είναι μηδαμινές. Στρατιωτικά λοιπόν η ΕΑΟΚ λειτουργούσε μάλλον σαν δεκανίκι. Η δράση της όμως δεν πρέπει να παραγνωρισθεί σε ένα άλλο, πιο σκοτεινό επίπεδο...
Η παρακρατική δράση της ΕΑΟΚ
Η πραγματική δράση της ΕΑΟΚ και τα "διαμάντια" που αυτή έδρεψε, δεν ήταν τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο σε αυτό της βίας, του δωσιλογισμού, της ωμότητας και της αθλιότητας. Η ΕΑΟΚ ως γνήσια παρακρατική και παραστρατιωτική οργάνωση δρούσε όπως οι κανόνες της λευκής τρομοκρατίας επέβαλλαν. Πολλοί αρχηγίσκοι της όπως ο Γερακάρης και ο Καμαρινές εφάρμοζαν κεφαλικό φόρο και επισχέσεις στο λάδι το οποίο πουλούσαν σαν γνήσιοι λαθρέμποροι. Ολόκληρα χωριά πλήρωναν χαράτσια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενώ τα κατώτερα και κατώτατα μέλη της ΕΑΟΚ έδερναν, βίαζαν και εκτελούσαν, κομμουνιστές και μη, σε όλη την περιοχή δράση τους. Άρθρα για τις ωμότητες της ΕΑΟΚ έχουν γραφτεί στον Ριζοσπάστη της εποχής αλλά και στην εφημερίδα Εμπρός. Ενώ τέτοια ωραιοποιημένα παραδείγματα αυθαιρεσιών αναφέρει και το βιβλίο "Αετοί της Μάνης". Ας δούμε μερικά από τα εκατοντάδες περιστατικά της δράσης της ΕΑΟΚ.
Αυτή ήταν η οργάνωση της ΕΑΟΚ που έμεινε γνωστή στην ιστορία του εμφυλίου ανάμεσα σε τόσες άλλες παρακρατικές οργανώσεις φονιάδων για το πογκρόμ που εξαπέλυσαν στην δημοκρατική και κομμουνιστική παράταξη της χώρας αλλά και στον ίδιο της τον λαό...
Η Εξόντωσις δι'ενέδρας του Πάνου Κατσαρέα
(σε άπταιστη καθαρεύουσα....και άκρως συγκινητική διατύπωση!!!!!)
Την 21ην Μαρτίου 1947 και περί ώραν 5ην απογευματινήν εξωντώθησαν υπο των κομμουνιστών δι'ενέδρας,ο λοχαγός Πάνος Κατσαρέας και ο συγκροματάρχης Κούλης Παπαδάκος,υπο τας ακόλουθας συνθήκας. Ο λοχαγός Πάνος Κατσαρέας διοικητής των εθνικών αντικομμουνιστικών ομάδων Λακωνίας,συγκείμενων εξ εννέα λόχων είχεν μεταβή απο της μεσημβρίας της αυτής ημέρας επιβαίνων αυτοκινήτου τζιπ και συνοδευόμενου υπο του Κ.Παπαδάκου,Π.Κατσαρέα, Γ.Σκάλκου και Κ.Πιεράκη,εις Γεράκιον προς επιθεώρησιν των εκεί μονάδων του και τακτοποίηση ωρισμένων λεπτομερειών των επικειμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Επιστρέφων εκ Γερακίου μετα της συνοδείας του,περι ώραν 5ην απογευματινήν της αυτής ημέρας εις Σκάλαν-Λεβέτσοβα απέχουσαν τινα χιλιόμετρα εκ του Γερακίου,εδέχθη ριπάς δι'αυτομάτων όπλων των ενεδρευόντων κομμουνιστών.Τα πρώτα βλήματα τον εύρον εις την χείρα. Ο γενναίος λοχαγός ευθύς,κατήλθεν του αυτοκινήτου και ενώ ητημάζετο να λάβη θέσιν αμύνης, εβλήθη εκ νέου εις την καρδιακήν χώραν και έμειναν άπνους.
Ταυτοχρόνως εκ των πρώτων ριπών είχον τραυματισθή οι εκ της συνοδείας του,Κ.Παπαδάκος και Σκάλκος και ελαφρώς οι Π.Κατσαρέας και Πιεράκης.Οι δύο πρώτοι παρά τα πολλαπλά των τραύματα, κατόρθωσαν να απομακρυνθούν εκ του τόπου της ενέδρας περι τα 300 μέτρα και έμειναν εκεί ανίκανοι μέχρι της 10ης νυκτερινής ώρας, οπότε ο Σκάλκος καταβάλων υπερανθρώπους προσπάθειας ήρχισαν βαδίζων προς Γεράκιον,κατα δε τας πρωινάς ώρας της επομένης,ανευρέθη εξηντλημένος εκ της αιμορραγίας και μεταφέρθου υπο διερχόμενου χωρικού εις Γεράκιον. Ο Παπαδάκος υπο την συνεχή αιμοραγίαν εσύρθη μέχρι της οδού όπου και ευρέθη νεκρός,οι δύο άλλοι εκ της συνοδείας ελαφρώς τραυματισμένοι κατόρθωσαν συνχώς βαλλόμενοι υπο των ενόπλων κομμουνιστών και αντιπυροβολούντες να φθάσουν εις Σκάλαν,όπου και ανεκοίνωσαν το τραγικόν γεγονός.
Οι ενεδρεύοντες κομμουνιστές αμέσως μετά τον φόνον του Κατσαρέα τον απεγύμνωσαν και ετράπησαν εις φυγήν. (
Η είδησης της εξοντώσεως των δύο αγωνιστών του εθνικού αγώνος,γνωσθείσα την επόμενην εις Σπάρτην,Γύθειον και ολόκληρον την Λακωνία,ενεποίησεν λυπηράν εντύπωσιν και άπαντες κατεβλήθησαν υπο μελαγχολίας και πένθους. Εις Σπάρτην έκλεισαν τα καταστήματα εις ένδειξη διαμαρτυρίας, συνεκροτήθη ογκώδες συλλαλητήριον και εστάλησαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας προς την Κυβέρνησιν. Μετά την στυγεράν δολοφονίαν του Αρχηγού των εθνικών αντικομμουνιστικών ομάδων Λακωνίας,την αρχηγίαν ανέλαβε ο δικηγόρος Πέτρος Πραστάκος.
Η δράση της ΕΑΟΚ ήταν διπλή στην περίοδο του εμφυλίου. Από την μιά μεριά είχε συγκροτήσει ένα αρκετά αξίομαχο τμήμα ενόπλων, που συγκρούνταν περιστασιακά με τον ΔΣΠ, από την άλλη στήριζε στο άθλιο έργο της λευκής τρομοκρατίας τα ΜΑΥ και την χωροφυλακή. Το έργο τους αυτό το πληρώνονταν βέβαια είτε από χαράτσια που είχαν οι ίδιοι επιβάλλει στα χωριά που δρούσαν είτε από το πλιάτσικο και τις επιδρομές που έκαναν αδιακρίτως σε όποιον εκείνοι αποφάσιζαν να κατονομάσουν ως "κομμουνιστή". Όλα αυτά βέβαια με την ανοχή ( που τότε σήμαινε επιβράβευση) της χωροφυλακής και του στρατού.
Σχέσεις ΕΑΟΚ με τον φασισμό
Ο Λεωνίδας Μαλαβάζος, υποστηρίζει πως ο Κατσαρέας ήταν από τους πρώτους Χίτες της Λακωνίας και εμβληματική προσωπικότητα των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιοχής. Οι εντολές των Γερμανών φρόντιζε να εκτελούνται πάντα κατά γράμμα και η σκληρότητά του ήταν χαρακτηριστική ιδιαίτερα απέναντι στους αντιστασιακούς. Σε κάθε περίπτωση πάντως το βιβλίο "Οι αετοί της Μάνης" είναι διαφωτιστικό αφού εξηγεί ακριβώς την δράση του Κατσαρέα απέναντι στον ΕΛΑΣ... Ο παππούς πιά Νίκος Γκότσης τονίζει: "Το ότι ο Κατσαρέας ήταν χαφιές το ξέρουν και οι πέτρες στα μέρη μου" (Λακωνία).
Στιγμές από την "δαφνοσταφανωμένη"δράση της ΕΑΟΚ
- Ιούνιος του 1946: Εκτέλεση του Σταύρου Πέτρουλα με την κατηγορία του δωσιλογισμός
- Σεπτέμβρης του 1946: Ο λοχαγός Θύμιος Πρεκεζές του ΔΣΕ χτυπάει δυνάμεις της ΕΑΟΚ στο δρόμο για την Σπάρτη. Η ΕΑΟΚ μετρά 11 νεκρούς ενώ ο Γιάννης Παυλάκος, στέλεχος της ΕΑΟΚ τραυματίζεται ελαφρά και διαφεύγει
- Δεκέμβρης του 1946: Φυλάκιο της ΕΑΟΚ στον Πάρνωνα χτυπιέται από τον ΔΣΕ. Οι μαχητές της ΕΑΟΚ καταφέρνουν να απωθήσουν τους αντάρτες αφού στον χώρο καταφθάνει και κλιμάκιο του στρατού. Νεκροί της ΕΑΟΚ 6 και 6 τραυματίες.
- Μάρτιος του 1947: Ο Κατσαρέας, αρχηγός της ΕΑΟΚ πέφτει νεκρός σε ενέδρα ανταρτών του ΔΣΕ. Σκοτώνεται επίσης και το στέλεχος της ΕΑΟΚ, Παπαδάκος, ενώ τρία ακόμα μέλη της οργάνωσης τραυματίζονται.
- Ιούνιος του 1947: Συμπλοκή ανδρών της ΕΑΟΚ με αντάρτες του Ξυδέα. Σκοτώνονται τέσσερις αντάρτες.
- Οκτώβρης του 1947: Τετράωρη μάχη της ΕΑΟΚ με αντάρτες του ΔΣΕ. Η μάχη τερματίζεται με ήττα της ΕΑΟΚ και 31 νεκρούς και 8 τραυματίες. Στην μάχη πήραν μέρος και ΜΑΥδες του Άγι Κόκκορη
- Σεπτέμβρης του 1947: Μικροσυμπλοκή στον δρόμο για την Σπάρτη ανάμεσα σε αντάρτες του ΔΣΕ και της ΕΑΟΚ. Οι τελευταίοι υποχωρούν αφήνοντας πίσω 3 νεκρούς.
- Νοέμβρης του 1947: Μικτή δύναμη χωροφυλακής, ΜΑΥ και μελών της ΕΑΟΚ καταλαμβάνει το χωριό Κοσμάς από τους αντάρτες. Ο ΔΣΕ έχει 3 νεκρούς.
- Δεκέμβρης του 1947: Σύγκρουση ανταρτών του ΔΣΕ με μέλη της ΕΑΟΚ. Στο χωριό Γεράκι. Η συμπλοκή διαρκεί λίγο και οι αντάρτες έχουν ένα νεκρό και 5 συλληφθέντες. Κανένας τους δεν επιβιώνει ως το δικαστήριο..
Από το χρονικό σημείο αυτό ο ΔΣΠ πιέζεται έντονα από τις δυνάμεις του Ε.Σ. Τα τρόφιμα είναι λίγα και τα πυρομαχικά λιγότερα. Υπάρχουν αντάρτες οπλισμένοι ακόμα και με πέτρες. Οι επιτυχίες της ΕΑΟΚ στο εξής, πρέπει να εξετασθούν υπό αυτό το πρίσμα.
- Μάιος του 1948: Αντάρτες δέχονται επίθεση μικτής δύναμης της ΕΑΟΚ, χωροφυλακής και του ΕΣ, στο 48ο χλμ Τρίπολης - Σπάρτης. Οι αντάρτες υφίστανται μεγάλες απώλειες. Η ΕΑΟΚ έχει 4 νεκρούς.
- Ιούνιος του 1948: Μέλη της ΕΑΟΚ επιτίθενται στο χωριό Βρονταμά. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ αριθμούν 14 αντάρτες. Η συμπλοκή αφορά μερικές τουφεκιές ενώ ο ΔΣΕ αποχωρεί .Η ΕΑΟΚ συλλαμβάνει 3 γυναίκες (πολίτες όχι αντάρτισσες) που ακολουθούσαν τον ΔΣΕ.
- Αύγουστος του 1948: Καταδίωξη ανταρτών του ΔΣΕ, που είχαν πραγματοποιήσει επιδρομή στο χωριό Ίσνα από ομάδα του Γερακάρη. Μερικές απώλειες για τους αντάρτες
- Νοέμβρης του 1948: Ενέδρα των ανταρτών σε ομάδα της ΕΑΟΚ με αρχηγό τον Γερακάρη. Νεκροί 2 για την ΕΑΟΚ και 2 τραυματίες.
- Δεκέμβρης του 1948: Ανεφοδιασμός της ΕΑΟΚ με 70 άνδρες των ΛΟΚ στην περιοχή του Πάρνωνα
- Δεκέμβρης του 1948: Συμπλοκές μικτής δύναμης στρατού, χωροφυλακής και ΕΑΟΚ με τον ΔΣΕ σε Σκάλα,Τσάσι και Γεράκι. Η συμπλοκές συνεχίζονται για αρκετές ημέρες. Οι αντάρτες έχουν περίπου 6 νεκρούς.
- Δεκέμβρης του 1948: Ένταξη των ΜΑΥ και λοιπών παρακρατικών ομάδων στον Ε.Σ. Την ίδια μοίρα έχει και η ΕΑΟΚ.
Εάν επιχειρήσουμε μια μικρή εκτίμηση της δράσης της ΕΑΟΚ, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε δύο σημεία.
Πρώτον, η δράση της ήταν σχετικά φτωχή και πάντα σχεδόν αφορούσε συνδυασμένες επιχειρήσεις του Ε.Σ και της χωροφυλακής και δεύτερον, οι απώλειες που προξένησε στον εχθρό είναι μηδαμινές. Στρατιωτικά λοιπόν η ΕΑΟΚ λειτουργούσε μάλλον σαν δεκανίκι. Η δράση της όμως δεν πρέπει να παραγνωρισθεί σε ένα άλλο, πιο σκοτεινό επίπεδο...
Η παρακρατική δράση της ΕΑΟΚ
Η πραγματική δράση της ΕΑΟΚ και τα "διαμάντια" που αυτή έδρεψε, δεν ήταν τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο σε αυτό της βίας, του δωσιλογισμού, της ωμότητας και της αθλιότητας. Η ΕΑΟΚ ως γνήσια παρακρατική και παραστρατιωτική οργάνωση δρούσε όπως οι κανόνες της λευκής τρομοκρατίας επέβαλλαν. Πολλοί αρχηγίσκοι της όπως ο Γερακάρης και ο Καμαρινές εφάρμοζαν κεφαλικό φόρο και επισχέσεις στο λάδι το οποίο πουλούσαν σαν γνήσιοι λαθρέμποροι. Ολόκληρα χωριά πλήρωναν χαράτσια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενώ τα κατώτερα και κατώτατα μέλη της ΕΑΟΚ έδερναν, βίαζαν και εκτελούσαν, κομμουνιστές και μη, σε όλη την περιοχή δράση τους. Άρθρα για τις ωμότητες της ΕΑΟΚ έχουν γραφτεί στον Ριζοσπάστη της εποχής αλλά και στην εφημερίδα Εμπρός. Ενώ τέτοια ωραιοποιημένα παραδείγματα αυθαιρεσιών αναφέρει και το βιβλίο "Αετοί της Μάνης". Ας δούμε μερικά από τα εκατοντάδες περιστατικά της δράσης της ΕΑΟΚ.
- Μετά τον θάνατο του Κατσαρέα στην ενέδρα του Μαρτίου του 1947, οι ΕΑΟΚίτες φρενιάζουν. Καταστρατηγώντας κάθε κρατική αρχή εισβάλλουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών στο Γύθειο. Εκεί ο αρχηγός τους Γιώργος Μπαθρέλος δίνει το σύνθημα και ξεκινά το όργιο των εκτελέσεων. Οι ΕΑΟΚίτες δολοφονούν αυθαίρετα φυλακισμένους. Ο Ριζοσπάστης της εποχής μιλά για 31 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.
- Αργότερα το ίδιο βράδυ της επίθεσης στο Γύθειο, μέλη της ΕΑΟΚ εισβάλλουν στα γραφεία της χωροφυλακής Γυθείου και απαγάγουν 8 φυλακισμένους στο κρατητήριο. Οι 8 δολοφονούνται άγρια.
- Δολοφονία από μέλη της ΕΑΟΚ στο χωριό Σκάλα των Σ. Δαμάσχη και Ι. Καλαμπόκη. Την δολοφονία είδε και χωροφύλακας που δεν είπε τίποτα.
- Άρθρο της εφημερίδας Ελευθερία: ΣΠΑΡΤΗ 16. - Στις 7 τρ. στη Σκάλα, Χίτες σκότωσαν μπροστά σε χωροφύλακες τον Σταύρο Δαμάσχη και την άλλη μέρα τον Ι. Καλαμπόκη. Η συμμορία του Κατσαρέα ελέγχει όλη τη Λακωνία και πιέζει τους χωρικούς να οπλιστούν και να δώσουν φόρους. Φεύγουν απ' τα χωριά και πολλοί μοναρχικοί ακόμα.
Στην πόλη μας έχουν εγκατασταθεί 120 ένοπλοι μοναρχικοί με τον Κατσαρέα που ουσιαστικά έχουν καταλύσει τις αρχές.
- Δολοφονία του Νίκου Μαγγανά, μέλους του ΕΛΑΣ στην Σπάρτη από μέλη της ΕΑΟΚ.
- Ιανουάριος του 1946: Ένοπλοι της ΕΑΟΚ με αρχηγό τον Γερακάρη εκτελούν χωρίς εμφανή λόγο (πολιτικό τουλάχιστον) όλη την οικογένεια Πέτρουλα
- Η ομάδα του Μπαθρέλου εκτελεί μετά από πολύωρα βασανιστήρια των λοχαγό του ΔΣΕ , Θεόδωρο Τούντα στην Καρίτσα Λακωνίας.
- Στις 10/10/1946 στη Βαμβακού, μιά ομάδα της ΕΑΟΚ με αρχηγό τον Γερακάρη εκτελεί 29 κατοίκους του χωριού με την κατηγορία του κομμουνισμού. Ο λόγος είναι ότι διαμαρτυρήθηκαν για αυθαιρεσίες της οργάνωσης.
- 1947, εκτέλεση 3 κατοίκων του χωριού Βασαρά από τον Παυλάκο υπαρχηγό της ΕΑΟΚ.
- 29/04/1949, στο λιμάνι του Πειραιά συλλαμβάνονται λαθρέμποροι λαδιού που συνδέονταν με τον Γερακάρη αλλά και με τον Καμαρινέα. Οι συγκεκριμένοι εμπορεύονταν ποσότητες ελαιόλαδου που προέρχονταν από επιτάξεις που είχαν επιβάλλει αυθαίρετα ο Γερακάρης και ο Καμαρινέας. Δείγμα ότι η δράση της ΕΑΟΚ σε βάρος του λαού της Πελοποννήσου συνεχίζονταν και όσο αυτή είχε ενταχθεί στον Ε.Σ.
Αυτή ήταν η οργάνωση της ΕΑΟΚ που έμεινε γνωστή στην ιστορία του εμφυλίου ανάμεσα σε τόσες άλλες παρακρατικές οργανώσεις φονιάδων για το πογκρόμ που εξαπέλυσαν στην δημοκρατική και κομμουνιστική παράταξη της χώρας αλλά και στον ίδιο της τον λαό...
Η Εξόντωσις δι'ενέδρας του Πάνου Κατσαρέα
(σε άπταιστη καθαρεύουσα....και άκρως συγκινητική διατύπωση!!!!!)
Την 21ην Μαρτίου 1947 και περί ώραν 5ην απογευματινήν εξωντώθησαν υπο των κομμουνιστών δι'ενέδρας,ο λοχαγός Πάνος Κατσαρέας και ο συγκροματάρχης Κούλης Παπαδάκος,υπο τας ακόλουθας συνθήκας. Ο λοχαγός Πάνος Κατσαρέας διοικητής των εθνικών αντικομμουνιστικών ομάδων Λακωνίας,συγκείμενων εξ εννέα λόχων είχεν μεταβή απο της μεσημβρίας της αυτής ημέρας επιβαίνων αυτοκινήτου τζιπ και συνοδευόμενου υπο του Κ.Παπαδάκου,Π.Κατσαρέα, Γ.Σκάλκου και Κ.Πιεράκη,εις Γεράκιον προς επιθεώρησιν των εκεί μονάδων του και τακτοποίηση ωρισμένων λεπτομερειών των επικειμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Επιστρέφων εκ Γερακίου μετα της συνοδείας του,περι ώραν 5ην απογευματινήν της αυτής ημέρας εις Σκάλαν-Λεβέτσοβα απέχουσαν τινα χιλιόμετρα εκ του Γερακίου,εδέχθη ριπάς δι'αυτομάτων όπλων των ενεδρευόντων κομμουνιστών.Τα πρώτα βλήματα τον εύρον εις την χείρα. Ο γενναίος λοχαγός ευθύς,κατήλθεν του αυτοκινήτου και ενώ ητημάζετο να λάβη θέσιν αμύνης, εβλήθη εκ νέου εις την καρδιακήν χώραν και έμειναν άπνους.
Ταυτοχρόνως εκ των πρώτων ριπών είχον τραυματισθή οι εκ της συνοδείας του,Κ.Παπαδάκος και Σκάλκος και ελαφρώς οι Π.Κατσαρέας και Πιεράκης.Οι δύο πρώτοι παρά τα πολλαπλά των τραύματα, κατόρθωσαν να απομακρυνθούν εκ του τόπου της ενέδρας περι τα 300 μέτρα και έμειναν εκεί ανίκανοι μέχρι της 10ης νυκτερινής ώρας, οπότε ο Σκάλκος καταβάλων υπερανθρώπους προσπάθειας ήρχισαν βαδίζων προς Γεράκιον,κατα δε τας πρωινάς ώρας της επομένης,ανευρέθη εξηντλημένος εκ της αιμορραγίας και μεταφέρθου υπο διερχόμενου χωρικού εις Γεράκιον. Ο Παπαδάκος υπο την συνεχή αιμοραγίαν εσύρθη μέχρι της οδού όπου και ευρέθη νεκρός,οι δύο άλλοι εκ της συνοδείας ελαφρώς τραυματισμένοι κατόρθωσαν συνχώς βαλλόμενοι υπο των ενόπλων κομμουνιστών και αντιπυροβολούντες να φθάσουν εις Σκάλαν,όπου και ανεκοίνωσαν το τραγικόν γεγονός.
Οι ενεδρεύοντες κομμουνιστές αμέσως μετά τον φόνον του Κατσαρέα τον απεγύμνωσαν και ετράπησαν εις φυγήν. (
Η είδησης της εξοντώσεως των δύο αγωνιστών του εθνικού αγώνος,γνωσθείσα την επόμενην εις Σπάρτην,Γύθειον και ολόκληρον την Λακωνία,ενεποίησεν λυπηράν εντύπωσιν και άπαντες κατεβλήθησαν υπο μελαγχολίας και πένθους. Εις Σπάρτην έκλεισαν τα καταστήματα εις ένδειξη διαμαρτυρίας, συνεκροτήθη ογκώδες συλλαλητήριον και εστάλησαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας προς την Κυβέρνησιν. Μετά την στυγεράν δολοφονίαν του Αρχηγού των εθνικών αντικομμουνιστικών ομάδων Λακωνίας,την αρχηγίαν ανέλαβε ο δικηγόρος Πέτρος Πραστάκος.
ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ Πατράνης και Βακαλόπουλος
Όσο προχωρούσανε οι ώρες, η τρομοκρατία στην πλατεία της Οσίας Ξένης όλο και περισσότερο δυνάμωνε. Φωνές σκληρές, πυροβολισμοί, ριπές από πολυβόλα και κλάματα πολλών γυναικών από τα ακραία σημεία της πλατείας, μαζί με παρακάλια στα όργανα του μπλόκου, να τις αφήσουν για λίγα λεπτά να πλησιάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, για να μιλήσουν μαζί τους στα γρήγορα. Στο μεταξύ, όλη η πλατεία και οι γύρω στην πλατεία πάροδοι και λοιποί χώροι, είχανε γεμίσει από εκατοντάδες άντρες και οι Γερμανοί με τους προδότες και τους ταγματασφαλίτες, περνοδιαβαίνανε ανάμεσα από τα διάκενα, ρίχνοντας πάνω μας τη φαρμακερή ματιά τους, σαν να αναζητούσανε κάποιον, έτοιμοι να τον κατασπαράξουν, να τον συντρίψουν.
Προπαντός, όταν περνούσανε από κοντά μας τρεις από τους προδότες, μας κυρίευε τρομερή αναταραχή και αγωνία. Τον ένα τον λέγανε Πατράνη και είχε δεμένο το κεφάλι του με ένα λερωμένο πανί, τον άλλο Βακαλόπουλο, με κουρεμένα τα μαλλιά, με ακάλυπτο το στήθος και με ένα ζευγάρι παπούτσια κάτω από την μασχάλη του. Γι’ αυτό ίσως περπατούσε ξυπόλητος. Όσο για τον τρίτο, αυτός ήταν ψηλός, με μάσκα στο πρόσωπο.
Καθώς τα ελεεινά αυτά πλάσματα προχωρούσανε, πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι των Γερμανών και των συνεργατών τους, κάθε τόσο, είτε απλώνοντας απότομα το χέρι τους σε έναν από τους άντρες που κάθονταν στις πεντάδες, είτε υψώνοντας άγρια τη φωνή τους, ζητούσανε να σηκωθεί αμέσως από τη θέση του, για να προχωρήσει στο χώρο των μελλοθανάτων, παρά τις παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του άτυχου.
Προπαντός ο Πατράνης και ο Βακαλόπουλος, που συχνά βαδίζανε μαζί, θαρρείς και συναγωνίζονταν ποιος από τους δυο θα υπερισχύσει στην προδοσία και την ατιμία. Και εκτελώντας την… αποστολή τους, φαίνεται διασκεδάζανε πολύ. Γελούσανε δυνατά, αστειεύονταν μεταξύ τους. Άξαφνα, το ντουέτο Πατράνης-Βακαλόπουλος σταμάτησε σε μικρή απόσταση από τη θέση μου και ο Πατράνης ρίχνοντας τη φριχτή ματιά του πάνω σε ένα νέο παλικάρι με αδύνατο κορμί και αδύνατα μπράτσα που καθότανε στην αριστερή μπροστινή μου πεντάδα, φώναξε:
-Σήκω πάνω…
Το νέο παλικάρι, αλλά κι ένα άλλο που καθότανε δίπλα του κι έδειχνε μεγαλύτερο, κουνηθήκανε από τη θέση τους αναστατωμένοι, έτοιμοι να αντιδράσουν. Επενέβη όμως εκείνη τη στιγμή ο Βακαλόπουλος, ο δεύτερος προδότης.
-Άστονε, μωρέ Γιώργο, αυτόν, του είπε μ’ ένα σατανικό χαμόγελο. Αυτός δείχνει ψοφίμι… Σήκωσε κανέναν άλλο...
-Μην ανακατεύεσαι, ρε, στη δουλειά μου, άκουσες; αντέδρασε με θυμό ο Πατράνης, αυτόν θέλω να σηκώσω.
-Μα εγώ… εγώ… ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη το παλικάρι, και είχε χλωμιάσει σαν λείψανο, μα εγώ δεν έχω κάνει τίποτα… Δεν έχω ανακατευτεί με τίποτα.
-Σου είπα να σηκωθείς για να μη σου αρχίσω τις σφαλιάρες… Άκουσες; έκανε σκληρά ο προδότης.
-Σίγουρα κάνεις λάθος, Γιώργο, τόλμησε να τον υπερασπιστεί ο άλλος που όπως αποδείχτηκε ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γιάννης δεν είχε πάρε δώσε με τίποτα.
Οπότε, ο βρώμικος Πατράνης άναψε περισσότερο.
-Βούλωσ’ το ρε εσύ εκεί, φώναξε με τον ίδιο σκληρό τόνο, βούλωσ’ το, για να μην πω να σηκωθείς κι εσύ…
-Μα σε τι έφταιξα; έκανε ξεψυχισμένα το αδύνατο παλικάρι, σε μια τελευταία προσπάθεια ν’ αμυνθεί. Κι άρχισε να τρέμει.
Τότε ο προδότης Πατράνης όρμησε πάνω του, το άρπαξε από τα μαλλιά και με χαστουκιές το έσυρε έξω. Το παλικάρι είχε πέσει στα πόδια του προδότη κλαίγοντας, ενώ ο αδελφός του από τη θέση του εκλιπαρούσε το ανθρωπόμορφο τέρας, επικαλούμενος γνωριμία πολλών χρόνων σαν γείτονες. Μπρος στην επίμονη επίκληση του αδελφού, ο Πατράνης έγινε θεριό.
-Σου απαντώ για τελευταία φορά, βρυχήθηκε. Βούλωσ’ το… Γιατί αν ξαναμιλήσεις, θα σηκώσω και σένα, οπότε δε σε σώζει τίποτα…
Μετά την τρομερή αυτή απειλή, όλοι εμείς που καθόμαστε κοντά του, παγώσαμε. Και δώσ’ του να τον παροτρύνουμε ψιθυριστά να μην ξαναμιλήσει, να τον θερμοπαρακαλούμε… Όσο για το αδύνατο παλικάρι, το μικρότερο αδελφό, αυτό από κείνη τη στιγμή ήταν καταδικασμένο. Το άρπαξε ένας Γερμανός κι ένας τσολιαδοντυμένος και τραβήξανε μαζί στο χώρο τω μελλοθανάτων για τα περαιτέρω…
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
**Ένα σχόλιο αναγνώστη που διάβασα πρόσφατα στο e-oikodomos.blogspot.gr :
ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΑΝΗ (ή Μπατράνη ή Βαρτάνη ή Μπαντρώνη)
Στην περιοχή μας είχαμε αρκετούς δοσίλογους, ωστόσο ο πιο γνωστός και ο πιο αιμοβόρος, ήταν ο Πατράνης, με το όνομα. Αυτός, κατέδωσε πολλούς και το ξέραμε, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τον προστάτευαν οι Γερμανοί.
Ένα βράδυ, κάποιοι που φαίνεται πως το' λεγε η καρδιά του, μπήκαν στο σπίτι του με κουκούλες και τον ξυλοκόπησαν άγρια. Από τότε έψαχνε να μάθει ποιοι ήσαν για να τους....περιποιηθεί καταλλήλως.
Μια μέρα, στον καφενέ του Γιαννιού, με πλησίασε αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας, κάθισε να πιει έναν καφέ και μου είπε :
"Αλήθεια εκείνη τη συγγενή σας… αυτή με το κοριτσάκι, τι την κάνατε; Γιατί έφυγε; Σε τέτοιους καιρούς, που την αφήσατε να πάει;» (σ.σ. αυτή ήταν Εβραία που έκρυβαν στο σπίτι τους)".
Προπαντός, όταν περνούσανε από κοντά μας τρεις από τους προδότες, μας κυρίευε τρομερή αναταραχή και αγωνία. Τον ένα τον λέγανε Πατράνη και είχε δεμένο το κεφάλι του με ένα λερωμένο πανί, τον άλλο Βακαλόπουλο, με κουρεμένα τα μαλλιά, με ακάλυπτο το στήθος και με ένα ζευγάρι παπούτσια κάτω από την μασχάλη του. Γι’ αυτό ίσως περπατούσε ξυπόλητος. Όσο για τον τρίτο, αυτός ήταν ψηλός, με μάσκα στο πρόσωπο.
Καθώς τα ελεεινά αυτά πλάσματα προχωρούσανε, πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι των Γερμανών και των συνεργατών τους, κάθε τόσο, είτε απλώνοντας απότομα το χέρι τους σε έναν από τους άντρες που κάθονταν στις πεντάδες, είτε υψώνοντας άγρια τη φωνή τους, ζητούσανε να σηκωθεί αμέσως από τη θέση του, για να προχωρήσει στο χώρο των μελλοθανάτων, παρά τις παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του άτυχου.
Προπαντός ο Πατράνης και ο Βακαλόπουλος, που συχνά βαδίζανε μαζί, θαρρείς και συναγωνίζονταν ποιος από τους δυο θα υπερισχύσει στην προδοσία και την ατιμία. Και εκτελώντας την… αποστολή τους, φαίνεται διασκεδάζανε πολύ. Γελούσανε δυνατά, αστειεύονταν μεταξύ τους. Άξαφνα, το ντουέτο Πατράνης-Βακαλόπουλος σταμάτησε σε μικρή απόσταση από τη θέση μου και ο Πατράνης ρίχνοντας τη φριχτή ματιά του πάνω σε ένα νέο παλικάρι με αδύνατο κορμί και αδύνατα μπράτσα που καθότανε στην αριστερή μπροστινή μου πεντάδα, φώναξε:
-Σήκω πάνω…
Το νέο παλικάρι, αλλά κι ένα άλλο που καθότανε δίπλα του κι έδειχνε μεγαλύτερο, κουνηθήκανε από τη θέση τους αναστατωμένοι, έτοιμοι να αντιδράσουν. Επενέβη όμως εκείνη τη στιγμή ο Βακαλόπουλος, ο δεύτερος προδότης.
-Άστονε, μωρέ Γιώργο, αυτόν, του είπε μ’ ένα σατανικό χαμόγελο. Αυτός δείχνει ψοφίμι… Σήκωσε κανέναν άλλο...
-Μην ανακατεύεσαι, ρε, στη δουλειά μου, άκουσες; αντέδρασε με θυμό ο Πατράνης, αυτόν θέλω να σηκώσω.
-Μα εγώ… εγώ… ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη το παλικάρι, και είχε χλωμιάσει σαν λείψανο, μα εγώ δεν έχω κάνει τίποτα… Δεν έχω ανακατευτεί με τίποτα.
-Σου είπα να σηκωθείς για να μη σου αρχίσω τις σφαλιάρες… Άκουσες; έκανε σκληρά ο προδότης.
-Σίγουρα κάνεις λάθος, Γιώργο, τόλμησε να τον υπερασπιστεί ο άλλος που όπως αποδείχτηκε ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γιάννης δεν είχε πάρε δώσε με τίποτα.
Οπότε, ο βρώμικος Πατράνης άναψε περισσότερο.
-Βούλωσ’ το ρε εσύ εκεί, φώναξε με τον ίδιο σκληρό τόνο, βούλωσ’ το, για να μην πω να σηκωθείς κι εσύ…
-Μα σε τι έφταιξα; έκανε ξεψυχισμένα το αδύνατο παλικάρι, σε μια τελευταία προσπάθεια ν’ αμυνθεί. Κι άρχισε να τρέμει.
Τότε ο προδότης Πατράνης όρμησε πάνω του, το άρπαξε από τα μαλλιά και με χαστουκιές το έσυρε έξω. Το παλικάρι είχε πέσει στα πόδια του προδότη κλαίγοντας, ενώ ο αδελφός του από τη θέση του εκλιπαρούσε το ανθρωπόμορφο τέρας, επικαλούμενος γνωριμία πολλών χρόνων σαν γείτονες. Μπρος στην επίμονη επίκληση του αδελφού, ο Πατράνης έγινε θεριό.
-Σου απαντώ για τελευταία φορά, βρυχήθηκε. Βούλωσ’ το… Γιατί αν ξαναμιλήσεις, θα σηκώσω και σένα, οπότε δε σε σώζει τίποτα…
Μετά την τρομερή αυτή απειλή, όλοι εμείς που καθόμαστε κοντά του, παγώσαμε. Και δώσ’ του να τον παροτρύνουμε ψιθυριστά να μην ξαναμιλήσει, να τον θερμοπαρακαλούμε… Όσο για το αδύνατο παλικάρι, το μικρότερο αδελφό, αυτό από κείνη τη στιγμή ήταν καταδικασμένο. Το άρπαξε ένας Γερμανός κι ένας τσολιαδοντυμένος και τραβήξανε μαζί στο χώρο τω μελλοθανάτων για τα περαιτέρω…
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
**Ένα σχόλιο αναγνώστη που διάβασα πρόσφατα στο e-oikodomos.blogspot.gr :
ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΑΝΗ (ή Μπατράνη ή Βαρτάνη ή Μπαντρώνη)
Στην περιοχή μας είχαμε αρκετούς δοσίλογους, ωστόσο ο πιο γνωστός και ο πιο αιμοβόρος, ήταν ο Πατράνης, με το όνομα. Αυτός, κατέδωσε πολλούς και το ξέραμε, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τον προστάτευαν οι Γερμανοί.
Ένα βράδυ, κάποιοι που φαίνεται πως το' λεγε η καρδιά του, μπήκαν στο σπίτι του με κουκούλες και τον ξυλοκόπησαν άγρια. Από τότε έψαχνε να μάθει ποιοι ήσαν για να τους....περιποιηθεί καταλλήλως.
Μια μέρα, στον καφενέ του Γιαννιού, με πλησίασε αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας, κάθισε να πιει έναν καφέ και μου είπε :
"Αλήθεια εκείνη τη συγγενή σας… αυτή με το κοριτσάκι, τι την κάνατε; Γιατί έφυγε; Σε τέτοιους καιρούς, που την αφήσατε να πάει;» (σ.σ. αυτή ήταν Εβραία που έκρυβαν στο σπίτι τους)".
18 Οκτώβρη 1944 :
Πιστεύομεν ''και'' εις τη Λαοκρατίαν....
18 Οκτώβρη του 44: η κυβέρνηση Παπανδρέου μπαίνει στην απελευθερωμένη Αθήνα, αφού πρώτα τα στελέχη της διανυκτερεύουν στον Πειραιά, στα πλοία που τους μετέφεραν, για να βεβαιωθούν ότι είναι απολύτως ασφαλείς από το λαό που θέλουν να κυβερνήσουν. Την ίδια μέρα, ο πανηγυρικός λόγος του πρωθυπουργού διακόπτεται απ’ τις ενθουσιώδεις φωνές του πλήθους, που κραυγάζει για «λαοκρατία». Και τότε ο Παπανδρέου, με μια κίνησε από αυτές που του χάρισαν το προσωνύμιο του παπατζή, πολύ πριν τον αγιογραφήσουν ως «Γέρο της Δημοκρατίας», αναγκάζεται να καλοπιάσει το κοινό του με την περίφημη φράση «και στη Λαοκρατία πιστεύουμε»… Λίγους μήνες αργότερα, θα βασιστεί στο στρατό των Άγγλων, για να την επιβάλει.
Ας δούμε πώς περιγράφει τα γεγονότα ο Θ. Χατζής στο τετράτομο βιβλίο του για την Αντίσταση (“η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε”).
Το πρωί στις 18 του Οκτώβρη 1944, όπως έγραψε αργότερα κι ο ίδιος ο Παπανδρέου, «ο πρόεδρος της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου και ο στρατηγός Σκόμπυ επιβαίνουν της πρώτης ανοικτής αμάξης… συμφώνως προς το πρόγραμμα ανήλθον πρώτον εις την Ακρόπολιν, όπου ο πρωθυπουργός της απελευθερώσεως !!! (σσ: τα θαυμαστικά είναι του Χατζή) ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν, ζητωκραυγάσας υπέρ της αιωνίας Ελλάδος».
Από την Ακρόπολη όλοι οι επίσημοι κατευθύνθηκαν στη μητρόπολη. Έγινε δοξολογία, εκφωνήθηκαν λόγοι και μετά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, περνώντας ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, πήγαν στην πλατεία Συντάγματος, όπου θα εκφωνούσε ο Παπανδρέου τον πανηγυρικό της απελευθέρωσης και θα ανέπτυσσε την πολιτική της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας.
Ο πρωθυπουργός πρόσωπο με πρόσωπο με το λαό
Ο Παπανδρέου αρχίζει το λόγο του με μεγαλόστομες φράσεις.
Ασπαζόμεθα την ιεράν γην της ελεύθερης πατρίδας μας… Οι βάρβαροι αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την γενικήν συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν, τρέπονται εις φυγήν. Και η κυανόλευκος κυματίζει μόνη εις την Ακρόπολιν… από τα βάθη της ιστορίας οι ελληνικοί αιώνες πανηγυρίζουν την επάνοδον της ελευθερίας εις την αρχαίαν πατρίδαν της… από την εποχή του Λιβάνου διακηρύξαμε ότι κύριος σκοπός της κυβερνήσεως είναι η εθνική απελευθέρωσις και αποκατάστασις.
Το συμβόλαιο του Λιβάνου, το οποίον έχουν συνυπογράψει όλα τα κόμματα, ορίζει ως περιεχόμενον του εθνικού μας προγράμματος «την πλήρη ασφάλεια των νέων συνόρων μας…» Οφείλομεν να αποβλέπωμεν δια το μέλλον εις την σοβαρά αύξησιν του εθνικού μας εισοδήματος και ταυτοχρόνως εις την δικαίαν διανομήν του. το ιδεώδες μας είναι να πραγματοποιήσωμεν συγχρόνως και την οικονομικήν ευημερίαν και την κοινωνικήν δικαιοσύνην…»
Ο λαός τον διακόπτει. Φωνάζει «λαοκρατία»! «Eθνική νέμεση»! «Οι εθνοπροδότες στο λαό».
Ανήσυχος ο Παπανδρέου, σκουπίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπό του, γυρίζει ικετευτικά προς το μέρος του Ζεύγου και του Ιωαννίδη. Ο Ζεύγος κάνει χειρονομίες στο λαό και απαιτεί ησυχία για να συνεχίσει τον προγραμματικό του λόγο ο πρωθυπουργός. Επικρατεί ησυχία, για λίγο όμως. Και πάλι ο λαός ζητάει λαοκρατία. Αντηχεί το τραγούδι: τόχουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία κι όχι βασιλιά. Τα χωνιά, οι τηλεβόες της κατοχής, διακόπτουν συνεχώς τον Παπανδρέου.
Ο Σκόμπυ δείχνει φανερό εκνευρισμό και τότε ακούστηκε να λέει στον επιτελάρχη του:
–Πρέπει να τελειώνουμε με αυτόν τον όχλο.
Ο Παπανδρέου κατάλαβε πως η λαοθάλασσα στην πλατεία Συντάγματος δεν ήταν μία από τις γνωστές προεκλογικές συγκεντρώσεις της προπολεμικής εποχής. Εδώ είχαν συγκεντρωθεί λαϊκές μάζες πολιτικά ανεβασμένες, οργανωμένες, που είχαν συνείδηση του έργου που είχαν επιτελέσει και κατοχύρωση των κατακτήσεων τους και λαοκρατικό καθεστώς.
Ο Παπανδρέου όμως δεν ήταν από κείνους που τα χάνουν εύκολα, αλλά ούτε είχε τα θάρρος να έρθει αντιμέτωπος με τη θέληση του λαού. Έπρεπε να κρατηθεί στην κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Δε διστάζει λοιπόν, να υποσχεθεί τα πάντα, για να καθησυχάσει τα πνεύματα. Ο λαός ζητούσε λαοκρατία.
Θα κάμωμεν και λαοκρατίαν, απάντησε ο πρωθυπουργός της νίκης (;). Θύελλα χειροκροτημάτων και επευφημίες υπέρ της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας.
Ο Παπανδρέου που γοητεύεται από τα παλαμάκια, προχωρεί ακόμα παραπέρα: πιστεύομεν εις την λαοκρατίαν… Είναι πλέον καιρός, έπειτα από την μακράν περίοδον της δουλείας, όπως ο ελληνικός λαός, απηλλαγμένος πάσης και υλικής και ψυχολογικής βίας, αποφασίσει κυριάρχως και διά το πολίτευμα και διά το κοινωνικόν καθεστώς και διά την κυβέρνησιν της αρεσκείας του, καθώς επίσης και διά τους δημοτικούς και κοινοτικούς άρχοντας του.
Δεν ημπορούμε να προχωρούμε με τα τεκμήρια του παλαιού παρελθόντος, το οποίον ευλόγως τίθεται υπό αμφισβήτησιν… Το έθνος χρειάζεται οριστικόν πολίτευμα και λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ώστε να αναληφθή μετά σταθερότητος η προσπάθεια της μεγάλης δημιουργίας του μέλλοντος…
Θύελλα χειροκροτημάτων και επιδοκιμασιών, κάλυψαν τα τελευταία λόγια του «πρωθυπουργού της απελευθέρωσης», όπως ο ίδιος ανύψωσε τον εαυτό του. Στην πλατεία Συντάγματος κέρδισε μια μάχη ο Παπανδρέου υπέρ της αντίδρασης και των Άγγλων. Ο ίδιος όμως πέρασε στιγμές δύσκολες, που επέδρασαν στην ψυχολογία του και κυριαρχήθηκε από μια φοβία μπροστά στο λαό που θα εκδηλωθεί στην πρακτική του με τη μορφή της διστακτικότητας, που προκαλούσε ανησυχίες τόσο στην αντίδραση όσο και στους Άγγλους.
Κι ένα ετεροχρονισμένο, επετειακό επιμύθιο, παραμένοντας στην ίδια οικογένεια και την ίδια ημερομηνία
Ας δούμε πώς περιγράφει τα γεγονότα ο Θ. Χατζής στο τετράτομο βιβλίο του για την Αντίσταση (“η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε”).
Το πρωί στις 18 του Οκτώβρη 1944, όπως έγραψε αργότερα κι ο ίδιος ο Παπανδρέου, «ο πρόεδρος της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου και ο στρατηγός Σκόμπυ επιβαίνουν της πρώτης ανοικτής αμάξης… συμφώνως προς το πρόγραμμα ανήλθον πρώτον εις την Ακρόπολιν, όπου ο πρωθυπουργός της απελευθερώσεως !!! (σσ: τα θαυμαστικά είναι του Χατζή) ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν, ζητωκραυγάσας υπέρ της αιωνίας Ελλάδος».
Από την Ακρόπολη όλοι οι επίσημοι κατευθύνθηκαν στη μητρόπολη. Έγινε δοξολογία, εκφωνήθηκαν λόγοι και μετά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, περνώντας ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, πήγαν στην πλατεία Συντάγματος, όπου θα εκφωνούσε ο Παπανδρέου τον πανηγυρικό της απελευθέρωσης και θα ανέπτυσσε την πολιτική της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας.
Ο πρωθυπουργός πρόσωπο με πρόσωπο με το λαό
Ο Παπανδρέου αρχίζει το λόγο του με μεγαλόστομες φράσεις.
Ασπαζόμεθα την ιεράν γην της ελεύθερης πατρίδας μας… Οι βάρβαροι αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την γενικήν συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν, τρέπονται εις φυγήν. Και η κυανόλευκος κυματίζει μόνη εις την Ακρόπολιν… από τα βάθη της ιστορίας οι ελληνικοί αιώνες πανηγυρίζουν την επάνοδον της ελευθερίας εις την αρχαίαν πατρίδαν της… από την εποχή του Λιβάνου διακηρύξαμε ότι κύριος σκοπός της κυβερνήσεως είναι η εθνική απελευθέρωσις και αποκατάστασις.
Το συμβόλαιο του Λιβάνου, το οποίον έχουν συνυπογράψει όλα τα κόμματα, ορίζει ως περιεχόμενον του εθνικού μας προγράμματος «την πλήρη ασφάλεια των νέων συνόρων μας…» Οφείλομεν να αποβλέπωμεν δια το μέλλον εις την σοβαρά αύξησιν του εθνικού μας εισοδήματος και ταυτοχρόνως εις την δικαίαν διανομήν του. το ιδεώδες μας είναι να πραγματοποιήσωμεν συγχρόνως και την οικονομικήν ευημερίαν και την κοινωνικήν δικαιοσύνην…»
Ο λαός τον διακόπτει. Φωνάζει «λαοκρατία»! «Eθνική νέμεση»! «Οι εθνοπροδότες στο λαό».
Ανήσυχος ο Παπανδρέου, σκουπίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπό του, γυρίζει ικετευτικά προς το μέρος του Ζεύγου και του Ιωαννίδη. Ο Ζεύγος κάνει χειρονομίες στο λαό και απαιτεί ησυχία για να συνεχίσει τον προγραμματικό του λόγο ο πρωθυπουργός. Επικρατεί ησυχία, για λίγο όμως. Και πάλι ο λαός ζητάει λαοκρατία. Αντηχεί το τραγούδι: τόχουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία κι όχι βασιλιά. Τα χωνιά, οι τηλεβόες της κατοχής, διακόπτουν συνεχώς τον Παπανδρέου.
Ο Σκόμπυ δείχνει φανερό εκνευρισμό και τότε ακούστηκε να λέει στον επιτελάρχη του:
–Πρέπει να τελειώνουμε με αυτόν τον όχλο.
Ο Παπανδρέου κατάλαβε πως η λαοθάλασσα στην πλατεία Συντάγματος δεν ήταν μία από τις γνωστές προεκλογικές συγκεντρώσεις της προπολεμικής εποχής. Εδώ είχαν συγκεντρωθεί λαϊκές μάζες πολιτικά ανεβασμένες, οργανωμένες, που είχαν συνείδηση του έργου που είχαν επιτελέσει και κατοχύρωση των κατακτήσεων τους και λαοκρατικό καθεστώς.
Ο Παπανδρέου όμως δεν ήταν από κείνους που τα χάνουν εύκολα, αλλά ούτε είχε τα θάρρος να έρθει αντιμέτωπος με τη θέληση του λαού. Έπρεπε να κρατηθεί στην κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Δε διστάζει λοιπόν, να υποσχεθεί τα πάντα, για να καθησυχάσει τα πνεύματα. Ο λαός ζητούσε λαοκρατία.
Θα κάμωμεν και λαοκρατίαν, απάντησε ο πρωθυπουργός της νίκης (;). Θύελλα χειροκροτημάτων και επευφημίες υπέρ της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας.
Ο Παπανδρέου που γοητεύεται από τα παλαμάκια, προχωρεί ακόμα παραπέρα: πιστεύομεν εις την λαοκρατίαν… Είναι πλέον καιρός, έπειτα από την μακράν περίοδον της δουλείας, όπως ο ελληνικός λαός, απηλλαγμένος πάσης και υλικής και ψυχολογικής βίας, αποφασίσει κυριάρχως και διά το πολίτευμα και διά το κοινωνικόν καθεστώς και διά την κυβέρνησιν της αρεσκείας του, καθώς επίσης και διά τους δημοτικούς και κοινοτικούς άρχοντας του.
Δεν ημπορούμε να προχωρούμε με τα τεκμήρια του παλαιού παρελθόντος, το οποίον ευλόγως τίθεται υπό αμφισβήτησιν… Το έθνος χρειάζεται οριστικόν πολίτευμα και λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ώστε να αναληφθή μετά σταθερότητος η προσπάθεια της μεγάλης δημιουργίας του μέλλοντος…
Θύελλα χειροκροτημάτων και επιδοκιμασιών, κάλυψαν τα τελευταία λόγια του «πρωθυπουργού της απελευθέρωσης», όπως ο ίδιος ανύψωσε τον εαυτό του. Στην πλατεία Συντάγματος κέρδισε μια μάχη ο Παπανδρέου υπέρ της αντίδρασης και των Άγγλων. Ο ίδιος όμως πέρασε στιγμές δύσκολες, που επέδρασαν στην ψυχολογία του και κυριαρχήθηκε από μια φοβία μπροστά στο λαό που θα εκδηλωθεί στην πρακτική του με τη μορφή της διστακτικότητας, που προκαλούσε ανησυχίες τόσο στην αντίδραση όσο και στους Άγγλους.
Κι ένα ετεροχρονισμένο, επετειακό επιμύθιο, παραμένοντας στην ίδια οικογένεια και την ίδια ημερομηνία
18 Οκτώβρη 1981: ο υιός παπατζής διακηρύσσει την Αλλαγή, την ετεροχρονισμένη νίκη της Λαοκρατίας και των ηττημένων του εμφυλίου επί του «κράτους της Δεξιάς». Το βαθύ πράσινο “κράτος της αντιδεξιάς” θα εκφυλίσει συνθήματα, θα εκμαυλίσει συνειδήσεις, θα διαλύσει το εργατικό κίνημα και θα ξεκινήσει το ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων, ασκώντας την πιο δεξιά πολιτική, που ούτε η ίδια η Δεξιά δε θα τολμούσε να εφαρμόσει.
-Ατέχνως & Σφυροδρέπανος-
-Ατέχνως & Σφυροδρέπανος-
Το μεγάλο ψέμα για το ''κοινωνικό κράτος'' του φασίστα Μεταξά
Τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με αφορμή την επέτειο επιβολής της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας και άλλοτε εξαιτίας των εορτασμών της 28ης Οκτωβρίου, έχει κάνει την εμφάνιση του στα μέσα ενημέρωσης μια προσπάθεια εξωραϊσμού του ιστορικού ρόλου του δικτάτορα Ι.Μεταξά. Η προσπάθεια αυτή επιχειρεί να περάσει τις εξής δύο λαθροχειρίες ως δήθεν ιστορικές αλήθειες: Πρώτον, ότι το περήφανο «Όχι» στους Ιταλούς εισβολείς το είπε ο Μεταξάς εξ’ ονόματος όλου του ελληνικού λαού και κατά δεύτερον, ότι η μεταξική δικτατορία… πρωταγωνίστησε στη δημιουργία «κοινωνικού κράτους» και «κοινωνικών μεταρρυθμίσεων» (8ωρο, ΙΚΑ, ρύθμιση αγροτικών χρεών, συλλογικές συμβάσεις κ.α.).
Σε αυτήν την εξόφθαλμη διαστρέβλωση της Ιστορίας πρωτοστατεί ασφαλώς ο φασιστικός εσμός των πολιτικών απογόνων του Μεταξά οι οποίοι πίνουν νερό στο όνομα του. Λίγα χρόνια πριν, τα ηνία της εξύμνησης του δικτάτορα κατείχε ο ΛΑ.Ο.Σ. (όπου «ανδρώθηκαν» πολιτικά οι αντικομμουνιστές «Γεωργιάδηδες» και «Βορίδηδες» της σημερινής ΝΔ), ενώ σήμερα στο ρόλο αυτό πρωτοστατεί η ναζιστική-εγκληματική Χρυσή Αυγή. Προκειμένου μάλιστα να υπερασπιστούν τον ιδεολογικό τους πρόγονο, τα φασιστοειδή κάνουν συχνά αναφορές στο δήθεν «κοινωνικό κράτος» και τις «κοινωνικές μεταρρυθμίσεις» της περιόδου του Μεταξά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, παρουσιάζουν μια σειρά κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης (8ωρο, συλλογικές συμβάσεις, λειτουργία του ΙΚΑ, αγροτικά χρέη κλπ.) ως… έργο της μεταξικής δικτατορίας! Πρόκειται για άλλο ένα χυδαίο ψέμα της ναζιστικής-γκεμπελικής προπαγάνδας που επιχειρεί να «βγάλει λάδι» μια απ’ τις πλέον μαύρες και αποκρουστικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Η «4η Αυγούστου», η δικτατορία του Ι.Μεταξά, ήταν ένα βαθιά αντικομμουνιστικό, αστικό, ταξικό κράτος. Αποτελούσε την πολιτική έκφραση των συμφερόντων της τότε αστικής τάξης της χώρας στο πολιτικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Μεταξάς σε ομιλίες του σημείωνε μεταξύ άλλων πως μέριμνα του καθεστώτος του ήταν «η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας…» και προσέθετε:«Εστηρίξαμεν το αστικόν καθεστώς της Ελλάδος και του εδώσαμεν να εννοήσει ότι το πρώτον καθήκον ενός τιμίου και πραγματικού πατριωτικού αστικού κόσμου, είναι, το να είναι αλληλέγγυος με τους δύο κλάδους, τον κόσμον τον εργατικόν και τον κόσμον τον αγροτικόν και εζητήσαμεν από τους αστούς, από τους βιομήχανους… θυσίας τας οποίας ο αστικός κόσμος μας τας έδωσε προθύμως» (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967, σελ. 104).
Κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του κεφαλαίου προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ενισχύθηκε ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, καθώς και η στενότερη σύνδεση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, όπως έχουν αποδείξει οικονομικοί μελετητές της περιόδου (Μ. Μαϊλη, Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας, Σύγχρονη Εποχή, 2009, σελ.28).
Είναι ψευδής ο ισχυρισμός των απολογητών του Μεταξά ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καθιέρωσε το 8ωρο και την κυριακάτικη αργία. Η καθιέρωση του 8ωρου έγινε με το νόμο 2269 το 1920, με τη νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας. Για να εφαρμοστεί σταδιακά χρειάστηκαν οι πολύχρονοι, συχνά αιματηροί αγώνες των εργατών με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές. Ποτάμια αίματος χύθηκαν στις συγκρούσεις των εργατών με το αστικό κράτος. Η δε κυριακάτικη αργία είχε καθιερωθεί από το 1911. Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μεταξά ήταν να καταργήσει την κυριακάτικη αργία και το κυριακάτικο μεροκάματο να δίνεται στο κράτος για την… «Εθνική Άμυνα».
Ένα άλλο χοντροκομμένο ψέμα των νοσταλγών της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας είναι η- δήθεν- «καθιέρωση αδείας μετ’ αποδοχών» από Ι. Μεταξά! Μόνο που αυτές καθιερώθηκαν πριν το Μεταξά, με τον αναγκαστικό νόμο (ΑΝ) 539/1935 και έπειτα από πολύχρονο αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις αποτελούσαν παλιά εργατική διεκδίκηση. Επί δικτατορίας Κονδύλη, ψηφίστηκε στις 16/1/1935 Αναγκαστικός Νόμος περί Συλλογικών Συμβάσεων- ένας νόμος που επί της ουσίας μόνο ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις επέτρεπε. Προτού έρθει στην εξουσία, ο Μεταξάς ετοίμασε νέο νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας, κάτι ανάλογο με όσα γίνονται σήμερα με τις Συλλογικές Συμβάσεις, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις από τα εργατικά σωματεία (Μάης 1936). Οι «συλλογικές συμβάσεις» μεταξύ των κεφαλαιοκρατών και των διορισμένων από τη δικτατορία συνδικαλιστών απέκτησαν ισχύ νόμου (2045/7/9/1936) και τίτλο «κατώτατον όριον μισθών των Ιδιωτικών Υπαλλήλων και ελάχιστον ημερομίσθιον εργατών Βιομηχανίας». Αποτελούσε, λοιπόν, καραμπινάτη κοροϊδία του λαού εκ μέρους του μεταξικού καθεστώτος η καθιέρωση των «Εθνικών Συμβάσεων Εργασίας», αν λάβουμε υπ’ όψη τις συνθήκες που επικρατούσαν: αναγκαστική διαιτησία, απαγόρευση των απεργιών και φασιστικοποίηση των συνδικάτων στα πρότυπα του Μουσολίνι.
Στις 11/11/1937 ιδρύθηκε το ΙΚΑ, το οποίο λειτούργησε από 1/12/1937 έως το τέλος του ’37 σε Αθήνα-Πειραιά και Θεσσαλονίκη, και από τα τέλη του 1938 στις άλλες πόλεις. Η ίδρυση ωστόσο του ΙΚΑ αποτέλεσε ουσιαστικά εφαρμογή του νόμου 6298, ο οποίος είχε φηψιστεί τον Σεπτέμβρη του 1934 από το Λαϊκό Κόμμα και δεν εφαρμόστηκε για μια σειρά λόγους (αντιδράσεις μερίδας του Κεφαλαίου, πραξικόπημα Κονδύλη, Κίνημα 1935 κλπ). Βέβαια, για την καθιέρωση νόμου για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις είχαν προηγηθεί πολύμορφοι αγώνες της εργατικής τάξης, οι οποίοι απέδωσαν για πρώτη φορά καρπούς με την ψήφιση του νόμου 2868 του 1922- δηλαδή 15 χρόνια πριν τη μεταξική δικτατορία!
Οι πενιχρές παροχές του ΙΚΑ διεκόπησαν το 1939 και το σύστημα κατέρρευσε.
Τι έκανε ο Μεταξάς; Το καθεστώς του κατάσχεσε με τη μορφή δανείου προς το κράτος, όλα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών που έφταναν τα 850 εκατομμύρια δραχμές, από τα οποία τα 500 εκατομμύρια ήταν του ΙΚΑ! (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967, σελ. 110).
Το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά αποτέλεσε «χρυσή εποχή» για την οικονομική ολιγαρχία. Η καπιταλιστική κερδοφορία αυξήθηκε μέσω άμεσων κρατικών παρεμβάσεων και νέων δημόσιων έργων για πολεμικές προπαρασκευές, ενώ εντάθηκε η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Πρόκειται για την ίδια περίοδο κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, προχώρησε η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του κεφαλαίου, τα διάφορα τμήματα του οποίου (βιομηχανικό, εμπορικό, πιστωτικό) καρπώθηκαν τεράστια κέρδη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής (Χατζηκυριάκος, Μποδοσάκης, Αφοι Ηλιάσκοι, Λαναράς κλπ.) στήριξαν ενεργά το μεταξικό καθεστώς, ενώ ένας αριθμός κεφαλαιοκρατών και τραπεζικών μεγαλοστελεχών κατέλαβαν κυβερνητικές θέσεις (Χατζηκυριάκος της ΑΓΕΤ, Κων/νος Ζαβιτσάνος, Δημ. Μάξιμος κλπ).
Αυτό ήταν το περίφημο καθεστώς του…«Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» που υμνεί το ναζιστικό μαντρόσκυλο των σημερινών καπιταλιστών, η Χρυσή Αυγή. Ένα καθεστώς κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της άρχουσας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους. Η μεταξική δικτατορία αποτέλεσε αναγκαιότητα για τη στήριξη και ενίσχυση του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνθήκες προετοιμασίας του Δευτέρου Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, λύνοντας προσωρινά τις υπάρχουσες αντιθέσεις των αστικών, «κοινοβουλευτικών» κομμάτων της εποχής που της ανέθεσαν μέσω του κοινοβουλίου την εξουσία.
Η Ιστορία δεν ξεχνιέται, ούτε παραχαράζεται, όσο κι’ αν το επιδιώκουν οι φασίστες και τα αφεντικά τους.
-Ατέχνως-
Σε αυτήν την εξόφθαλμη διαστρέβλωση της Ιστορίας πρωτοστατεί ασφαλώς ο φασιστικός εσμός των πολιτικών απογόνων του Μεταξά οι οποίοι πίνουν νερό στο όνομα του. Λίγα χρόνια πριν, τα ηνία της εξύμνησης του δικτάτορα κατείχε ο ΛΑ.Ο.Σ. (όπου «ανδρώθηκαν» πολιτικά οι αντικομμουνιστές «Γεωργιάδηδες» και «Βορίδηδες» της σημερινής ΝΔ), ενώ σήμερα στο ρόλο αυτό πρωτοστατεί η ναζιστική-εγκληματική Χρυσή Αυγή. Προκειμένου μάλιστα να υπερασπιστούν τον ιδεολογικό τους πρόγονο, τα φασιστοειδή κάνουν συχνά αναφορές στο δήθεν «κοινωνικό κράτος» και τις «κοινωνικές μεταρρυθμίσεις» της περιόδου του Μεταξά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, παρουσιάζουν μια σειρά κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης (8ωρο, συλλογικές συμβάσεις, λειτουργία του ΙΚΑ, αγροτικά χρέη κλπ.) ως… έργο της μεταξικής δικτατορίας! Πρόκειται για άλλο ένα χυδαίο ψέμα της ναζιστικής-γκεμπελικής προπαγάνδας που επιχειρεί να «βγάλει λάδι» μια απ’ τις πλέον μαύρες και αποκρουστικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Η «4η Αυγούστου», η δικτατορία του Ι.Μεταξά, ήταν ένα βαθιά αντικομμουνιστικό, αστικό, ταξικό κράτος. Αποτελούσε την πολιτική έκφραση των συμφερόντων της τότε αστικής τάξης της χώρας στο πολιτικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Μεταξάς σε ομιλίες του σημείωνε μεταξύ άλλων πως μέριμνα του καθεστώτος του ήταν «η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας…» και προσέθετε:«Εστηρίξαμεν το αστικόν καθεστώς της Ελλάδος και του εδώσαμεν να εννοήσει ότι το πρώτον καθήκον ενός τιμίου και πραγματικού πατριωτικού αστικού κόσμου, είναι, το να είναι αλληλέγγυος με τους δύο κλάδους, τον κόσμον τον εργατικόν και τον κόσμον τον αγροτικόν και εζητήσαμεν από τους αστούς, από τους βιομήχανους… θυσίας τας οποίας ο αστικός κόσμος μας τας έδωσε προθύμως» (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967, σελ. 104).
Κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του κεφαλαίου προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ενισχύθηκε ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, καθώς και η στενότερη σύνδεση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, όπως έχουν αποδείξει οικονομικοί μελετητές της περιόδου (Μ. Μαϊλη, Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας, Σύγχρονη Εποχή, 2009, σελ.28).
Είναι ψευδής ο ισχυρισμός των απολογητών του Μεταξά ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καθιέρωσε το 8ωρο και την κυριακάτικη αργία. Η καθιέρωση του 8ωρου έγινε με το νόμο 2269 το 1920, με τη νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας. Για να εφαρμοστεί σταδιακά χρειάστηκαν οι πολύχρονοι, συχνά αιματηροί αγώνες των εργατών με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές. Ποτάμια αίματος χύθηκαν στις συγκρούσεις των εργατών με το αστικό κράτος. Η δε κυριακάτικη αργία είχε καθιερωθεί από το 1911. Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μεταξά ήταν να καταργήσει την κυριακάτικη αργία και το κυριακάτικο μεροκάματο να δίνεται στο κράτος για την… «Εθνική Άμυνα».
Ένα άλλο χοντροκομμένο ψέμα των νοσταλγών της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας είναι η- δήθεν- «καθιέρωση αδείας μετ’ αποδοχών» από Ι. Μεταξά! Μόνο που αυτές καθιερώθηκαν πριν το Μεταξά, με τον αναγκαστικό νόμο (ΑΝ) 539/1935 και έπειτα από πολύχρονο αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις αποτελούσαν παλιά εργατική διεκδίκηση. Επί δικτατορίας Κονδύλη, ψηφίστηκε στις 16/1/1935 Αναγκαστικός Νόμος περί Συλλογικών Συμβάσεων- ένας νόμος που επί της ουσίας μόνο ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις επέτρεπε. Προτού έρθει στην εξουσία, ο Μεταξάς ετοίμασε νέο νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας, κάτι ανάλογο με όσα γίνονται σήμερα με τις Συλλογικές Συμβάσεις, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις από τα εργατικά σωματεία (Μάης 1936). Οι «συλλογικές συμβάσεις» μεταξύ των κεφαλαιοκρατών και των διορισμένων από τη δικτατορία συνδικαλιστών απέκτησαν ισχύ νόμου (2045/7/9/1936) και τίτλο «κατώτατον όριον μισθών των Ιδιωτικών Υπαλλήλων και ελάχιστον ημερομίσθιον εργατών Βιομηχανίας». Αποτελούσε, λοιπόν, καραμπινάτη κοροϊδία του λαού εκ μέρους του μεταξικού καθεστώτος η καθιέρωση των «Εθνικών Συμβάσεων Εργασίας», αν λάβουμε υπ’ όψη τις συνθήκες που επικρατούσαν: αναγκαστική διαιτησία, απαγόρευση των απεργιών και φασιστικοποίηση των συνδικάτων στα πρότυπα του Μουσολίνι.
Στις 11/11/1937 ιδρύθηκε το ΙΚΑ, το οποίο λειτούργησε από 1/12/1937 έως το τέλος του ’37 σε Αθήνα-Πειραιά και Θεσσαλονίκη, και από τα τέλη του 1938 στις άλλες πόλεις. Η ίδρυση ωστόσο του ΙΚΑ αποτέλεσε ουσιαστικά εφαρμογή του νόμου 6298, ο οποίος είχε φηψιστεί τον Σεπτέμβρη του 1934 από το Λαϊκό Κόμμα και δεν εφαρμόστηκε για μια σειρά λόγους (αντιδράσεις μερίδας του Κεφαλαίου, πραξικόπημα Κονδύλη, Κίνημα 1935 κλπ). Βέβαια, για την καθιέρωση νόμου για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις είχαν προηγηθεί πολύμορφοι αγώνες της εργατικής τάξης, οι οποίοι απέδωσαν για πρώτη φορά καρπούς με την ψήφιση του νόμου 2868 του 1922- δηλαδή 15 χρόνια πριν τη μεταξική δικτατορία!
Οι πενιχρές παροχές του ΙΚΑ διεκόπησαν το 1939 και το σύστημα κατέρρευσε.
Τι έκανε ο Μεταξάς; Το καθεστώς του κατάσχεσε με τη μορφή δανείου προς το κράτος, όλα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών που έφταναν τα 850 εκατομμύρια δραχμές, από τα οποία τα 500 εκατομμύρια ήταν του ΙΚΑ! (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967, σελ. 110).
Το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά αποτέλεσε «χρυσή εποχή» για την οικονομική ολιγαρχία. Η καπιταλιστική κερδοφορία αυξήθηκε μέσω άμεσων κρατικών παρεμβάσεων και νέων δημόσιων έργων για πολεμικές προπαρασκευές, ενώ εντάθηκε η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Πρόκειται για την ίδια περίοδο κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, προχώρησε η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του κεφαλαίου, τα διάφορα τμήματα του οποίου (βιομηχανικό, εμπορικό, πιστωτικό) καρπώθηκαν τεράστια κέρδη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής (Χατζηκυριάκος, Μποδοσάκης, Αφοι Ηλιάσκοι, Λαναράς κλπ.) στήριξαν ενεργά το μεταξικό καθεστώς, ενώ ένας αριθμός κεφαλαιοκρατών και τραπεζικών μεγαλοστελεχών κατέλαβαν κυβερνητικές θέσεις (Χατζηκυριάκος της ΑΓΕΤ, Κων/νος Ζαβιτσάνος, Δημ. Μάξιμος κλπ).
Αυτό ήταν το περίφημο καθεστώς του…«Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» που υμνεί το ναζιστικό μαντρόσκυλο των σημερινών καπιταλιστών, η Χρυσή Αυγή. Ένα καθεστώς κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της άρχουσας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους. Η μεταξική δικτατορία αποτέλεσε αναγκαιότητα για τη στήριξη και ενίσχυση του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνθήκες προετοιμασίας του Δευτέρου Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, λύνοντας προσωρινά τις υπάρχουσες αντιθέσεις των αστικών, «κοινοβουλευτικών» κομμάτων της εποχής που της ανέθεσαν μέσω του κοινοβουλίου την εξουσία.
Η Ιστορία δεν ξεχνιέται, ούτε παραχαράζεται, όσο κι’ αν το επιδιώκουν οι φασίστες και τα αφεντικά τους.
-Ατέχνως-
Ο αστικός κόσμος και οι ταγματασφαλίτες
Συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες 76 χρόνια από την συγκρότηση της πρώτης από τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, γνωστές ως κυβερνήσεις των δοσιλόγων.
Η κυβέρνηση, που σχημάτισε στις 7 του Απρίλη 1943 ο Ιωάννης Δ. Ράλλης, ήταν η τρίτη στη σειρά κατοχική κυβέρνηση που αναλάμβανε τη «διακυβέρνηση» της χώρας με γερμανική εντολή. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου (29 του Απρίλη 1941 - 2 του Δεκέμβρη 1942) και του καθηγητή της Ιατρικής Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (2 του Δεκέμβρη 1942 - 6 του Απρίλη 1943), τον οποίο όρισε πρωθυπουργό ο Τσολάκογλου.
Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.
Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης.
Έτσι, οι γερμανικές αρχές Κατοχής επανήλθαν στον Ι.Δ. Ράλλη, γιο πρωθυπουργού και επί χρόνια βουλευτή και υπουργό του ''Λαϊκού Κόμματος'' (Δ. Γούναρη, Π. Τσαλδάρη). Βρισκόμαστε στο 1943, που οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ουσιαστικά.
Διεθνώς, συντελούνταν ριζική στροφή στην πορεία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Από την άλλη, διαφαινόταν ότι από μήνα σε μήνα η Ιταλία θα κατέρρεε, όπως και έγινε. Στις 8 του Σεπτέμβρη, η Ιταλία συνθηκολόγησε.
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν. Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων».
Οι αντιθέσεις διεθνώς και στην Ελλάδα. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που η μεγάλη τους όξυνση είχε οδηγήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισαν και μετά από αυτόν και εξαιτίας των αποτελεσμάτων του να παραμένουν εξαιρετικά οξυμένες και μάλιστα να οξύνονται ακόμα περισσότερο και γοργά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τη μία πλευρά, ήταν η χιτλερική Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία του Μουσολίνι, μαζί με τους συμμάχους τους (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.)
Απέναντι στον Αξονα βρέθηκαν αρχικά η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών. Αργότερα προστέθηκαν οι ΗΠΑ.
Ηταν και αυτός πόλεμος ιμπεριαλιστικός, για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η νικημένη και ταπεινωμένη πλευρά του πρώτου πολέμου, η Γερμανία, επιζητούσε μανιωδώς τη ρεβάνς. Οι αντιθέσεις ήταν αδύνατο να τιθασευτούν, παρά το γεγονός ότι κοινός αντίπαλος και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων ήταν η Σοβιετική Ένωση, που μπήκε στον πόλεμο στις 22 του Ιούνη 1941, μόλις η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις διαπέρασαν κάθετα όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δημιουργώντας στο καθένα δύο αντιμαχόμενες αστικές παρατάξεις, συγκριτικά μικρότερης ή μεγαλύτερης πολιτικής εμβέλειας η μία από την άλλη. Η τοποθέτηση των αστικών δυνάμεων σε αυτή ή στην έτερη μεριά καθοριζόταν από λόγους ιδεολογικοπολιτικούς, καθώς και από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές δοσοληψίες γερμανικών και ιταλικών οικονομικών μεγαθηρίων με εγγλέζικα, αμερικανικά και άλλα μονοπώλια ποτέ δεν σταμάτησαν. Πολλοί αστοί (οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, καθώς και διανοούμενοι), εκτός από τους παραπάνω λόγους, θεωρούσαν τη Γερμανία πιο ικανή και αποφασισμένη να συντρίψει τη σοβιετική εξουσία.
Φυσικά, η κατάσταση διαγραφόταν πολύ πιο σύνθετη. Παράλληλα με την αντιπαράθεση, καταβάλλονταν διπλωματικές προσπάθειες (π.χ. από το Βατικανό) να συνενωθεί ο καπιταλιστικός κόσμος εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα, οι αντιμαχόμενες πλευρές των αστικών δυνάμεων δε συγκροτούσαν - σταθερά ή και προσωρινά - δύο μεταξύ τους «καθαρά» αντίπαλα στρατόπεδα.
Ως προς αυτό, αν δούμε ως παράδειγμα την Ελλάδα, παρατηρούμε ότι με το μέρος της γερμανικής πλευράς πέρασαν και αστοί που είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία ή και παρέμειναν υποστηρικτές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αντιλαμβάνονταν ότι ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και έπρατταν αναλόγως. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, αυτός ο «διπλός» ρόλος επίσης εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά. Πρυτάνευσε η ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να συντηρήσει - όσο επέτρεπαν, βεβαίως, οι συνθήκες της Κατοχής - τη λειτουργία του κράτους της, προκειμένου να διατηρήσει τη βάση της μεταπολεμικής του ανασυγκρότησης και θωράκισης και, ταυτόχρονα, να το υπερασπίσει στις κατοχικές συνθήκες από τους ταξικούς αντιπάλους της.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που μία από τις ιδιομορφίες του, σε σύγκριση με τον πρώτο, ήταν η κατάκτηση και κατοχή χωρών από ξένα στρατεύματα, διαμόρφωσε συνθήκες υψηλού βαθμού όξυνσης των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό των περισσότερων καπιταλιστικών χωρών. Η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της πάλης.
Από τις παραπάνω απόψεις δεν είναι αντικειμενικός ο χαρακτηρισμός «Ελληνες εναντίον Ελλήνων», που έγινε τίτλος βιβλίου. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί, με πιο γνωστό εκείνον του «εμφυλίου πολέμου», κρύβουν το χαρακτήρα που έχει ο ένας ή ο άλλος πόλεμος (π.χ. ταξικός, εθνικοαπελευθερωτικός), γιατί προτάσσουν ως κριτήριο το κοινό φυλετικό στοιχείο των αντιμαχομένων ή και αποδίδουν το χαρακτήρα του πολέμου αποκλειστικά με αυτό το κριτήριο.
Μάλιστα, η σχολή της «αναθεώρησης» της Ιστορίας, σχολή του χυδαίου αντικομμουνισμού, διαπράττει την εξής λαθροχειρία: Εκτιμώντας ότι η ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα άρχισε το 1943 (γιατί όχι το 1942;), από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, υποβαθμίζει ή «απαλύνει» μέχρι και εξαφάνισης το στοιχείο της κατάκτησης. Έτσι, παρουσιάζει το ΚΚΕ, λίγο - πολύ, να κρύβεται πίσω από το ΕΑΜ, για να ξεγελάσει το λαό! Αυτό επανέλαβαν πρόσφατα και οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, αλλά και ο Θ. Πάγκαλος, αποσιωπώντας μεθοδικά τις θέσεις του ΚΚΕ εκείνων και μεταγενέστερων χρόνων, που κάνουν σαφέστατες τις επιδιώξεις που είχε και πώς έβλεπε το θέμα της εξουσίας.
Η ταξική σύγκρουση υπήρχε και εκδηλωνόταν από την πρώτη ώρα της Κατοχής. Στην πορεία μάλιστα, ιδιαίτερα το 1944, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν κυριάρχησε πριν από το Δεκέμβρη του 1944.
Παράλληλα, από την «αναθεώρηση», αλλά και από οπορτουνιστικά ρεύματα, η αντίθεση στο πολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται ως αντίθεση «αριστεράς - δεξιάς». Κι αν ακόμα δεχόμαστε αυτήν την ορολογία, τίθεται το ερώτημα: Πού βρισκόταν τότε το «Κέντρο»; Γιατί ουδέτερο δεν ήταν, ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν ...εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Η ορολογία «δεξιά, κέντρο, αριστερά» κρύβει επίσης ποια τάξη εκφράζει κάθε κόμμα και ποιες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις συγκρούονται.
Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ήταν - άμεσα ή έμμεσα - έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.
Έγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:
«...η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...)».
«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».
Ο ίδιος :
«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:
(...) δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ...
(...) ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:
«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:
«...στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο "προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής - Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου". Σ' αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη "δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως" (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι "εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ' ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα". Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».
Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα. Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας :
«Τα ελληνόφωνα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (...) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».
Είναι πλήθος τα γεγονότα που πιστοποιούν την ομόγνωμη στάση σύμπαντος του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας.
Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:
«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην». Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, παλαιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής. (Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).
Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Άγγελος Εβερτ, ήταν και Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.
Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:
«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (...) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του - θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του - σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Έτσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου συγχαίρει...Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:
«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην.
Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:
"Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».
Και ο «γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν...
Το κοινωνικό καθεστώς...Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε. Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός.
Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«...διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».
Και σε άλλο σημείο:
«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».
Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.
Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:
«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».
Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν... Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.
Τα τότε γεγονότα δίνουν επίσης απάντηση στους εκπροσώπους της «αναθεώρησης». Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!!
Έγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-'44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ένα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».
Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:
«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».
Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν ...ήπιοι!
Γράφει ο Καλύβας:
«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!
Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Από την άλλη, διάφοροι ιστοριογράφοι παρεμφερούς ή και όμοιας μεθοδολογίας, εμφανίζουν ως πρωτότυπη την ερμηνεία τους, ότι η αστική τάξη επιδίωξε τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους της, παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς υποστήριξε ο Ι. Ράλλης, όπως και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο πρώτος για τις συνθήκες της Κατοχικής Ελλάδας και ο δεύτερος στις συνθήκες της Μέσης Ανατολής, αναφερόμενος ωστόσο στην Ελλάδα.
Είπε ο Ράλλης:
«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (...) Έχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».
Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«...πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Όσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».
Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως: «... εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού». Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».
Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».
Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.
Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι - τραγική ειρωνεία - ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Όχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.
Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα; Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα. Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός. Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.
Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.
Γι' αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη. Και οι μεν και οι δε, ταξικοί. Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):
«...Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρη. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»...
ΠΗΓΕΣ
1. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Α', σελ. 514, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
2. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 385, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
3. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 392, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
4. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 384, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
5. Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τόμος Α', σελ. 219, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ
6. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
7. Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΑΘΗΝΑ», σελ. 147, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
8. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 12, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
9. Νίκου Καρκάνη, «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», σελ. 23, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
10. Από Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τ. Α', σελ. 222, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
11. Τα στοιχεία από Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τ. Α', σελ. 363, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
12. Christoph U. Schminck Gustavus, «Μνήμες Κατοχής Ι», σελ. 189, εκδόσεις «Ισνάφι», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2007.
13. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΤΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 1934-57», τ. Α', σελ. 136-137, εκδόσεις «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ».
14. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 59, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
15. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 42, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
16. Βάσου Π. Μαθιόπουλου, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 71-72, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ.
17. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 166, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
18. Θανάση Βαλτινού, «Ορθοκωστά», σελ. 127, εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ».
19. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 171, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
20. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 14, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
21. Θεμιστοκλή Τσάτσου, «Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944)», σελ. 23, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
22. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
23. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
24. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Β' , σελ. 358, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
25. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 1997.
26. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
*Ριζοσπάστης*
Η κυβέρνηση, που σχημάτισε στις 7 του Απρίλη 1943 ο Ιωάννης Δ. Ράλλης, ήταν η τρίτη στη σειρά κατοχική κυβέρνηση που αναλάμβανε τη «διακυβέρνηση» της χώρας με γερμανική εντολή. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου (29 του Απρίλη 1941 - 2 του Δεκέμβρη 1942) και του καθηγητή της Ιατρικής Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (2 του Δεκέμβρη 1942 - 6 του Απρίλη 1943), τον οποίο όρισε πρωθυπουργό ο Τσολάκογλου.
Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.
Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης.
Έτσι, οι γερμανικές αρχές Κατοχής επανήλθαν στον Ι.Δ. Ράλλη, γιο πρωθυπουργού και επί χρόνια βουλευτή και υπουργό του ''Λαϊκού Κόμματος'' (Δ. Γούναρη, Π. Τσαλδάρη). Βρισκόμαστε στο 1943, που οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ουσιαστικά.
Διεθνώς, συντελούνταν ριζική στροφή στην πορεία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Από την άλλη, διαφαινόταν ότι από μήνα σε μήνα η Ιταλία θα κατέρρεε, όπως και έγινε. Στις 8 του Σεπτέμβρη, η Ιταλία συνθηκολόγησε.
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν. Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων».
Οι αντιθέσεις διεθνώς και στην Ελλάδα. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που η μεγάλη τους όξυνση είχε οδηγήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισαν και μετά από αυτόν και εξαιτίας των αποτελεσμάτων του να παραμένουν εξαιρετικά οξυμένες και μάλιστα να οξύνονται ακόμα περισσότερο και γοργά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τη μία πλευρά, ήταν η χιτλερική Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία του Μουσολίνι, μαζί με τους συμμάχους τους (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α.)
Απέναντι στον Αξονα βρέθηκαν αρχικά η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών. Αργότερα προστέθηκαν οι ΗΠΑ.
Ηταν και αυτός πόλεμος ιμπεριαλιστικός, για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η νικημένη και ταπεινωμένη πλευρά του πρώτου πολέμου, η Γερμανία, επιζητούσε μανιωδώς τη ρεβάνς. Οι αντιθέσεις ήταν αδύνατο να τιθασευτούν, παρά το γεγονός ότι κοινός αντίπαλος και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων ήταν η Σοβιετική Ένωση, που μπήκε στον πόλεμο στις 22 του Ιούνη 1941, μόλις η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις διαπέρασαν κάθετα όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δημιουργώντας στο καθένα δύο αντιμαχόμενες αστικές παρατάξεις, συγκριτικά μικρότερης ή μεγαλύτερης πολιτικής εμβέλειας η μία από την άλλη. Η τοποθέτηση των αστικών δυνάμεων σε αυτή ή στην έτερη μεριά καθοριζόταν από λόγους ιδεολογικοπολιτικούς, καθώς και από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές δοσοληψίες γερμανικών και ιταλικών οικονομικών μεγαθηρίων με εγγλέζικα, αμερικανικά και άλλα μονοπώλια ποτέ δεν σταμάτησαν. Πολλοί αστοί (οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, καθώς και διανοούμενοι), εκτός από τους παραπάνω λόγους, θεωρούσαν τη Γερμανία πιο ικανή και αποφασισμένη να συντρίψει τη σοβιετική εξουσία.
Φυσικά, η κατάσταση διαγραφόταν πολύ πιο σύνθετη. Παράλληλα με την αντιπαράθεση, καταβάλλονταν διπλωματικές προσπάθειες (π.χ. από το Βατικανό) να συνενωθεί ο καπιταλιστικός κόσμος εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα, οι αντιμαχόμενες πλευρές των αστικών δυνάμεων δε συγκροτούσαν - σταθερά ή και προσωρινά - δύο μεταξύ τους «καθαρά» αντίπαλα στρατόπεδα.
Ως προς αυτό, αν δούμε ως παράδειγμα την Ελλάδα, παρατηρούμε ότι με το μέρος της γερμανικής πλευράς πέρασαν και αστοί που είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία ή και παρέμειναν υποστηρικτές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αντιλαμβάνονταν ότι ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και έπρατταν αναλόγως. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, αυτός ο «διπλός» ρόλος επίσης εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά. Πρυτάνευσε η ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να συντηρήσει - όσο επέτρεπαν, βεβαίως, οι συνθήκες της Κατοχής - τη λειτουργία του κράτους της, προκειμένου να διατηρήσει τη βάση της μεταπολεμικής του ανασυγκρότησης και θωράκισης και, ταυτόχρονα, να το υπερασπίσει στις κατοχικές συνθήκες από τους ταξικούς αντιπάλους της.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που μία από τις ιδιομορφίες του, σε σύγκριση με τον πρώτο, ήταν η κατάκτηση και κατοχή χωρών από ξένα στρατεύματα, διαμόρφωσε συνθήκες υψηλού βαθμού όξυνσης των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό των περισσότερων καπιταλιστικών χωρών. Η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της πάλης.
Από τις παραπάνω απόψεις δεν είναι αντικειμενικός ο χαρακτηρισμός «Ελληνες εναντίον Ελλήνων», που έγινε τίτλος βιβλίου. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί, με πιο γνωστό εκείνον του «εμφυλίου πολέμου», κρύβουν το χαρακτήρα που έχει ο ένας ή ο άλλος πόλεμος (π.χ. ταξικός, εθνικοαπελευθερωτικός), γιατί προτάσσουν ως κριτήριο το κοινό φυλετικό στοιχείο των αντιμαχομένων ή και αποδίδουν το χαρακτήρα του πολέμου αποκλειστικά με αυτό το κριτήριο.
Μάλιστα, η σχολή της «αναθεώρησης» της Ιστορίας, σχολή του χυδαίου αντικομμουνισμού, διαπράττει την εξής λαθροχειρία: Εκτιμώντας ότι η ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα άρχισε το 1943 (γιατί όχι το 1942;), από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, υποβαθμίζει ή «απαλύνει» μέχρι και εξαφάνισης το στοιχείο της κατάκτησης. Έτσι, παρουσιάζει το ΚΚΕ, λίγο - πολύ, να κρύβεται πίσω από το ΕΑΜ, για να ξεγελάσει το λαό! Αυτό επανέλαβαν πρόσφατα και οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, αλλά και ο Θ. Πάγκαλος, αποσιωπώντας μεθοδικά τις θέσεις του ΚΚΕ εκείνων και μεταγενέστερων χρόνων, που κάνουν σαφέστατες τις επιδιώξεις που είχε και πώς έβλεπε το θέμα της εξουσίας.
Η ταξική σύγκρουση υπήρχε και εκδηλωνόταν από την πρώτη ώρα της Κατοχής. Στην πορεία μάλιστα, ιδιαίτερα το 1944, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν κυριάρχησε πριν από το Δεκέμβρη του 1944.
Παράλληλα, από την «αναθεώρηση», αλλά και από οπορτουνιστικά ρεύματα, η αντίθεση στο πολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται ως αντίθεση «αριστεράς - δεξιάς». Κι αν ακόμα δεχόμαστε αυτήν την ορολογία, τίθεται το ερώτημα: Πού βρισκόταν τότε το «Κέντρο»; Γιατί ουδέτερο δεν ήταν, ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν ...εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Η ορολογία «δεξιά, κέντρο, αριστερά» κρύβει επίσης ποια τάξη εκφράζει κάθε κόμμα και ποιες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις συγκρούονται.
Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ήταν - άμεσα ή έμμεσα - έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.
Έγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:
«...η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...)».
«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».
Ο ίδιος :
«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:
(...) δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ...
(...) ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:
«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:
«...στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο "προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής - Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου". Σ' αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη "δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως" (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι "εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ' ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα". Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».
Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα. Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας :
«Τα ελληνόφωνα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (...) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».
Είναι πλήθος τα γεγονότα που πιστοποιούν την ομόγνωμη στάση σύμπαντος του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας.
Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:
«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην». Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, παλαιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής. (Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).
Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Άγγελος Εβερτ, ήταν και Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.
Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:
«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (...) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του - θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του - σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Έτσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου συγχαίρει...Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:
«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην.
Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:
"Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».
Και ο «γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν...
Το κοινωνικό καθεστώς...Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε. Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός.
Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«...διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».
Και σε άλλο σημείο:
«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».
Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.
Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:
«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».
Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν... Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.
Τα τότε γεγονότα δίνουν επίσης απάντηση στους εκπροσώπους της «αναθεώρησης». Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!!
Έγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-'44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ένα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».
Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:
«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».
Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν ...ήπιοι!
Γράφει ο Καλύβας:
«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!
Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Από την άλλη, διάφοροι ιστοριογράφοι παρεμφερούς ή και όμοιας μεθοδολογίας, εμφανίζουν ως πρωτότυπη την ερμηνεία τους, ότι η αστική τάξη επιδίωξε τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους της, παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς υποστήριξε ο Ι. Ράλλης, όπως και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο πρώτος για τις συνθήκες της Κατοχικής Ελλάδας και ο δεύτερος στις συνθήκες της Μέσης Ανατολής, αναφερόμενος ωστόσο στην Ελλάδα.
Είπε ο Ράλλης:
«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (...) Έχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».
Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«...πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Όσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».
Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως: «... εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού». Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».
Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».
Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.
Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι - τραγική ειρωνεία - ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Όχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.
Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα; Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα. Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός. Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.
Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.
Γι' αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη. Και οι μεν και οι δε, ταξικοί. Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):
«...Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρη. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»...
ΠΗΓΕΣ
1. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Α', σελ. 514, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
2. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 385, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
3. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 392, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
4. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 384, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
5. Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τόμος Α', σελ. 219, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ
6. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
7. Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΑΘΗΝΑ», σελ. 147, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
8. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 12, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
9. Νίκου Καρκάνη, «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», σελ. 23, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
10. Από Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τ. Α', σελ. 222, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
11. Τα στοιχεία από Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τ. Α', σελ. 363, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
12. Christoph U. Schminck Gustavus, «Μνήμες Κατοχής Ι», σελ. 189, εκδόσεις «Ισνάφι», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2007.
13. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΤΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 1934-57», τ. Α', σελ. 136-137, εκδόσεις «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ».
14. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 59, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
15. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 42, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
16. Βάσου Π. Μαθιόπουλου, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 71-72, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ.
17. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 166, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
18. Θανάση Βαλτινού, «Ορθοκωστά», σελ. 127, εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ».
19. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 171, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
20. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 14, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
21. Θεμιστοκλή Τσάτσου, «Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944)», σελ. 23, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
22. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
23. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
24. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Β' , σελ. 358, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
25. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 1997.
26. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
*Ριζοσπάστης*
Η επανένταξη στον "εθνικό κορμό" των δοσίλογων
Οι αναμνήσεις του στρατηγού Γρηγορόπουλου, επιτελάρχη του Σπηλιωτόπουλου στη "σκιώδη" Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών της κυβέρνησης Παπανδρέου, είναι από αυτή την άποψη αποκαλυπτικές:
«Μόνον τα Τάγματα ασφαλείας», γράφει, «αποτελούν σοβαράν δύναμιν, ικανήν να αντιμετωπίσει τα εν τη πόλει των Αθηνών-Πειραιώς υπάρχοντα και καθημερινώς ενισχυόμενα ένοπλα τμήματα ΕAΜ-ΕΛΑΣ και συναιρείς [sic] οργανώσεις (ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ κλπ)». Οι «εθνικιστικαί οργανώσεις», αντίθετα, διέθεταν ελάχιστο οπλισμό (πολύ κατώτερο «εκείνον τον οποίον αύται διετυμπάνιζρν μέχρι προ ολίγου, δια να τύχουν της αναγνωρίσεως και υποστηρίξεως, εις χρήμα και οπλισμόν, εκ μέρους των συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών»), η δε μαζική βάση τους θύμιζε «μάλλον μέλη πολιτικών συλλόγων παρά μυστικών οργανώσεων».
Μοναδική εξαίρεση, σε κάποιο βαθμό, αποτελούσαν η PAN του ίδιου του Σπηλιωτόπουλου και η «X» του Γρίβα -και οι δυο τους, όπως έχουμε ήδη δει, ήδη στενά διαπλεκόμενες με τα Τάγματα.
Η διεκπεραίωση αυτής της επανένταξης δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση, σε μια κοινωνία που μόλις έβγαινε από το γενικευμένο σφαγείο της Κατοχής, με ολοζώντανη ακόμη στη συλλογική συνείδηση την αντίθεση μεταξύ κατακτημένων και καταχτητών. Επιπλέον, στη διάρκεια του 1944 τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν καταδικαστεί επανειλημμένα από την εξόριστη κυβέρνηση, τις βασικές εγχώριες αντιστασιακές οργανώσεις και τους Βρετανούς συνδέσμους, σαν οργανικό τμήμα του εχθρικού στρατοπέδου:
• με ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης Τσουδερού (6.1.44), ως προδότες.
• με κοινή απόφαση των ΕΑΜ-ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ, προσυπογραμμένη από τον επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής Κρις Γουντχάουζ (19.2.44), ως «εχθροί του έθνους, εγκληματίαι πολέμου, υπόλογοι εις αυτό δια πράξεις προδοσίας».
• με κυβερνητική απόφαση της ΠΕΕΑ (24.4.44), ως «εχθροί της πατρίδας, ένοχοι έσχατης προδοσίας».
• με ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου (6.9.44), ως «ένοπλα σώματα εις την υπηρεσίαν τον εχθρού» και «έγκλημα κατά της πατρίδος».
• με τη συμφωνία της Καζέρτας (26.9.44). «ως όργανα του εχθρού» και «εχθρικοί σχηματισμοί».
• με προκηρύξεις τοπικών στρατιωτικών συνδέσμων των Συμμάχων, όπως οι Αμερικανοί Κάλβο και Στιξ στην Εύβοια.
• Με παρόμοιο τρόπο καταδικάστηκε επίσης, από ΕAM - ΕΟΚ (15.9.44) κι εξόριστη κυβέρνηση, η «ειδική χωροφυλακή» του Παπαγιαννάκη.
Μολονότι είχαν συνταχθεί ύστερα από πρωτοβουλία (και συχνά κάτω από την πίεση) του ΕΑΜ, οι δημόσιες αυτές διακηρύξεις ήταν πολύ πρόσφατες για να μπορούν να αναιρεθούν χωρίς να μεσολαβήσει δραματική αλλαγή του σκηνικού. Ιδίως η ραδιοφωνική αποκήρυξη της 6ης Σεπτεμβρίου 1944 λειτούργησε καταλυτικά, τσακίζοντας το ηθικό των ταγματασφαλιτών και νομιμοποιώντας τα τελεσίγραφα του ΕΛΑΣ, που τους καλούσε να παραδοθούν για να μην αφοπλιστούν με τη βία.
Ο βίαιος αυτός αφοπλισμός, με τις συνακόλουθες αιματηρές αντεκδικήσεις, πραγματοποιήθηκε τελικά σε διάφορα σημεία της χώρας μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 1944.
Υστερα από σκληρές μάχες, ο ΕΛΑΣ συνέτριψε τις περιχαρακωμένες δυνάμεις των ταγματασφαλιτών στον Πύργο (8.9.44), την Καλαμάτα (9.9.44), το Μελιγαλά (13-15.9.44), τον Αχλαδόκαμπο (18.9.44), τους Γαργαλιάνους (22.9.44) και το Μυστράς (10.10.44), καθώς και τα εξοπλισμένα προπύργια του ΕΕΣ στο Βαθύλακο, τη Σκάφη, τα Ιμέρα, τον Πελαργό, τον Κούκο, την Κρύα Βρύση, την Τριάδα κλπ.
Είχαν προηγηθεί, στα τέλη του καλοκαιριού, ορισμένα από τα προπύργια της Οχράνα, όπως ο Πολυκέρασος της Καστοριάς (22.8.44) η το Σκλήθρο της Φλώρινας (4.9.44), αν και τα περισσότερα από τα σλαβομακεδονικά χωριά αυτής της κατηγορίας συνθηκολόγησαν χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση.
Η αιματηρότερη, τέλος, μάχη της περιόδου δόθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1944 στο Κιλκίς, ανάμεσα στον ΕΛAΣ και τις συνασπισμένες δυνάμεις του ΕΕΣ. με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή των τελευταίων.
«Μόνον τα Τάγματα ασφαλείας», γράφει, «αποτελούν σοβαράν δύναμιν, ικανήν να αντιμετωπίσει τα εν τη πόλει των Αθηνών-Πειραιώς υπάρχοντα και καθημερινώς ενισχυόμενα ένοπλα τμήματα ΕAΜ-ΕΛΑΣ και συναιρείς [sic] οργανώσεις (ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ κλπ)». Οι «εθνικιστικαί οργανώσεις», αντίθετα, διέθεταν ελάχιστο οπλισμό (πολύ κατώτερο «εκείνον τον οποίον αύται διετυμπάνιζρν μέχρι προ ολίγου, δια να τύχουν της αναγνωρίσεως και υποστηρίξεως, εις χρήμα και οπλισμόν, εκ μέρους των συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών»), η δε μαζική βάση τους θύμιζε «μάλλον μέλη πολιτικών συλλόγων παρά μυστικών οργανώσεων».
Μοναδική εξαίρεση, σε κάποιο βαθμό, αποτελούσαν η PAN του ίδιου του Σπηλιωτόπουλου και η «X» του Γρίβα -και οι δυο τους, όπως έχουμε ήδη δει, ήδη στενά διαπλεκόμενες με τα Τάγματα.
Η διεκπεραίωση αυτής της επανένταξης δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση, σε μια κοινωνία που μόλις έβγαινε από το γενικευμένο σφαγείο της Κατοχής, με ολοζώντανη ακόμη στη συλλογική συνείδηση την αντίθεση μεταξύ κατακτημένων και καταχτητών. Επιπλέον, στη διάρκεια του 1944 τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν καταδικαστεί επανειλημμένα από την εξόριστη κυβέρνηση, τις βασικές εγχώριες αντιστασιακές οργανώσεις και τους Βρετανούς συνδέσμους, σαν οργανικό τμήμα του εχθρικού στρατοπέδου:
• με ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης Τσουδερού (6.1.44), ως προδότες.
• με κοινή απόφαση των ΕΑΜ-ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ, προσυπογραμμένη από τον επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής Κρις Γουντχάουζ (19.2.44), ως «εχθροί του έθνους, εγκληματίαι πολέμου, υπόλογοι εις αυτό δια πράξεις προδοσίας».
• με κυβερνητική απόφαση της ΠΕΕΑ (24.4.44), ως «εχθροί της πατρίδας, ένοχοι έσχατης προδοσίας».
• με ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου (6.9.44), ως «ένοπλα σώματα εις την υπηρεσίαν τον εχθρού» και «έγκλημα κατά της πατρίδος».
• με τη συμφωνία της Καζέρτας (26.9.44). «ως όργανα του εχθρού» και «εχθρικοί σχηματισμοί».
• με προκηρύξεις τοπικών στρατιωτικών συνδέσμων των Συμμάχων, όπως οι Αμερικανοί Κάλβο και Στιξ στην Εύβοια.
• Με παρόμοιο τρόπο καταδικάστηκε επίσης, από ΕAM - ΕΟΚ (15.9.44) κι εξόριστη κυβέρνηση, η «ειδική χωροφυλακή» του Παπαγιαννάκη.
Μολονότι είχαν συνταχθεί ύστερα από πρωτοβουλία (και συχνά κάτω από την πίεση) του ΕΑΜ, οι δημόσιες αυτές διακηρύξεις ήταν πολύ πρόσφατες για να μπορούν να αναιρεθούν χωρίς να μεσολαβήσει δραματική αλλαγή του σκηνικού. Ιδίως η ραδιοφωνική αποκήρυξη της 6ης Σεπτεμβρίου 1944 λειτούργησε καταλυτικά, τσακίζοντας το ηθικό των ταγματασφαλιτών και νομιμοποιώντας τα τελεσίγραφα του ΕΛΑΣ, που τους καλούσε να παραδοθούν για να μην αφοπλιστούν με τη βία.
Ο βίαιος αυτός αφοπλισμός, με τις συνακόλουθες αιματηρές αντεκδικήσεις, πραγματοποιήθηκε τελικά σε διάφορα σημεία της χώρας μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 1944.
Υστερα από σκληρές μάχες, ο ΕΛΑΣ συνέτριψε τις περιχαρακωμένες δυνάμεις των ταγματασφαλιτών στον Πύργο (8.9.44), την Καλαμάτα (9.9.44), το Μελιγαλά (13-15.9.44), τον Αχλαδόκαμπο (18.9.44), τους Γαργαλιάνους (22.9.44) και το Μυστράς (10.10.44), καθώς και τα εξοπλισμένα προπύργια του ΕΕΣ στο Βαθύλακο, τη Σκάφη, τα Ιμέρα, τον Πελαργό, τον Κούκο, την Κρύα Βρύση, την Τριάδα κλπ.
Είχαν προηγηθεί, στα τέλη του καλοκαιριού, ορισμένα από τα προπύργια της Οχράνα, όπως ο Πολυκέρασος της Καστοριάς (22.8.44) η το Σκλήθρο της Φλώρινας (4.9.44), αν και τα περισσότερα από τα σλαβομακεδονικά χωριά αυτής της κατηγορίας συνθηκολόγησαν χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση.
Η αιματηρότερη, τέλος, μάχη της περιόδου δόθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1944 στο Κιλκίς, ανάμεσα στον ΕΛAΣ και τις συνασπισμένες δυνάμεις του ΕΕΣ. με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή των τελευταίων.
Γεύση αντικομμουνισμού - Νοέμβριος 1946
Σφαγές αμάχων στα περίχωρα του Κιλκίς
Πέντε χιλιόμετρα έξω από το Κιλκίς υπάρχει -δηλαδή υπήρχε έως προχθές- ένα μικρό προσφυγικό χωριό. Λέγεται Ξηρόβρυση. Οι κάτοικοί του ήταν, από τότε που εγκαταστάθηκαν στον τόπο, βενιζελικοί και τα τελευταία χρόνια έγιναν δημοκρατικοί. Είχαν στον καιρό της άλλης κατοχής κρατήσει ψηλά το όνομα του Ελληνα, γράφει μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν δοθεί στον εθνικό αγώνα. Από τις αρχές του κράτους (του ίδιου του μεταδεκεμβριανού κράτους) δεν καταδιωκόταν κανείς τους για κανένα λόγο. Σ’ αυτό το χωριό έπεσε προχτές σαν πανούκλα η μοναρχική συμμορία του Λαζίκ και του Μπουντουβάκη.
Κ. Καραγιώργης, «Ξηρόβρυση», «Ριζοσπάστης», 26.11.1946
Οι κάτοικοι του ανωτέρω χωρίου [Ξηρόβρυση] είναι άπαντες κομμουνισταί οι πλείστοι των οποίων μετέχοντες συμμοριών εν δράσει, υπέστησαν μερικήν καταστροφήν από εξαγριωθέντας εθνικόφρονας κατοίκους των γειτονικών χωρίων, λόγω των πολλών εγκλημάτων άτινα διέπραξαν οι συμμορίται και οι κομμουνισταί.
«Ελευθερία», 20.3.1947
Μετά τη Βάρκιζα, γράφει ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, και τον επακόλουθο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ένα κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας σάρωνε την Ελλάδα και ιδίως την επαρχία. Σύμφωνα με τον ίδιο, φορείς της τρομοκρατίας ήταν άτακτες ομάδες φανατικών βασιλοφρόνων, που συμμετείχαν σε δράση κατά των μελών και υποστηρικτών του ΕΑΜ και γενικότερα εναντίον δημοκρατικών πολιτών.
Παράλληλη υπήρξε και η δράση αριστερών ομάδων, κυρίως στη Μακεδονία. Όμως η ανοχή, η προστασία και η ενθάρρυνση των δεξιών παρακρατικών από τη Χωροφυλακή και τη νεοσύστατη Εθνοφυλακή, η σύμπραξη δηλαδή των κρατικών αρχών με την τρομοκρατική αυτή δράση οδήγησε, κατά τα έτη 1945 έως τουλάχιστον και το δημοψήφισμα του 1946, σε έναν «μονομερή εμφύλιο της μοναρχικής Δεξιάς εναντίον των ανυπεράσπιστων αντιπάλων της» 1.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1946, υπήρξε μια πίεση στα χωριά του Κιλκίς από τους αριστερούς αντάρτες. Στις 15 Νοεμβρίου, αντάρτες επιτέθηκαν κατά του σταθμού Χωροφυλακής Μεταλλικού Κιλκίς, του οποίου οι άντρες απουσίαζαν. Οι αντάρτες αναχώρησαν αφού κατέστρεψαν τον σταθμό. 2. Στις 16 Νοεμβρίου επιτέθηκαν κατά του σιδηροδρομικού σταθμού Μεταλλικού Κιλκίς και έκοψαν τηλεγραφικούς στύλους και καλώδια 3. Στις 17 Νοεμβρίου «20 αντάρτες μπήκαν στο χωριό Αντιγόνια [Κιλκίς], έκαψαν 14 σπίτια μοναρχικών και σκότωσαν το Γ. Δελαγρανίδη» 4 Μία μέρα μετά επιτέθηκαν κατά της φρουράς του σιδηροδρομικού σταθμού των Μουριών 5.
Την ίδια μέρα, παραστρατιωτικές ομάδες κινήθηκαν εναντίον αριστερών χωριών της περιοχής, όπως ήταν τα προσφυγικά χωριά Κοκκινιά και Ξηρόβρυση Κιλκίς.
Η Κοκκινιά ήταν το χωριό του ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και στελέχους του ΕΑΜ Κώστα Γαβριηλίδη. Στην Κατοχή, η Κοκκινιά συμμετείχε μαζικά στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, γι’ αυτό και το χωριό αυτό αποτέλεσε από τότε στόχο των «Παοτζήδων» 6. Ιδιαίτερα δε κυνηγήθηκε η οικογένεια του Γαβριηλίδη.
Τον Απρίλιο του 1944, οι «Παοτζήδες» του Λαζίκ κλείδωσαν τη γυναίκα του Γαβριηλίδη και το μικρό παιδί τους στο σπίτι τους και έβαλαν φωτιά. Σύσσωμο το χωριό μεσολάβησε στον Λαζίκ. Η οικογένεια του Γαβριηλίδη γλίτωσε από βέβαιο θάνατο, τα υπάρχοντά τους όμως και τα ζωντανά τους λεηλατήθηκαν, το σπίτι τους κάηκε. Ο πρώτος ξάδερφος του Κώστα, ο Λουκάς Γαβριηλίδης, κατακρεουργήθηκε και οι υπόλοιποι πήραν τα βουνά.
Κ. Καραγιώργης, «Ξηρόβρυση», «Ριζοσπάστης», 26.11.1946
Οι κάτοικοι του ανωτέρω χωρίου [Ξηρόβρυση] είναι άπαντες κομμουνισταί οι πλείστοι των οποίων μετέχοντες συμμοριών εν δράσει, υπέστησαν μερικήν καταστροφήν από εξαγριωθέντας εθνικόφρονας κατοίκους των γειτονικών χωρίων, λόγω των πολλών εγκλημάτων άτινα διέπραξαν οι συμμορίται και οι κομμουνισταί.
«Ελευθερία», 20.3.1947
Μετά τη Βάρκιζα, γράφει ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, και τον επακόλουθο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ένα κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας σάρωνε την Ελλάδα και ιδίως την επαρχία. Σύμφωνα με τον ίδιο, φορείς της τρομοκρατίας ήταν άτακτες ομάδες φανατικών βασιλοφρόνων, που συμμετείχαν σε δράση κατά των μελών και υποστηρικτών του ΕΑΜ και γενικότερα εναντίον δημοκρατικών πολιτών.
Παράλληλη υπήρξε και η δράση αριστερών ομάδων, κυρίως στη Μακεδονία. Όμως η ανοχή, η προστασία και η ενθάρρυνση των δεξιών παρακρατικών από τη Χωροφυλακή και τη νεοσύστατη Εθνοφυλακή, η σύμπραξη δηλαδή των κρατικών αρχών με την τρομοκρατική αυτή δράση οδήγησε, κατά τα έτη 1945 έως τουλάχιστον και το δημοψήφισμα του 1946, σε έναν «μονομερή εμφύλιο της μοναρχικής Δεξιάς εναντίον των ανυπεράσπιστων αντιπάλων της» 1.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1946, υπήρξε μια πίεση στα χωριά του Κιλκίς από τους αριστερούς αντάρτες. Στις 15 Νοεμβρίου, αντάρτες επιτέθηκαν κατά του σταθμού Χωροφυλακής Μεταλλικού Κιλκίς, του οποίου οι άντρες απουσίαζαν. Οι αντάρτες αναχώρησαν αφού κατέστρεψαν τον σταθμό. 2. Στις 16 Νοεμβρίου επιτέθηκαν κατά του σιδηροδρομικού σταθμού Μεταλλικού Κιλκίς και έκοψαν τηλεγραφικούς στύλους και καλώδια 3. Στις 17 Νοεμβρίου «20 αντάρτες μπήκαν στο χωριό Αντιγόνια [Κιλκίς], έκαψαν 14 σπίτια μοναρχικών και σκότωσαν το Γ. Δελαγρανίδη» 4 Μία μέρα μετά επιτέθηκαν κατά της φρουράς του σιδηροδρομικού σταθμού των Μουριών 5.
Την ίδια μέρα, παραστρατιωτικές ομάδες κινήθηκαν εναντίον αριστερών χωριών της περιοχής, όπως ήταν τα προσφυγικά χωριά Κοκκινιά και Ξηρόβρυση Κιλκίς.
Η Κοκκινιά ήταν το χωριό του ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και στελέχους του ΕΑΜ Κώστα Γαβριηλίδη. Στην Κατοχή, η Κοκκινιά συμμετείχε μαζικά στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, γι’ αυτό και το χωριό αυτό αποτέλεσε από τότε στόχο των «Παοτζήδων» 6. Ιδιαίτερα δε κυνηγήθηκε η οικογένεια του Γαβριηλίδη.
Τον Απρίλιο του 1944, οι «Παοτζήδες» του Λαζίκ κλείδωσαν τη γυναίκα του Γαβριηλίδη και το μικρό παιδί τους στο σπίτι τους και έβαλαν φωτιά. Σύσσωμο το χωριό μεσολάβησε στον Λαζίκ. Η οικογένεια του Γαβριηλίδη γλίτωσε από βέβαιο θάνατο, τα υπάρχοντά τους όμως και τα ζωντανά τους λεηλατήθηκαν, το σπίτι τους κάηκε. Ο πρώτος ξάδερφος του Κώστα, ο Λουκάς Γαβριηλίδης, κατακρεουργήθηκε και οι υπόλοιποι πήραν τα βουνά.
Στις 19 Νοεμβρίου 1945, οι παλιοί "Παοτζήδες" της περιοχής, στον νέο τους ρόλο, θα επανέλθουν στην Κοκκινιά, θα σκοτώσουν μέσα σε μια νύχτα δεκατρείς κατοίκους και θα κάψουν πολλά σπίτια του μικρού αυτού χωριού 7.
Ο Γαβριηλίδης θα πάρει ένα γράμμα από συγγενή του από την Κοκκινιά ο οποίος περιέγραφε τα γεγονότα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου.
Το γράμμα δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης»:
«18 Νοεμβρίου 1946. Νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη. Η ώρα θα ήταν μόλις 10 και μισή. Υστερα από τον κάματο της ημέρας ρίξαμε το βασανισμένο μας κορμί στον ύπνο για να ξεκουραστούμε τη νύχτα και ν’ αρχίσουμε το πρωί πάλι τη δουλειά μας. Πού να φανταστούμε πως το πρωί πολλοί από μας δεν θα ζούσαν.
Ξάφνου ακούμε τα σκυλιά να γαβγίζουν ανήσυχα, πράγμα που μας έβαλε σε ανησυχία. Κάτι κακό προμηνυόταν. Και αληθινά. Ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας, ακούστηκαν πυροβολισμοί από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του χωριού. Το κακό αμέσως μαθεύτηκε σ΄όλο το χωριό.
Οι κανίβαλοι του Λαζίκ, που είναι όλοι τους συνεργάτες των Γερμανών, κυκλώσανε το χωριό πολυβολώντας και καίοντας τα σπίτια.
Δύο απ’ αυτούς χτυπούν την πόρτα του Γιάννη Ιωαννίδη. Τους ανοίγει. Χωρίς καμιά κουβέντα τον ξαπλώνουν στη γης και δίνουν φωτιά στο σπίτι του ένα δίπατο σπίτι, που το ’φτιάξε με χίλια βάσανα.
Άλλοι βροντάν στην πόρτα του Αλκή Παυλίδη, που κείνη την ώρα συζητούσε με τον Γιάννη Κιουρτσίδη που ήταν αρραβωνιαστικός της κόρης του.
Βγαίνει έξω ο Γιάννης να δει τι θέλουν και χωρίς άλλη συζήτηση τον αφήνουν νεκρό πάνω στο κατώφλι της αγαπημένης του. Μπαίνουν μέσα στο σπίτι και πιάνουν τον Αλκή Παυλίδη μπροστά στη γυναίκα του, την αρραβωνιασμένη κόρη του και τ’ άλλα παιδιά του. Τους παρακαλεί να μην τον σκοτώσουν μπροστά στην οικογένειά του. Αδύνατον. Οι κανίβαλοι, αφού τον έσφαξαν σαν αρνί μπροστά στα παιδιά του και τη γυναίκα του, σκότωσαν και τον γιο του με τον ίδιο τρόπο. Βγαίνοντας έδωσαν φωτιά στο σπίτι. Η γυναίκα έξαλλη σαν τρελή με τ’ άλλα της παιδιά έτρεχε μέσα στους δρόμους του χωριού.
Τα πτώματα των σκοτωμένων έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.
Ετσι στο ίδιο σπίτι από χέρια δολοφόνων σκοτώθηκαν πατέρας, γιος και γαμπρός. Η ίδια φρικτή εικόνα με δράστες άλλους δολοφόνους εκτυλίχτηκε σε άλλα σπίτια του χωριού.
Στο σπίτι του Συμεών Συμεωνίδη σκοτώνουν τον γιο του Παναγιώτη, 29 χρονών, που είχε παντρευτεί πέρυσι.
Στης Ναζής Κωνσταντινίδου σκοτώνουν τον γιο της Λάζαρο Κωνσταντινίδη, 29 χρονών και τον γαμπρό της, 37 χρονών που είναι απ’ άλλο χωριό και έτυχε κείνο το βράδυ να βρίσκεται εκεί.
Στου Παύλου Ναθαναηλίδη σκοτώνουν τον γιο του Κώστα Ναθαναηλίδη, 21 χρονών.
Στου Αβραάμ Ευσταθιάδη σκοτώνουν τον ίδιο 68 χρονών, που ήταν κρατούμενος και βγήκε την προηγούμενη μέρα.
Στου Δημήτριου Γαβριηλίδη σκοτώνουν τον ίδιο, 37 χρονών. Ας σημειωθεί πως ήταν κουτσός και γενικά άνθρωπος που δεν ήταν σε θέση να κάνει κακό σε κανένα.
Στου Τριαντάφυλλου Μισαηλίδη σκότωσαν τον ίδιο, 46 χρονών. Ηταν ο πιο ήσυχος άνθρωπος του χωριού και ίσως και ολόκληρου του νομού.
Από τη μια μεριά σκοτώνουν και από την άλλη βάζουν φωτιά στα σπίτια. Ετσι το χωριό μας ζει τη νύχτα της 18 Νοεμβρίου τη νύχτα του Βαρθολομαίου.
Οι κανίβαλοι συναγωνίζονται ποιος θα κάνει τις μεγαλύτερες καταστροφές. Όλο το χωριό έχει παραδοθεί στις φλόγες. Τα ζώα μουγκρίζουν στους στάβλους και προσπαθούν να ξεφύγουν το κακό. Μαζί με τους συγχωριανούς μας που σφάχτηκαν, κάηκαν και πολλά ζώα ζωντανά. Οι κακούργοι απειλούν ότι δεν θα αφήσουν ρουθούνι. Τα ίδια ακούσαμε στην Κατοχή από τους ίδιους τους δολοφόνους, συνεργάτες των Γερμανών.
Όλοι αυτοί οι κοινοί εγκληματίες και προδότες του ελληνικού λαού γυρίζουν τώρα ελεύθεροι μέσα στους δρόμους του Κιλκίς.
Τα ίδια έφτιαναν και στη γερμανική Κατοχή. Αφού σκότωναν, ατίμαζαν και καίανε στα χωριά αθώα γυναικόπαιδα, γυρνούσαν στο Κιλκίς και γλεντούσαν με τους Γερμανούς και Γερμανοέλληνες, όπως σήμερα γλεντούν με τους Εγγλέζους και Εγγλεζοέλληνες».
Ο Τύπος της Δεξιάς θα προσπαθήσει να διαστρεβλώσει τη σφαγή της Κοκκινιάς. Μάλιστα θα υποστηρίξει ότι το χωριό καταστράφηκε «μέσα σε μάχη στις 18 Νοεμβρίου 1946».
Σε αυτή την παραπληροφόρηση θα μπλέξει και ο «Ριζοσπάστης».
Σε φύλλο, της 21ης Νοεμβρίου, η εφημερίδα έγραφε:
«Στις 2 το βράδυ της 18 τρέχ. πολλοί αντάρτες μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και σκότωσαν 12 μοναρχικούς».
Την επομένη βέβαια θα διορθώσει:
«Συμμορίτες της Δεξιάς μεταμφιεσμένοι μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά και κάψανε πολλά σπίτια, σκότωσαν 11 δημοκρατικούς και τραυμάτισαν άλλους πολλούς. Στο Καβαλλάρι κάψανε 20 σπίτια, στις Συκιές 10 σπίτια και σκότωσαν ένα, στην Αντιγόνια έδρα σταθμού Χωροφυλακής κάψανε 10 σπίτια, στο Γερακαριό κάψανε 15 αχυρώνες και σκότωσαν έναν γέρο».
Δύο δε μέρες αργότερα θα στηλιτεύσει τη στάση των δεξιών εφημερίδων:
«[.. πριν τρεις μέρες [21 Νοεμβρίου] δημοσιεύτηκε σε μοναρχικές και “δημοκρατικές” εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης η είδηση ότι “συμμορίται” κλπ. μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και “κατέσφαξαν” 12 πολίτας. Προχτές [22 Νοεμβρίου] αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα ήταν δημοκρατικοί πολίτες και γυναικόπαιδα και δράστης ο μοναρχικός λήσταρχος Γερμανοέλληνας Λαζίκ με τη συμμορία του» 8
Μια μέρα μετά τα γεγονότα στην Κοκκινιά, οι ομάδες των παρακρατικών θα βάλουν στόχο δύο άλλα προσφυγικά χωριά. Τη «μάνα της κομμούνας», το Μεταλλικό, και την Ξηρόβρυση.
Πρώτη τους στάση η Ξηρόβρυση. Η Ξηρόβρυση απέχει 5 χιλιόμετρα από το Κιλκίς. Το χωριό αυτό επιλέχθηκε να πληρώσει με το αίμα των κατοίκων του την επιλογή πολλών από αυτούς να συμμετάσχουν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ 9 Από το χωριό αυτό καταγόταν ο Π. Σαββίδης (Καραϊσκάκης), τοπικός αρχηγός των ανταρτών. Τριακόσιοι κάτοικοι του χωριού το είχαν ήδη εγκαταλείψει, μετά την επίθεση των ανταρτών στις Μουριές, φοβούμενοι την αντίδραση των δεξιών παραστρατιωτικών ομάδων 10.
Την Τετάρτη 20 Νοέμβρη, στις 8 το βράδυ, 70 κουκουλοφόροι εισέβαλαν στην Ξηρόβρυση και άρχισαν να καίνε σπίτια, να σκοτώνουν ανθρώπους, να βιάζουν γυναίκες, να σφάζουν στην κυριολεξία όποιον κάτοικο έβρισκαν μπροστά τους.
Η συμμορία των κουκουλοφόρων έδρασε ταχύτατα και γύρω στις 10 το βράδυ αποχώρησαν. Οταν ξημέρωσε, όσοι επέζησαν μετέφεραν τους τραυματίες με κάρα στο νοσοκομείο του Κιλκίς. Εκεί πολλοί από τους τραυματίες κατέληξαν.
Ολη αυτή η επιχείρηση εξελίχθηκε υπό την ανοχή της Χωροφυλακής του Κιλκίς, όπως καταγγέλλεται μέσα από μαρτυρίες. Στην Ξηρόβρυση, το μετακατοχικό καθεστώς έδειξε την αγριότητά του σκοτώνοντας 47 γυναικόπαιδα. Η σφαγή στην Ξηρόβρυση ήταν από τα πιο αιματηρά περιστατικά εκτέλεσης αμάχων στη διάρκεια του Εμφυλίου και απασχόλησε επί μέρες τον Τύπο.
Οι κρατικές αρχές προσπάθησαν αρχικά να αποδώσουν την ευθύνη για τη σφαγή στους αντάρτες, αργότερα όμως επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο περί ενέργειας παραστρατιωτικών. Οι εφημερίδες «Μακεδονία» και «Ελληνικός Βορράς» γράψανε ότι «κομμουνιστοσυμμορίται έσφαξαν 47 γυναικόπαιδα στην Ξηρόβρυση Κιλκίς» 11.
Ο «Ριζοσπάστης», στις 24 Νοεμβρίου, αποκάλυψε τη στάση των αστικών εφημερίδων:
«Χθες, όλες μαζί οι εφημερίδες ανήγγειλαν ότι “αναρχοκομμουνισταί” κλπ. μπήκαν στο χωριό Ξηρόβρυση του Κιλκίς και “κατέσφαξαν 42 εθνικόφρονας, ετραυμάτισαν 30 και επυρπόλησαν 45 οικίας”».
Δεν θα υπάρξει κανένα μέτρο για την περίθαλψη και ενίσχυση τραυματιών και αστέγων, ούτε για τη σύλληψη των δραστών. Αντιθέτως θα υπάρξει προσπάθεια από τον «αντιδραστικό Τύπο» να σκεπαστεί το έγκλημα και να αποδοθεί η ομαδική αυτή σφαγή και η καταστροφή του χωριού σε «αριστερές συμμορίες» με το αιτιολογικό ότι οι κάτοικοι της Ξηρόβρυσης «αρνήθηκαν να υπακούσουν εις ατομικάς προσκλήσεις, όπως ανέλθουν εις τα όρη» ή «υπέγραψαν δηλώσεις μετάνοιας!».
Σε τρίστηλο πρωτοσέλιδο άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο διευθυντής της συντακτικής επιτροπής Κ. Καραγιώργης ανέφερε ως υπεύθυνη της σφαγής τη «μοναρχική συμμορία του Λαζίκ και του Μπουντουβάκη» και ηθικό αυτουργό την εφημερίδα «Εστία», η οποία παρότρυνε «να σφάξουν τα εαμοκομμουνιστικά γυναικόπαιδα σαν να ήταν ενήλικοι» 12.
Θύμιζε ότι η εφημερίδα «Εστία», σε σχόλιό της, της 9ης Ιουλίου 1946, για τα γεγονότα της Ποντοκερασιάς έγραφε: «[...] Γυναίκες και παιδιά είνε στρατιώται και εκτελεστοί εξ ίσου άγριοι και θηριώδεις με τους χειροτέρους ενηλίκους. Ο ελληνικός στρατός πρέπει να το έχει υπ' όψει του».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο "Ριζοσπάστης" δημοσίευσε ανταπόκριση της 25ης τρέχοντος από την Θεσσαλο- νίκη, όπου αυτόπτες μάρτυρες της σφαγής μεταβαίνοντες στη Θεσσαλονίκη κατήγγειλαν «τους επιδρομείς Λαζίκ και Μπαντουβάκη», οι οποίοι συνοδευόμενοι από άλλους 60-70 «μουντζουρωμένα τα πρόσωπά τους με φούμο για να μη γνωρισθούν», προέβησαν σε «όργιο σφαγής και αίματος», επισημαίνοντας μάλιστα την «αδυναμία» της αστυνομίας του Κιλκίς «να προλάβει να φθάσει στον αιματηρό αυτό Γολγοθά», αν και «το χωριό απέχει μόνο μισή ώρα με τα πόδια». Στο ίδιο φύλλο, η εφημερίδα έδωσε και τη λίστα θυμάτων, όσων μέχρι τότε είχε εξακριβωθεί η ταυτότητά τους.
Η Ξηρόβρυση καταστράφηκε πλήρως και ερημώθηκε:
«Από τα 120 σπίτια της Ξηρόβρυσης, τους 100 αχυρώνες και τους 100 περίπου σταύλους έμειναν άθικτα 10 μόνο σπίτια και πολλοί λίγοι σταύλοι και αχυρώνες. Ο αριθμός των καμένων επίσης ζώων (μεγάλων και μικρών) υπολογίζεται σε 1000»13.
Στις 26 Νοεμβρίου, ο υπουργός Βορείου Ελλάδας Κ. Ροδόπουλος, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, δήλωσε ότι διέταξε «να επανέλθη πάραυτα ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής διακόπτων τας επιχειρήσεις εναντίον των συμμοριών και ενεργήση αυτοπροσώπως ανακρίσεις δια τα γεγονότα της Ξηροβρύσης» και ότι «θα ελέγξη αυτοπροσώπως την ακρίβειαν του πορίσματος».
Επίσης, ο υπουργός τόνισε πως αν αληθεύουν τα γραφόμενα «υπό τινών εφημερίδων» θα προβεί «εις αυστηροτάτας κυρώσεις κατά παντός υπευθύνου» 14.
Ακόμα και ο Α/ΓΕΣ αντιστράτηγος Κ. Βεντήρης διέταξε ανακρίσεις διότι «το πράγμα είναι τερατώδες»15.
Στις 27 Νοεμβρίου αναφέρονται άλλοι 18 φόνοι δημοκρατικών πολιτών από τις «ορδές των Μπουντουβάκη και Λαζίκ», στα χωριά Δογάντζα και Ρογιά του Κιλκίς. Ετσι, η Επιτροπή Μακεδονίας-Θράκης του ΕΑΜ θα στείλει τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στη γενική γραμματεία του συλλόγου «Για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα».
Ο «Ριζοσπάστης» αναφερόμενος στην Ξηρόβρυση τη χαρακτηρίζει ως ένα «από τα ειρηνικότερα και δημοκρατικότερα χωριά της Μακεδονίας». Μετά δε την επιδρομή της «φιλοκυβερνητικής συμμορίας του Λαζίκ» κατέληξε να αποτελεί το «νέο Δίστομο», καθώς «η σφαγή έγινε κατά το χιτλερικό υπόδειγμα των παρομοίων περιπτώσεων του Διστόμου, των Καλαβρύτων, του Κομμένου 'Αρτας και των Ανωγείων Κρήτης».
Και εξηγεί:
«Οι συμμορίτες έζωσαν το χωριό απ’ όλες τις πλευρές και αφού χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, άρχισαν το απαίσιο έργο τους. Ολες οι γυναίκες ατιμάσθηκαν κατά τρόπο κτηνώδη και μετά σφάχτηκαν από τους ίδιους τους βιαστές τους. Αντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά πέρασαν από το λεπίδι των κτηνανθρώπων. Μετά το ομαδικό έγκλημα οι δολοφόνοι έφυγαν ήσυχα ήσυχα χωρίς φυσικά να ενοχληθούν από τις φιλικές προς αυτούς κυβερνητικές δυνάμεις».
Δημοκρατικοί παράγοντες του κέντρου επικοινώνησαν με επιζήσαντες του δράματος της Ξηρόβρυσης και επιβεβαίωσαν τις ανταποκρίσεις και τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Μάλιστα, από «έγκυρες πηγές του κέντρου» δόθηκε η πληροφορία ότι τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης «αν και ξεχωρίζουν σε φρικαλεότητα από κάθε προηγούμενο εν τούτοις δεν είνε τα μόνα που συνέβησαν τον τελευταίο καιρό στη Μακεδονία. Μονάχα στο βορειοανατολικό τμήμα της περιφέρειας Κιλκίς, όπου έχουν αναλάβει την εξόντωση του πληθυσμού οι εγκληματικές ορδές του Λαζίκ, έχουν σχεδόν εκθεμελιωθεί δώδεκα συνοικισμοί (χωριουδάκια). Τριακόσια σπίτια αγροτών είνε τελείως ή εν μέρει αποτεφρωμένα. Ο αριθμός των σφαγμένων από τη συμμορία Λαζίκ γυναικοπαιδών υπερβαίνει κατά πολύ τα εκατό».
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης απαντώντας σε διάβημα της επιτροπής του ΕΑΜ θα δηλώσει ότι «δεν έχει επίσημον γνώσιν των γεγονότων της Ξηρόβρυσης...».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο υπουργός Στρατιωτικών Φίλιππος Δραγούμης, επιστρέφοντας στην Αθήνα ύστερα από ταξίδι του στη Μακεδονία θα επιβεβαιώσει τη σφαγή των κατοίκων. Θα εκφράσει δε τη γνώμη ότι «πιθανόν πρόκειται περί... βεντέτας».«Αυτά», θα προσθέσει, «συμβαίνουν εκατέρωθεν».
Οι μέρες περνάνε και κανείς υπεύθυνος δεν θα συλληφθεί. Ετσι, στις 29 Νοεμβρίου η Επιτροπή του ΕΑΜ Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης και οι Αγροτικοί Φιλελεύθεροι θα απευθύνουν νέα ανοιχτή διαμαρτυρία για τη σφαγή της Ξηρόβρυσης στην κυβέρνηση, στους πρεσβευτές των συμμαχικών κρατών, στο Γαλλικό Συμβούλιο Εθνικής Αντίστασης, στην κ. Ρούζβελτ και στον Τύπο του εξωτερικού. Με τη διαμαρτυρία του, το ΕΑΜ καλούσε, όσοι είναι ενάντιοι στη φρίκη της φασιστικής βίας "να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό για να απαλλαγεί από τον φασιστικό βραχνά στον οποίο τον έριξε η αγγλική κατοχή".
Γινόταν επίσης έκκληση σε όλη τη δημοκρατική ανθρωπότητα να βοηθήσει στην "αποκατάσταση δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα". 16
Στις 30 Νοεμβρίου ρωτήθηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Καλιάνης για τα γεγονότα της περιοχής του Κιλκίς. Απάντησε ότι δεν είχε ακόμη έκθεση για τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, προσθέτοντας ότι έστειλε επανειλημμένα τηλεγραφήματα στις εκεί αρχές, για να διερευνήσουν τι συνέβη, αλλά ακόμη δεν είχε πάρει απάντηση 17.
Ο γενικός διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας Γεώργιος Τζηρίδης δήλωσε ότι η σφαγή στην Ξηρόβρυση έγινε από "εθνικόφρονας των πέριξ χωρίων", ότι απέβλεπε μονάχα στο κάψιμο του σπιτιού του Σαββίδη, ότι πυροβόλησαν «και οι κομμουνισταί του χωρίου» και ότι από τους 47 σκοτωμένους της Ξηρόβρυσης, «οι 11 είναι εθνικόφρονες».
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι στην πραγματικότητα δεν έγιναν ωμότητες!!!.
Οι θέσεις του Τζηρίδη ανάγκασαν τη νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κιλκίς να απαντήσει με ανοιχτό γράμμα της. Η επιτροπή κατήγγειλε πως όλες οι δολοφονίες και οι εμπρησμοί έγιναν στην πραγματικότητα από «μοναρχικές συμμορίες». Ανέφερε πως «πυρπολήθηκαν 50 σπίτια άλλων κατοίκων χωρίς να θιγεί το σπίτι του Σαββίδη», πως «κανένας χωρικός της Ξηρόβρυσης δεν πυροβόλησε, κανένας συμμορίτης σκοτωμένος δεν υπάρχει ή έστω τραυματισμένος».
Επίσης, κανένας από τους 47 σκοτωμένους και 50 τραυματισμένους δεν ήταν «εθνικόφρων» και πως «όλα τα τραγικά θύματα είνε άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά και σφάχτηκαν ή σκοτώθηκαν μέσα στα σπίτια τους, εκτός απ' όσους πρόλαβαν να κρυφτούν στις γύρω χαράδρες όπου διανυκτέρευσαν με την ψυχή στο στόμα». Απαντώντας, τέλος, στο επιχείρημα του Τζηρίδη ότι δεν έγιναν ωμότητες, η επιτροπή του ΕΑΜ υποστήριξε πως οι «φρικώδεις ωμότητες» ομολογούνταν από τις σφαγές γέρων, παιδιών, όπως και ολόκληρων οικογενειών 18.
Κανένας υπεύθυνος για τη σφαγή της Ξηρόβρυσης δεν θα συλληφθεί.
Αντίθετα, θα παραπεμφθεί στο Πενταμελές Εφετείο ο υπεύθυνος του "Ριζοσπάστη", Κώστας Καραγιώργης, με την κατηγορία ότι "διέσπειρε, εν γνώσει, ψευδείς ειδήσεις", λόγω των δημοσιευμάτων της εφημερίδας σχετικά "με τα εγκλήματα των μοναρχικών" στην Ξηρόβρυση.
Ως μάρτυρας κατηγορίας, εξετάστηκε ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Μακρυνιώτης, που υπηρετούσε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και διαβάστηκε επιπρόσθετα και η ένορκη κατάθεση του Παπουτσάκη.
Ως μάρτυρας υπεράσπισης, παρουσιάστηκε ο Μιχάλης Κύρκος, της ΚΕ του ΕΑΜ.
Ο Μακρυνιώτης στην κατάθεσή του τόνισε πως ο «Ριζοσπάστης» «ανέγραψε την είδηση για την Ξηρόβρυση για να κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού προς τον στρατόν και εν γνώσει της ανταρσίας».
Παραδέχτηκε βέβαια ότι έγινε η σφαγή της Ξηρόβρυσης αλλά, σύμφωνα με την αναφορά των οργάνων του, η εγκληματική αυτή ενέργεια έγινε από άγνωστη «πολυπληθή συμμορία».
Αρνήθηκε δε τη μετοχή των Λαζίκ και Μπουντουβάκη και γενικά «τη δράση των δεξιών συμμοριών».
Δήλωσε επίσης άγνοια για τα γεγονότα της Κοκκινιάς και κατέθεσε πως δεν διάβασε τις δηλώσεις του γενικού διοικητή Βορείου Ελλάδας Ροδόπουλου για τα γεγονότα αυτά, όπως δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες του κέντρου και της Δεξιάς. Παρόμοια άγνοια επικαλέστηκε ο ίδιος μάρτυρας όταν ο Καραγιώργης τον ρώτησε αν είχε γνώση αντίστοιχων δημοσιευμάτων σε «Βήμα», «Ελευθερία» 19 και «Εμπρός».
Ο Μιχάλης Κύρκος κατέθεσε ότι στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει με την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ, ήρθε σε επαφή με «υπολείμματα οικογενειών της Ξηρόβρυσης» και διαπίστωσε ότι η σφαγή «έγινε όχι μόνο από μοναρχικούς συμμορίτες, όπως αναγνώρισε κι ο Ροδόπουλος, αλλά κι από χωροφύλακες που συνεργάσθηκαν μαζί τους».
Η δίκη τελικά αναβλήθηκε μέχρι την έκδοση του ανακριτικού πορίσματος των δικαστικών αρχών της Θεσσαλονίκης σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης 20.
Νέα ανακίνηση του θέματος έγινε στις 19 Μαρτίου 1947, όταν επισκέφτηκε την Ξηρόβρυση το 2ο Κλιμάκιο της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ. Το κλιμάκιο φτάνοντας στο μαρτυρικό χωριό αντίκρισε «ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας».
Παντού ερείπια, χαλάσματα, ερημιά, καταστροφή. Βρήκε περίπου 15 άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, «τρεις αγελάδες κι έναν πελεκάνο πάνω στο πιο ψηλό ερείπιο».
Οι αντιπρόσωποι της επιτροπής του ΟΗΕ γύρισαν όλο σχεδόν το χωριό. Είδαν τα καμένα σπίτια, τους κατεστραμμένους αχυρώνες, τα ερείπια και «τους δυστυχισμένους κατοίκους του που κλαίγανε μπροστά στα χαλάσματα και σέρνανε σε κάθε βήμα τους τον τρόμο, τη φρίκη και την απέραντη συμφορά».
Σε επίσημη συνεδρίαση του κλιμακίου εξετάστηκαν μάρτυρες από το χωριό. Παρόλο που ο φόβος ήταν διάχυτος στις καταθέσεις, παρόλο που όλοι οι μάρτυρες δίσταζαν να μιλήσουν, έδωσαν τελικά με τα «λίγα απλά και φοβισμένα λόγια τους» όλη την «τραγική εικόνα της φοβερής συμφοράς» και έδειξαν στους ξένους ότι «τρέμουν να μιλήσουν γιατί φοβούνται για τη ζωή τους» 21.
Το ίδιο απόγευμα τα μέλη της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ έφυγαν από την Ξηρόβρυση και πήγαν προς το Κιλκίς. Έτσι έκαναν και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού. Έφυγαν για το Κιλκίς, όπως έκαναν κάθε βράδυ, για να γυρίσουν στο ερειπωμένο νοικοκυριό τους την επομένη. Στο χωριό πλέον η ασφάλεια τους δεν ήταν δεδομένη....
Καμιά τιμωρία δεν επιβλήθηκε στις παραστρατιωτικές εκείνες ομάδες που δολοφόνησαν άμαχο πληθυσμό και γυναικόπαιδα στην περιοχή του Κιλκίς τον Νοέμβριο του 1946.
Για το κράτος της «εθνικοφροσύνης» τέτοιες ομάδες ήταν απολύτως επιθυμητές και χρήσιμες στον αγώνα του κατά του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», γι’ αυτό και φρόντισε να τις επισημοποιήσει, μετεξελίσσοντάς τες, την ίδια εκείνη περίοδο, σε επίσημες επικουρικές δυνάμεις του στρατού, υπό τις ονομασίες MAY και ΜΑΔ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου - Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως).
Παραπομπές
1 Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946», στο συλλογικό: Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σ. 308-309.
2 Εμπρός, 17.11.1946.
3 Ηλίας Μεταλλίδης, Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, A/Συνέχεια, Αθήνα 2010, σ. 124-127
4 Ριζοσπάστης, 19.11.1946, σ. 3.
5 Πολυμερής Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 162.
6 Το 1944 η ΠΑΟ, Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις, διέκοψε τη λειτουργία της. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των καπεταναίων της εξοπλίστηκε και τέθηκε υπό τη διοίκηση των Γερμανών, σε έναν κοινό «αντικομμουνιστικό» αγώνα κατά του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή της Μακεδονίας. Οι συνεργάτες αυτοί των Γερμανών έδρασαν υπό την επωνυμία Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), όμως το ΕΑΜικό κίνημα συνέχιζε να τους αποκαλεί «Παοτζήδες».
7 Νίτσα Γαβριηλίδου, Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης, Εντός, 2η έκδ., Αθήνα 2002 σ. 40,107,137,14
8 Ριζοσπάστης, 22 και 24.11.1946
9 Μεταλλίδης, ό.π·, σ. 20,52,54,58,86,87.
10 Βόγλης, ό.π., σ. 162.
11 Γαβριηλίδου, ό.π., σ. 139-141.
12 Ριζοσπάστης, 26.11.1946, σ. 1.
13 Βλ. φύλλα Ριζοσπάστη, 24-27.11.1946 και Μεταλλίδης, ό.π., σ. 253-254.
14 Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
15 Γ' ΣΣ προς Χ Μεραρχία Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου τ. 2 σ. 586
16.Ριζοσπάστης, 28 και 30.11.1946.
17 Ριζοσπάστης, 1.12.1946.
18 Ριζοσπάστης, 4.12.1946, σ. 4· Μεταλλίδης, ό.π., σ. 249-252.
19. Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
20 Ριζοσπάστης, 4.2.1947.
21 Βόγλης, ό.π., σ. 163- Ριζοσπάστης, 25.3.1947.
Ο Γαβριηλίδης θα πάρει ένα γράμμα από συγγενή του από την Κοκκινιά ο οποίος περιέγραφε τα γεγονότα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου.
Το γράμμα δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης»:
«18 Νοεμβρίου 1946. Νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη. Η ώρα θα ήταν μόλις 10 και μισή. Υστερα από τον κάματο της ημέρας ρίξαμε το βασανισμένο μας κορμί στον ύπνο για να ξεκουραστούμε τη νύχτα και ν’ αρχίσουμε το πρωί πάλι τη δουλειά μας. Πού να φανταστούμε πως το πρωί πολλοί από μας δεν θα ζούσαν.
Ξάφνου ακούμε τα σκυλιά να γαβγίζουν ανήσυχα, πράγμα που μας έβαλε σε ανησυχία. Κάτι κακό προμηνυόταν. Και αληθινά. Ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας, ακούστηκαν πυροβολισμοί από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του χωριού. Το κακό αμέσως μαθεύτηκε σ΄όλο το χωριό.
Οι κανίβαλοι του Λαζίκ, που είναι όλοι τους συνεργάτες των Γερμανών, κυκλώσανε το χωριό πολυβολώντας και καίοντας τα σπίτια.
Δύο απ’ αυτούς χτυπούν την πόρτα του Γιάννη Ιωαννίδη. Τους ανοίγει. Χωρίς καμιά κουβέντα τον ξαπλώνουν στη γης και δίνουν φωτιά στο σπίτι του ένα δίπατο σπίτι, που το ’φτιάξε με χίλια βάσανα.
Άλλοι βροντάν στην πόρτα του Αλκή Παυλίδη, που κείνη την ώρα συζητούσε με τον Γιάννη Κιουρτσίδη που ήταν αρραβωνιαστικός της κόρης του.
Βγαίνει έξω ο Γιάννης να δει τι θέλουν και χωρίς άλλη συζήτηση τον αφήνουν νεκρό πάνω στο κατώφλι της αγαπημένης του. Μπαίνουν μέσα στο σπίτι και πιάνουν τον Αλκή Παυλίδη μπροστά στη γυναίκα του, την αρραβωνιασμένη κόρη του και τ’ άλλα παιδιά του. Τους παρακαλεί να μην τον σκοτώσουν μπροστά στην οικογένειά του. Αδύνατον. Οι κανίβαλοι, αφού τον έσφαξαν σαν αρνί μπροστά στα παιδιά του και τη γυναίκα του, σκότωσαν και τον γιο του με τον ίδιο τρόπο. Βγαίνοντας έδωσαν φωτιά στο σπίτι. Η γυναίκα έξαλλη σαν τρελή με τ’ άλλα της παιδιά έτρεχε μέσα στους δρόμους του χωριού.
Τα πτώματα των σκοτωμένων έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.
Ετσι στο ίδιο σπίτι από χέρια δολοφόνων σκοτώθηκαν πατέρας, γιος και γαμπρός. Η ίδια φρικτή εικόνα με δράστες άλλους δολοφόνους εκτυλίχτηκε σε άλλα σπίτια του χωριού.
Στο σπίτι του Συμεών Συμεωνίδη σκοτώνουν τον γιο του Παναγιώτη, 29 χρονών, που είχε παντρευτεί πέρυσι.
Στης Ναζής Κωνσταντινίδου σκοτώνουν τον γιο της Λάζαρο Κωνσταντινίδη, 29 χρονών και τον γαμπρό της, 37 χρονών που είναι απ’ άλλο χωριό και έτυχε κείνο το βράδυ να βρίσκεται εκεί.
Στου Παύλου Ναθαναηλίδη σκοτώνουν τον γιο του Κώστα Ναθαναηλίδη, 21 χρονών.
Στου Αβραάμ Ευσταθιάδη σκοτώνουν τον ίδιο 68 χρονών, που ήταν κρατούμενος και βγήκε την προηγούμενη μέρα.
Στου Δημήτριου Γαβριηλίδη σκοτώνουν τον ίδιο, 37 χρονών. Ας σημειωθεί πως ήταν κουτσός και γενικά άνθρωπος που δεν ήταν σε θέση να κάνει κακό σε κανένα.
Στου Τριαντάφυλλου Μισαηλίδη σκότωσαν τον ίδιο, 46 χρονών. Ηταν ο πιο ήσυχος άνθρωπος του χωριού και ίσως και ολόκληρου του νομού.
Από τη μια μεριά σκοτώνουν και από την άλλη βάζουν φωτιά στα σπίτια. Ετσι το χωριό μας ζει τη νύχτα της 18 Νοεμβρίου τη νύχτα του Βαρθολομαίου.
Οι κανίβαλοι συναγωνίζονται ποιος θα κάνει τις μεγαλύτερες καταστροφές. Όλο το χωριό έχει παραδοθεί στις φλόγες. Τα ζώα μουγκρίζουν στους στάβλους και προσπαθούν να ξεφύγουν το κακό. Μαζί με τους συγχωριανούς μας που σφάχτηκαν, κάηκαν και πολλά ζώα ζωντανά. Οι κακούργοι απειλούν ότι δεν θα αφήσουν ρουθούνι. Τα ίδια ακούσαμε στην Κατοχή από τους ίδιους τους δολοφόνους, συνεργάτες των Γερμανών.
Όλοι αυτοί οι κοινοί εγκληματίες και προδότες του ελληνικού λαού γυρίζουν τώρα ελεύθεροι μέσα στους δρόμους του Κιλκίς.
Τα ίδια έφτιαναν και στη γερμανική Κατοχή. Αφού σκότωναν, ατίμαζαν και καίανε στα χωριά αθώα γυναικόπαιδα, γυρνούσαν στο Κιλκίς και γλεντούσαν με τους Γερμανούς και Γερμανοέλληνες, όπως σήμερα γλεντούν με τους Εγγλέζους και Εγγλεζοέλληνες».
Ο Τύπος της Δεξιάς θα προσπαθήσει να διαστρεβλώσει τη σφαγή της Κοκκινιάς. Μάλιστα θα υποστηρίξει ότι το χωριό καταστράφηκε «μέσα σε μάχη στις 18 Νοεμβρίου 1946».
Σε αυτή την παραπληροφόρηση θα μπλέξει και ο «Ριζοσπάστης».
Σε φύλλο, της 21ης Νοεμβρίου, η εφημερίδα έγραφε:
«Στις 2 το βράδυ της 18 τρέχ. πολλοί αντάρτες μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και σκότωσαν 12 μοναρχικούς».
Την επομένη βέβαια θα διορθώσει:
«Συμμορίτες της Δεξιάς μεταμφιεσμένοι μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά και κάψανε πολλά σπίτια, σκότωσαν 11 δημοκρατικούς και τραυμάτισαν άλλους πολλούς. Στο Καβαλλάρι κάψανε 20 σπίτια, στις Συκιές 10 σπίτια και σκότωσαν ένα, στην Αντιγόνια έδρα σταθμού Χωροφυλακής κάψανε 10 σπίτια, στο Γερακαριό κάψανε 15 αχυρώνες και σκότωσαν έναν γέρο».
Δύο δε μέρες αργότερα θα στηλιτεύσει τη στάση των δεξιών εφημερίδων:
«[.. πριν τρεις μέρες [21 Νοεμβρίου] δημοσιεύτηκε σε μοναρχικές και “δημοκρατικές” εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης η είδηση ότι “συμμορίται” κλπ. μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και “κατέσφαξαν” 12 πολίτας. Προχτές [22 Νοεμβρίου] αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα ήταν δημοκρατικοί πολίτες και γυναικόπαιδα και δράστης ο μοναρχικός λήσταρχος Γερμανοέλληνας Λαζίκ με τη συμμορία του» 8
Μια μέρα μετά τα γεγονότα στην Κοκκινιά, οι ομάδες των παρακρατικών θα βάλουν στόχο δύο άλλα προσφυγικά χωριά. Τη «μάνα της κομμούνας», το Μεταλλικό, και την Ξηρόβρυση.
Πρώτη τους στάση η Ξηρόβρυση. Η Ξηρόβρυση απέχει 5 χιλιόμετρα από το Κιλκίς. Το χωριό αυτό επιλέχθηκε να πληρώσει με το αίμα των κατοίκων του την επιλογή πολλών από αυτούς να συμμετάσχουν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ 9 Από το χωριό αυτό καταγόταν ο Π. Σαββίδης (Καραϊσκάκης), τοπικός αρχηγός των ανταρτών. Τριακόσιοι κάτοικοι του χωριού το είχαν ήδη εγκαταλείψει, μετά την επίθεση των ανταρτών στις Μουριές, φοβούμενοι την αντίδραση των δεξιών παραστρατιωτικών ομάδων 10.
Την Τετάρτη 20 Νοέμβρη, στις 8 το βράδυ, 70 κουκουλοφόροι εισέβαλαν στην Ξηρόβρυση και άρχισαν να καίνε σπίτια, να σκοτώνουν ανθρώπους, να βιάζουν γυναίκες, να σφάζουν στην κυριολεξία όποιον κάτοικο έβρισκαν μπροστά τους.
Η συμμορία των κουκουλοφόρων έδρασε ταχύτατα και γύρω στις 10 το βράδυ αποχώρησαν. Οταν ξημέρωσε, όσοι επέζησαν μετέφεραν τους τραυματίες με κάρα στο νοσοκομείο του Κιλκίς. Εκεί πολλοί από τους τραυματίες κατέληξαν.
Ολη αυτή η επιχείρηση εξελίχθηκε υπό την ανοχή της Χωροφυλακής του Κιλκίς, όπως καταγγέλλεται μέσα από μαρτυρίες. Στην Ξηρόβρυση, το μετακατοχικό καθεστώς έδειξε την αγριότητά του σκοτώνοντας 47 γυναικόπαιδα. Η σφαγή στην Ξηρόβρυση ήταν από τα πιο αιματηρά περιστατικά εκτέλεσης αμάχων στη διάρκεια του Εμφυλίου και απασχόλησε επί μέρες τον Τύπο.
Οι κρατικές αρχές προσπάθησαν αρχικά να αποδώσουν την ευθύνη για τη σφαγή στους αντάρτες, αργότερα όμως επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο περί ενέργειας παραστρατιωτικών. Οι εφημερίδες «Μακεδονία» και «Ελληνικός Βορράς» γράψανε ότι «κομμουνιστοσυμμορίται έσφαξαν 47 γυναικόπαιδα στην Ξηρόβρυση Κιλκίς» 11.
Ο «Ριζοσπάστης», στις 24 Νοεμβρίου, αποκάλυψε τη στάση των αστικών εφημερίδων:
«Χθες, όλες μαζί οι εφημερίδες ανήγγειλαν ότι “αναρχοκομμουνισταί” κλπ. μπήκαν στο χωριό Ξηρόβρυση του Κιλκίς και “κατέσφαξαν 42 εθνικόφρονας, ετραυμάτισαν 30 και επυρπόλησαν 45 οικίας”».
Δεν θα υπάρξει κανένα μέτρο για την περίθαλψη και ενίσχυση τραυματιών και αστέγων, ούτε για τη σύλληψη των δραστών. Αντιθέτως θα υπάρξει προσπάθεια από τον «αντιδραστικό Τύπο» να σκεπαστεί το έγκλημα και να αποδοθεί η ομαδική αυτή σφαγή και η καταστροφή του χωριού σε «αριστερές συμμορίες» με το αιτιολογικό ότι οι κάτοικοι της Ξηρόβρυσης «αρνήθηκαν να υπακούσουν εις ατομικάς προσκλήσεις, όπως ανέλθουν εις τα όρη» ή «υπέγραψαν δηλώσεις μετάνοιας!».
Σε τρίστηλο πρωτοσέλιδο άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο διευθυντής της συντακτικής επιτροπής Κ. Καραγιώργης ανέφερε ως υπεύθυνη της σφαγής τη «μοναρχική συμμορία του Λαζίκ και του Μπουντουβάκη» και ηθικό αυτουργό την εφημερίδα «Εστία», η οποία παρότρυνε «να σφάξουν τα εαμοκομμουνιστικά γυναικόπαιδα σαν να ήταν ενήλικοι» 12.
Θύμιζε ότι η εφημερίδα «Εστία», σε σχόλιό της, της 9ης Ιουλίου 1946, για τα γεγονότα της Ποντοκερασιάς έγραφε: «[...] Γυναίκες και παιδιά είνε στρατιώται και εκτελεστοί εξ ίσου άγριοι και θηριώδεις με τους χειροτέρους ενηλίκους. Ο ελληνικός στρατός πρέπει να το έχει υπ' όψει του».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο "Ριζοσπάστης" δημοσίευσε ανταπόκριση της 25ης τρέχοντος από την Θεσσαλο- νίκη, όπου αυτόπτες μάρτυρες της σφαγής μεταβαίνοντες στη Θεσσαλονίκη κατήγγειλαν «τους επιδρομείς Λαζίκ και Μπαντουβάκη», οι οποίοι συνοδευόμενοι από άλλους 60-70 «μουντζουρωμένα τα πρόσωπά τους με φούμο για να μη γνωρισθούν», προέβησαν σε «όργιο σφαγής και αίματος», επισημαίνοντας μάλιστα την «αδυναμία» της αστυνομίας του Κιλκίς «να προλάβει να φθάσει στον αιματηρό αυτό Γολγοθά», αν και «το χωριό απέχει μόνο μισή ώρα με τα πόδια». Στο ίδιο φύλλο, η εφημερίδα έδωσε και τη λίστα θυμάτων, όσων μέχρι τότε είχε εξακριβωθεί η ταυτότητά τους.
Η Ξηρόβρυση καταστράφηκε πλήρως και ερημώθηκε:
«Από τα 120 σπίτια της Ξηρόβρυσης, τους 100 αχυρώνες και τους 100 περίπου σταύλους έμειναν άθικτα 10 μόνο σπίτια και πολλοί λίγοι σταύλοι και αχυρώνες. Ο αριθμός των καμένων επίσης ζώων (μεγάλων και μικρών) υπολογίζεται σε 1000»13.
Στις 26 Νοεμβρίου, ο υπουργός Βορείου Ελλάδας Κ. Ροδόπουλος, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, δήλωσε ότι διέταξε «να επανέλθη πάραυτα ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής διακόπτων τας επιχειρήσεις εναντίον των συμμοριών και ενεργήση αυτοπροσώπως ανακρίσεις δια τα γεγονότα της Ξηροβρύσης» και ότι «θα ελέγξη αυτοπροσώπως την ακρίβειαν του πορίσματος».
Επίσης, ο υπουργός τόνισε πως αν αληθεύουν τα γραφόμενα «υπό τινών εφημερίδων» θα προβεί «εις αυστηροτάτας κυρώσεις κατά παντός υπευθύνου» 14.
Ακόμα και ο Α/ΓΕΣ αντιστράτηγος Κ. Βεντήρης διέταξε ανακρίσεις διότι «το πράγμα είναι τερατώδες»15.
Στις 27 Νοεμβρίου αναφέρονται άλλοι 18 φόνοι δημοκρατικών πολιτών από τις «ορδές των Μπουντουβάκη και Λαζίκ», στα χωριά Δογάντζα και Ρογιά του Κιλκίς. Ετσι, η Επιτροπή Μακεδονίας-Θράκης του ΕΑΜ θα στείλει τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στη γενική γραμματεία του συλλόγου «Για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα».
Ο «Ριζοσπάστης» αναφερόμενος στην Ξηρόβρυση τη χαρακτηρίζει ως ένα «από τα ειρηνικότερα και δημοκρατικότερα χωριά της Μακεδονίας». Μετά δε την επιδρομή της «φιλοκυβερνητικής συμμορίας του Λαζίκ» κατέληξε να αποτελεί το «νέο Δίστομο», καθώς «η σφαγή έγινε κατά το χιτλερικό υπόδειγμα των παρομοίων περιπτώσεων του Διστόμου, των Καλαβρύτων, του Κομμένου 'Αρτας και των Ανωγείων Κρήτης».
Και εξηγεί:
«Οι συμμορίτες έζωσαν το χωριό απ’ όλες τις πλευρές και αφού χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, άρχισαν το απαίσιο έργο τους. Ολες οι γυναίκες ατιμάσθηκαν κατά τρόπο κτηνώδη και μετά σφάχτηκαν από τους ίδιους τους βιαστές τους. Αντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά πέρασαν από το λεπίδι των κτηνανθρώπων. Μετά το ομαδικό έγκλημα οι δολοφόνοι έφυγαν ήσυχα ήσυχα χωρίς φυσικά να ενοχληθούν από τις φιλικές προς αυτούς κυβερνητικές δυνάμεις».
Δημοκρατικοί παράγοντες του κέντρου επικοινώνησαν με επιζήσαντες του δράματος της Ξηρόβρυσης και επιβεβαίωσαν τις ανταποκρίσεις και τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Μάλιστα, από «έγκυρες πηγές του κέντρου» δόθηκε η πληροφορία ότι τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης «αν και ξεχωρίζουν σε φρικαλεότητα από κάθε προηγούμενο εν τούτοις δεν είνε τα μόνα που συνέβησαν τον τελευταίο καιρό στη Μακεδονία. Μονάχα στο βορειοανατολικό τμήμα της περιφέρειας Κιλκίς, όπου έχουν αναλάβει την εξόντωση του πληθυσμού οι εγκληματικές ορδές του Λαζίκ, έχουν σχεδόν εκθεμελιωθεί δώδεκα συνοικισμοί (χωριουδάκια). Τριακόσια σπίτια αγροτών είνε τελείως ή εν μέρει αποτεφρωμένα. Ο αριθμός των σφαγμένων από τη συμμορία Λαζίκ γυναικοπαιδών υπερβαίνει κατά πολύ τα εκατό».
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης απαντώντας σε διάβημα της επιτροπής του ΕΑΜ θα δηλώσει ότι «δεν έχει επίσημον γνώσιν των γεγονότων της Ξηρόβρυσης...».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο υπουργός Στρατιωτικών Φίλιππος Δραγούμης, επιστρέφοντας στην Αθήνα ύστερα από ταξίδι του στη Μακεδονία θα επιβεβαιώσει τη σφαγή των κατοίκων. Θα εκφράσει δε τη γνώμη ότι «πιθανόν πρόκειται περί... βεντέτας».«Αυτά», θα προσθέσει, «συμβαίνουν εκατέρωθεν».
Οι μέρες περνάνε και κανείς υπεύθυνος δεν θα συλληφθεί. Ετσι, στις 29 Νοεμβρίου η Επιτροπή του ΕΑΜ Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης και οι Αγροτικοί Φιλελεύθεροι θα απευθύνουν νέα ανοιχτή διαμαρτυρία για τη σφαγή της Ξηρόβρυσης στην κυβέρνηση, στους πρεσβευτές των συμμαχικών κρατών, στο Γαλλικό Συμβούλιο Εθνικής Αντίστασης, στην κ. Ρούζβελτ και στον Τύπο του εξωτερικού. Με τη διαμαρτυρία του, το ΕΑΜ καλούσε, όσοι είναι ενάντιοι στη φρίκη της φασιστικής βίας "να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό για να απαλλαγεί από τον φασιστικό βραχνά στον οποίο τον έριξε η αγγλική κατοχή".
Γινόταν επίσης έκκληση σε όλη τη δημοκρατική ανθρωπότητα να βοηθήσει στην "αποκατάσταση δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα". 16
Στις 30 Νοεμβρίου ρωτήθηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Καλιάνης για τα γεγονότα της περιοχής του Κιλκίς. Απάντησε ότι δεν είχε ακόμη έκθεση για τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, προσθέτοντας ότι έστειλε επανειλημμένα τηλεγραφήματα στις εκεί αρχές, για να διερευνήσουν τι συνέβη, αλλά ακόμη δεν είχε πάρει απάντηση 17.
Ο γενικός διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας Γεώργιος Τζηρίδης δήλωσε ότι η σφαγή στην Ξηρόβρυση έγινε από "εθνικόφρονας των πέριξ χωρίων", ότι απέβλεπε μονάχα στο κάψιμο του σπιτιού του Σαββίδη, ότι πυροβόλησαν «και οι κομμουνισταί του χωρίου» και ότι από τους 47 σκοτωμένους της Ξηρόβρυσης, «οι 11 είναι εθνικόφρονες».
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι στην πραγματικότητα δεν έγιναν ωμότητες!!!.
Οι θέσεις του Τζηρίδη ανάγκασαν τη νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κιλκίς να απαντήσει με ανοιχτό γράμμα της. Η επιτροπή κατήγγειλε πως όλες οι δολοφονίες και οι εμπρησμοί έγιναν στην πραγματικότητα από «μοναρχικές συμμορίες». Ανέφερε πως «πυρπολήθηκαν 50 σπίτια άλλων κατοίκων χωρίς να θιγεί το σπίτι του Σαββίδη», πως «κανένας χωρικός της Ξηρόβρυσης δεν πυροβόλησε, κανένας συμμορίτης σκοτωμένος δεν υπάρχει ή έστω τραυματισμένος».
Επίσης, κανένας από τους 47 σκοτωμένους και 50 τραυματισμένους δεν ήταν «εθνικόφρων» και πως «όλα τα τραγικά θύματα είνε άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά και σφάχτηκαν ή σκοτώθηκαν μέσα στα σπίτια τους, εκτός απ' όσους πρόλαβαν να κρυφτούν στις γύρω χαράδρες όπου διανυκτέρευσαν με την ψυχή στο στόμα». Απαντώντας, τέλος, στο επιχείρημα του Τζηρίδη ότι δεν έγιναν ωμότητες, η επιτροπή του ΕΑΜ υποστήριξε πως οι «φρικώδεις ωμότητες» ομολογούνταν από τις σφαγές γέρων, παιδιών, όπως και ολόκληρων οικογενειών 18.
Κανένας υπεύθυνος για τη σφαγή της Ξηρόβρυσης δεν θα συλληφθεί.
Αντίθετα, θα παραπεμφθεί στο Πενταμελές Εφετείο ο υπεύθυνος του "Ριζοσπάστη", Κώστας Καραγιώργης, με την κατηγορία ότι "διέσπειρε, εν γνώσει, ψευδείς ειδήσεις", λόγω των δημοσιευμάτων της εφημερίδας σχετικά "με τα εγκλήματα των μοναρχικών" στην Ξηρόβρυση.
Ως μάρτυρας κατηγορίας, εξετάστηκε ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Μακρυνιώτης, που υπηρετούσε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και διαβάστηκε επιπρόσθετα και η ένορκη κατάθεση του Παπουτσάκη.
Ως μάρτυρας υπεράσπισης, παρουσιάστηκε ο Μιχάλης Κύρκος, της ΚΕ του ΕΑΜ.
Ο Μακρυνιώτης στην κατάθεσή του τόνισε πως ο «Ριζοσπάστης» «ανέγραψε την είδηση για την Ξηρόβρυση για να κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού προς τον στρατόν και εν γνώσει της ανταρσίας».
Παραδέχτηκε βέβαια ότι έγινε η σφαγή της Ξηρόβρυσης αλλά, σύμφωνα με την αναφορά των οργάνων του, η εγκληματική αυτή ενέργεια έγινε από άγνωστη «πολυπληθή συμμορία».
Αρνήθηκε δε τη μετοχή των Λαζίκ και Μπουντουβάκη και γενικά «τη δράση των δεξιών συμμοριών».
Δήλωσε επίσης άγνοια για τα γεγονότα της Κοκκινιάς και κατέθεσε πως δεν διάβασε τις δηλώσεις του γενικού διοικητή Βορείου Ελλάδας Ροδόπουλου για τα γεγονότα αυτά, όπως δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες του κέντρου και της Δεξιάς. Παρόμοια άγνοια επικαλέστηκε ο ίδιος μάρτυρας όταν ο Καραγιώργης τον ρώτησε αν είχε γνώση αντίστοιχων δημοσιευμάτων σε «Βήμα», «Ελευθερία» 19 και «Εμπρός».
Ο Μιχάλης Κύρκος κατέθεσε ότι στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει με την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ, ήρθε σε επαφή με «υπολείμματα οικογενειών της Ξηρόβρυσης» και διαπίστωσε ότι η σφαγή «έγινε όχι μόνο από μοναρχικούς συμμορίτες, όπως αναγνώρισε κι ο Ροδόπουλος, αλλά κι από χωροφύλακες που συνεργάσθηκαν μαζί τους».
Η δίκη τελικά αναβλήθηκε μέχρι την έκδοση του ανακριτικού πορίσματος των δικαστικών αρχών της Θεσσαλονίκης σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης 20.
Νέα ανακίνηση του θέματος έγινε στις 19 Μαρτίου 1947, όταν επισκέφτηκε την Ξηρόβρυση το 2ο Κλιμάκιο της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ. Το κλιμάκιο φτάνοντας στο μαρτυρικό χωριό αντίκρισε «ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας».
Παντού ερείπια, χαλάσματα, ερημιά, καταστροφή. Βρήκε περίπου 15 άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, «τρεις αγελάδες κι έναν πελεκάνο πάνω στο πιο ψηλό ερείπιο».
Οι αντιπρόσωποι της επιτροπής του ΟΗΕ γύρισαν όλο σχεδόν το χωριό. Είδαν τα καμένα σπίτια, τους κατεστραμμένους αχυρώνες, τα ερείπια και «τους δυστυχισμένους κατοίκους του που κλαίγανε μπροστά στα χαλάσματα και σέρνανε σε κάθε βήμα τους τον τρόμο, τη φρίκη και την απέραντη συμφορά».
Σε επίσημη συνεδρίαση του κλιμακίου εξετάστηκαν μάρτυρες από το χωριό. Παρόλο που ο φόβος ήταν διάχυτος στις καταθέσεις, παρόλο που όλοι οι μάρτυρες δίσταζαν να μιλήσουν, έδωσαν τελικά με τα «λίγα απλά και φοβισμένα λόγια τους» όλη την «τραγική εικόνα της φοβερής συμφοράς» και έδειξαν στους ξένους ότι «τρέμουν να μιλήσουν γιατί φοβούνται για τη ζωή τους» 21.
Το ίδιο απόγευμα τα μέλη της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ έφυγαν από την Ξηρόβρυση και πήγαν προς το Κιλκίς. Έτσι έκαναν και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού. Έφυγαν για το Κιλκίς, όπως έκαναν κάθε βράδυ, για να γυρίσουν στο ερειπωμένο νοικοκυριό τους την επομένη. Στο χωριό πλέον η ασφάλεια τους δεν ήταν δεδομένη....
Καμιά τιμωρία δεν επιβλήθηκε στις παραστρατιωτικές εκείνες ομάδες που δολοφόνησαν άμαχο πληθυσμό και γυναικόπαιδα στην περιοχή του Κιλκίς τον Νοέμβριο του 1946.
Για το κράτος της «εθνικοφροσύνης» τέτοιες ομάδες ήταν απολύτως επιθυμητές και χρήσιμες στον αγώνα του κατά του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», γι’ αυτό και φρόντισε να τις επισημοποιήσει, μετεξελίσσοντάς τες, την ίδια εκείνη περίοδο, σε επίσημες επικουρικές δυνάμεις του στρατού, υπό τις ονομασίες MAY και ΜΑΔ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου - Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως).
Παραπομπές
1 Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946», στο συλλογικό: Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σ. 308-309.
2 Εμπρός, 17.11.1946.
3 Ηλίας Μεταλλίδης, Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, A/Συνέχεια, Αθήνα 2010, σ. 124-127
4 Ριζοσπάστης, 19.11.1946, σ. 3.
5 Πολυμερής Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 162.
6 Το 1944 η ΠΑΟ, Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις, διέκοψε τη λειτουργία της. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των καπεταναίων της εξοπλίστηκε και τέθηκε υπό τη διοίκηση των Γερμανών, σε έναν κοινό «αντικομμουνιστικό» αγώνα κατά του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή της Μακεδονίας. Οι συνεργάτες αυτοί των Γερμανών έδρασαν υπό την επωνυμία Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), όμως το ΕΑΜικό κίνημα συνέχιζε να τους αποκαλεί «Παοτζήδες».
7 Νίτσα Γαβριηλίδου, Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης, Εντός, 2η έκδ., Αθήνα 2002 σ. 40,107,137,14
8 Ριζοσπάστης, 22 και 24.11.1946
9 Μεταλλίδης, ό.π·, σ. 20,52,54,58,86,87.
10 Βόγλης, ό.π., σ. 162.
11 Γαβριηλίδου, ό.π., σ. 139-141.
12 Ριζοσπάστης, 26.11.1946, σ. 1.
13 Βλ. φύλλα Ριζοσπάστη, 24-27.11.1946 και Μεταλλίδης, ό.π., σ. 253-254.
14 Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
15 Γ' ΣΣ προς Χ Μεραρχία Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου τ. 2 σ. 586
16.Ριζοσπάστης, 28 και 30.11.1946.
17 Ριζοσπάστης, 1.12.1946.
18 Ριζοσπάστης, 4.12.1946, σ. 4· Μεταλλίδης, ό.π., σ. 249-252.
19. Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
20 Ριζοσπάστης, 4.2.1947.
21 Βόγλης, ό.π., σ. 163- Ριζοσπάστης, 25.3.1947.
Ταγματασφαλίτες, εγκληματίες δοσίλογοι,
αστικός κόσμος και οι προστάτες τους
Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί της εκπρόσωποι (στρατηγοί, ναύαρχοι κλπ.), η πνευματική ηγεσία και η ηγεσία της εκκλησίας που είχαν επίγνωση ότι το κατοχικό καθεστώς στηριζόταν στη βία και το χαφιεδισμό, αισθάνονταν ανίσχυροι όσο έβλεπαν να αναπτύσσεται το κίνημα αντίστασης και ο λαός να σηκώνει κεφάλι.
Πανικόβλητοι, όχι, φυσικά, από την τριπλή φασιστική κατοχή, άλλα από τη Λαϊκή Αντίσταση, που ορθωνόταν και δυνάμωνε ματωμένη σε σκληρούς αγώνες κατά των καταχτητών, όπλιζαν σε συνεργασία με τούς Γερμανούς τις δικές τους δυνάμεις που θα μπορούσαν να τις αντιπαρατάξουν στην ώρα αιχμής, δηλαδή για την κάλυψη του κενού που θα δημιουργούνταν όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί και πριν φτάσουν οι Βρετανοί.
Και αυτοί οι εγκληματίες που έβαψαν με τα χέρια τους από αίμα του ελληνικού λαού, συνεργαζόμενοι με τις δυνάμεις κατοχής, μετά την απελευθέρωση της χώρας μας όχι απλώς δεν τιμωρήθηκαν αλλά έγιναν οι στυλοβάτες του αστικού μεταβαρκιζιανού κράτους.
Ασ’ πιάσουμε το θέμα από την αρχή.
Ο I. Ράλλης είπε πως είχε εντολή να μείνει στην εξουσία, ώσπου να ’ρθουν οι Βρετανοί!
Ο Μανιαδάκης είχε πει στον Μπουραντά φεύγοντας για τη Μέση Ανατολή να συνεργαστεί και ότι αυτός θα ξανάρθει. Το λαό και όχι τούς Γερμανούς φοβόταν. Μάλιστα, φρόντιζαν να χρησιμοποιούν τους καταχτητές για να τρομοκρατήσουν, να μην αφήσουν το λαό να πάρει την εξουσία μετά την απελευθέρωση.
Συγκρότησαν δυνάμεις ασφαλείας ισχυρές. Δύναμη πυρός μιας μεραρχίας, είπε ο Μπουραντάς, διέθετε το μηχανοκίνητο που διοικούσε. Και τα όπλα αυτά τα πήρε όχι μόνο από τούς καταχτητές, αλλά και τους Βρετανούς και την κυβέρνηση του Καΐρου.
"Συμφωνήσαμε" θα πει ο Εβερτ με τον Γ. Παπανδρέου πριν φύγει για τη Μέση Ανατολή να μας στείλει όπλα. Και έστειλε. Τα παρέλαβε η «X» και ο ΕΔΕΣ Αθήνας, τον οποίο στις 19.2.44 στην Πλάκα-Μυρόφυλλο ο ΕΔΕΣ του βουνού τον αποκήρυσσε σαν προδοτικό.
Αλλά κι αυτά τα προδοτικά Σώματα Ασφαλείας που οργάνωσαν με τους Γερμανούς και τους Αγγλους τα θεωρούσαν ανεπαρκή. Ήθελαν στρατό. Προχώρησαν στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφάλειας που επάνδρωσαν με αξιωματικούς που έστελνε εκεί η «Στρατιωτική Ιεραρχία» των αντιστράτηγων. Όμως κάτω από την πίεση του ΕΑΜ αναγκάζονταν να αποκηρύξουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Να τι έλεγαν οι Σύμμαχοι και το Κάιρο γι’ αυτά:
«Ο ίδιος ο Ράλλης Γερμανός καγκελάριος της Ελλάδος...» (Ραδιοστ. Καΐρου 13.2.44 και Λονδίνου 16.7.44).
«... σκοπός των οποίων (ταγμάτων ασφαλείας) είναι να βοηθήσουν τον εχθρό... Υποβοηθούν τον κατακτητή με Αντικειμενικό σκοπό να αναβάλλουν τη μέρα τη Απελευθέρωσης του Ελληνικού Λαού» (Αϊζενχάουερ 3.1.44).
Η Αποκήρυξη όμως αυτή προκαλούσε Αντιδράσεις των δοσιλόγων στη κατεχόμενη Ελλάδα και κυρίως από κείνους που πρωτοστατούσαν στη συγκρότηση των Ταγμάτων. Ο Αρχηγός των Εθνικών Φιλελευθέρων Στυλ. Γονατάς έγραφε σε επιστολή του προς την κυβέρνηση του Καΐρου με ημερομηνία «Αθήναι 22 Φεβρουάριου 1944»:
«... Και το ραδιόφωνον του Λονδίνου εξυμνεί την ηρωικήν έν Ελλάδι ανταρτικήν δράσιν, εξάπτει τα πνεύματα και ενισχύει ηθικώς το ΕΑΜ. Τα Τάγματα Ασφαλείας απετέλεσαν το μόνον δι’ αυτούς αντίπαλον δέος. Από πού άλλου θα ηρύοντο αυτά τα όπλα, παρά μόνον από τούς Γερμανούς;
Και ήδη ζητούνται από παντού σχεδόν (Πάτρας, Τρίπολιν, Καλάμας, Κόρινθον, Λαμίαν κλπ.) να τους αποσταλούν τμήματα Ταγμάτων Ασφαλείας διά ν’ αποτινάξουν τον εαμικόν ζυγόν, ο οποίος είναι βαρύς, σκληρός και δυσβάστακτος. Ο πολύς κόσμος δεν βλέπει το γερμανικό διά το μέλλον της Ελλάδος κίνδυνον, μετά την κρίσιν Ιδία του πολέμου υπέρ των Συμμάχων, άλλα βλέπει τρομερόν κίνδυνον διά τον τόπον, την επικράτησιν των κομμουνιστών, έστω και προσωρινώς μετά την απελευθέρωσιν και προτιμά να συμμαχήση με τον διάβολον ακόμη, διά να τους αποκλείση την πιθανότητα της επικρατήσεως».
(Από το βιβλίο Τσουδερού, «Ελληνικές ανωμαλίες στη Μέση Ανατολή», σελ. 112).
Ο πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Ενότητας Γ. Παπανδρέου στο διάγγελμά του στις 7.9.44 έγραφε:
«..Υπάρχουν και σκιές, τα Τάγματα Ασφαλείας και οι Έλληνες γενικά στην υπηρεσία του κατακτητού εναντίον Ελλήνων. Το Εθνικόν Συνέδριον Λιβάνου κατήγγειλε και τας δύο κατηγορίας. Η Εθνική κυβέρνησις αναγνωρίζει την καταγγελίαν αυτήν. Παραγγέλλομεν να εγκαταλείψουν τας υπηρεσίας των οι ευρισκόμενοι εις συνεργασίαν με τας υπηρεσίας του εχθρού αμέσως. Εις όποιον βοηθεί τον εχθρόν θα επιβληθή αμείλικτος τιμωρία».
Βέβαια ότι τα αποκήρυσσαν αυτό δε σημαίνει ότι σκόπευαν ειλικρινά να τα διαλύσουν. Γιατί υπάρχει η επιστολή Γ. Παπανδρέου από το Κάιρο προς τον Χρύσανθο που έγραφε: «Πιστεύω να υπάρχει κάποιος αυτού όπου θα ’χει μυαλό, ώστε να μην επιτρέψει τη διάλυση των Ταγμάτων».
Η κυβέρνηση I. Ράλλη και τα όργανά της ανοιχτά υποστήριζαν το 1943 ότι είχαν εντολή των Άγγλων να φτιάξουν τα Τάγματα.
Τότε η ΚΕ του ΕΑΜ διαμαρτυρήθηκε προς τους τρεις Συμμάχους Αμερικανούς, Ρώσους και Άγγλους — και οι τελευταίοι Αναγκάστηκαν να τα αποκηρύξουν ανοιχτά. Κρυφά όμως συνέχιζαν να τα ενισχύουν παίζοντας διπλό παιχνίδι!
Συνήγορος όμως των Ταγμάτων ’Ασφαλείας παρουσιάστηκε σχεδόν σύσσωμος ο παλιός Αστικός πολιτικός κόσμος στη δίκη των δοσιλόγων.
Ο I. Θεοτόκης είπε: «Τα Τάγματα Ασφαλείας ηργάσθησαν διά την εμπέδωσιν της τάξεως. Ανάλογα ευμενή αισθήματα εδοκίμαζε τότε ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος. Aι κυβερνήσεις κατοχής εξυπηρέτησαν τα ελληνικά συμφέροντα...».
Ο Δ. Μάξιμος, που μετά την απελευθέρωση διατέλεσε πρωθυπουργός, στην ίδια δίκη κατέθεσε:
«Τα Τάγματα Ασφαλείας δι’ όλους υμάς υπήρξαν χρησιμότατα... Ο λαός ανέπνεε μόλις έβλεπε τα Τάγματα...».
Ασφαλώς η φωτογραφία αυτή και άλλες παρόμοιες αποτελούν μια επιβεβαίωση των όσων ισχυρίστηκε ο Δ. Μάξιμος!
Πανικόβλητοι, όχι, φυσικά, από την τριπλή φασιστική κατοχή, άλλα από τη Λαϊκή Αντίσταση, που ορθωνόταν και δυνάμωνε ματωμένη σε σκληρούς αγώνες κατά των καταχτητών, όπλιζαν σε συνεργασία με τούς Γερμανούς τις δικές τους δυνάμεις που θα μπορούσαν να τις αντιπαρατάξουν στην ώρα αιχμής, δηλαδή για την κάλυψη του κενού που θα δημιουργούνταν όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί και πριν φτάσουν οι Βρετανοί.
Και αυτοί οι εγκληματίες που έβαψαν με τα χέρια τους από αίμα του ελληνικού λαού, συνεργαζόμενοι με τις δυνάμεις κατοχής, μετά την απελευθέρωση της χώρας μας όχι απλώς δεν τιμωρήθηκαν αλλά έγιναν οι στυλοβάτες του αστικού μεταβαρκιζιανού κράτους.
Ασ’ πιάσουμε το θέμα από την αρχή.
Ο I. Ράλλης είπε πως είχε εντολή να μείνει στην εξουσία, ώσπου να ’ρθουν οι Βρετανοί!
Ο Μανιαδάκης είχε πει στον Μπουραντά φεύγοντας για τη Μέση Ανατολή να συνεργαστεί και ότι αυτός θα ξανάρθει. Το λαό και όχι τούς Γερμανούς φοβόταν. Μάλιστα, φρόντιζαν να χρησιμοποιούν τους καταχτητές για να τρομοκρατήσουν, να μην αφήσουν το λαό να πάρει την εξουσία μετά την απελευθέρωση.
Συγκρότησαν δυνάμεις ασφαλείας ισχυρές. Δύναμη πυρός μιας μεραρχίας, είπε ο Μπουραντάς, διέθετε το μηχανοκίνητο που διοικούσε. Και τα όπλα αυτά τα πήρε όχι μόνο από τούς καταχτητές, αλλά και τους Βρετανούς και την κυβέρνηση του Καΐρου.
"Συμφωνήσαμε" θα πει ο Εβερτ με τον Γ. Παπανδρέου πριν φύγει για τη Μέση Ανατολή να μας στείλει όπλα. Και έστειλε. Τα παρέλαβε η «X» και ο ΕΔΕΣ Αθήνας, τον οποίο στις 19.2.44 στην Πλάκα-Μυρόφυλλο ο ΕΔΕΣ του βουνού τον αποκήρυσσε σαν προδοτικό.
Αλλά κι αυτά τα προδοτικά Σώματα Ασφαλείας που οργάνωσαν με τους Γερμανούς και τους Αγγλους τα θεωρούσαν ανεπαρκή. Ήθελαν στρατό. Προχώρησαν στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφάλειας που επάνδρωσαν με αξιωματικούς που έστελνε εκεί η «Στρατιωτική Ιεραρχία» των αντιστράτηγων. Όμως κάτω από την πίεση του ΕΑΜ αναγκάζονταν να αποκηρύξουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Να τι έλεγαν οι Σύμμαχοι και το Κάιρο γι’ αυτά:
«Ο ίδιος ο Ράλλης Γερμανός καγκελάριος της Ελλάδος...» (Ραδιοστ. Καΐρου 13.2.44 και Λονδίνου 16.7.44).
«... σκοπός των οποίων (ταγμάτων ασφαλείας) είναι να βοηθήσουν τον εχθρό... Υποβοηθούν τον κατακτητή με Αντικειμενικό σκοπό να αναβάλλουν τη μέρα τη Απελευθέρωσης του Ελληνικού Λαού» (Αϊζενχάουερ 3.1.44).
Η Αποκήρυξη όμως αυτή προκαλούσε Αντιδράσεις των δοσιλόγων στη κατεχόμενη Ελλάδα και κυρίως από κείνους που πρωτοστατούσαν στη συγκρότηση των Ταγμάτων. Ο Αρχηγός των Εθνικών Φιλελευθέρων Στυλ. Γονατάς έγραφε σε επιστολή του προς την κυβέρνηση του Καΐρου με ημερομηνία «Αθήναι 22 Φεβρουάριου 1944»:
«... Και το ραδιόφωνον του Λονδίνου εξυμνεί την ηρωικήν έν Ελλάδι ανταρτικήν δράσιν, εξάπτει τα πνεύματα και ενισχύει ηθικώς το ΕΑΜ. Τα Τάγματα Ασφαλείας απετέλεσαν το μόνον δι’ αυτούς αντίπαλον δέος. Από πού άλλου θα ηρύοντο αυτά τα όπλα, παρά μόνον από τούς Γερμανούς;
Και ήδη ζητούνται από παντού σχεδόν (Πάτρας, Τρίπολιν, Καλάμας, Κόρινθον, Λαμίαν κλπ.) να τους αποσταλούν τμήματα Ταγμάτων Ασφαλείας διά ν’ αποτινάξουν τον εαμικόν ζυγόν, ο οποίος είναι βαρύς, σκληρός και δυσβάστακτος. Ο πολύς κόσμος δεν βλέπει το γερμανικό διά το μέλλον της Ελλάδος κίνδυνον, μετά την κρίσιν Ιδία του πολέμου υπέρ των Συμμάχων, άλλα βλέπει τρομερόν κίνδυνον διά τον τόπον, την επικράτησιν των κομμουνιστών, έστω και προσωρινώς μετά την απελευθέρωσιν και προτιμά να συμμαχήση με τον διάβολον ακόμη, διά να τους αποκλείση την πιθανότητα της επικρατήσεως».
(Από το βιβλίο Τσουδερού, «Ελληνικές ανωμαλίες στη Μέση Ανατολή», σελ. 112).
Ο πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Ενότητας Γ. Παπανδρέου στο διάγγελμά του στις 7.9.44 έγραφε:
«..Υπάρχουν και σκιές, τα Τάγματα Ασφαλείας και οι Έλληνες γενικά στην υπηρεσία του κατακτητού εναντίον Ελλήνων. Το Εθνικόν Συνέδριον Λιβάνου κατήγγειλε και τας δύο κατηγορίας. Η Εθνική κυβέρνησις αναγνωρίζει την καταγγελίαν αυτήν. Παραγγέλλομεν να εγκαταλείψουν τας υπηρεσίας των οι ευρισκόμενοι εις συνεργασίαν με τας υπηρεσίας του εχθρού αμέσως. Εις όποιον βοηθεί τον εχθρόν θα επιβληθή αμείλικτος τιμωρία».
Βέβαια ότι τα αποκήρυσσαν αυτό δε σημαίνει ότι σκόπευαν ειλικρινά να τα διαλύσουν. Γιατί υπάρχει η επιστολή Γ. Παπανδρέου από το Κάιρο προς τον Χρύσανθο που έγραφε: «Πιστεύω να υπάρχει κάποιος αυτού όπου θα ’χει μυαλό, ώστε να μην επιτρέψει τη διάλυση των Ταγμάτων».
Η κυβέρνηση I. Ράλλη και τα όργανά της ανοιχτά υποστήριζαν το 1943 ότι είχαν εντολή των Άγγλων να φτιάξουν τα Τάγματα.
Τότε η ΚΕ του ΕΑΜ διαμαρτυρήθηκε προς τους τρεις Συμμάχους Αμερικανούς, Ρώσους και Άγγλους — και οι τελευταίοι Αναγκάστηκαν να τα αποκηρύξουν ανοιχτά. Κρυφά όμως συνέχιζαν να τα ενισχύουν παίζοντας διπλό παιχνίδι!
Συνήγορος όμως των Ταγμάτων ’Ασφαλείας παρουσιάστηκε σχεδόν σύσσωμος ο παλιός Αστικός πολιτικός κόσμος στη δίκη των δοσιλόγων.
Ο I. Θεοτόκης είπε: «Τα Τάγματα Ασφαλείας ηργάσθησαν διά την εμπέδωσιν της τάξεως. Ανάλογα ευμενή αισθήματα εδοκίμαζε τότε ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος. Aι κυβερνήσεις κατοχής εξυπηρέτησαν τα ελληνικά συμφέροντα...».
Ο Δ. Μάξιμος, που μετά την απελευθέρωση διατέλεσε πρωθυπουργός, στην ίδια δίκη κατέθεσε:
«Τα Τάγματα Ασφαλείας δι’ όλους υμάς υπήρξαν χρησιμότατα... Ο λαός ανέπνεε μόλις έβλεπε τα Τάγματα...».
Ασφαλώς η φωτογραφία αυτή και άλλες παρόμοιες αποτελούν μια επιβεβαίωση των όσων ισχυρίστηκε ο Δ. Μάξιμος!
Τα Τάγματα Ασφαλείας, ανεξάρτητα από τις διάφορες ονομασίες που έπαιρναν κατά τόπους, όλα πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών εναντίον του ΕΛΑΣ και η δύναμή τους ήταν πάνω από 30 χιλιάδες.
Ανάμεσα τους διακρίνονται οι οργανώσεις: «X», ΠΑΟ, ΕΔΕΣ Αθήνας, ΕΑΣΑΔ, ΕΕΣ Πούλος, Κισά Μπατζάκ, Μιχάλ Αγάς, ΕΟΚ, Παπαδόγκονας κλπ.
Πιο συγκεκριμένα τα τμήματα αυτά ήταν: Πελοποννήσου (Δ. Παπαδόγκονας, Κουρκουλάκος - Ζερβέας - Μπακογιάννης - Βρεττάκος - Κατσαρέας κλπ.) 9.000 άνδρες, Αθήνας (I. Πλυτζανόπουλος, Γρίβας, ΕΔΕΣ κλπ.) 5.000, Δ. και Α. Στερεάς Ελλάδας (Τολιόπουλος, X. Γερακίνης κλπ.) 3.000, Μακεδονίας-Θεσσαλίας (Πούλος, ΠΑΟ, Κισά Μπατζάκ, Δάγκουλας, Χρυσοχόου, ΕΑΣΑΔ κλπ.) σύνολο 10.000.
Φυσικά στις δυνάμεις αυτές πρέπει να προστεθούν και οι 3.000 περίπου του Τσαούς Αντών που συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους.
Όλοι αυτοί οργανώθηκαν και οπλίστηκαν από τους Γερμανούς, άλλα και τους Βρετανούς. Και φυσικά χρησιμοποιήθηκαν και από τους δύο καταχτητές για τις ιδιαίτερες επιδιώξεις τους. Και υπάρχουν για τη συνεργασία τους αυτή πολλά γνήσια ντοκουμέντα που δεν μπορεί κανένας ν’ αμφισβητήσει.
Οι κατά τόπους αρχηγοί του Εθελοντικού Εθνικού Στρατού (ΕΕΣ) π.χ. που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και Βούλγαρους κατακτητές, με την ευκαιρία της διάσωσης του Χίτλερ από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από αντιφασίστες Γερμανούς έστειλαν το παρακάτω τηλεγράφημα:
Προς τόν Χίτλερ Φύρερ τής Γερμανίας.
'Ημείς οι ' Ελληνες, οι οποίοι μετά των έντιμων καί ανδρείων Γερμανών στρατιωτών άγωνιζόμεθα εντός τού Εδάφους της αιωνίας ημών πατρίδος υπέρ των αιωνίων Ιδεωδών τού ευρωπαϊκού πολιτισμού, της θρησκείας, της οικογενείας καί της πατρίδος, υμνούμεν καί δοξάζομεν τον προστάτην υμών καί φιλεύσπλαχνον Θεόν, ο οποίος έσωσεν υμάς τόν μέγαν Φύρερ τής Γερμανίας καί ολοκλήρου της Ευρώπης από τους όνυχας τού κακού καί πονηρών δαιμόνιων, οι όποιοι θέλησαν νά Σας δολοφονήσουν.
Επ’ ευκαιρία της διασώσεως Σας, εκφράζομεν προς υμάς τα αδελφικά φιλικά μας αισθήματα καί εδεόμεθα του παντοδύναμου Θεού, να χαρίση εις υμάς ζωήν καί Ικανότητα προς δράσιν διά νά αγωνισθήτε υπέρ της Ειρήνης, διά νά αγωνισθήτε εναντίον των εβραιοπλουτοκρατών καί των απαίσιων πρακτόρων της Μόσχας εναντίον των κοινών αυτών δολοφόνων και εχθρών της πραγματικής ελευθερίας και της ευημερίας του αγωνιζόμενου καί τίμιου λαού, ολοκλήρου της ανθρωπότητος.
Θεσσαλονίκη 22.7.1944.
Οι αρχηγοί του ’Εθελοντικού ’Εθνικού Ελληνικού Στρατού
Κισά Μπατζάκ, Μιχαήλ Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Καπνόπουλος, Παναγιώτης Δαδούλης.
Φανερή ήταν η συνεργασία των Εθνικών, όπως ονομάζονταν, ομάδων της Βόρειας Ελλάδας με τους βούλγαρους φασίστες, όπως δείχνει και η επιστολή του οπλαρχηγού Ν. Κόππα προς το βούλγαρο διοικητή πού είχε την έδρα του στο Πράβι.
Πρός τόν κ. Νατσάλνικ Πραβίου. Εις Πράβιον
Χαίρε κύριε Νατσάλνικ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΗΣ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ως κράτος πού είσθε διότι αυτές τις ημέρες θά χτυπήσω τούς κομμουνιστάς. Καί γι’ αυτό θέλω όσο τό ταχύτερο ΝΑ ΜΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, διότι αυτοί έχουν κακό πρόγραμμα για μας και για σάς.
Διότι εμείς ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ... καί έτσι καί ΚΕΡΔΙΣΕΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ πάλι μαζί θά ζήσουμε... αλλά προδότες υπάρχουν Βούλγαροι καί Έλληνες... καί γι’ αυτό αγωνίζεται ο στρατός καί ή αστυνομία... γι’ αυτό σάς ΖΗΤΩ ΤΗ ΓΝΩΜΗ τό ΠΩΣ ΘΑ ΠΡΑΞΩΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗΝ ΓΙΑ NANAI ΕΙΣ ΓΝΩΣΗ ΣΑΣ καί νά μην αναστατωθούν οι Διοικήσεις καί νά μη φοβούνται οι πρόεδροι καί ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ή μάλλον σάς ΖΗΤΟΥΜΕΝ καί ΕΝΙΣΧΥΣΗ σας διά νά λάβετε καί σεις ΜΕΡΟΣ ως καί διά τόν τόπον ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΕΓΩ...
Σας χαιρετώ Καπετάν Ν. Κόππας
Μια ακόμα επιστολή του Ν. Κόππα συνεργάτη των Βουλγάρων που την απευθύνει στον αρχηγό (Νατσάλνικ) προϊστάμενό του Βούλγαρο και από τον όποιο ζητάει την άδεια να ενεργήσει επιχειρήσεις εναντίον των γειτονικών χωριών για να κάνει εκτελέσεις πατριωτών και να κάψει και σπίτια... φυσικά των κομμουνιστών και έαμιτών.
«Κε Νατσάλνικ. Σάς ζητώ τήν γνώμην σας ότι όταν θά νά πιασθώ στή μάχει έχε ύπόψη ότι θά ΕΚΤΕΛΕΣΩ ΜΕΡΙΚΟΥΣ καί θά ΚΑΨΩ καί ΣΠΙΤΙΑ καί γι’ αύτό σάς είδοποιό καί ζητώ τή γνώμη σας γιατί ξεύρετε ότι ΑΔΙΚΑ δέν ΕΡΓΑΖΟΜΕ καί γι’ αύτό σάς ρωτώ ώς γιά τά άτομα είναι προδότες κάθε έθνος όπος καί ό Ζαχαρίας μέ τόν άδελφόν του άπό τό Ποτοχόρι αύτός παίρνει τά μυστικά άπό τούς πατριώτας καί τά προδίδη ατούς κομμουνιστάς καί φεύγουν καί ό στρατός μαζί μέ τήν 'Αστυνομία ΑΔΙΚΑ.
Σάς χαιρετώ Καπετάν Ν. Κόππας»
Ας δούμε όμως και τον ρόλο του ΕΔΕΣ (έχουμε κάνει κι άλλη παρόμοια αναφορά) παραθέτοντας απόσπασμα από την εμπιστευτική έκθεση του Λ. Μαύρου, έφεδρου υπολοχαγού συνδέσμου του Ζέρβα με τα τμήματα ταγματασφαλητών της Μακεδονίας.
Αθήναι 5.4.44
«…Να γίνη Επαφή μυστική τής Κεντρικής Επιτροπής καί του στρατηγού Ζέρβα μετά τού οπλαρχηγού Κοζάνης Μιχάλη Παπαδόπουλου, ίνα έν δεδομένη στιγμή κατορθωθή επαφή του σώματος τούτου μετά του σώματος Ζέρβα συνθλιβομένων των μεταξύ αυτών ορδών του ΕΛΑΣ.
Όσον άφορά τά λοιπά ΕΘΝΙΚΩΣ ΔΡΩΝΤΑ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΙΝ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ φρονώ ότι ταύτα δέν πρέπει νά αποκηρύσσονται καί να αποθαρρύνονται, αλλά νά ενισχύονται ηθικώς μέχρι τής στιγμής κατά την οποίαν θά καταστή δυνατή ή αφομοίωσις των καί ή Ένωσης των υπό την σημαίαν του ΕΔΕΣ, καθ’ όσον τά αισθήματα των αποτελούντων αυτά ανδρών ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΙΔΙΚΑ ΜΑΣ καί τά όποια άνευ ουδενός δισταγμού την κατάλληλον στιγμήν θά Ενωθούν μεθ’ ημών είς τόν κοινόν Εθνικόν Αγώνα».
Φωτοτυπία έγγραφου εθνικοσοσιαλιστών-προδοτών προς τα Ες-Ες, με το οποίο ζητούν πυρομαχικά.
Ανάμεσα τους διακρίνονται οι οργανώσεις: «X», ΠΑΟ, ΕΔΕΣ Αθήνας, ΕΑΣΑΔ, ΕΕΣ Πούλος, Κισά Μπατζάκ, Μιχάλ Αγάς, ΕΟΚ, Παπαδόγκονας κλπ.
Πιο συγκεκριμένα τα τμήματα αυτά ήταν: Πελοποννήσου (Δ. Παπαδόγκονας, Κουρκουλάκος - Ζερβέας - Μπακογιάννης - Βρεττάκος - Κατσαρέας κλπ.) 9.000 άνδρες, Αθήνας (I. Πλυτζανόπουλος, Γρίβας, ΕΔΕΣ κλπ.) 5.000, Δ. και Α. Στερεάς Ελλάδας (Τολιόπουλος, X. Γερακίνης κλπ.) 3.000, Μακεδονίας-Θεσσαλίας (Πούλος, ΠΑΟ, Κισά Μπατζάκ, Δάγκουλας, Χρυσοχόου, ΕΑΣΑΔ κλπ.) σύνολο 10.000.
Φυσικά στις δυνάμεις αυτές πρέπει να προστεθούν και οι 3.000 περίπου του Τσαούς Αντών που συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους.
Όλοι αυτοί οργανώθηκαν και οπλίστηκαν από τους Γερμανούς, άλλα και τους Βρετανούς. Και φυσικά χρησιμοποιήθηκαν και από τους δύο καταχτητές για τις ιδιαίτερες επιδιώξεις τους. Και υπάρχουν για τη συνεργασία τους αυτή πολλά γνήσια ντοκουμέντα που δεν μπορεί κανένας ν’ αμφισβητήσει.
Οι κατά τόπους αρχηγοί του Εθελοντικού Εθνικού Στρατού (ΕΕΣ) π.χ. που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και Βούλγαρους κατακτητές, με την ευκαιρία της διάσωσης του Χίτλερ από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από αντιφασίστες Γερμανούς έστειλαν το παρακάτω τηλεγράφημα:
Προς τόν Χίτλερ Φύρερ τής Γερμανίας.
'Ημείς οι ' Ελληνες, οι οποίοι μετά των έντιμων καί ανδρείων Γερμανών στρατιωτών άγωνιζόμεθα εντός τού Εδάφους της αιωνίας ημών πατρίδος υπέρ των αιωνίων Ιδεωδών τού ευρωπαϊκού πολιτισμού, της θρησκείας, της οικογενείας καί της πατρίδος, υμνούμεν καί δοξάζομεν τον προστάτην υμών καί φιλεύσπλαχνον Θεόν, ο οποίος έσωσεν υμάς τόν μέγαν Φύρερ τής Γερμανίας καί ολοκλήρου της Ευρώπης από τους όνυχας τού κακού καί πονηρών δαιμόνιων, οι όποιοι θέλησαν νά Σας δολοφονήσουν.
Επ’ ευκαιρία της διασώσεως Σας, εκφράζομεν προς υμάς τα αδελφικά φιλικά μας αισθήματα καί εδεόμεθα του παντοδύναμου Θεού, να χαρίση εις υμάς ζωήν καί Ικανότητα προς δράσιν διά νά αγωνισθήτε υπέρ της Ειρήνης, διά νά αγωνισθήτε εναντίον των εβραιοπλουτοκρατών καί των απαίσιων πρακτόρων της Μόσχας εναντίον των κοινών αυτών δολοφόνων και εχθρών της πραγματικής ελευθερίας και της ευημερίας του αγωνιζόμενου καί τίμιου λαού, ολοκλήρου της ανθρωπότητος.
Θεσσαλονίκη 22.7.1944.
Οι αρχηγοί του ’Εθελοντικού ’Εθνικού Ελληνικού Στρατού
Κισά Μπατζάκ, Μιχαήλ Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Καπνόπουλος, Παναγιώτης Δαδούλης.
Φανερή ήταν η συνεργασία των Εθνικών, όπως ονομάζονταν, ομάδων της Βόρειας Ελλάδας με τους βούλγαρους φασίστες, όπως δείχνει και η επιστολή του οπλαρχηγού Ν. Κόππα προς το βούλγαρο διοικητή πού είχε την έδρα του στο Πράβι.
Πρός τόν κ. Νατσάλνικ Πραβίου. Εις Πράβιον
Χαίρε κύριε Νατσάλνικ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΗΣ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ως κράτος πού είσθε διότι αυτές τις ημέρες θά χτυπήσω τούς κομμουνιστάς. Καί γι’ αυτό θέλω όσο τό ταχύτερο ΝΑ ΜΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, διότι αυτοί έχουν κακό πρόγραμμα για μας και για σάς.
Διότι εμείς ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ... καί έτσι καί ΚΕΡΔΙΣΕΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ πάλι μαζί θά ζήσουμε... αλλά προδότες υπάρχουν Βούλγαροι καί Έλληνες... καί γι’ αυτό αγωνίζεται ο στρατός καί ή αστυνομία... γι’ αυτό σάς ΖΗΤΩ ΤΗ ΓΝΩΜΗ τό ΠΩΣ ΘΑ ΠΡΑΞΩΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗΝ ΓΙΑ NANAI ΕΙΣ ΓΝΩΣΗ ΣΑΣ καί νά μην αναστατωθούν οι Διοικήσεις καί νά μη φοβούνται οι πρόεδροι καί ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ή μάλλον σάς ΖΗΤΟΥΜΕΝ καί ΕΝΙΣΧΥΣΗ σας διά νά λάβετε καί σεις ΜΕΡΟΣ ως καί διά τόν τόπον ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΕΓΩ...
Σας χαιρετώ Καπετάν Ν. Κόππας
Μια ακόμα επιστολή του Ν. Κόππα συνεργάτη των Βουλγάρων που την απευθύνει στον αρχηγό (Νατσάλνικ) προϊστάμενό του Βούλγαρο και από τον όποιο ζητάει την άδεια να ενεργήσει επιχειρήσεις εναντίον των γειτονικών χωριών για να κάνει εκτελέσεις πατριωτών και να κάψει και σπίτια... φυσικά των κομμουνιστών και έαμιτών.
«Κε Νατσάλνικ. Σάς ζητώ τήν γνώμην σας ότι όταν θά νά πιασθώ στή μάχει έχε ύπόψη ότι θά ΕΚΤΕΛΕΣΩ ΜΕΡΙΚΟΥΣ καί θά ΚΑΨΩ καί ΣΠΙΤΙΑ καί γι’ αύτό σάς είδοποιό καί ζητώ τή γνώμη σας γιατί ξεύρετε ότι ΑΔΙΚΑ δέν ΕΡΓΑΖΟΜΕ καί γι’ αύτό σάς ρωτώ ώς γιά τά άτομα είναι προδότες κάθε έθνος όπος καί ό Ζαχαρίας μέ τόν άδελφόν του άπό τό Ποτοχόρι αύτός παίρνει τά μυστικά άπό τούς πατριώτας καί τά προδίδη ατούς κομμουνιστάς καί φεύγουν καί ό στρατός μαζί μέ τήν 'Αστυνομία ΑΔΙΚΑ.
Σάς χαιρετώ Καπετάν Ν. Κόππας»
Ας δούμε όμως και τον ρόλο του ΕΔΕΣ (έχουμε κάνει κι άλλη παρόμοια αναφορά) παραθέτοντας απόσπασμα από την εμπιστευτική έκθεση του Λ. Μαύρου, έφεδρου υπολοχαγού συνδέσμου του Ζέρβα με τα τμήματα ταγματασφαλητών της Μακεδονίας.
Αθήναι 5.4.44
«…Να γίνη Επαφή μυστική τής Κεντρικής Επιτροπής καί του στρατηγού Ζέρβα μετά τού οπλαρχηγού Κοζάνης Μιχάλη Παπαδόπουλου, ίνα έν δεδομένη στιγμή κατορθωθή επαφή του σώματος τούτου μετά του σώματος Ζέρβα συνθλιβομένων των μεταξύ αυτών ορδών του ΕΛΑΣ.
Όσον άφορά τά λοιπά ΕΘΝΙΚΩΣ ΔΡΩΝΤΑ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΙΝ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ φρονώ ότι ταύτα δέν πρέπει νά αποκηρύσσονται καί να αποθαρρύνονται, αλλά νά ενισχύονται ηθικώς μέχρι τής στιγμής κατά την οποίαν θά καταστή δυνατή ή αφομοίωσις των καί ή Ένωσης των υπό την σημαίαν του ΕΔΕΣ, καθ’ όσον τά αισθήματα των αποτελούντων αυτά ανδρών ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΙΔΙΚΑ ΜΑΣ καί τά όποια άνευ ουδενός δισταγμού την κατάλληλον στιγμήν θά Ενωθούν μεθ’ ημών είς τόν κοινόν Εθνικόν Αγώνα».
Φωτοτυπία έγγραφου εθνικοσοσιαλιστών-προδοτών προς τα Ες-Ες, με το οποίο ζητούν πυρομαχικά.
Πρός την Διοίκησιν των Ες Ες.
‘Ενταύθα. Λαμβάνομεν την τιμή...
1. Αγωνιζόμενοι από μακρού καί πειθαρχούντες είς τάς κειμένας διαταγάς υμών διά την εμπέδωσιν τής τάξεως καί άμυναν κατά των πάσης φύσεως κακοποιών ορδών τής πολύπαθους περιοχής μας στερούμεθα των προς τούτο υλικών (πολεμοφοδίων, στολών, οπλισμού, υποδήσεως κλπ.)...
2. Από πολιτικής πλευράς ακολουθούμε την πολιτικήν γραμμήν ήν... ευθαρσώς εχάραξεν ό 'Αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών της Β. 'Ελλάδας κ. Γρηγόρης Παζιώτης καί οι συνεργάται του... (Ακολουθούν οι υπογραφές των δοσίλογων οπλαρχηγών). Μετά του προσήκοντος σεβασμού
Οι οπλαρχηγοί: Σοφοκλής Βασιλειάδης, Σάββας Σαραγιαννίδης, Μαχαιριάς Νικόλαος, Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Θεοχάρης Αθανασιάδης, Θεόδωρος Τριανταφυλλίδης, Ανέστης Τσαουλίδης, καπετάν Λευτέρης, Αβραάμ Κιρπουτρίδης.
‘Ενταύθα. Λαμβάνομεν την τιμή...
1. Αγωνιζόμενοι από μακρού καί πειθαρχούντες είς τάς κειμένας διαταγάς υμών διά την εμπέδωσιν τής τάξεως καί άμυναν κατά των πάσης φύσεως κακοποιών ορδών τής πολύπαθους περιοχής μας στερούμεθα των προς τούτο υλικών (πολεμοφοδίων, στολών, οπλισμού, υποδήσεως κλπ.)...
2. Από πολιτικής πλευράς ακολουθούμε την πολιτικήν γραμμήν ήν... ευθαρσώς εχάραξεν ό 'Αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών της Β. 'Ελλάδας κ. Γρηγόρης Παζιώτης καί οι συνεργάται του... (Ακολουθούν οι υπογραφές των δοσίλογων οπλαρχηγών). Μετά του προσήκοντος σεβασμού
Οι οπλαρχηγοί: Σοφοκλής Βασιλειάδης, Σάββας Σαραγιαννίδης, Μαχαιριάς Νικόλαος, Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Θεοχάρης Αθανασιάδης, Θεόδωρος Τριανταφυλλίδης, Ανέστης Τσαουλίδης, καπετάν Λευτέρης, Αβραάμ Κιρπουτρίδης.
Το «Πατριωτικό Μέτωπο» του I. Ράλλη
Υπάρχουν ακόμα εκθέσεις της Οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο», που πρόεδρος της ήταν ο Εμμανουήλ Λέγγουρδας και από τα Ιδρυτικά του μέλη οι Φίλιππος Πολλάτος, Σταύρος Νικητάκης, Πέτρος Βούρος, Αντώνης Αντωνιάδης, Χρήστος Πρωιόπουλος, Δημήτριος Μωραΐτης, Βασίλειος Ζλάτκος, Αθαν. Μπεάκης, Στ. Μπέλλος καί δεκάδες άλλοι μεγαλόσχημοι «πατριώτες» και «αντιστασιακοί» της Μακεδονίας.
Το «Πατριωτικό Μέτωπο», που είχε συγκροτηθεί στην Κατοχή, με εντολή της κυβέρνησης I. Ράλλη, είχε συγκεντρώσει στις γραμμές του όλο τον «υγιώς σκεπτόμενο» εθνικόφρονα κόσμο της Βόρειας Ελλάδας.
Εκτός από το συνταγματάρχη Χρυσοχόου το συνέδραμε πολύ και ο Γεννάδιος, δεσπότης Θεσσαλονίκης, όπως δείχνει και η σχετική του εγκύκλιος. Το «Πατριωτικό Μέτωπο» προσπάθησε, ενόψει της απελευθέρωσης της Ελλάδας, το 1944 από τους Γερμανούς, να ενώσει κάτω από την καθοδήγησή του, όλες τις οργανώσεις που είχαν οπλιστεί από τους Γερμανούς και τους Άγγλους, Έγκς καί Μύλλερ, εναντίον του ΕΛΑΣ και του αγωνιζόμενου σκληρά μακεδονικού λαού. Στέγη σ’ όλες αυτές τις προδοτικές οργανώσεις πρόσφερε και ο ΕΔΕΣ. Έχουν δημοσιευτεί ως τώρα αυτούσια έγγραφα του ΕΔΕΣ που αναφέρονται στις προσπάθειες του Ν. Ζέρβα να εντάξει αυτά τα τμήματα στον ΕΔΕΣ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «Έκθεση πεπραγμένων» που υπογράφεται από τον γνωστό γερμανοτσολιά Λέγουρδα και αναφέρει τις επιχειρήσεις που έκαναν τα τμήματα του λεγόμενου «Πατριωτικού Μετώπου», στο πλευρό των Γερμανών, εναντίον του ΕΛΑΣ και των κατοίκων της μακεδονικής υπαίθρου.
Επίσης αποκαλυπτικό είναι και το έγγραφο της κυβέρνησης του Ι. Ράλλη προς τις κατοχικές αρχές με το οποίο τις παρακαλεί να διαθέσουν Γερμανούς αξιωματικούς για να εκπαιδεύσουν και να ενισχύσουν το «Πατριωτικό Μέτωπο» Θεσσαλονίκης και τα Τάγματα Ασφαλείας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
Θεσσαλονίκης
Άριθ. Πρωτ. 2127
Θεσ/νίκη 8 ’Ιουλίου 1944
Πρός
Τούς Εύλαβεστάτους Ιερατικούς Προϊσταμένους τών Ιερών Ναών Θεσσαλονίκης.
Εσχάτως τό «Πατριωτικόν Μέτωπον», ’Εθνική Αναγνωρισμένη οργάνωσις προνοούν διά τής διαπαιδαγωγήσεως τής νεολαίας καί της εμμονής αυτής εις τας θρησκευτικάς και Εθνικάς παραδόσεις, προς τοις άλλοις σκοποίς αυτού, απεφάσισε καί την κατάρτισιν ομάδων εξ εφήβων διά την εν τοις ναοίς τήρησιν τής τάξεως κατά τας μεγάλας εορτάς.
Συνιστώμεν ίνα προτείνητε είς το γραφείον αυτής οδός Κουντουριώτου αριθ. 23 εντός ΙΟημέρου αριθμόν τινα εφήβων φρονίμων νέων εκ της ενορίας σας, εξ ών θα απαρτισθώσιν οι πυρήνες των ενοριακών ομάδων τάξεως, προτρέποντες αυτούς και παροτρύνοντας ν’ αναλάβωσι προθύμως την ανατεθησομένην αυτοίς υπηρεσίαν.
Καί ταύτα μεν ούτως οι έν Κυρίω υγιαίνοντες.
+ Θ. ΓΕΝΑΔΙΟΣ
Στην υπηρεσία των Αγγλων
Οι δημιουργοί των Ταγμάτων Ασφαλείας — Αγγλοι, Γερμανοί και ελληνική πλουτοκρατία — με τους πολιτικούς, στρατιωτικούς, πνευματικούς και θρησκευτικούς της εκπροσώπους ανέθεσαν σ’ αυτά διπλή αποστολή. "Ως την απελευθέρωση να υπηρετήσουν τούς Γερμανούς. Μετά την ήττα των Γερμανών να περάσουν στην υπηρεσία των Αγγλων". Γι’ αυτό και η αποστολή τους δεν έληξε με την συντριβή των Γερμανών. Πολύ πριν απ’ αυτήν οι Αγγλοι με τους πράκτορες τους στην Ελλάδα φρόντισαν να πάρουν στα χέρια τους τα Τάγματα. Τον Σιμάνα αντικατέστησε ο Σκόμπυ. Και ο δοσίλογος Π. Σπηλιωτόπουλος που στην Κατοχή ήταν αρχηγός χωροφυλακής πριν την απελευθέρωση έγινε Γενικός Διοικητής Αττικής και αντιπρόσωπος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου.
Το ΕΑΜ της Αθήνας αντέδρασε στην αρχή μα υποχώρησε αργότερα, όπως είχε κάνει το ΕΑΜ και με την πρωθυπουργία του Γ. Παπανδρέου μετά το Λίβανο.
Οι Αγγλοι ακόμα από το 1943 (αποστολή Στότ) είχαν έρθει σε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Τον Αύγουστο 1944 αντιπροσωπείες της Αγγλίας και της χιτλερικής Γερμανίας άρχισαν διαπραγματεύσεις σε υψηλό επίπεδο στη Λισαβόνα και γρήγορα κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία που καθόριζε: Οι Αγγλοι να μην ενοχλήσουν ή καλύτερα να διευκολύνουν την υποχώρηση των Γερμανών από την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου προς την ηπειρωτική Ελλάδα και σε συνέχεια προς τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα πριν ο Κόκκινος Στρατός κλείσει το δρόμο υποχώρησης και σ’ αντάλλαγμα οι Γερμανοί να μην παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στον ΕΛΑΣ, άλλα να διευκολύνουν την κατάληψή της από τους Βρετανούς.
Και σημειώνουμε πως παρόμοια συμφωνία δεν είχε γίνει σε κανένα άλλο σημείο τού κόσμου. Κι αυτό δείχνει πόσο αποφασισμένοι ήταν οι αποικιοκράτες Βρετανοί να κρατήσουν σαν προτεκτοράτο την 'Ελλάδα μεταπολεμικά πόση θυσία!
Λίγο αργότερα με τη συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβρη 1944), η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου απαγόρεψε την κάθοδο και είσοδο τού ΕΛΑΣ στην ’Αθήνα, ενώ τα Τάγματα ’Ασφαλείας Αθήνας δεν αφοπλίστηκαν αλλά απλά περιορίστηκαν στο Γουδί και τμήματα του προδοτικού ΕΔΕΣ οχυρώθηκαν σε κεντρικά κτίρια της Αθήνας για ν’ αποτρέψουν δήθεν την κατάληψή τους, όπως ισχυρίζονταν, απ’ τον ΕΛΑΣ.
Για το πώς έβλεπαν και σε συνέχεια πώς χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί τα Τάγματα Ασφάλειας αποκαλυπτικό είναι το παρακάτω άρθρο του ταγματάρχη του αγγλικού στρατού Ουίλκις που τότε υπηρετούσε στην Ελλάδα και αργότερα έγινε βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Αγγλίας.
Ο Ουίλκις γράφει:
"Η πολιτική του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης ’Ανατολής, κατά τον τελευταίο χρόνο της κατοχής ήταν, να εμποδίσει την ισχυροποίηση του ΕΛΑΣ με τη δημιουργία αντάρτικων ομάδων που ν’ ανταγωνίζονται τον ΕΛΑΣ.
Γι’ αυτό οργάνωσε όπλισε και εφοδίασε με άφθονα χρήματα τις ομάδες του Ψαρρού και του Ζέρβα.
Ομως, είναι αλήθεια ότι κατά το 1943 και 1944 κάθε τρίμηνο ο ΕΛΑΣ προκαλούσε στους Γερμανούς απώλειες τουλάχιστον χιλίων ανδρών.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΣ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ".
Στις 6 Σεπτέμβρη 1944 όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Καλαμάτα άφησαν εκεί 1.200 ταγματασφαλίτες άρτια εξοπλισμένους. Αμερικανός Αξιωματικός στις 8 Σεπτέμβρη διαβίβασε στους ταγματασφαλίτες γενναιόφρονες όρους του ΕΛΑΣ για να παραδοθούν. Υπό περιορισμό θα ’μεναν μόνο οι αρχηγοί τους και όσοι είχαν διαπράξει εγκλήματα για να δικαστούν μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι θα γύριζαν στα σπίτια τους.
Ο νομάρχης, όμως, Περρωτής αρχηγός των ταγματασφαλιτών δε δέχτηκε τους όρους και επακολούθησε μάχη με την οποία ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Καλαμάτα. Τα υπολείμματα των ταγματασφαλιτών κατέφυγαν στο Μελιγαλά όπου αφού απέκρουσαν ξανά τους παραπάνω όρους για την παράδοσή τους επακολούθησε φονική μάχη και ηττήθηκαν. Κατά τη διάρκεια των μαχών της Καλαμάτας και του Μελιγαλά οι Βρετανοί δεν αναμίχτηκαν. Και έχω την πεποίθηση ότι η μη ανάμιξή τους οφείλονταν σε οδηγίες από το Κάιρο όπου πιστεύονταν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα εξόντωναν τον ΕΛΑΣ χάρη στην υπεροχή του γερμανικού οπλισμού τους.
Όταν έφυγα — συνεχίζει ο Ουίλκις — από το Κάιρο τον Ιούλη του 1944 η γνώμη εκείνων που χειρίζονταν τα ελληνικά πράγματα ήταν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν φιλοβρετανικότερα από τον ΕΛΑΣ και γι’ αυτό έπρεπε να τα υποστηρίξουμε! Παράλληλα πιστεύονταν ότι θα μπορούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας να εξοντώσουν τον ΕΛΑΣ και επομένως θα ήταν οι μόνες ελληνικές δυνάμεις που θα βρίσκαμε μόλις θα φθάναμε στην Ελλάδα».
Συνεχίζοντας ο Ουίλκις αναφέρει πως ο ΕΛΑΣ κράτησε το λόγο του και δεν έκανε αντεκδικήσεις εναντίον των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και πως οι Βρετανοί παρεμπόδισαν τον ΕΛΑΣ ν’ αφοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας και να καταδιώξει τους Γερμανούς. Μιλάει κατόπιν για τα μέτρα άμυνας του ΕΛΑΣ, για το ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε «να καταδιώξει ο ΕΛΑΣ τους Γερμανούς γιατί το πολιτικό γόητρο που θ’ αποκτούσε έτσι ο ΕΛΑΣ δεν ήταν ευπρόσδεκτο στο Φόρεϊν Όφφις».
Και συνεχίζει: "Γι’ αυτό το βρετανικό στρατηγείο δεν εξέδωσε καμιά διαταγή προς τον ΕΛΑΣ να στραφεί κατά των αποχωρούντων Γερμανών. Αντίθετα οι Βρετανοί αξιωματικοί διαβίβασαν στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου διαταγή που τους ΑΠΑΓΟΡΕΥΑΝ ΝΑ ΚΑΤΑΔΙΩΞΟΥΝ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ προς την Αθήνα χωρίς ειδική άδεια του Σκόμπυ".
Φυσικά τέτοια άδεια δε δόθηκε ποτέ. Ο ΕΛΑΣ, όμως, εξακολουθούσε να πιέζει τους υποχωρούντες Γερμανούς και μπήκε στην πρωτεύουσα την ημέρα που υποχώρησαν οι εχθροί.
Τρεις μέρες ο ΕΛΑΣ κράτησε την Αθήνα υπό τον απόλυτο έλεγχό του και δεν έκαμε απόπειρα να καταλάβει την εξουσία. Και στις 16 Οχτώβρη υποδέχτηκε τους Άγγλους που έφτασαν στον Πειραιά ενώ επικρατούσε παντού Υποδειγματική τάξη.
Η απόφαση των Βρετανών και μετά την άφιξή τους στην Αθήνα ήταν ούτε τον ΕΛΑΣ ν' αφήσουν να χτυπήσει τους Γερμανούς ούτε οι ίδιοι να τους καταδιώξουν. Απλώς ήθελαν να τους παρακολουθούν και να καταλαμβάνουν τη χώρα που ο εχθρός εκκένωνε. Οταν ο ΕΛΑΣ πρότεινε να αποβιβαστεί στην Κρήτη για να χτυπήσει τους Γερμανούς ο Σκόμπυ αρνήθηκε γιατί σκοπός του ήταν ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ».
Το άρθρο του Ουίλκις που γράφτηκε το 1946, όταν στην εξουσία στη Βρετανία είχαν έρθει οι Εργατικοί, αποτελεί μια πλήρη ομολογία της εχθρικής προς το λαό μας πολιτικής των Βρετανών. Παράλληλα το άρθρο επισημαίνει προς ποια κατεύθυνση βρίσκονται και οι ευθύνες για τις συγκρούσεις του Μελιγαλά και της Καλαμάτας και ξεμασκαρεύει την ντόπια αντίδραση που οχυρώθηκε πίσω απ’ τις συκοφαντίες για δήθεν εγκλήματα και σφαγές του ΕΛΑΣ, ενώ οι συγκρούσεις ήταν έργο και μόνο των Βρετανών, που μεθόδευαν τον εμφύλιο πόλεμο στον τόπο μας για να βρουν την ευκαιρία ν’ αρπάξουν ένοπλα την εξουσία για λογαριασμό της δοσίλογης Δεξιάς.
Οι Άγγλοι, λοιπόν, πίστευαν πως μια και τα προδοτικά τάγματα είχαν καλύτερο οπλισμό θα εξόντωναν τον ΕΛΑΣ. Όμως γελάστηκαν. Τα πράγματα απόδειξαν το αντίθετο. Χρειάστηκε να αλλάξουν σχέδια. Έστειλαν τότε τον Π. Κανελλόπουλο να συναντήσει τον Άρη Βελουχιώτη, καπετάνιο του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ που εκείνη την εποχή ήταν στην Πελοπόννησο και να πείσουν σε συνέχεια τον προδότη συνταγματάρχη Δ. Παπαδόγκονα επικεφαλής 3.000 ταγματασφαλιτών με βαρύ οπλισμό (30 πυροβόλα κλπ.), που ο Ηντεν, υπουργός ’Εξωτερικών της Βρετανίας είχε στιγματίσει στη Βουλή των Κοινοτήτων, ν’ αποφύγει τη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ.
Σε συνέχεια τον παρέλαβαν οι Αγγλοι με όσους από τους άνδρες του δεν θέλησαν να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και με μια διμοιρία του ΕΛΑΣ συνοδεία τους μετάφεραν στις Σπέτσες και από κει στον Πειραιά. Οταν ο ηλεκτρικός μετέφερε τους Παπαδογκονέους στην πλατεία Ομόνοιας, στο κέντρο της Αθήνας, αυθόρμητα μαζεύτηκε πολύς κόσμος που γιουχάιζε τους δοσίλογους και τους έφτυνε.
Με στρατιωτικά αυτοκίνητα τους μετέφεραν στο Γουδί. Φυσικά όχι για να μείνουν στή φυλακή! Από κει τους μοίρασαν στην Ταξιαρχία Ρίμινι, άλλους τοποθέτησαν στη χωροφυλακή στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, αφού τους έστελναν πρώτα στο Κάιρο, όπου τους έντυσαν χωροφυλακίστικα για να φαίνεται πως έρχονται δήθεν από το εξωτερικό,!
Οι βρετανικές μανούβρες δεν περιορίστηκαν μόνο στην Πελοπόννησο. Παρόμοια κατάσταση δημιούργησαν και στη Μακεδονία. Ο Τσώρτσιλ, διέβλεπε πως τα σχέδιά του για ένοπλη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας θα προκαλούσαν αντιδράσεις, έφτανε μάλιστα ως το σημείο αναμέτρησης και με τους Ρώσους, όπως αναφέρουν επίσημα βρετανικά έγγραφα. Γι’αυτό του χρειάζονταν η Θεσσαλονίκη και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Στην περιοχή αυτή το Στρατηγείο Μέσης ’Ανατολής είχε στείλει τον τυχοδιώκτη Αγγλο ταγματάρχη Μύλλερ, σύνδεσμο της αγγλικής Αποστολής στα βουνά της Ελλάδας (είχε πρώτα υπηρετήσει στο Ζέρβα στην Ήπειρο) με σκοπό να εξοπλίσει και να ενισχύσει τις συμμορίες του Τσαούς Αντών (Αντώνη Φωστερίδη). Ο Μύλλερ χρηματοδοτούσε και εφοδίαζε με ρίψεις αεροπλάνων τον Τσαούς Αντών και τον έβαζε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου να στήνει δολοφονικές ενέδρες στα τμήματα του ΕΛΑΣ
Υπάρχουν ακόμα εκθέσεις της Οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο», που πρόεδρος της ήταν ο Εμμανουήλ Λέγγουρδας και από τα Ιδρυτικά του μέλη οι Φίλιππος Πολλάτος, Σταύρος Νικητάκης, Πέτρος Βούρος, Αντώνης Αντωνιάδης, Χρήστος Πρωιόπουλος, Δημήτριος Μωραΐτης, Βασίλειος Ζλάτκος, Αθαν. Μπεάκης, Στ. Μπέλλος καί δεκάδες άλλοι μεγαλόσχημοι «πατριώτες» και «αντιστασιακοί» της Μακεδονίας.
Το «Πατριωτικό Μέτωπο», που είχε συγκροτηθεί στην Κατοχή, με εντολή της κυβέρνησης I. Ράλλη, είχε συγκεντρώσει στις γραμμές του όλο τον «υγιώς σκεπτόμενο» εθνικόφρονα κόσμο της Βόρειας Ελλάδας.
Εκτός από το συνταγματάρχη Χρυσοχόου το συνέδραμε πολύ και ο Γεννάδιος, δεσπότης Θεσσαλονίκης, όπως δείχνει και η σχετική του εγκύκλιος. Το «Πατριωτικό Μέτωπο» προσπάθησε, ενόψει της απελευθέρωσης της Ελλάδας, το 1944 από τους Γερμανούς, να ενώσει κάτω από την καθοδήγησή του, όλες τις οργανώσεις που είχαν οπλιστεί από τους Γερμανούς και τους Άγγλους, Έγκς καί Μύλλερ, εναντίον του ΕΛΑΣ και του αγωνιζόμενου σκληρά μακεδονικού λαού. Στέγη σ’ όλες αυτές τις προδοτικές οργανώσεις πρόσφερε και ο ΕΔΕΣ. Έχουν δημοσιευτεί ως τώρα αυτούσια έγγραφα του ΕΔΕΣ που αναφέρονται στις προσπάθειες του Ν. Ζέρβα να εντάξει αυτά τα τμήματα στον ΕΔΕΣ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «Έκθεση πεπραγμένων» που υπογράφεται από τον γνωστό γερμανοτσολιά Λέγουρδα και αναφέρει τις επιχειρήσεις που έκαναν τα τμήματα του λεγόμενου «Πατριωτικού Μετώπου», στο πλευρό των Γερμανών, εναντίον του ΕΛΑΣ και των κατοίκων της μακεδονικής υπαίθρου.
Επίσης αποκαλυπτικό είναι και το έγγραφο της κυβέρνησης του Ι. Ράλλη προς τις κατοχικές αρχές με το οποίο τις παρακαλεί να διαθέσουν Γερμανούς αξιωματικούς για να εκπαιδεύσουν και να ενισχύσουν το «Πατριωτικό Μέτωπο» Θεσσαλονίκης και τα Τάγματα Ασφαλείας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
Θεσσαλονίκης
Άριθ. Πρωτ. 2127
Θεσ/νίκη 8 ’Ιουλίου 1944
Πρός
Τούς Εύλαβεστάτους Ιερατικούς Προϊσταμένους τών Ιερών Ναών Θεσσαλονίκης.
Εσχάτως τό «Πατριωτικόν Μέτωπον», ’Εθνική Αναγνωρισμένη οργάνωσις προνοούν διά τής διαπαιδαγωγήσεως τής νεολαίας καί της εμμονής αυτής εις τας θρησκευτικάς και Εθνικάς παραδόσεις, προς τοις άλλοις σκοποίς αυτού, απεφάσισε καί την κατάρτισιν ομάδων εξ εφήβων διά την εν τοις ναοίς τήρησιν τής τάξεως κατά τας μεγάλας εορτάς.
Συνιστώμεν ίνα προτείνητε είς το γραφείον αυτής οδός Κουντουριώτου αριθ. 23 εντός ΙΟημέρου αριθμόν τινα εφήβων φρονίμων νέων εκ της ενορίας σας, εξ ών θα απαρτισθώσιν οι πυρήνες των ενοριακών ομάδων τάξεως, προτρέποντες αυτούς και παροτρύνοντας ν’ αναλάβωσι προθύμως την ανατεθησομένην αυτοίς υπηρεσίαν.
Καί ταύτα μεν ούτως οι έν Κυρίω υγιαίνοντες.
+ Θ. ΓΕΝΑΔΙΟΣ
Στην υπηρεσία των Αγγλων
Οι δημιουργοί των Ταγμάτων Ασφαλείας — Αγγλοι, Γερμανοί και ελληνική πλουτοκρατία — με τους πολιτικούς, στρατιωτικούς, πνευματικούς και θρησκευτικούς της εκπροσώπους ανέθεσαν σ’ αυτά διπλή αποστολή. "Ως την απελευθέρωση να υπηρετήσουν τούς Γερμανούς. Μετά την ήττα των Γερμανών να περάσουν στην υπηρεσία των Αγγλων". Γι’ αυτό και η αποστολή τους δεν έληξε με την συντριβή των Γερμανών. Πολύ πριν απ’ αυτήν οι Αγγλοι με τους πράκτορες τους στην Ελλάδα φρόντισαν να πάρουν στα χέρια τους τα Τάγματα. Τον Σιμάνα αντικατέστησε ο Σκόμπυ. Και ο δοσίλογος Π. Σπηλιωτόπουλος που στην Κατοχή ήταν αρχηγός χωροφυλακής πριν την απελευθέρωση έγινε Γενικός Διοικητής Αττικής και αντιπρόσωπος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου.
Το ΕΑΜ της Αθήνας αντέδρασε στην αρχή μα υποχώρησε αργότερα, όπως είχε κάνει το ΕΑΜ και με την πρωθυπουργία του Γ. Παπανδρέου μετά το Λίβανο.
Οι Αγγλοι ακόμα από το 1943 (αποστολή Στότ) είχαν έρθει σε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Τον Αύγουστο 1944 αντιπροσωπείες της Αγγλίας και της χιτλερικής Γερμανίας άρχισαν διαπραγματεύσεις σε υψηλό επίπεδο στη Λισαβόνα και γρήγορα κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία που καθόριζε: Οι Αγγλοι να μην ενοχλήσουν ή καλύτερα να διευκολύνουν την υποχώρηση των Γερμανών από την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου προς την ηπειρωτική Ελλάδα και σε συνέχεια προς τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα πριν ο Κόκκινος Στρατός κλείσει το δρόμο υποχώρησης και σ’ αντάλλαγμα οι Γερμανοί να μην παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στον ΕΛΑΣ, άλλα να διευκολύνουν την κατάληψή της από τους Βρετανούς.
Και σημειώνουμε πως παρόμοια συμφωνία δεν είχε γίνει σε κανένα άλλο σημείο τού κόσμου. Κι αυτό δείχνει πόσο αποφασισμένοι ήταν οι αποικιοκράτες Βρετανοί να κρατήσουν σαν προτεκτοράτο την 'Ελλάδα μεταπολεμικά πόση θυσία!
Λίγο αργότερα με τη συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβρη 1944), η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου απαγόρεψε την κάθοδο και είσοδο τού ΕΛΑΣ στην ’Αθήνα, ενώ τα Τάγματα ’Ασφαλείας Αθήνας δεν αφοπλίστηκαν αλλά απλά περιορίστηκαν στο Γουδί και τμήματα του προδοτικού ΕΔΕΣ οχυρώθηκαν σε κεντρικά κτίρια της Αθήνας για ν’ αποτρέψουν δήθεν την κατάληψή τους, όπως ισχυρίζονταν, απ’ τον ΕΛΑΣ.
Για το πώς έβλεπαν και σε συνέχεια πώς χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί τα Τάγματα Ασφάλειας αποκαλυπτικό είναι το παρακάτω άρθρο του ταγματάρχη του αγγλικού στρατού Ουίλκις που τότε υπηρετούσε στην Ελλάδα και αργότερα έγινε βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Αγγλίας.
Ο Ουίλκις γράφει:
"Η πολιτική του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης ’Ανατολής, κατά τον τελευταίο χρόνο της κατοχής ήταν, να εμποδίσει την ισχυροποίηση του ΕΛΑΣ με τη δημιουργία αντάρτικων ομάδων που ν’ ανταγωνίζονται τον ΕΛΑΣ.
Γι’ αυτό οργάνωσε όπλισε και εφοδίασε με άφθονα χρήματα τις ομάδες του Ψαρρού και του Ζέρβα.
Ομως, είναι αλήθεια ότι κατά το 1943 και 1944 κάθε τρίμηνο ο ΕΛΑΣ προκαλούσε στους Γερμανούς απώλειες τουλάχιστον χιλίων ανδρών.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΣ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ".
Στις 6 Σεπτέμβρη 1944 όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Καλαμάτα άφησαν εκεί 1.200 ταγματασφαλίτες άρτια εξοπλισμένους. Αμερικανός Αξιωματικός στις 8 Σεπτέμβρη διαβίβασε στους ταγματασφαλίτες γενναιόφρονες όρους του ΕΛΑΣ για να παραδοθούν. Υπό περιορισμό θα ’μεναν μόνο οι αρχηγοί τους και όσοι είχαν διαπράξει εγκλήματα για να δικαστούν μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι θα γύριζαν στα σπίτια τους.
Ο νομάρχης, όμως, Περρωτής αρχηγός των ταγματασφαλιτών δε δέχτηκε τους όρους και επακολούθησε μάχη με την οποία ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Καλαμάτα. Τα υπολείμματα των ταγματασφαλιτών κατέφυγαν στο Μελιγαλά όπου αφού απέκρουσαν ξανά τους παραπάνω όρους για την παράδοσή τους επακολούθησε φονική μάχη και ηττήθηκαν. Κατά τη διάρκεια των μαχών της Καλαμάτας και του Μελιγαλά οι Βρετανοί δεν αναμίχτηκαν. Και έχω την πεποίθηση ότι η μη ανάμιξή τους οφείλονταν σε οδηγίες από το Κάιρο όπου πιστεύονταν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα εξόντωναν τον ΕΛΑΣ χάρη στην υπεροχή του γερμανικού οπλισμού τους.
Όταν έφυγα — συνεχίζει ο Ουίλκις — από το Κάιρο τον Ιούλη του 1944 η γνώμη εκείνων που χειρίζονταν τα ελληνικά πράγματα ήταν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν φιλοβρετανικότερα από τον ΕΛΑΣ και γι’ αυτό έπρεπε να τα υποστηρίξουμε! Παράλληλα πιστεύονταν ότι θα μπορούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας να εξοντώσουν τον ΕΛΑΣ και επομένως θα ήταν οι μόνες ελληνικές δυνάμεις που θα βρίσκαμε μόλις θα φθάναμε στην Ελλάδα».
Συνεχίζοντας ο Ουίλκις αναφέρει πως ο ΕΛΑΣ κράτησε το λόγο του και δεν έκανε αντεκδικήσεις εναντίον των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και πως οι Βρετανοί παρεμπόδισαν τον ΕΛΑΣ ν’ αφοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας και να καταδιώξει τους Γερμανούς. Μιλάει κατόπιν για τα μέτρα άμυνας του ΕΛΑΣ, για το ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε «να καταδιώξει ο ΕΛΑΣ τους Γερμανούς γιατί το πολιτικό γόητρο που θ’ αποκτούσε έτσι ο ΕΛΑΣ δεν ήταν ευπρόσδεκτο στο Φόρεϊν Όφφις».
Και συνεχίζει: "Γι’ αυτό το βρετανικό στρατηγείο δεν εξέδωσε καμιά διαταγή προς τον ΕΛΑΣ να στραφεί κατά των αποχωρούντων Γερμανών. Αντίθετα οι Βρετανοί αξιωματικοί διαβίβασαν στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου διαταγή που τους ΑΠΑΓΟΡΕΥΑΝ ΝΑ ΚΑΤΑΔΙΩΞΟΥΝ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ προς την Αθήνα χωρίς ειδική άδεια του Σκόμπυ".
Φυσικά τέτοια άδεια δε δόθηκε ποτέ. Ο ΕΛΑΣ, όμως, εξακολουθούσε να πιέζει τους υποχωρούντες Γερμανούς και μπήκε στην πρωτεύουσα την ημέρα που υποχώρησαν οι εχθροί.
Τρεις μέρες ο ΕΛΑΣ κράτησε την Αθήνα υπό τον απόλυτο έλεγχό του και δεν έκαμε απόπειρα να καταλάβει την εξουσία. Και στις 16 Οχτώβρη υποδέχτηκε τους Άγγλους που έφτασαν στον Πειραιά ενώ επικρατούσε παντού Υποδειγματική τάξη.
Η απόφαση των Βρετανών και μετά την άφιξή τους στην Αθήνα ήταν ούτε τον ΕΛΑΣ ν' αφήσουν να χτυπήσει τους Γερμανούς ούτε οι ίδιοι να τους καταδιώξουν. Απλώς ήθελαν να τους παρακολουθούν και να καταλαμβάνουν τη χώρα που ο εχθρός εκκένωνε. Οταν ο ΕΛΑΣ πρότεινε να αποβιβαστεί στην Κρήτη για να χτυπήσει τους Γερμανούς ο Σκόμπυ αρνήθηκε γιατί σκοπός του ήταν ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ».
Το άρθρο του Ουίλκις που γράφτηκε το 1946, όταν στην εξουσία στη Βρετανία είχαν έρθει οι Εργατικοί, αποτελεί μια πλήρη ομολογία της εχθρικής προς το λαό μας πολιτικής των Βρετανών. Παράλληλα το άρθρο επισημαίνει προς ποια κατεύθυνση βρίσκονται και οι ευθύνες για τις συγκρούσεις του Μελιγαλά και της Καλαμάτας και ξεμασκαρεύει την ντόπια αντίδραση που οχυρώθηκε πίσω απ’ τις συκοφαντίες για δήθεν εγκλήματα και σφαγές του ΕΛΑΣ, ενώ οι συγκρούσεις ήταν έργο και μόνο των Βρετανών, που μεθόδευαν τον εμφύλιο πόλεμο στον τόπο μας για να βρουν την ευκαιρία ν’ αρπάξουν ένοπλα την εξουσία για λογαριασμό της δοσίλογης Δεξιάς.
Οι Άγγλοι, λοιπόν, πίστευαν πως μια και τα προδοτικά τάγματα είχαν καλύτερο οπλισμό θα εξόντωναν τον ΕΛΑΣ. Όμως γελάστηκαν. Τα πράγματα απόδειξαν το αντίθετο. Χρειάστηκε να αλλάξουν σχέδια. Έστειλαν τότε τον Π. Κανελλόπουλο να συναντήσει τον Άρη Βελουχιώτη, καπετάνιο του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ που εκείνη την εποχή ήταν στην Πελοπόννησο και να πείσουν σε συνέχεια τον προδότη συνταγματάρχη Δ. Παπαδόγκονα επικεφαλής 3.000 ταγματασφαλιτών με βαρύ οπλισμό (30 πυροβόλα κλπ.), που ο Ηντεν, υπουργός ’Εξωτερικών της Βρετανίας είχε στιγματίσει στη Βουλή των Κοινοτήτων, ν’ αποφύγει τη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ.
Σε συνέχεια τον παρέλαβαν οι Αγγλοι με όσους από τους άνδρες του δεν θέλησαν να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και με μια διμοιρία του ΕΛΑΣ συνοδεία τους μετάφεραν στις Σπέτσες και από κει στον Πειραιά. Οταν ο ηλεκτρικός μετέφερε τους Παπαδογκονέους στην πλατεία Ομόνοιας, στο κέντρο της Αθήνας, αυθόρμητα μαζεύτηκε πολύς κόσμος που γιουχάιζε τους δοσίλογους και τους έφτυνε.
Με στρατιωτικά αυτοκίνητα τους μετέφεραν στο Γουδί. Φυσικά όχι για να μείνουν στή φυλακή! Από κει τους μοίρασαν στην Ταξιαρχία Ρίμινι, άλλους τοποθέτησαν στη χωροφυλακή στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, αφού τους έστελναν πρώτα στο Κάιρο, όπου τους έντυσαν χωροφυλακίστικα για να φαίνεται πως έρχονται δήθεν από το εξωτερικό,!
Οι βρετανικές μανούβρες δεν περιορίστηκαν μόνο στην Πελοπόννησο. Παρόμοια κατάσταση δημιούργησαν και στη Μακεδονία. Ο Τσώρτσιλ, διέβλεπε πως τα σχέδιά του για ένοπλη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας θα προκαλούσαν αντιδράσεις, έφτανε μάλιστα ως το σημείο αναμέτρησης και με τους Ρώσους, όπως αναφέρουν επίσημα βρετανικά έγγραφα. Γι’αυτό του χρειάζονταν η Θεσσαλονίκη και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Στην περιοχή αυτή το Στρατηγείο Μέσης ’Ανατολής είχε στείλει τον τυχοδιώκτη Αγγλο ταγματάρχη Μύλλερ, σύνδεσμο της αγγλικής Αποστολής στα βουνά της Ελλάδας (είχε πρώτα υπηρετήσει στο Ζέρβα στην Ήπειρο) με σκοπό να εξοπλίσει και να ενισχύσει τις συμμορίες του Τσαούς Αντών (Αντώνη Φωστερίδη). Ο Μύλλερ χρηματοδοτούσε και εφοδίαζε με ρίψεις αεροπλάνων τον Τσαούς Αντών και τον έβαζε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου να στήνει δολοφονικές ενέδρες στα τμήματα του ΕΛΑΣ
Οι ραδιουργίες των Βρετανών
Δίνουμε σχετικά μια έκθεση του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης με ημερομηνία 8. 3. 1944 και υπογραφή Άρης Ολύμπιος, που βρέθηκε στα Αρχεία του Γ Σ του ΕΛΑΣ.
Η έκθεση του Συντάγματος στάλθηκε στη X Μεραρχία του ΕΛΑΣ :
«Ως γνωστό, γράφει ή έκθεση, κατά τον παρελθόντα Αύγουστο (1943) έφθασε εις ’Ανατολικήν Μακεδονία ό Άγγλος Ταγματάρχης Μύλλερ με σκοπό όπως ενισχύσει καί τόν εδώ κατά πολύ σκληρότερο Αγώνα μας εναντίον των Γερμανο-Βουλγάρων κατακτητών, ίνα
1. Δυνηθώμεν καί ημείς καί προσφέρωμεν τάς ύπηρεσίας μας στόν Κοινό Συμμαχικό Αγώνα
2. Διά νά προστατεύσωμεν καί Ανακουφίσωμεν τόν στενάζοντα καί δεινοπαθούντα "Ελληνικόν πληθυσμόν υπό τό πέλμα του Βουλγαρικού Φασισμού.
Δυστυχώς ό ρόλος καί ή Αποστολή του Άγγλου Ταγματάρχου όπως εδείκνυον αι αρχικοί του διαθέσεις καί τά τελευταία φρικιαστικά εγκλήματα καί γεγονότα πού έλαβον χώραν είς την περιοχήν μας καί τά όποια συνοπτικώς εκθέτομεν παρακάτω αποδεικνύουν εμφανέστατα ότι ό ρόλος καί ή Αποστολή του Ανθρώπου πού ήλθε, όχι δι ενίσχυσιν καί παροχήν βοήθειας. Αλλά διά την δημιουργίαν Αντιδράσεως που δέν υπήρχε μέχρι πρότινος, προς διάσπασιν της ενότητος του Αγώνος είς βάρος τού 'Ελληνικού Λαού καί έπ’ ωφέλεια των κατακτητών.
Εις την προσπάθειαν αυτήν βοηθήθηκε καί επέτυχε όταν έπεσαν δυό Ελληνες Αλεξιπτωτισταί οι όποιοι εχρησιμοποιήθησαν ως όργανά του διά τόν ως άνω σκοπόν. Κυρίως ό ένας εξ αυτών ονόματι Πετράκης εκ Κρήτης, αμέσως επελήφθη τού Έργου του κάμνων προπαγάνδα διασπάσεως καί διαφθοράς μέσα στα τμήματά μας.
Εκ μέρους μας κατεβλήθη πάσα προσπάθεια απ' αρχής μέχρι τέλους καί παρά τάς σκληράς συνθήκας διά την εξυπηρέτησιν του Άγγλου προς εκπλήρωσιν της αποστολής του (συγκέντρωσις πληροφοριών κλπ.) περιοδεύσαμεν μαζί όπου επιθυμούσε νά μεταβεί (Μποζ-Ντάγ Σερρών, Δαϊλά δι αναγνωρίσεις κλπ.).
Κατά μίαν τελευταίαν μας περιοδεία είς την οποίαν συμμετείχε καί ο αλεξιπτωτιστής Πετράκης προς Τσάλ-Ντάγ Δράμας, διήλθομεν ως πρώτον σταθμόν έκ Μποζ-Ντάγ Δράμας όπου μετά την αναγνώρισιν καί την δημιουργίαν των απαραιτήτων προϋποθέσεων ή διοίκησις είχεν υπ’ όψιν της νά εγκαταστήσει τμήμα είς τόν τομέα αυτόν. Εκεί δημιουργείται ένα επεισόδιον κατά τό όποιον εξεδηλώθησαν αι πραγματικοί προθέσεις καί έπιδιωκόμενοι σκοποί του έν λόγω Μύλλερ.
Ευθύς μετά την αφιξίν μας είς Μποζ-Ντάγ Δράμας διενυκτερεύσαμεν είς εν ορεινό χωρίον ονόματι Μεσοβούνι τό όποιον κατοικείτο ολοκληρωτικά από Ελληνας. Από τούς κατοίκους πήραμε την πληροφορία υπάρξεως ορισμένων άλλων ατάκτων ομάδων καί οι κάτοικοι μας εξέφρασαν την πικρίαν των, απογοήτευσιν καί αγανάκτηση εναντίον των διότι πιέζονταν υπ' αυτών κατά τόν πλέον οικτρόν τρόπον (ληστείας, βιασμοί, αρπαγαί κλπ.). Την επομένη δε εξήλθομεν του χωρίου προσπάθησα καί συνηντήθην με μίαν μικράν ομάδα ευρισκομένη εκεί πλησίον με τόν αρχηγόν της οποίας μίλησα πάνω στους σκοπούς του αγώνος καί τής οργανώσεώς μας. Εδέχθη δέ προθύμως νά ενταχθή είς τάς τάξεις μας καί επί πλέον νά μεσολαβήσει καί είς τάς άλλας ομάδας είς τάς όποιας είχεν επιρροή καί αι οποίαι μέχρι στιγμής εκείνης εκυκλοφόρουν ληστεύουσαι καί αρπάζουσαι, νά συμμορφωθούν καί ενταχθούν στον ΕΛΑΣ.
Ό αλεξιπτωτιστής Πετράκης παρέλαβε κατόπιν τόν αρχηγόν τής ομάδας καί τόν παρουσίασεν είς τόν Μύλλερ του όποιου ή χαρά υπήρξε απερίγραπτος βλέπων νά πραγματοποιούνται οι σκοποί του. Συνεννοήθη με αυτόν καί του επρότεινεν νά τόν συνδέση καί με όλες τις άλλες ομάδες τις όποιες όντος θά ενίσχυε δη όλων των μέσων υποσχόμενος ταυτοχρόνως είς αυτούς ότι ολόκληρος ή περιοχή θά έμενεν είς χείρας των.
Ό ύποφαινόμενος επενέβην καί παρατήρησα είς τόν Μύλλερ ότι αυτό πού κάνει δέν ανήκε είς την αποστολήν του καί ότι αυτή είναι υπόθεσις καθαρώς ιδική μας, μη έχων κανένα δικαίωμα νά αναμιγνύεται είς καθαρώς εσωτερικά μας ζητήματα. Ούτος εν θυμώ επεκαλέσθη τό συμφωνητικόν τού ΕΛΑΣ (τό όποιον εφόσον επρόκειτο δια οπλισμόν καί οίκονομικήν ενίσχυσιν μας δέν ίσχυε, ενώ διά την ύπαρξιν ανεξαρτήτων ομάδων ίσχυε καθώς καί η ενίσχυσις αυτών).
Ή προσπάθεια καί ή τακτική αυτή τού Μύλλερ ή όποια υποβοηθούσε καί έτεινε είς την διάσπασιν τού Ελληνικού Λαού έκαμε την χειρίστην εντύπωσιν καί προκάλεσε την εναντίον του αγανάκτηση των ολίγων κατοίκων πού παρευρίσκοντο είς την συζήτησιν καί οι οποίοι περίμεναν τη συμμόρφωση των τμημάτων εκείνων τά οποία είχον καταντήσει ό εφιάλτης της εκεί περιοχής.
Παράλληλες διασπαστικές ενέργειες έγιναν μέσα είς τούς αντάρτες τής συνοδείας μας από τόν Πετράκην ό οποίος μεταξύ άλλων είπε καί τά εξής: «Είτε τό θέλετε, είτε όχι, ό Βασιλιάς θάρθη γιατί τόν υποστηρίζει ή Αγγλία. Αυτό τό βεβαίωσε καί ό ίδιος ενώπιον τού Μύλλερ, όταν εκλήθη προς τούτο. Αυτή υπήρξε ή απαρχή τής Εγκληματικής μυστικής συνεννοήσεως τού Μύλλερ καί τού οργάνου του Πετράκη μετά των καθαρμάτων καί των ληστοσυμμοριτών πού τά καρποφόρα αποτελέσματα της υπήρξαν τά δυό στυγερά καί αποτρόπαια Εγκλήματα τά όποια διεπράχθησαν είς βάρος των τμημάτων τού ΕΛΑΣ, Τσάλ-Ντάγ καί Μποζ-Ντάγ Δράμας.
Εις τό Τσάλ-Ντάγ συνεκεντρώθησαν όλα αυτά τά καθάρματα καί έχοντα συλλάβει εκ των προτέρων τό δολοφονικό σχέδιον τους, τό έθεσαν είς εφαρμογήν. Την ημέραν ακριβώς τής Πρωτοχρονιάς, όπως είχαν προειδοποιήσει τό τμήμα μας από την προηγουμένη πήγε για νά γιορτάσει μαζί τους από πολύ πρωί καί την στιγμήν πού άλληλοχαιρετούντο καί άλληλοηύχοντο ό αρχηγός τους έδωσε τό σύνθημα καί αμέσως ήρχισαν τά πυρά απ' όλα τά σημεία με αποτέλεσμα νά φονευθούν καί νά εκτελεσθούν με τσεκούρι δέκα πέντε τόν αριθμόν συναγωνισταί μεταξύ των οποίων ό στρατιωτικός αρχηγός τού Τμήματος καί τά πολιτικά στελέχη, οι δέ υπόλοιποι νά συλληφθούν αιχμάλωτοι καί να υποστούν τα μαρτύρια τής Ιερής Εξετάσεως. Την τραγική εικόνα τής ύπουλης αυτής δολοφονίας μας την δίδουν αυτόπται μάρτυρες συναγωνισταί οι οποίοι απέδρασαν άργότερον.
Τάς ιδίας σχεδόν ημέρας πού διεπράχθη τό Έγκλημα τού Τσάλ-Ντάγ. Ο Άγγλος Ταγματάρχης κατόπιν τής μεγάλης του επιμονής ανεχώρησε με όλην του την συνοδεία καθώς καί με την δύναμιν είκοσι ανταρτών μας επί κεφαλής τής οποίας αναγκάσθηκε νά τεθή ό διοικητής του Τάγματος αξιωματικός Άγις από Μποζ-Ντάγ Σερρών είς Μποζ-Ντάγ Δράμας (Τάς ημέρας εκείνας τά τμήματά μας του Μποζ-Ντάγ Σερρών ήρχισαν τμηματικώς νά διοχετεύωνται, ύστερα από την σύμπτυξη των, ή οποία ήτο αποτέλεσμα των σκληρών μαχών με Βουλγαρικά στρατεύματα καί τάς όποιας προκάλεσαν αί ρίψεις εφοδίων στο Μύλλερ).
Φτάσασα ή άποστολή του Άγγλου Ταγματάρχου μετά τής συνοδείας καί Φρουράς του είς Μπόζ-Ντάγ Δράμας, άνέμενε ρίψιν, χωρίς τούτο προηγουμένως νά τό έχει γνωρίσει είς ήμάς. Ή ρίψις έπραγματοποιήθη (ρουχισμός καί τροφές μόνον) καί ώς ήτο επόμενον επροκάλεσε καί πάλιν τήν κινητοποίησιν τών Βουλγάρων). Έγένετο μάχη μέ τό τμήμα μας καί κατά τό τέλος τής μάχης ένεψανίσθησαν καί όλα τά καθάρματα τής άντίδρασης τά όποια είχον έπανακάμψει άπό τό Τσάγ-Ντάγ συνέλαβον αίχμαλώτους άπό τό τμήμα μας όσους μπόρεσαν καθώς καί τόν άξιωματικόν Άγιν τόν όποιον έξετέλεσαν χωρίς καμμιάν διαμαρτυρίαν του Άγγλου Ταγματάρχου. Άποτέλεσμα τής ρίψεως πού έκαναν σκοπίμως διά νά δημιουργηθή κατάστασις ήτο τό κάψιμο τών χωριών τής περιοχής καί ό έκτοπισμός τών κατοίκων τους.
Πρό τής ρίψεως ό άλεξιπτωτιστής Πετράκης τή συνοδεία τριών συναγωνιστών πού του διετέθησαν άπό τόν άξιωματικόν Άγιν, άνεχώρησεν είς Τσάλ-Ντάγ, όπου έπίσης άνεμένετο ρίψις καί άλεξιπτωτισταί. Καθ’ όδόν παρέδωσε τούς τρεις στρατιώτας είς τά καθάρματα πού συνήντησεν, τούς όποιους αφού άπεγύμνωσαν όδήγησαν πρός έκτέλεσιν. Ό ένας εξ αύτών τήν στιγμήν τής έκτελέσεως κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί νά καταθέσει τ' άνωτέρω.
Έκτοτε ό Άγγλος Ταγματάρχης εύρίσκεται εν μέσω τών άνθρώπων αύτών καταβάλων συνεχή προσπάθειαν διά τήν άνάπτυξιν τής άντιδράσεως.
Οί ήγέται τής ούτω δημιουργηθείσης καταστάσεως, μηδενός έξαιρουμένου, είναι γνωστοί είς τόν λαόν. Ό άρχηγός των, όνόματι Τσαούς-Άντών, έξήλθεν είς τό βουνό αφού προηγουμένως κατέσφαξε τήν σύζυγόν του ή όποία τόν ήμπόδιζεν είς τάς παρανόμους έρωτικάς του σχέσεις μέ άλλας. Μά καί δί όλους τούς άλλους ο λαός κστέθεσεν μέ άγανάκτησιν πολλά έπιβαρυντικά (βιασμοί γυναικών, άρπαγαί, ληστεϊαι, φόνοι διά λόγους έκδικήσεως κλπ.) ένώπιον του Μύλλερ όταν συνεχίζοντες την πορείαν μας άπό Μπόζ-Ντάγ Δράμας καί κατευθυνόμενοι είς Τσάλ-Ντάγ διερχόμεθα άπό διάφορα χωριά.
Εις άμφότερα τά έγκλήματα συμμετείχεν καί ό άρχηγός τής πρώτης όμάδος πού συνηντήσαμεν είς Μπόζ-Ντάγ Δράμας καί ό όποιος αποτελούσε τόν συνδετικόν κρίκον μεταξύ Πετράκη καί των άλλων αντιδραστικών όμάδων…
Φέρομεν είς γνώσιν υμών τήν δημιουργηθεΐσαν κατάστασιν διά νά ένεργήσητε έπί του προκειμένου ό,τι ήθέλατε έγκρίνει».
Υπήρχαν, συνεπώς όχι υπόνοιες αλλά βάσιμα στοιχεία, συγκεκριμένα ότι ο ίδιος ο Μύλλερ σε συνεργασία με τους τσαουσαντωνικούς οργάνωσε αυτές τις δολοφονίες των ελασιτών. Γι’ αυτό και το ΓΣ του ΕΛΑΣ κατάγγειλε επίσημα και επανειλημμένα την δράση του Μύλλερ στο ΣΜΑ κι εκείνο αντί να πάρει μέτρα εναντίον του Μύλλερ, απαντούσε διαμαρτυρόμενο, όπως έκανε άλλωστε σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ότι δήθεν δεν ήταν δυνατό Άγγλος αξιωματικός σύνδεσμος ν’ αναπτύσσει τέτοια δράση!!
Οι Αγγλοι μαζεύουν τους προδότες στην Αθήνα
Οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν στην Πάτρα στις 4 Οχτώβρη 1944. Ο ΕΛΑΣ για να βοηθήσει τους Βρετανούς χτύπησε τους Γερμανούς, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας της Πάτρας πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών. Αυτά τα έχουν ομολογήσει και οι ίδιοι οι Βρετανοί. Πριν από τον Οχτώβρη ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει όλη σχεδόν τη νότια και Ανατολική Πελοπόννησο. Όπως ομολογεί και ο Ουίλκις στο άρθρο του ο ΕΛΑΣ δεν έκανε αντεκδικήσεις. Από τους ταγματασφαλίτες που έπιασε κράτησε μόνο εκείνους που ενέχονταν σε εγκλήματα. Ετοίμαζε δικογραφίες για να δικαστούν Από την κυβέρνηση στην οποία και θα τους παρέδιδε.
Οι Βρετανοί με τον Σκόμπυ επικεφαλής ισχυρίζονταν ότι έρχονταν στην 'Ελλάδα δήθεν για να την απελευθερώσουν από τους Γερμανούς. Μα εναντίον των Γερμανών δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά εκτός από το τμήμα του Τζέλικο. Αλλά οι Βρετανοί δεν έστειλαν διαταγή ούτε στα τμήματα του ΕΛΑΣ να καταδιώξουν τους Γερμανούς. Αυτό δεν το ήθελαν. Ο ΕΛΑΣ, όμως, δεν περίμενε τις διαταγές των Βρετανών. Τα τμήματά του καταδίωξαν και έδωσαν σκληρές μάχες κατά των Γερμανών στο Κακοσάλεσι, όπου διαλύθηκε ολόκληρο γερμανικό τάγμα, στις Θερμοπύλες, στη Θεσσαλία και σε συνέχεια στη Μακεδονία. Σ’ όλες τις πόλεις που υπήρχαν Τάγματα Ασφάλειας ο ΕΛΑΣ τα αφόπλιζε και κρατούσε μόνο τους ενεχόμενους σε εγκλήματα ενώ τους άλλους τους άφηνε λεύτερους.
Οι Βρετανοί έδειχναν πάντα ένα ύποπτο ενδιαφέρον για όλους αυτούς όπως και τους άνδρες της χωροφυλακής και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερναν με πιέσεις προς τα τμήματα τού ΕΛΑΣ ν’ αποσπάσουν αυτούς τους ταγματασφαλίτες και για δήθεν περισσότερη ασφάλεια να τους μεταφέρουν στην Αθήνα. Κρίνοντας εκ των υστέρων είναι ολοφάνερο πως με τον τρόπο αυτό oι Βρετανοί συγκέντρωναν δυνάμεις στην Αθήνα για τη σύγκρουση του Δεκέμβρη που ετοίμαζαν μεθοδικά.
Στις 22 Οχτώβρη τα τμήματα του ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σ’ όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ενώ οι Γερμανοί με τα Τάγματα Ασφάλειας κρατούσαν ακόμα τη Θεσσαλονίκη και Κεντρική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι ύστερα από διαταγή του στρατάρχη της ΕΣΣΔ Τολμπούχιν, που βρισκόταν νικητής στη Σόφια, άρχισαν να υποχωρούν από την ελληνική γη. 'Έμειναν μόνο οι Γερμανοί και οι οπισθοφυλακές τους, οι ταγματασφαλίτες.
Στις 24 Οχτώβρη ο ΕΛΑΣ άρχισε τις πρώτες κρούσεις για την απελευθέρωση της μακεδονικής πρωτεύουσας. Σε συνδυασμό με την έντονη πάλη των οργανώσεων του ΕΑΜ από το εσωτερικό της πόλης που εκδηλώθηκε με την τεράστια κινητοποίηση του λαού και την ένοπλη ενίσχυση του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής οι δυνάμεις της 11ης μεραρχίας τού ΕΛΑΣ κατόρθωσαν να τσακίσουν τον καταχτητή, να λευτερώσουν 2 χιλ. γιουγκοσλάβους αιχμαλώτους και να απαλλάξουν την πόλη από τον ξένο τύραννο.
Στις 30 Οχτώβρη ώρα 3μμ. διακόσιες πενήντα χιλιάδες λαού της Θεσσαλονίκης ξεχύθηκαν στους δρόμους με έξαλλο ενθουσιασμό για να στεφανώσουν τους ελευθερωτές του ΕΛΑΣ. Η ασύγκριτη αυτοθυσία των μαχητών του ΕΛΑΣ έσωσε και δω, όπως είχε κάνει στην Αθήνα και Πειραιά, το ηλεκτρικό εργοστάσιο και τους κυλινδρόμυλους Αλλατίνη.
Μετά τη Θεσσαλονίκη τα συντάγματα του ΕΛΑΣ συνέχισαν την καταδίωξη των Γερμανών για την απελευθέρωση και των άλλων πόλεων της Μακεδονίας.
Την 1 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ ανάγκασε τους Γερμανούς ύστερα από πολυήμερη πίεση να εγκαταλείψουν την περιοχή του Στρυμόνα, του Λαχανά και το Σωχό. Η Πτολεμαΐδα και το Αμύνταιο είχαν επίσης λευτερωθεί. Η Καστοριά εγκαταλείφτηκε και δεν είχε απομείνει στα χέρια των αντιπάλων του ΕΛΑΣ παρά μόνο το Κιλκίς όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι ταγματασφαλίτες από τη Θεσσαλία, τη Νιγρίτα, τη Θεσσαλονίκη, την Κατερίνη, τη Βέροια και άλλες πόλεις. Σε 3.500 ανέρχονταν οι προδότες που είχαν οχυρωθεί εκεί, ενώ οι Γερμανοί είχαν τελείως εκκενώσει το ελληνικό έδαφος.
Εδώ οι Βρετανοί αποφάσισαν να συντρίψουν τον ΕΛΑΣ. Πίστευαν πως θα πετύχουν ό,τι δεν πέτυχαν στην Καλαμάτα.
Από τη χαραυγή της 4 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ είχε κυκλώσει από παντού το Κιλκίς και άρχισε πριν τα ξημερώματα την ορμητική του έξοδο. Οι φονικές οδομαχίες κράτησαν ολόκληρη τη μέρα. Και προς τις 4 το απόγευμα το Κιλκίς είχε κυριευτεί. Δυόμισι χιλιάδες ταγματασφαλίτες με τους κυριότερους αρχηγούς τους πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πάνω από 500 ήταν οι νεκροί προδότες στο πεδίο της μάχης.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι Κ. Παπαδόπουλος και Δ. Θεοχαρίδης οι μετέπειτα βουλευτές της δοσίλογης Δεξιάς.
Σχετικά με τον τελευταίο η εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα» στο φύλλο της στις 27.12.46 έγραψε:
«Όταν οι Γερμανοί αποχωρούσαν από τη Βόρειο Ελλάδα, οι ηνωμένες δυνάμεις ταγματασφαλιτών των Δάγκουλα, Κεσά Μπατζάκ, Κ. Παπαδοπούλου και Παπούλια, απεσύρθησαν στο Κιλκίς, προστατεύοντας σαν «Ισχυρή όπισθοφυλακή» τις υποχωρούσες σύμμαχος, γερμανικές δυνάμεις. Μεταξύ των τελευταίων αυτών ήταν και ο σημερινός υφυπουργός Εφοδιασμού και βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, Δ. Θεοχαρίδης.
Κατά τη μάχη του Κιλκίς μεταξύ ΕΛΑΣ και ταγματασφαλιτών, ο Δ. Θεοχαρίδης συνελήφθη αιχμάλωτος και σε μια αυτόγραφη απολογία του ομολογεί τα εγκλήματα του κατά του ελληνικού λαού, τους στενούς δεσμούς του με τους Δάγκουλα — Χρυσοχόου, και γενικά την προδοτική και αντεθνική του δράση».
Και ένα τελευταίο ερώτημα: Τι απόγιναν οι δοσίλογοι ταγματασφαλίτες που βαρύνονταν με φόνους, δολοφονίες, εμπρησμούς, λεηλασίες κλπ. και οι όποιοι παραδόθηκαν μαζί με τις δικογραφίες τους από τον ΕΛΑΣ μετά τη Βάρκιζα στο επίσημο μεταβαρκιζιανό κράτος για να δικαστούν; Φυσικά από τον τρόπο που το κράτος αντιμετώπισε ως την ώρα εκείνη τους προδότες δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Ωστόσο όμως υπάρχουν και γραπτές μαρτυρίες αποκαλυπτικές και αδιάψευστες.
Αναδημοσιεύουμε από το αγγλικό περιοδικό «Νιού Στέισμαν» (τεύχος Σεπτέμβρη 1945) σχετικό απόσπασμα από επιστολές του τότε Εργατικού βουλευτή ταγματάρχη του αγγλικού στρατού Ουίλκις που γράφει:
«...Το Νοέμβρη 1944, 1.400 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας είχαν συγκεντρωθεί στο Γύθειο κάτω από τη συνδυασμένη επιτήρηση ανδρών του ΕΛΑΣ και τμημάτων της ΡΑΦ.
Ο Γ. Παπανδρέου έστειλε εκεί από την Αθήνα τον Καρατσέα για να κάνει ανακρίσεις.
Αφού έγιναν οι ανακρίσεις, ο Καρατσέας με συμφωνία και του ΕΛΑΣ απόλυσε όλους εκτός από 280, εναντίον των όποιων υπήρχαν ισχυρές αποδείξεις ότι είχαν δολοφονήσει ομήρους εαμίτες ή είχαν κάψει χωριά ή είχαν διαπράξει άλλες φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Οι 280 αυτοί εγκληματίες παραδόθηκαν από τον ΕΛΑΣ στις αρχές και βρίσκονταν στις φυλακές της Καλαμάτας και της Σπάρτης μέχρι τη σύρραξη του Δεκέμβρη. Η πρώτη ενέργεια του Βραχνού, νέου Νομάρχη Μεσσηνίας που διορίστηκε από την κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν να τους αφήσει όλους αυτούς ελεύθερους.
Βγήκαν από τη φυλακή με μουσική (την μπάντα των Δήμων ακριβέστερα) και τιμές και τραγουδώντας μοναρχικά τραγούδια και στις δύο πόλεις (Σπάρτη και Καλαμάτα).
Υστερα από δύο βδομάδες ο Δάλλας, εαμικός δήμαρχος Καλαμάτας, φυλακίστηκε μαζί με 60 άλλους συμπαθούντες το ΕΑΜ. Εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή. Και ακόμα δεν του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Κατά τον ίδιο τρόπο βρίσκονται στις φυλακές και άλλοι αγωνιστές του κινήματος Αντίστασης. Ο Δάλλας είναι μέλος του Αγροτικού Κόμματος του Κ. Γαβριηλίδη. Μπορώ να εγγυηθώ για την αντιφασιστική του δράση και το θαυμάσιο χαραχτήρα του.
Αμφιβάλλω, συνεχίζει η επιστολή, αν περιστατικά σαν αυτό που περιέγραψα — και μπορώ να περιγράψω πολύ περισσότερα από προσωπική μου πείρα — αναφέρονται στις εκθέσεις του Λήπερ (σσ. - πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα) πάνω στις όποιες η εργατική μας κυβέρνηση θα στηρίζει τη μελλοντική της πολιτική στην Ελλάδα».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μαρτυρία του Άγγλου Ουίλκις αποφυλακίστηκαν οι ένοχοι ταγματασφαλίτες και στις φυλακές κλείστηκαν οι εαμίτες και ελασίτες που πολλοί απ’ αυτούς είχαν φυλακιστεί από τους Γερμανούς.
Ο ίδιος δε ο Ουίλκις διαβεβαιώνει πώς αυτή δεν ήταν μοναδική περίπτωση. Και θα μπορούσε να αναφέρει κι άλλες παρόμοιες. Αυτή λοιπόν ήταν η πολιτική των κυβερνήσεων Ν. Πλαστήρα και των άλλων μετά την απελευθέρωση. Ούτε για τα μάτια τού κόσμου δεν τους πέρασαν από δίκη! Αυτοί οι δοσίλογοι έγιναν οι στυλοβάτες του αστικού μεταβαρκιζιανού κράτους.
Για την αντεθνική αυτή δράση τους οι προδότες ταγματασφαλίτες δεν έδωσαν λόγο των πράξεών τους μετά την απελευθέρωση. Πέρασε από δίκη μόνο η ηγεσία των ταγμάτων στην Αθήνα και αυτή για τα μάτια του κόσμου, κυρίως για την παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Οι προδότες των Επαρχιών που διέπραξαν μαζί με τους καταχτητές αναρίθμητα εγκλήματα, φόνους, εμπρησμούς, καταδόσεις, συλλήψεις πατριωτών, έμειναν ατιμώρητοι. Όλοι αυτοί πέρασαν, αφού άλλαξαν οπλισμό και τις γερμανικές στολές με βρετανικές, στον κρατικό μηχανισμό. Έγιναν τα στελέχη του μεταβαρκιζιανού κράτους. Αυτοί οι εθνικώς ανάξιοι διορίστηκαν μέλη Επιτροπών Ασφαλείας που έκριναν τον πατριωτισμό των αγωνιστών της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης!
Ελάχιστοι μόνο καταδικάστηκαν. Για πολλούς δεν υποβλήθηκαν ούτε μηνύσεις. Για άλλους που έγιναν μηνύσεις οι μάρτυρες ακόμα και οι μηνυτές δεν τόλμησαν να παρουσιαστούν στη δίκη. Τέτοια ήταν η αιματηρή τρομοκρατία στην ύπαιθρο στη βρετανική κατοχή που δεν είχε κανένας που να κρύψει το κεφάλι του κι όχι να παρουσιαστεί στις ’Αρχές να καταθέσει.
Ετσι έμειναν ατιμώρητοι και γυρνούσαν ελεύθεροι οι ένοχοι για ομαδικά Εγκλήματα που έγιναν π.χ. στο Αγρίνιο όπου εκτελέστηκαν 117 και τρεις απαγχονίστηκαν τη μεγάλη Παρασκευή του 1944, στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας, την Τρίπολη από τους ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκονα, την Εύβοια, την Κόρινθο, τα Μέγαρα και σε τόσα άλλα μέρη.
Θα ρωτήσετε, μα κι αυτοί που πέρασαν από δίκη τι απόγιναν; Έμειναν λίγα χρόνια φυλακή (αν έμειναν)... και μετά την αποφυλάκιση τους βολεύτηκαν σε εμπιστευτικές θέσεις, πήραν τους βαθμούς τους, όσοι ήταν υπάλληλοι ανέβηκαν στην στρατιωτική ιεραρχία, αυτοί που ήταν στρατιωτικοί και το καταπληκτικό: Αρκετοί απ’ αυτούς πήραν συντάξεις σαν συμμετέχοντες στην... Εθνική ’Αντίσταση!
Έτσι αμείφτηκε στον τόπο μας η εθνική προδοσία!
Δίνουμε σχετικά μια έκθεση του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης με ημερομηνία 8. 3. 1944 και υπογραφή Άρης Ολύμπιος, που βρέθηκε στα Αρχεία του Γ Σ του ΕΛΑΣ.
Η έκθεση του Συντάγματος στάλθηκε στη X Μεραρχία του ΕΛΑΣ :
«Ως γνωστό, γράφει ή έκθεση, κατά τον παρελθόντα Αύγουστο (1943) έφθασε εις ’Ανατολικήν Μακεδονία ό Άγγλος Ταγματάρχης Μύλλερ με σκοπό όπως ενισχύσει καί τόν εδώ κατά πολύ σκληρότερο Αγώνα μας εναντίον των Γερμανο-Βουλγάρων κατακτητών, ίνα
1. Δυνηθώμεν καί ημείς καί προσφέρωμεν τάς ύπηρεσίας μας στόν Κοινό Συμμαχικό Αγώνα
2. Διά νά προστατεύσωμεν καί Ανακουφίσωμεν τόν στενάζοντα καί δεινοπαθούντα "Ελληνικόν πληθυσμόν υπό τό πέλμα του Βουλγαρικού Φασισμού.
Δυστυχώς ό ρόλος καί ή Αποστολή του Άγγλου Ταγματάρχου όπως εδείκνυον αι αρχικοί του διαθέσεις καί τά τελευταία φρικιαστικά εγκλήματα καί γεγονότα πού έλαβον χώραν είς την περιοχήν μας καί τά όποια συνοπτικώς εκθέτομεν παρακάτω αποδεικνύουν εμφανέστατα ότι ό ρόλος καί ή Αποστολή του Ανθρώπου πού ήλθε, όχι δι ενίσχυσιν καί παροχήν βοήθειας. Αλλά διά την δημιουργίαν Αντιδράσεως που δέν υπήρχε μέχρι πρότινος, προς διάσπασιν της ενότητος του Αγώνος είς βάρος τού 'Ελληνικού Λαού καί έπ’ ωφέλεια των κατακτητών.
Εις την προσπάθειαν αυτήν βοηθήθηκε καί επέτυχε όταν έπεσαν δυό Ελληνες Αλεξιπτωτισταί οι όποιοι εχρησιμοποιήθησαν ως όργανά του διά τόν ως άνω σκοπόν. Κυρίως ό ένας εξ αυτών ονόματι Πετράκης εκ Κρήτης, αμέσως επελήφθη τού Έργου του κάμνων προπαγάνδα διασπάσεως καί διαφθοράς μέσα στα τμήματά μας.
Εκ μέρους μας κατεβλήθη πάσα προσπάθεια απ' αρχής μέχρι τέλους καί παρά τάς σκληράς συνθήκας διά την εξυπηρέτησιν του Άγγλου προς εκπλήρωσιν της αποστολής του (συγκέντρωσις πληροφοριών κλπ.) περιοδεύσαμεν μαζί όπου επιθυμούσε νά μεταβεί (Μποζ-Ντάγ Σερρών, Δαϊλά δι αναγνωρίσεις κλπ.).
Κατά μίαν τελευταίαν μας περιοδεία είς την οποίαν συμμετείχε καί ο αλεξιπτωτιστής Πετράκης προς Τσάλ-Ντάγ Δράμας, διήλθομεν ως πρώτον σταθμόν έκ Μποζ-Ντάγ Δράμας όπου μετά την αναγνώρισιν καί την δημιουργίαν των απαραιτήτων προϋποθέσεων ή διοίκησις είχεν υπ’ όψιν της νά εγκαταστήσει τμήμα είς τόν τομέα αυτόν. Εκεί δημιουργείται ένα επεισόδιον κατά τό όποιον εξεδηλώθησαν αι πραγματικοί προθέσεις καί έπιδιωκόμενοι σκοποί του έν λόγω Μύλλερ.
Ευθύς μετά την αφιξίν μας είς Μποζ-Ντάγ Δράμας διενυκτερεύσαμεν είς εν ορεινό χωρίον ονόματι Μεσοβούνι τό όποιον κατοικείτο ολοκληρωτικά από Ελληνας. Από τούς κατοίκους πήραμε την πληροφορία υπάρξεως ορισμένων άλλων ατάκτων ομάδων καί οι κάτοικοι μας εξέφρασαν την πικρίαν των, απογοήτευσιν καί αγανάκτηση εναντίον των διότι πιέζονταν υπ' αυτών κατά τόν πλέον οικτρόν τρόπον (ληστείας, βιασμοί, αρπαγαί κλπ.). Την επομένη δε εξήλθομεν του χωρίου προσπάθησα καί συνηντήθην με μίαν μικράν ομάδα ευρισκομένη εκεί πλησίον με τόν αρχηγόν της οποίας μίλησα πάνω στους σκοπούς του αγώνος καί τής οργανώσεώς μας. Εδέχθη δέ προθύμως νά ενταχθή είς τάς τάξεις μας καί επί πλέον νά μεσολαβήσει καί είς τάς άλλας ομάδας είς τάς όποιας είχεν επιρροή καί αι οποίαι μέχρι στιγμής εκείνης εκυκλοφόρουν ληστεύουσαι καί αρπάζουσαι, νά συμμορφωθούν καί ενταχθούν στον ΕΛΑΣ.
Ό αλεξιπτωτιστής Πετράκης παρέλαβε κατόπιν τόν αρχηγόν τής ομάδας καί τόν παρουσίασεν είς τόν Μύλλερ του όποιου ή χαρά υπήρξε απερίγραπτος βλέπων νά πραγματοποιούνται οι σκοποί του. Συνεννοήθη με αυτόν καί του επρότεινεν νά τόν συνδέση καί με όλες τις άλλες ομάδες τις όποιες όντος θά ενίσχυε δη όλων των μέσων υποσχόμενος ταυτοχρόνως είς αυτούς ότι ολόκληρος ή περιοχή θά έμενεν είς χείρας των.
Ό ύποφαινόμενος επενέβην καί παρατήρησα είς τόν Μύλλερ ότι αυτό πού κάνει δέν ανήκε είς την αποστολήν του καί ότι αυτή είναι υπόθεσις καθαρώς ιδική μας, μη έχων κανένα δικαίωμα νά αναμιγνύεται είς καθαρώς εσωτερικά μας ζητήματα. Ούτος εν θυμώ επεκαλέσθη τό συμφωνητικόν τού ΕΛΑΣ (τό όποιον εφόσον επρόκειτο δια οπλισμόν καί οίκονομικήν ενίσχυσιν μας δέν ίσχυε, ενώ διά την ύπαρξιν ανεξαρτήτων ομάδων ίσχυε καθώς καί η ενίσχυσις αυτών).
Ή προσπάθεια καί ή τακτική αυτή τού Μύλλερ ή όποια υποβοηθούσε καί έτεινε είς την διάσπασιν τού Ελληνικού Λαού έκαμε την χειρίστην εντύπωσιν καί προκάλεσε την εναντίον του αγανάκτηση των ολίγων κατοίκων πού παρευρίσκοντο είς την συζήτησιν καί οι οποίοι περίμεναν τη συμμόρφωση των τμημάτων εκείνων τά οποία είχον καταντήσει ό εφιάλτης της εκεί περιοχής.
Παράλληλες διασπαστικές ενέργειες έγιναν μέσα είς τούς αντάρτες τής συνοδείας μας από τόν Πετράκην ό οποίος μεταξύ άλλων είπε καί τά εξής: «Είτε τό θέλετε, είτε όχι, ό Βασιλιάς θάρθη γιατί τόν υποστηρίζει ή Αγγλία. Αυτό τό βεβαίωσε καί ό ίδιος ενώπιον τού Μύλλερ, όταν εκλήθη προς τούτο. Αυτή υπήρξε ή απαρχή τής Εγκληματικής μυστικής συνεννοήσεως τού Μύλλερ καί τού οργάνου του Πετράκη μετά των καθαρμάτων καί των ληστοσυμμοριτών πού τά καρποφόρα αποτελέσματα της υπήρξαν τά δυό στυγερά καί αποτρόπαια Εγκλήματα τά όποια διεπράχθησαν είς βάρος των τμημάτων τού ΕΛΑΣ, Τσάλ-Ντάγ καί Μποζ-Ντάγ Δράμας.
Εις τό Τσάλ-Ντάγ συνεκεντρώθησαν όλα αυτά τά καθάρματα καί έχοντα συλλάβει εκ των προτέρων τό δολοφονικό σχέδιον τους, τό έθεσαν είς εφαρμογήν. Την ημέραν ακριβώς τής Πρωτοχρονιάς, όπως είχαν προειδοποιήσει τό τμήμα μας από την προηγουμένη πήγε για νά γιορτάσει μαζί τους από πολύ πρωί καί την στιγμήν πού άλληλοχαιρετούντο καί άλληλοηύχοντο ό αρχηγός τους έδωσε τό σύνθημα καί αμέσως ήρχισαν τά πυρά απ' όλα τά σημεία με αποτέλεσμα νά φονευθούν καί νά εκτελεσθούν με τσεκούρι δέκα πέντε τόν αριθμόν συναγωνισταί μεταξύ των οποίων ό στρατιωτικός αρχηγός τού Τμήματος καί τά πολιτικά στελέχη, οι δέ υπόλοιποι νά συλληφθούν αιχμάλωτοι καί να υποστούν τα μαρτύρια τής Ιερής Εξετάσεως. Την τραγική εικόνα τής ύπουλης αυτής δολοφονίας μας την δίδουν αυτόπται μάρτυρες συναγωνισταί οι οποίοι απέδρασαν άργότερον.
Τάς ιδίας σχεδόν ημέρας πού διεπράχθη τό Έγκλημα τού Τσάλ-Ντάγ. Ο Άγγλος Ταγματάρχης κατόπιν τής μεγάλης του επιμονής ανεχώρησε με όλην του την συνοδεία καθώς καί με την δύναμιν είκοσι ανταρτών μας επί κεφαλής τής οποίας αναγκάσθηκε νά τεθή ό διοικητής του Τάγματος αξιωματικός Άγις από Μποζ-Ντάγ Σερρών είς Μποζ-Ντάγ Δράμας (Τάς ημέρας εκείνας τά τμήματά μας του Μποζ-Ντάγ Σερρών ήρχισαν τμηματικώς νά διοχετεύωνται, ύστερα από την σύμπτυξη των, ή οποία ήτο αποτέλεσμα των σκληρών μαχών με Βουλγαρικά στρατεύματα καί τάς όποιας προκάλεσαν αί ρίψεις εφοδίων στο Μύλλερ).
Φτάσασα ή άποστολή του Άγγλου Ταγματάρχου μετά τής συνοδείας καί Φρουράς του είς Μπόζ-Ντάγ Δράμας, άνέμενε ρίψιν, χωρίς τούτο προηγουμένως νά τό έχει γνωρίσει είς ήμάς. Ή ρίψις έπραγματοποιήθη (ρουχισμός καί τροφές μόνον) καί ώς ήτο επόμενον επροκάλεσε καί πάλιν τήν κινητοποίησιν τών Βουλγάρων). Έγένετο μάχη μέ τό τμήμα μας καί κατά τό τέλος τής μάχης ένεψανίσθησαν καί όλα τά καθάρματα τής άντίδρασης τά όποια είχον έπανακάμψει άπό τό Τσάγ-Ντάγ συνέλαβον αίχμαλώτους άπό τό τμήμα μας όσους μπόρεσαν καθώς καί τόν άξιωματικόν Άγιν τόν όποιον έξετέλεσαν χωρίς καμμιάν διαμαρτυρίαν του Άγγλου Ταγματάρχου. Άποτέλεσμα τής ρίψεως πού έκαναν σκοπίμως διά νά δημιουργηθή κατάστασις ήτο τό κάψιμο τών χωριών τής περιοχής καί ό έκτοπισμός τών κατοίκων τους.
Πρό τής ρίψεως ό άλεξιπτωτιστής Πετράκης τή συνοδεία τριών συναγωνιστών πού του διετέθησαν άπό τόν άξιωματικόν Άγιν, άνεχώρησεν είς Τσάλ-Ντάγ, όπου έπίσης άνεμένετο ρίψις καί άλεξιπτωτισταί. Καθ’ όδόν παρέδωσε τούς τρεις στρατιώτας είς τά καθάρματα πού συνήντησεν, τούς όποιους αφού άπεγύμνωσαν όδήγησαν πρός έκτέλεσιν. Ό ένας εξ αύτών τήν στιγμήν τής έκτελέσεως κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί νά καταθέσει τ' άνωτέρω.
Έκτοτε ό Άγγλος Ταγματάρχης εύρίσκεται εν μέσω τών άνθρώπων αύτών καταβάλων συνεχή προσπάθειαν διά τήν άνάπτυξιν τής άντιδράσεως.
Οί ήγέται τής ούτω δημιουργηθείσης καταστάσεως, μηδενός έξαιρουμένου, είναι γνωστοί είς τόν λαόν. Ό άρχηγός των, όνόματι Τσαούς-Άντών, έξήλθεν είς τό βουνό αφού προηγουμένως κατέσφαξε τήν σύζυγόν του ή όποία τόν ήμπόδιζεν είς τάς παρανόμους έρωτικάς του σχέσεις μέ άλλας. Μά καί δί όλους τούς άλλους ο λαός κστέθεσεν μέ άγανάκτησιν πολλά έπιβαρυντικά (βιασμοί γυναικών, άρπαγαί, ληστεϊαι, φόνοι διά λόγους έκδικήσεως κλπ.) ένώπιον του Μύλλερ όταν συνεχίζοντες την πορείαν μας άπό Μπόζ-Ντάγ Δράμας καί κατευθυνόμενοι είς Τσάλ-Ντάγ διερχόμεθα άπό διάφορα χωριά.
Εις άμφότερα τά έγκλήματα συμμετείχεν καί ό άρχηγός τής πρώτης όμάδος πού συνηντήσαμεν είς Μπόζ-Ντάγ Δράμας καί ό όποιος αποτελούσε τόν συνδετικόν κρίκον μεταξύ Πετράκη καί των άλλων αντιδραστικών όμάδων…
Φέρομεν είς γνώσιν υμών τήν δημιουργηθεΐσαν κατάστασιν διά νά ένεργήσητε έπί του προκειμένου ό,τι ήθέλατε έγκρίνει».
Υπήρχαν, συνεπώς όχι υπόνοιες αλλά βάσιμα στοιχεία, συγκεκριμένα ότι ο ίδιος ο Μύλλερ σε συνεργασία με τους τσαουσαντωνικούς οργάνωσε αυτές τις δολοφονίες των ελασιτών. Γι’ αυτό και το ΓΣ του ΕΛΑΣ κατάγγειλε επίσημα και επανειλημμένα την δράση του Μύλλερ στο ΣΜΑ κι εκείνο αντί να πάρει μέτρα εναντίον του Μύλλερ, απαντούσε διαμαρτυρόμενο, όπως έκανε άλλωστε σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ότι δήθεν δεν ήταν δυνατό Άγγλος αξιωματικός σύνδεσμος ν’ αναπτύσσει τέτοια δράση!!
Οι Αγγλοι μαζεύουν τους προδότες στην Αθήνα
Οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν στην Πάτρα στις 4 Οχτώβρη 1944. Ο ΕΛΑΣ για να βοηθήσει τους Βρετανούς χτύπησε τους Γερμανούς, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας της Πάτρας πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών. Αυτά τα έχουν ομολογήσει και οι ίδιοι οι Βρετανοί. Πριν από τον Οχτώβρη ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει όλη σχεδόν τη νότια και Ανατολική Πελοπόννησο. Όπως ομολογεί και ο Ουίλκις στο άρθρο του ο ΕΛΑΣ δεν έκανε αντεκδικήσεις. Από τους ταγματασφαλίτες που έπιασε κράτησε μόνο εκείνους που ενέχονταν σε εγκλήματα. Ετοίμαζε δικογραφίες για να δικαστούν Από την κυβέρνηση στην οποία και θα τους παρέδιδε.
Οι Βρετανοί με τον Σκόμπυ επικεφαλής ισχυρίζονταν ότι έρχονταν στην 'Ελλάδα δήθεν για να την απελευθερώσουν από τους Γερμανούς. Μα εναντίον των Γερμανών δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά εκτός από το τμήμα του Τζέλικο. Αλλά οι Βρετανοί δεν έστειλαν διαταγή ούτε στα τμήματα του ΕΛΑΣ να καταδιώξουν τους Γερμανούς. Αυτό δεν το ήθελαν. Ο ΕΛΑΣ, όμως, δεν περίμενε τις διαταγές των Βρετανών. Τα τμήματά του καταδίωξαν και έδωσαν σκληρές μάχες κατά των Γερμανών στο Κακοσάλεσι, όπου διαλύθηκε ολόκληρο γερμανικό τάγμα, στις Θερμοπύλες, στη Θεσσαλία και σε συνέχεια στη Μακεδονία. Σ’ όλες τις πόλεις που υπήρχαν Τάγματα Ασφάλειας ο ΕΛΑΣ τα αφόπλιζε και κρατούσε μόνο τους ενεχόμενους σε εγκλήματα ενώ τους άλλους τους άφηνε λεύτερους.
Οι Βρετανοί έδειχναν πάντα ένα ύποπτο ενδιαφέρον για όλους αυτούς όπως και τους άνδρες της χωροφυλακής και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερναν με πιέσεις προς τα τμήματα τού ΕΛΑΣ ν’ αποσπάσουν αυτούς τους ταγματασφαλίτες και για δήθεν περισσότερη ασφάλεια να τους μεταφέρουν στην Αθήνα. Κρίνοντας εκ των υστέρων είναι ολοφάνερο πως με τον τρόπο αυτό oι Βρετανοί συγκέντρωναν δυνάμεις στην Αθήνα για τη σύγκρουση του Δεκέμβρη που ετοίμαζαν μεθοδικά.
Στις 22 Οχτώβρη τα τμήματα του ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σ’ όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ενώ οι Γερμανοί με τα Τάγματα Ασφάλειας κρατούσαν ακόμα τη Θεσσαλονίκη και Κεντρική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι ύστερα από διαταγή του στρατάρχη της ΕΣΣΔ Τολμπούχιν, που βρισκόταν νικητής στη Σόφια, άρχισαν να υποχωρούν από την ελληνική γη. 'Έμειναν μόνο οι Γερμανοί και οι οπισθοφυλακές τους, οι ταγματασφαλίτες.
Στις 24 Οχτώβρη ο ΕΛΑΣ άρχισε τις πρώτες κρούσεις για την απελευθέρωση της μακεδονικής πρωτεύουσας. Σε συνδυασμό με την έντονη πάλη των οργανώσεων του ΕΑΜ από το εσωτερικό της πόλης που εκδηλώθηκε με την τεράστια κινητοποίηση του λαού και την ένοπλη ενίσχυση του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής οι δυνάμεις της 11ης μεραρχίας τού ΕΛΑΣ κατόρθωσαν να τσακίσουν τον καταχτητή, να λευτερώσουν 2 χιλ. γιουγκοσλάβους αιχμαλώτους και να απαλλάξουν την πόλη από τον ξένο τύραννο.
Στις 30 Οχτώβρη ώρα 3μμ. διακόσιες πενήντα χιλιάδες λαού της Θεσσαλονίκης ξεχύθηκαν στους δρόμους με έξαλλο ενθουσιασμό για να στεφανώσουν τους ελευθερωτές του ΕΛΑΣ. Η ασύγκριτη αυτοθυσία των μαχητών του ΕΛΑΣ έσωσε και δω, όπως είχε κάνει στην Αθήνα και Πειραιά, το ηλεκτρικό εργοστάσιο και τους κυλινδρόμυλους Αλλατίνη.
Μετά τη Θεσσαλονίκη τα συντάγματα του ΕΛΑΣ συνέχισαν την καταδίωξη των Γερμανών για την απελευθέρωση και των άλλων πόλεων της Μακεδονίας.
Την 1 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ ανάγκασε τους Γερμανούς ύστερα από πολυήμερη πίεση να εγκαταλείψουν την περιοχή του Στρυμόνα, του Λαχανά και το Σωχό. Η Πτολεμαΐδα και το Αμύνταιο είχαν επίσης λευτερωθεί. Η Καστοριά εγκαταλείφτηκε και δεν είχε απομείνει στα χέρια των αντιπάλων του ΕΛΑΣ παρά μόνο το Κιλκίς όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι ταγματασφαλίτες από τη Θεσσαλία, τη Νιγρίτα, τη Θεσσαλονίκη, την Κατερίνη, τη Βέροια και άλλες πόλεις. Σε 3.500 ανέρχονταν οι προδότες που είχαν οχυρωθεί εκεί, ενώ οι Γερμανοί είχαν τελείως εκκενώσει το ελληνικό έδαφος.
Εδώ οι Βρετανοί αποφάσισαν να συντρίψουν τον ΕΛΑΣ. Πίστευαν πως θα πετύχουν ό,τι δεν πέτυχαν στην Καλαμάτα.
Από τη χαραυγή της 4 Νοέμβρη ο ΕΛΑΣ είχε κυκλώσει από παντού το Κιλκίς και άρχισε πριν τα ξημερώματα την ορμητική του έξοδο. Οι φονικές οδομαχίες κράτησαν ολόκληρη τη μέρα. Και προς τις 4 το απόγευμα το Κιλκίς είχε κυριευτεί. Δυόμισι χιλιάδες ταγματασφαλίτες με τους κυριότερους αρχηγούς τους πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πάνω από 500 ήταν οι νεκροί προδότες στο πεδίο της μάχης.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι Κ. Παπαδόπουλος και Δ. Θεοχαρίδης οι μετέπειτα βουλευτές της δοσίλογης Δεξιάς.
Σχετικά με τον τελευταίο η εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα» στο φύλλο της στις 27.12.46 έγραψε:
«Όταν οι Γερμανοί αποχωρούσαν από τη Βόρειο Ελλάδα, οι ηνωμένες δυνάμεις ταγματασφαλιτών των Δάγκουλα, Κεσά Μπατζάκ, Κ. Παπαδοπούλου και Παπούλια, απεσύρθησαν στο Κιλκίς, προστατεύοντας σαν «Ισχυρή όπισθοφυλακή» τις υποχωρούσες σύμμαχος, γερμανικές δυνάμεις. Μεταξύ των τελευταίων αυτών ήταν και ο σημερινός υφυπουργός Εφοδιασμού και βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, Δ. Θεοχαρίδης.
Κατά τη μάχη του Κιλκίς μεταξύ ΕΛΑΣ και ταγματασφαλιτών, ο Δ. Θεοχαρίδης συνελήφθη αιχμάλωτος και σε μια αυτόγραφη απολογία του ομολογεί τα εγκλήματα του κατά του ελληνικού λαού, τους στενούς δεσμούς του με τους Δάγκουλα — Χρυσοχόου, και γενικά την προδοτική και αντεθνική του δράση».
Και ένα τελευταίο ερώτημα: Τι απόγιναν οι δοσίλογοι ταγματασφαλίτες που βαρύνονταν με φόνους, δολοφονίες, εμπρησμούς, λεηλασίες κλπ. και οι όποιοι παραδόθηκαν μαζί με τις δικογραφίες τους από τον ΕΛΑΣ μετά τη Βάρκιζα στο επίσημο μεταβαρκιζιανό κράτος για να δικαστούν; Φυσικά από τον τρόπο που το κράτος αντιμετώπισε ως την ώρα εκείνη τους προδότες δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Ωστόσο όμως υπάρχουν και γραπτές μαρτυρίες αποκαλυπτικές και αδιάψευστες.
Αναδημοσιεύουμε από το αγγλικό περιοδικό «Νιού Στέισμαν» (τεύχος Σεπτέμβρη 1945) σχετικό απόσπασμα από επιστολές του τότε Εργατικού βουλευτή ταγματάρχη του αγγλικού στρατού Ουίλκις που γράφει:
«...Το Νοέμβρη 1944, 1.400 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας είχαν συγκεντρωθεί στο Γύθειο κάτω από τη συνδυασμένη επιτήρηση ανδρών του ΕΛΑΣ και τμημάτων της ΡΑΦ.
Ο Γ. Παπανδρέου έστειλε εκεί από την Αθήνα τον Καρατσέα για να κάνει ανακρίσεις.
Αφού έγιναν οι ανακρίσεις, ο Καρατσέας με συμφωνία και του ΕΛΑΣ απόλυσε όλους εκτός από 280, εναντίον των όποιων υπήρχαν ισχυρές αποδείξεις ότι είχαν δολοφονήσει ομήρους εαμίτες ή είχαν κάψει χωριά ή είχαν διαπράξει άλλες φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Οι 280 αυτοί εγκληματίες παραδόθηκαν από τον ΕΛΑΣ στις αρχές και βρίσκονταν στις φυλακές της Καλαμάτας και της Σπάρτης μέχρι τη σύρραξη του Δεκέμβρη. Η πρώτη ενέργεια του Βραχνού, νέου Νομάρχη Μεσσηνίας που διορίστηκε από την κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν να τους αφήσει όλους αυτούς ελεύθερους.
Βγήκαν από τη φυλακή με μουσική (την μπάντα των Δήμων ακριβέστερα) και τιμές και τραγουδώντας μοναρχικά τραγούδια και στις δύο πόλεις (Σπάρτη και Καλαμάτα).
Υστερα από δύο βδομάδες ο Δάλλας, εαμικός δήμαρχος Καλαμάτας, φυλακίστηκε μαζί με 60 άλλους συμπαθούντες το ΕΑΜ. Εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή. Και ακόμα δεν του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Κατά τον ίδιο τρόπο βρίσκονται στις φυλακές και άλλοι αγωνιστές του κινήματος Αντίστασης. Ο Δάλλας είναι μέλος του Αγροτικού Κόμματος του Κ. Γαβριηλίδη. Μπορώ να εγγυηθώ για την αντιφασιστική του δράση και το θαυμάσιο χαραχτήρα του.
Αμφιβάλλω, συνεχίζει η επιστολή, αν περιστατικά σαν αυτό που περιέγραψα — και μπορώ να περιγράψω πολύ περισσότερα από προσωπική μου πείρα — αναφέρονται στις εκθέσεις του Λήπερ (σσ. - πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα) πάνω στις όποιες η εργατική μας κυβέρνηση θα στηρίζει τη μελλοντική της πολιτική στην Ελλάδα».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μαρτυρία του Άγγλου Ουίλκις αποφυλακίστηκαν οι ένοχοι ταγματασφαλίτες και στις φυλακές κλείστηκαν οι εαμίτες και ελασίτες που πολλοί απ’ αυτούς είχαν φυλακιστεί από τους Γερμανούς.
Ο ίδιος δε ο Ουίλκις διαβεβαιώνει πώς αυτή δεν ήταν μοναδική περίπτωση. Και θα μπορούσε να αναφέρει κι άλλες παρόμοιες. Αυτή λοιπόν ήταν η πολιτική των κυβερνήσεων Ν. Πλαστήρα και των άλλων μετά την απελευθέρωση. Ούτε για τα μάτια τού κόσμου δεν τους πέρασαν από δίκη! Αυτοί οι δοσίλογοι έγιναν οι στυλοβάτες του αστικού μεταβαρκιζιανού κράτους.
Για την αντεθνική αυτή δράση τους οι προδότες ταγματασφαλίτες δεν έδωσαν λόγο των πράξεών τους μετά την απελευθέρωση. Πέρασε από δίκη μόνο η ηγεσία των ταγμάτων στην Αθήνα και αυτή για τα μάτια του κόσμου, κυρίως για την παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Οι προδότες των Επαρχιών που διέπραξαν μαζί με τους καταχτητές αναρίθμητα εγκλήματα, φόνους, εμπρησμούς, καταδόσεις, συλλήψεις πατριωτών, έμειναν ατιμώρητοι. Όλοι αυτοί πέρασαν, αφού άλλαξαν οπλισμό και τις γερμανικές στολές με βρετανικές, στον κρατικό μηχανισμό. Έγιναν τα στελέχη του μεταβαρκιζιανού κράτους. Αυτοί οι εθνικώς ανάξιοι διορίστηκαν μέλη Επιτροπών Ασφαλείας που έκριναν τον πατριωτισμό των αγωνιστών της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης!
Ελάχιστοι μόνο καταδικάστηκαν. Για πολλούς δεν υποβλήθηκαν ούτε μηνύσεις. Για άλλους που έγιναν μηνύσεις οι μάρτυρες ακόμα και οι μηνυτές δεν τόλμησαν να παρουσιαστούν στη δίκη. Τέτοια ήταν η αιματηρή τρομοκρατία στην ύπαιθρο στη βρετανική κατοχή που δεν είχε κανένας που να κρύψει το κεφάλι του κι όχι να παρουσιαστεί στις ’Αρχές να καταθέσει.
Ετσι έμειναν ατιμώρητοι και γυρνούσαν ελεύθεροι οι ένοχοι για ομαδικά Εγκλήματα που έγιναν π.χ. στο Αγρίνιο όπου εκτελέστηκαν 117 και τρεις απαγχονίστηκαν τη μεγάλη Παρασκευή του 1944, στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας, την Τρίπολη από τους ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκονα, την Εύβοια, την Κόρινθο, τα Μέγαρα και σε τόσα άλλα μέρη.
Θα ρωτήσετε, μα κι αυτοί που πέρασαν από δίκη τι απόγιναν; Έμειναν λίγα χρόνια φυλακή (αν έμειναν)... και μετά την αποφυλάκιση τους βολεύτηκαν σε εμπιστευτικές θέσεις, πήραν τους βαθμούς τους, όσοι ήταν υπάλληλοι ανέβηκαν στην στρατιωτική ιεραρχία, αυτοί που ήταν στρατιωτικοί και το καταπληκτικό: Αρκετοί απ’ αυτούς πήραν συντάξεις σαν συμμετέχοντες στην... Εθνική ’Αντίσταση!
Έτσι αμείφτηκε στον τόπο μας η εθνική προδοσία!